Τρίτη, Μαΐου 26

Η Νεοταξίτικη "Αριστερά" και η διατεταγμένη υπηρεσία που εκτελεί στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης

Περίληψη: Το άρθρο αυτό έχει, πρώτα, ως στόχο να γίνει σαφής η διάκριση μεταξύ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (δηλαδή του νεοφιλελευθερισμού), ως δομικής ή συστημικής αλλαγής, και της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας... 


Αποτέλεσμα εικόνας για κυβερνηση συριζα

του ΤΑΚΗ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ

Η διάκριση αυτή είναι απαραίτητη σήμερα, καθώς πολλοί στην παγκοσμιοποιητική Αριστερά (δηλαδή την «Αριστερά που δεν αμφισβητεί την παγκοσμιοποίηση, η οποία μόνο νεοφιλελεύθερη μπορεί να είναι σε μια καπιταλιστική οικονομία της αγοράς) συγχέουν τα δυο ή θεωρούν τον νεοφιλελευθερισμό ως απλά μια ιδεολογία, η οποία...


μπορεί εύκολα να εγκαταλειφθεί. Στη συνέχεια, δείχνεται ότι, σε αντίθεση με ό,τι ισχυρίζονται ο Πολ Κρούγκμαν και πολλοί στην παγκοσμιοποιητική «Αριστερά», η αιτία της σημερινής κρίσης δεν είναι οι πολιτικές λιτότητας που υιοθέτησαν ορισμένοι «κακοί» πολιτικοί και οικονομολόγοι, αλλά η ίδια η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. 


Αυτό σημαίνει ότι μόνο η ρήξη με τη Νέα Διεθνή Τάξη (ΝΔΤ) της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης μπορεί να αποκαταστήσει την οικονομική και εθνική κυριαρχία, η οποία είναι η αναγκαία συνθήκη (όχι όμως και η επαρκής) για μια πολιτική Αυτοδυναμίας που είναι η μόνη διέξοδος από τη σημερινή καταστροφή σε χώρες όπως η Ελλάδα.


Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση σε αντίθεση με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία
Η μεταπολεμική διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, η οποία οδήγησε στη σημερινή παγκοσμιοποίηση, ενθαρρυνόταν ενεργά από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, ενόψει ιδίως της επέκτασης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στον Τρίτο Κόσμο. Ωστόσο, όπως έδειξα αλλού,[1] η διεθνοποίηση της αγοράς ήταν βασικά το αποτέλεσμα «αντικειμενικών» παραγόντων που αναφέρονται στη δυναμική της οικονομίας της αγοράς και, ειδικότερα, στην εξάπλωση των πολυεθνικών και την παράλληλη ανάπτυξη της αγοράς Ευρω-δολαρίου.[2] Η αγορά ευρω-δολαρίου παρείχε ένα περιβάλλον, «ελεύθερο ρυθμίσεων», όπου μπορούσε κάποιος να δανειστεί και να δανείσει αμερικάνικα δολάρια (και αργότερα και άλλα ισχυρά νομίσματα, όπως το γεν, το μάρκο κ.λπ.) χωρίς οποιεσδήποτε αμερικανικές ρυθμιστικές και φορολογικές απαιτήσεις. Η ανάπτυξη της νέας αυτής αγοράς, η οποία απλώς αντανακλούσε τις αυξανόμενες ανάγκες των πολυεθνικών, ήταν καθοριστική για τη μετέπειτα άρση των ελέγχων συναλλάγματος και κεφαλαίων. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι συναλλαγματικοί έλεγχοι των εθνών-κρατών, ιδιαίτερα εκείνων στη Βρετανία, όπου δημιουργήθηκε η αγορά Ευρώ-δολαρίου, τέθηκαν υπό σοβαρή πίεση, καθ’ όλη τη δεκαετία του 1970. Αυτό το άτυπο, στην αρχή, άνοιγμα και η απελευθέρωση των αγορών για την κάλυψη των αναγκών των πολυεθνικών, στη συνέχεια θεσμοθετήθηκε, αρχικά από συντηρητικούς πολιτικούς (Θάτσερ και Ρέηγκαν) και στη συνέχεια από κυβερνήσεις κάθε ιδεολογίας: από Χριστιανοδημοκράτες και Συντηρητικούς μέχρι σοσιαλδημοκράτες, φιλελεύθερους και οποιοδήποτε μίγμα από αυτούς.
