Σάββατο, Οκτωβρίου 25

Αγγελική Νικολούλη: 20 χρόνια «Εγκλημα»

Αγγελική Νικολούλη: 20 χρόνια «Εγκλημα»

Για περίπου δύο δεκαετίες η Αγγελική Νικολούλη είναι το τηλεοπτικό αντίστοιχο της Μις Μαρπλ, της διάσημης ηρωίδας της Αγκάθα Κρίστι. Πλέον, μετά την έκδοση των δύο μυθιστορημάτων της, πλησιάζει περισσότερο στη σύγχρονη εγχώρια εκδοχή της διάσημης συγγραφέως μυστηρίου. Και συνεχίζει τη δράση της ακάθεκτη

Οκτώβριος του 1995, Παρασκευή και 13. Η Αγγελική Νικολούλη εμφανίζεται για πρώτη φορά μόνη της στο πλατό του ΣΚΑΪ με την εκπομπή «Φως στο Τούνελ». Δεν ακολουθεί κανέναν από τους τηλεοπτικούς κανόνες της εποχής, η οποία διεπόταν από σοβαροφάνεια και καθωσπρεπισμό. Η ελευθερία αυτή εξάλλου -του να μπορεί να διατηρήσει την πελοποννήσια προφορά της ή ακόμα και να εμφανιστεί στο γυαλί με σιδεράκια- ήταν που την έκανε να πει αμέσως το «ναι» στην πρόταση του συγκεκριμένου καναλιού.



Είχε ήδη άλλωστε προηγηθεί ένα ραντεβού στα γραφεία του STAR, όπου της πρότειναν να κάνει μια ερευνητική εκπομπή μαγνητοσκοπημένη. Απόρησε και απάντησε ότι ερευνητική και μαγνητοσκοπημένη εκπομπή δεν γίνεται. Αμέσως μετά της είπαν ότι θα φέρουν και έναν ειδικό από την Αμερική για να της φτιάξει το προφίλ, να την κάνει πιο τηλεοπτική. Αντέτεινε πως άμα τη «φτιάξει» δεν θα είναι πια ο εαυτός της και απέρριψε την πρόταση. Και έτσι ξεκίνησε στους «απέναντι» με τους δικούς της όρους. Κάπως έτσι η νεαρή τότε δημοσιογράφος, η οποία στις πρώτες εκπομπές άκουγε τη φωνή του σκηνοθέτη στο πλατό και έψαχνε να βρει από πού ερχόταν, έγινε ο αγαπημένος επισκέπτης στα σαλόνια των τηλεθεατών κάθε Παρασκευή.
Μέσα σε λίγους μόνο μήνες η καινούρια κοινωνική εκπομπή, η οποία αρχικά είχε και άλλες ενότητες, στράφηκε αποκλειστικά στις αναζητήσεις και ο κόσμος άρχισε να φέρνει υποθέσεις προς εξιχνίαση. «Κάποια από αυτές τις Παρασκευές ακούω ξαφνικά τον σκηνοθέτη να φωνάζει», μου εξιστορεί καθώς κάθεται απέναντί μου στο γραφείο της. «Μας παίρνουν τηλέφωνο και λένε ή σταματάς τώρα την εκπομπή ή γαζώνουν το κτίριο και το γεμίζουν τρύπες. Και λέω τότε στον αέρα: “Γιατί, κύριε δολοφόνε, θες να μας κάνεις σουρωτήρι;”. Είχε μείνει τότε αυτή η ατάκα, τη θυμόμασταν για καιρό», συνεχίζει με το γνώριμο χαμόγελό της.