Στην πραγματικότητα, η τεράστια επέκταση των Υπερεθνικών Επιχειρήσεων, ένα νέο φαινόμενο στην ιστορία της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς ―που χαρακτηρίζει (μαζί με την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ), τη Νέα Διεθνή Τάξη― θα ήταν αδύνατη χωρίς ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές εμπορευμάτων, εργασίας και κεφαλαίου. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν το αποτέλεσμα κάποιας συνωμοσίας από «κακούς» οικονομολόγους και πολιτικούς που εκμεταλλεύτηκαν κάποιο είδος κρίσης, όπως ισχυρίζονται κάποιοι «best-seller» συνωμοσιολόγοι θεωρητικοί της παγκοσμιοποιητικής «Αριστεράς»,[3] που στην Ελλάδα περιλαμβάνει ακόμη και «αντι-εξουσιαστές» αναλυτές! Στην πραγματικότητα, αυτό ήταν απλώς η αναπόφευκτη συνέπεια της κατάρρευσης του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου, το οποίο θεμελιωνόταν στις εθνικές αγορές και, ως εκ τούτου, δεν ήταν πλέον συμβατό με την αυξανόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς. Με άλλα λόγια, οι κυβερνήσεις, στο νέο πλαίσιο, δεν είχαν επιλογή παρά να ακολουθήσουν νεοφιλελεύθερες πολιτικές για να κάνουν τις οικονομίες τους ανταγωνιστικές και ικανές να συνεχίσουν την ανάπτυξη που περιλαμβάνει την περαιτέρω επέκταση της καταναλωτικής κοινωνίας.
Την ίδια στιγμή, φιλελεύθεροι οικονομολόγοι (σε ​ ​αντίθεση με τους «κρατικιστές» Κεϋνσιανούς, οι οποίοι ήταν κυρίαρχοι την περίοδο αμέσως μετά τον πόλεμο, κατά τη διάρκεια της κρατικιστικής φάσης που ανέφερα παραπάνω) αναβίωσαν ένα μείγμα των νεοκλασικών οικονομικών με τον μονεταρισμό και τα «οικονομικά της προσφοράς» σε αυτό που ονομάστηκε «νεοφιλελεύθερα οικονομικά». Αυτό ήταν ένα σύνολο οικονομικών πολιτικών που στόχευαν στην κατάργηση κάθε αποτελεσματικού κοινωνικού ελέγχου της οικονομίας: από τη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα (μέσω των μαζικών ιδιωτικοποιήσεων και της ουσιαστικής διάλυσης του κράτους πρόνοιας, καθώς και της δραστικής μείωσης των κρατικών δαπανών) μέχρι την απορρύθμιση των αγορών για τα εμπορεύματα, την εργασία και τα κεφάλαια, προκειμένου να ενισχυθεί ο ρόλος του ιδιωτικού τομέα (δηλαδή των πολυεθνικών εταιριών που τον ελέγχουν). Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία υιοθετήθηκε φυσικά από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που ελέγχονται από τις πολυεθνικές και άλλους μεγιστάνες του Τύπου, οι οποίοι την προωθούσαν ως το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα της νέας εποχής ―δηλαδή ως το σύστημα των πεποιθήσεων, ιδεών και των αντίστοιχων αξιών που κυριαρχούν σε μια δεδομένη κοινωνία και σε μια συγκεκριμένη στιγμή της ιστορίας της.[4]
Πρέπει, επομένως, να γίνει σαφής διάκριση ανάμεσα στην ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού και τον ίδιο τον νεοφιλελευθερισμό. Η ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού δημιουργήθηκε με σκοπό να δικαιολογήσει, («αντικειμενικά», όπως υποτίθεται κάνει κάθε συστημική ιδεολογία) την ανάγκη για συστημική αλλαγή, δηλαδή για το άνοιγμα και απελευθέρωση των αγορών, πάνω στα οποία θεμελιώθηκε η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Με άλλα λόγια, ήταν η συστημική αλλαγή που σηματοδότησε η ανάδυση και η μαζική επέκταση των Υπερεθνικών Εταιρειών ―ως αποτέλεσμα της δυναμικής «ανάπτυξη-ή-θάνατος» του συστήματος της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς― αυτή που αρχικά οδήγησε σε ένα άτυπο άνοιγμα των αγορών, το οποίο αργότερα θεσμοθετήθηκε. Είναι επομένως φανερό ότι η ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού, όπως και κάθε είδος συστημικής ιδεολογίας, καθιερώθηκε ως τέτοια μετά τη συστημική αλλαγή και όχι το αντίστροφο (όπως άλλωστε και η φιλελεύθερη ιδεολογία έγινε συστημική μετά την ανάδυση του συστήματος της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και όχι το αντίστροφο).
Ωστόσο, η παγκοσμιοποιητική «Αριστερά», (συμπεριλαμβανομένων πολλών στην αντισυστημική Αριστερά, ακόμη και μαρξιστών), δεν κάνει αυτή τη κρίσιμη διάκριση και συνήθως συγχέει ―μερικές φορές σκόπιμα― το συστημικό φαινόμενο (δηλ. την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση), το οποίο ανήκει στην οικονομική βάση, με την ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης, που ανήκει ―με μαρξιστικούς όρους― στο εποικοδόμημα. Με τον τρόπο αυτό, έχουν παράγει μια αν-ιστορική «θεωρία» περί «κακών» καπιταλιστών και πολιτικών που συνωμοτούν για να επιβάλουν τον «νεοφιλελευθερισμό», ως μέσο για την επέκταση των κερδών, τη συσσώρευση κεφαλαίου κ.λπ., σε βάρος των εργατών. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι ακόμη και ο Έρικ Χόμπσμπαουμ, ο «πρύτανης» των Μαρξιστών ιστορικών, προέβλεπε οξυδερκώς(!) το επικείμενο τέλος του νεοφιλελευθερισμού ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1990,[5] ενώ σύγχρονοι Μαρξιστές δηλώνουν (πιο σεμνά!), ότι αν και ο νεοφιλελευθερισμός δεν πέθανε ακόμα, σίγουρα «πεθαίνει» και το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να αντικαταστήσουμε τους νεοφιλελεύθερους θεσμούς:
«Έχει έρθει συνεπώς η ώρα να γυρίσουμε σελίδα και να επαναπροσδιορίσουμε τις στρατηγικές ανάπτυξης στην κατεύθυνση της παραγωγής, της εκπαιδευμένης ―και καλύτερα αμειβόμενης― εργασίας, της επαναβιομηχάνισης, των κοινωνικών προγραμμάτων και ενός νέου κράτους πρόνοιας. Αλλά για να το κάνουμε αυτό πρέπει να γκρεμίσουμε τους οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς του νεοφιλελευθερισμού, όπως ακριβώς και ο νεοφιλελευθερισμός είχε καταστρέψει τους σοσιαλδημοκρατικούς και κομμουνιστικούς θεσμούς του πάλαι ποτέ Κοινωνικού Κράτους. Μπορεί αυτό να επιτευχθεί χωρίς επαναστάσεις; Ίσως σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά μόνο στο πλαίσιο επαναστάσεων που λαμβάνουν χώρα αλλού, με περίπου τον ίδιο τρόπο που η σκανδιναβική σοσιαλδημοκρατία επωφελήθηκε από τη Ρωσική Επανάσταση του 1917».[6]
Άλλοι (όπως ο «αναρχικός» Τσόμσκι) μιλούν για τον σημερινό «κακό» καπιταλισμό σε σχέση με τον παλιό «καλό» καπιταλισμό, υποστηρίζοντας ότι το πρόβλημα είναι η «κορπορατοποίηση» της οικονομίας της αγοράς, η οποία, υποτίθεται, αντιπροσωπεύει «μια επίθεση στις αγορές και τη δημοκρατία».[7] Ωστόσο, όπως έδειξα αλλού,[8] το πρόβλημα δεν είναι η κορπορατοποίηση της οικονομίας της αγοράς, καθώς η εξέλιξη αυτή ήταν αναπόφευκτη ούτως ή άλλως, μέσα στη δυναμική ανάπτυξη-ή-θάνατος που χαρακτηρίζει το σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Από τη στιγμή δηλαδή που αυτή η δυναμική δεν ανατράπηκε από την κοινωνική πάλη, ήταν βέβαιο ότι θα οδηγούσε στην κορπορατοποίηση της οικονομίας της αγοράς. Με άλλα λόγια, ο λόγος που δεν είναι το πρόβλημα η «κορπορατοποίηση» της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, αλλά η ίδια η καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, είναι γιατί αλλιώς θα έπρεπε να υποθέσουμε ότι ήταν ιστορικά εφικτό (με τον δεδομένο συσχετισμό δυνάμεων) κάποιο άλλο είδος καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς ―υπόθεση τελείως ανιστόρητη βέβαια​​. Πέρα, επιπλέον, από το γεγονός ότι, με βάση την υπόθεση αυτή, θα καταλήξουμε να κατηγορούμε τις ελίτ γιατί παραβιάζουν τους κανόνες τους παιχνιδιού, αντί να κατηγορούμε το ίδιο το άθλιο παιχνίδι!