Είναι απλή, χαλαρή, γοητευτική, με χιούμορ, ήρεμο βλέμμα και διεισδυτική ματιά. Καταλαβαίνεις ότι όταν σου μιλάει παράλληλα «ιχνογραφεί» το ψυχογράφημά σου, σε κατατάσσει σε κάποια κατηγορία. Οχι, δεν μπορώ να ρωτήσω μια γυναίκα με τέτοια οξύτητα πνεύματος, η οποία ως αστυνομική ρεπόρτερ έχει εισβάλει σε κελιά φυλακών και κρησφύγετα κακοποιών και έχει βρεθεί αντιμέτωπη με τον θάνατο πολλάκις, εάν έχει κάνει μπότοξ, κατά πόσο θα έκανε ένα λιφτινγκάκι ή αν νιώθει έτοιμη για τον επόμενο έρωτα στη ζωή της μετά το διαζύγιο. Παρατηρώντας το πόσο απέριττα περιποιημένη είναι, είμαι σίγουρη ότι της αρέσει να συζητάει και γι’ αυτά τα θέματα. Με τις φίλες της όμως. Off the record.

Ωστόσο, αυτό για το οποίο απολαμβάνει να μιλάει υπό οιεσδήποτε συνθήκες είναι τα δύο αστυνομικά της μυθιστορήματα («Ονειρεύτηκα το Δολοφόνο σου», «Θάνατος με Χείλη Κόκκινα») και τη διαδικασία συγγραφής τους. Επιβεβαιώνει μάλιστα ότι οι συζητήσεις για να μεταφερθεί ο «Θάνατος με Χείλη Κόκκινα» στη μεγάλη οθόνη -και συγκεκριμένα ως ξένη παραγωγή- προχωράνε. «Το πρώτο μου βιβλίο το έγραψα μέσα σε έναν μήνα. Ηταν χειμώνας. Για μένα αυτά τα βιβλία γράφονται χειμώνα, σε άσχημες καιρικές συνθήκες. Ηταν τότε που η εκπομπή δεν βγήκε λόγω των προβλημάτων του ALTER. Το δεύτερο, για το οποίο είχα deadline και έπεσε καλοκαίρι, μου πήρε λίγο περισσότερο, με δυσκόλεψε ο καιρός. Οταν καθίσω να γράψω το ένα, το μεγάλο, το σημαντικό που θέλω να γράψω, όπου θα αποκαλύψω και πολλά, θα απομονωθώ κάπου χειμώνα», αποκαλύπτει, συμπληρώνοντας πως είναι από τους ανθρώπους που η διάθεσή τους επηρεάζεται από τις καιρικές συνθήκες.



«Το πρώτο μου βιβλίο το έγραψα μέσα σε έναν μήνα. Ηταν χειμώνας. Για μένα αυτά τα βιβλία γράφονται χειμώνα, σε άσχημες καιρικές συνθήκες»

Με μεγάλη πιθανότητα να είναι και το μοναδικό πράγμα που την επηρεάζει, αφού με τα χρόνια έχει αποκτήσει ανοσία στον κίνδυνο. «Ζω μαζί του», διευκρινίζει και συνεχίζει: «Είναι μέρος της καθημερινότητάς μου. Την περασμένη σεζόν είχαμε ασχοληθεί με την υπόθεση της απαγωγής του Μάριου Παπαγεωργίου, μια υπόθεση που έμοιαζε πολύ με επεισόδιο CSI. Διότι ενώ το αυτοκίνητο που χρησιμοποίησαν οι δράστες είχε πλυθεί, καταφέραμε να βρούμε ίχνη αίματος. Φέραμε τον ειδικό γενετιστή και με το ίδιο σπρέι που χρησιμοποιούν και στο FBI ψεκάσαμε το αυτοκίνητο και αποκαλύφθηκαν τα ίχνη. Ετσι, ακόμα και χωρίς να βρεθεί το πτώμα ο εγκέφαλος της σπείρας καταδικάστηκε και φυλακίστηκε. Λίγο καιρό μετά την απόφαση, λοιπόν, με πήραν -σε διαφορετικές μέρες- εδώ στο γραφείο δύο βαρυποινίτες και μου είπαν: “Πρόσεχε, γιατί ο άνθρωπος αυτός που μπήκε μέσα προχθές λέει ότι μπορεί εγώ να είμαι μέσα και αυτή να είναι έξω, αλλά δεν θα είναι για πολύ ακόμα», ολοκληρώνει και συνεχίζει απτόητη. «Είναι μέρος της δουλειάς πια. Από απειλές άλλο τίποτα. Οι υποθέσεις είναι η προτεραιότητα. Παλιότερα είχαμε τα μεγάλα μυαλά των αστυνομικών. Πλέον, στο πλευρό των αστυνομικών υπάρχουν τα σύγχρονα εργαστήρια και η τεχνολογία. Δεν δέχομαι το να παραμένουν υποθέσεις ανεξιχνίαστες. Κάποια στιγμή, φεύγοντας από την τηλεόραση, θα ήθελα να δω να πραγματοποιείται αυτό που έχω ως κρυφό πόθο. Νομίζω πως θα βοηθούσε πολύ εάν υπήρχε μια ομάδα στην Αθήνα που να απαρτίζεται από δικηγόρους, ψυχολόγους, δικαστικούς, ερευνητές, σύγχρονα εργαστήρια και να πηγαίνει σε αποστολές στην ελληνική περιφέρεια να αναλαμβάνει υποθέσεις αντί να περιμένουμε από την τοπική Αστυνομία όπου, όπως και να το κάνει κανείς, σε μια μικρή κοινωνία όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους και αυτό δυσχεραίνει πολλές φορές τις έρευνες. Να φεύγει η ομάδα, να λύνει την υπόθεση και να επιστρέφει στη βάση. Και το έμψυχο υλικό έχουμε και την απαραίτητη τεχνογνωσία. Θέλει πολιτική βούληση και οργάνωση».