Συμπερασματικά, ο νεοφιλελευθερισμός δεν ήταν απλά μια εφεύρεση μερικών κακών οικονομολόγων και πολιτικών, των οποίων τις απόψεις υιοθέτησαν άπληστοι καπιταλιστές, όπως υποστηρίζει μια θεωρητικά χρεοκοπημένη, παγκοσμιοποιητική «Αριστερά». Στην πραγματικότητα, ο νεοφιλελευθερισμός ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, η οποία θεμελιώνεται στις πολυεθνικές, και η οποία δεν μπορούσε επομένως παρά να είναι μόνο νεοφιλελεύθερη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το άνοιγμα και η απελευθέρωση των αγορών ―απαραίτητη προϋπόθεση για την αποτελεσματική λειτουργία των πολυεθνικών― έχει ως στόχο να δημιουργήσει ισότιμους όρους ανταγωνισμού για τις πολυεθνικές, όχι μόνο σε σχέση με το οικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου θα έπρεπε να λειτουργούν, αλλά και σε σχέση με το κοινωνικό πλαίσιο. Για παράδειγμα, η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση συνεπάγεται όχι μόνο την ομογενοποίηση της νομοθεσίας σε σχέση με την πρόσληψη και την απόλυση εργαζομένων («ευέλικτες» εργασιακές σχέσεις), αλλά και την ομογενοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών με βάση έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή που αποτελεί το φθηνότερο «σύστημα κοινωνικής πρόνοιας», έτσι ώστε οι πολυεθνικές να μπορούν να απολαύουν των καλύτερων δυνατών συνθηκών για τη μεγιστοποίηση του κέρδους τους (από άποψη πολύ χαμηλής φορολογίας, κ.λπ.) σε οποιαδήποτε χώρα δραστηριοποιούνται η οποία έχει πλήρως ενσωματωθεί στη ΝΔΤ.

Ποιος είναι ο πραγματικός εχθρός, οι πολιτικές λιτότητας ή η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση;
Ωστόσο, στη δεκαετία του 1990, αλλά ακόμη και την περασμένη δεκαετία, η παγκοσμιοποιητική «Αριστερά» μιλούσε τουλάχιστον για νεοφιλελευθερισμό, έστω και εάν εσκεμμένα μπέρδευε τον νεοφιλελευθερισμό σαν συστημικό φαινόμενο με την ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού. Όμως στην παρούσα δεκαετία η παγκοσμιοποιητική «Αριστερά» έπαψε ακόμη και να χρησιμοποιεί την ίδια τη λέξη «νεοφιλελευθερισμός», σε μια σαφή προσπάθεια να στρέψει την προσοχή των λαϊκών στρωμάτων μακριά από οτιδήποτε έχει να κάνει με τον πραγματικό τους εχθρό. Δηλαδή, μακριά από το συστημικό φαινόμενο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και το συνεπαγόμενο άνοιγμα και την απελευθέρωση των αγορών, που αποτελεί την απώτερη αιτία της διάλυσης του κράτους πρόνοιας και της εγκατάλειψης των ίδιων των Κεϋνσιανών οικονομικών.
Με άλλα λόγια, είναι το ίδιο το άνοιγμα και η απελευθέρωση των αγορών, που οδηγούν στην καθολίκευση του υποτυπώδους Αμερικάνικου συστήματος κοινωνικών υπηρεσιών και της χαμηλής φορολογίας των επιχειρήσεων, καθώς και της συνακόλουθης συρρίκνωσης των κρατικών δαπανών, καθιερώνοντας έτσι τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή, στον οποίο πρέπει να συμμορφώνεται κάθε χώρα που επιθυμεί να έχει ανάπτυξη και απασχόληση. Και αυτό, διότι η ανάπτυξη και η απασχόληση σε μια οικονομία ενσωματωμένη στη ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η οποία χαρακτηρίζεται από ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές κεφαλαίου, εργασίας και εμπορευμάτων, εξαρτάται σε κρίσιμο βαθμό από την ανταγωνιστικότητα.
Είναι, δηλαδή, η σχετικά υψηλή ανταγωνιστικότητα, η οποία υποτίθεται θα προσελκύσει περισσότερες πολυεθνικές εταιρείες και ως εκ τούτου, περισσότερες επενδύσεις, που, με τη σειρά τους, θα οδηγήσουν σε περισσότερη ανάπτυξη και απασχόληση. Αυτό, βέβαια, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την εποχή των εθνών-κρατών, όταν η ανάπτυξη και η απασχόληση εξαρτιόταν αποφασιστικά από την εθνική αγορά, δεδομένου ότι οι αγορές δεν ήταν ανοικτές εκείνη την εποχή. Στην περίπτωση αυτή, φυσικά, έπαιζε πολύ μεγάλο ρόλο το εάν οι κυβερνήσεις ασκούσαν πολιτικές ισοσκελισμένων προϋπολογισμών (αυτό που μπορούμε να αποκαλέσουμε «πολιτικές λιτότητας» σήμερα) ή αντί αυτών, επεκτατικές πολιτικές για την δραστική ενίσχυση της συνολικής (εγχώριας) ζήτησης, ακόμη και αν αυτό συνεπαγόταν ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, ιδιαίτερα σε περιόδους ύφεσης – όπως προέβλεπαν τα Κεϋνσιανά οικονομικά, που ήταν τότε κυρίαρχα. Όμως, παρόμοιες Κεϋνσιανές πολιτικές δεν είναι πια δυνατές σήμερα, αφού αυτές θεμελιωνόντουσαν στην εθνική αγορά, η οποία σήμερα, με το πλήρες άνοιγμα και «απελευθέρωση» των αγορών, δεν υπάρχει πια, παρά τα αποπροσανατολιστικά παραμύθια της παγκοσμιοποιητικής «Αριστεράς».

Ο εσκεμμένος αποπροσανατολισμός του Κρούγκμαν και της παγκοσμιοποιητικής «Αριστεράς»
Ωστόσο, σήμερα δεν είναι μόνο αφελείς οικονομολόγοι που ανήκουν στην παγκοσμιοποιητική «Αριστερά» που υποστηρίζουν Κεϋνσιανές πολιτικές, εξακολουθώντας προφανώς να ζουν στο χρονοντούλαπο των κυρίαρχων εθνών-κρατών με τις κεϋνσιανές πολιτικές τους και όλα τα ιδεολογικά τους παραφερνάλια, αλλά ακόμη και Νομπελίστες στα οικονομικά! Βέβαια στην περίπτωση αυτή δεν μιλάμε πια για αφέλεια, αλλά για σκόπιμο αποπροσανατολισμό. Αυτή είναι η περίπτωση του Πολ Κρούγκμαν (Paul Krugman), ο οποίος, σε ένα μόλις δημοσιευθέν άρθρο του στην εφημερίδα Guardian,[9] τη ναυαρχίδα της παγκοσμιοποιητικής «Αριστεράς», επιχειρεί συστηματικά να παρακάμψει τα κρίσιμα ζητήματα της εποχής μας και ιδιαίτερα την παγκοσμιοποίηση και τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της, και επικεντρώνεται, αντίθετα σε αυτό που ονομάζει την «αυταπάτη» ή την «ψύχωση» της λιτότητας, από την οποία πάσχουν οι φορείς χάραξης πολιτικής, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο ―βολικά «ξεχνώντας» ότι αυτές είναι επίσης οι πολιτικές της ΕΕ, καθώς και οι πολιτικές των ΗΠΑ από την εποχή του Ρέηγκαν. Με άλλα λόγια, αυτές είναι οι πολιτικές της Υπερεθνικής Ελίτ οι οποίες επιβλήθηκαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε κάθε χώρα που έχει ενσωματωθεί στη ΝΔΤ.