Δράττομαι της ευκαιρίας και τη ρωτάω εάν θα πολιτευόταν ποτέ, καθώς η τόλμη, η ευθύτητα και η αποδεδειγμένη ικανότητά της να βρίσκει λύση στα πιο δύσκολα μυστήρια είναι ό,τι ακριβώς μοιάζει να χρειάζεται αυτός ο ταλαίπωρος τόπος. «Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές έχω δει το όνομά μου σε εφημερίδες δήθεν ότι πολιτεύομαι. Μια στην Ηλεία, μια στην Αχαΐα, μια στη Β’ Πειραιώς, μια στη Β’ Αττικής. Ελεος», εξανίσταται. «Δεν θα το σκεφτόμουν ποτέ. Είχαν γίνει βεβαίως κάποιες προσεγγίσεις. Παλιά μου είχαν προτείνει να πάω ακόμα και σύμβουλος του υπουργού Δημόσιας Τάξης, επί ΠΑΣΟΚ. Επίσης, άλλη μια φορά με είχε πάρει κάποιος με πρόταση για δημοτική σύμβουλο και όταν του είπα “μα δεν έχω χρόνο να τρέξω”, γύρισε και μου είπε “και ποιος σου είπε ότι θα τρέξεις;”. Τον ρωτάω τότε “γιατί με θες;”. Και μου απαντάει “για το όνομά σου”. Δεν πάει έτσι όμως. Θέλω να είμαι ελεύθερη. Μου αρέσει να εκφράζω την άποψή μου, όποια κι αν είναι αυτή, χωρίς να μου ζητάει κάποιος τον λόγο μετά.

Μου αρέσει πολύ το χρώμα στη ζωή μου, αλλά όχι το πολιτικό χρώμα», καταλήγει. Στην ερώτηση «και μετά την τηλεόραση, τι;», η απάντηση προϋπήρχε: «Οι εκπομπές θα συνεχιστούν για όσο αντέξω εγώ και όσο αντέξουν κι οι τηλεθεατές», τονίζει και προσθέτει: «Δεν μου αρέσουν τα μεγάλα λόγια. Πολλοί λένε ότι σταματάνε και μετά τους βλέπουμε και συνεχίζουν. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει το μέλλον. Μετά την τηλεόραση όμως -όποτε αυτό συμβεί- ξέρω ότι θα αφοσιωθώ στα βιβλία. Αυτό το ξέρω. Αλλωστε η συγγραφή ήταν πάντα ο απώτερος σκοπός μου.. Ανέκαθεν μου άρεσε ο γραπτός λόγος. Ξεκίνησα από την ποίηση και στη συγγραφή θα καταλήξω»..protothema.gr