Έτσι, σε ένα εκτενές άρθρο σχεδόν 6.000 λέξεων, οι λέξεις «νεοφιλελευθερισμός» και «παγκοσμιοποίηση», πόσο μάλλον «ανταγωνιστικότητα», δεν αναφέρονται ούτε μία φορά! Αντίθετα, ο Κρούγκμαν «ξεχνώντας» ότι ζούμε σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, στον οποίο η ανταγωνιστικότητα είναι ζωτικής σημασίας, ακόμη και για την ανάπτυξη και την απασχόληση, αυτός «εξηγεί» γιατί οι Κεϋνσιανές πολιτικές είναι οι καλύτερες για το έθνος-κράτος! Φυσικά δεν αποτελεί έκπληξη ότι η Επιτροπή απονομής των βραβείων Νόμπελ, που κάνει πολύ καλή δουλειά για την προώθηση, άμεσα ή έμμεσα, της ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης, έχει επιβραβεύσει με την υψηλότερη διάκριση για οποιονδήποτε συστημικό οικονομολόγο όλους τους απολογητές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης: από τον Στίγκλιτς και τον Κρούγκμαν, μέχρι τον Πισαρίδη και αύριο πιθανότατα και τον Πίκετυ, αν όχι και τον…Βαρουφάκη! Άλλωστε η Επιτροπή Νόμπελ δεν δίστασε να βραβεύσει με το βραβείο Ειρήνης έναν από τους εγκληματικότερους Προέδρους των ΗΠΑ, που έχει βάψει τα χέρια του με το αίμα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων στη Λιβύη, τη Συρία, την Ουκρανία και το Πακιστάν, όπου ο ίδιος προσωπικά αποφασίζει ποιος θα εκτελεστεί με τα drones του…
Εντούτοις ακόμη και ο τρανός απολογητής της παγκοσμιοποίησης Κρούγκμαν είχε την ειλικρίνεια να παραδεχτεί ότι οι μεγαλο-επιχειρηματίες, σε αντίθεση με οικονομολόγους όπως ο ίδιος αλλά και πολιτικούς, αγαπούν τις πολιτικές λιτότητας, αλλά στη συνέχεια βέβαια συνέχισε τον αποπροσανατολισμό του για τους λόγους που το κάνουν:
«Έχω ήδη προτείνει μία απάντηση γι’ αυτό: o εκφοβιστικός λόγος για το χρέος και τα ελλείμματα χρησιμοποιείται συχνά για να συγκαλύψει μια πολύ διαφορετική ατζέντα, δηλαδή την «ανάγκη» για τη συρρίκνωση του συνολικού μεγέθους του δημόσιου τομέα και ιδιαίτερα των δαπανών για την κοινωνική ασφάλιση. Αυτό έχει φανεί ξεκάθαρα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου πολλά σχέδια που υποτίθεται στοχεύουν στη μείωση του ελλείμματος, «κατά σύμπτωση», συμπεριλαμβάνουν σημαντικές μειώσεις των φορολογικών συντελεστών στους φόρους επιχειρήσεων και στους φόρους πάνω στους πλουσίους, ενώ συγχρόνως αφαιρούν δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη και τη διατροφική βοήθεια για τους φτωχούς.»[10]
Όμως, οι περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και η γενική συρρίκνωση του δημόσιου τομέα μέσω ιδιωτικοποιήσεων κ.λπ., καθώς και του κράτους πρόνοιας, συνδέονται άμεσα με τις περικοπές στους φόρους των επιχειρήσεων και των φόρων, γενικώς, και με τις αντίστοιχες πολιτικές για την εξάλειψη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Στην πραγματικότητα, όλα αυτά μαζί αποτελούν τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αλλά ο Κρούγκμαν δεν θέλει να μιλήσει για παγκοσμιοποίηση και ανταγωνιστικότητα –αυτά είναι τα «βρώμικα» λόγια που έχουν την υποχρέωση να λένε μόνο οι επιχειρηματίες και οι πολιτικοί– ενώ η αποστολή του Krugman, ως ενός βραβευμένου με Νόμπελ στα οικονομικά, είναι να αποπροσανατολίζει τα λαϊκά στρώματα από τον πραγματικό εχθρό τους, τη ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, και να τα στρέφει αντίθετα σε «ανώδυνους» για το σύστημα παράγοντες, που δεν αμφισβητούν το ίδιο το σύστημα, αλλά απλά τους «κακούς» πολιτικούς και οικονομολόγους που εφαρμόζουν τις πολιτικές λιτότητας! Δηλαδή, τις πολιτικές που κάνει αναπόφευκτες η ενσωμάτωση στην ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και η συνακόλουθη σταδιακή εξαφάνιση της οικονομικής και επομένως και της εθνικής κυριαρχίας.
Η πολιτική συνέπεια παρόμοιων αποπροσανατολιστικών απόψεων (που υιοθετεί σύμπασα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και οι οικονομολόγοι του, απολογητές της παγκοσμιοποίησης) είναι ότι όταν έρχεται στην εξουσία μια Αριστερά αυτού του είδους, αυτή υιοθετεί τις εντελώς αποπροσανατολιστικές αυτές απόψεις και στρέφεται απλά ενάντια στις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζει το πολιτικό προσωπικό που διαχειρίζεται τη ΝΔΤ, αντί να έλθει σε ρήξη με την ίδια τη ΝΔΤ που στην Ελλάδα εκφράζεται κυρίως με την ΕΕ. Έτσι, στη χώρα μας, αντί η νίκη της «Αριστεράς» να οδηγήσει σε άμεση έξοδο από την ΕΕ, την επ’αόριστο στάση πληρωμών του Χρέους (ουσιαστικά τη διαγραφή του) και την εφαρμογή πολιτικών οικονομικής αυτοδυναμίας, οδήγησε στο σημερινό αναπόφευκτο (και τραγικό συνάμα) φιάσκο, όπου η «Αριστερή» κυβέρνηση εκλιπαρεί την Ευρω-ελίτ για περισσότερη ρευστότητα (δεδομένου ότι η χώρα δεν ελέγχει πια ούτε καν το δικό της νόμισμα), την οποία βέβαια δεν πρόκειται να την δει εκτός αν υποταχθεί πλήρως στους όρους που επιβάλλουν οι ελίτ αυτές για την περαιτέρω ενσωμάτωση της χώρας στη ΝΔΤ!

Υ.Γ.  4/5/2015
Ένας από τους μεγάλους υπεύθυνους για τη σημερινή καταστροφή «Μαρξιστές» οικονομολόγους του ΣΥΡΙΖΑ, που μαζί με τον ανεκδιήγητο Υπ. Οικονομικών και την υπόλοιπη παρέα (Τσακαλώτος , Σταθάκης κ.α.) από την αρχή της κρίσης συμμετείχαν στην εκστρατεία τρομοκράτησης του Ελληνικού λαού για την Βιβλική καταστροφή που δήθεν θα ακολουθούσε η τυχόν έξοδος από το Ευρώ (από την ΕΕ ούτε καν το συζητούν ακόμη και οι πιο «ζωηροί» οικονομολόγοι στον ΣΥΡΙΖΑ), σήμερα «ξαναχτύπησε», εσκεμμένα αποπροσανατολίζοντας για άλλη μια φορά. Έτσι, με προφανή άγνοια (στην καλύτερη περίπτωση) ισχυρίζεται ότι η έξοδος από το Ευρώ και η νομισματική υποτίμηση της δραχμής θα έχει ανάλογα αποτελέσματα με την σημερινή «εσωτερική υποτίμηση.» Και αυτό, «ξεχνώντας» ότι την εσωτερική υποτίμηση την επιβάλλουν σήμερα οι γκαουλάιτερ που ελέγχουν ακόμη και το νόμισμα μας, ενώ βέβαια τη νομισματική υποτίμηση θα την ελέγχει η κυβέρνηση της χώρας που, εάν ήταν πραγματικά λαοπρόβλητη, υπάρχουν τα μέτρα που θα μπορούσε να πάρει για να προστατευθούν τα λαϊκά εισοδήματα από τις συνέπειες της νομισματικής υποτίμησης.
Για τον ίδιο «Μαρξιστή» οικονομολόγο (όπως και για τον «Κευνσιανό» Κρούγκμαν), η αιτία της καταστροφής δεν είναι βέβαια οι ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές (δηλ. η ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης) αλλά η επάρατη λιτότητα που επιβάλλουν οι καπιταλιστές για να αυξήσουν τα κέρδη τους (λες και οι καπιταλιστές δεν είχαν κέρδη όταν εφάρμοζαν Κεϋνσιανές πολιτικές στην εποχή του κράτους-έθνους, αντί των πολιτικών λιτότητας!) Και τι ευφυή λύση προτείνει ο κύριος αυτός αφού αποκλείει την έξοδο από την ΕΕ; Την προσωρινή στάση πληρωμών (ούτε καν τη μόνιμη στάση πληρωμών, δηλαδή την ουσιαστική ακύρωση του Χρέους), αλλά ΜΕΣΑ πάντα στο «ιερό» Ευρώ, που προφανώς το θεωρεί και αυτός (όπως και ο Γιωργάκης, ο Ποταμίσιος Θεοδωράκης, οι Σαμαρο-Βενιζέλοι κ.λπ.) σαν «πατριωτικό καθήκον» και «κατάκτηση» μας που πρέπει να προστατεύσουμε.
To επιχείρημα βέβαια ότι μπορούμε να κάνουμε στάση πληρωμών, ενώ οι «εταίροι» μας δεν μπορούν να μας διώξουν από το Ευρώ, είναι άλλη μια παραποίηση της αλήθειας που καταρρέει ακόμη και από τα σημερινά γεγονότα. Φυσικά, ακόμη και εάν μπορούσαν, δεν έχουν κανένα λόγο να «μας διώξουν» από το Ευρώ (αντίθετα!), όπως δεν είχαν ανάγκη να διώξουν, πριν από εμάς, την Ιρλανδία και μετά την Κύπρο για να επιβάλλουν απόλυτα τη θέληση τους. Απλά, χρειάζεται η ΕΚΤ να στραγγαλίσει τη χώρα από ρευστότητα (αφού ελέγχουν το νόμισμα μας), και η μόνη «επιλογή» που έχουμε μέσα στο Ευρώ είναι είτε την πλήρη υποταγή ή την αδυναμία τελικά να πληρώνουμε ακόμη και μισθούς και συντάξεις. Και αυτό το πρόβλημα δεν λύνεται βέβαια με τη στάση πληρωμών αφού η οικονομία θα παραμένει μη ανταγωνιστική μέσα στο Ευρώ (όπως θα συνεχίσει βέβαια να παραμένει μη ανταγωνιστική ακόμη και εκτός Ευρώ αν δεν υιοθετηθεί ριζικό πρόγραμμα οικονομικής αυτοδυναμίας με μαζικές δημόσιες επενδύσεις στην παραγωγική αναδιάρθρωση κ.λπ.). Εκτός βέβαια αν υποθέτει ότι ο αρχηγός του και όλη η ίδια παρέα των οικονομολόγων του ΣΥΡΙΖΑ, που σήμερα ικετεύουν τους «εταίρους» για λίγη ρευστότητα, δεν είχαν σκεφτεί την ευφυή αυτή λύση που είχε προφανώς ξεφύγει και από τους Ιρλανδούς και τους Κύπριους πριν από εμάς…
Όμως οι ίδιοι «Μαρξιστές» Οικονομολόγοι είναι αυτοί που εξαπάτησαν τα λαϊκά στρώματα στις τελευταίες εκλογές ότι υπήρχε «μαγική» λύση για να ξεφύγουν από την μαζική φτωχοποίηση στην οποία έχουν καταδικαστεί από τις ξένες και ντόπιες ελίτ: ότι θα μπορούσαμε να καταργήσουμε τη λιτότητα και συγχρόνως να έχουμε και το Ευρώ «μας». Δηλαδή, και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Και αυτό, αντί να ηγηθούν λαϊκού μετώπου, μαζί με το ΚΚΕ και κάθε άλλη πατριωτική δύναμη, για την οικονομική και εθνική κυριαρχία μας, μέσα από την έξοδο από την ΕΕ, η οποία αποτελεί τον μηχανισμό μέσα από τον οποίο μας επιβάλλεται και η λιτότητα, δηλαδή οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές ―όπως προτείναμε από την αρχή της κρίσης!
http://inclusivedemocracy.org/