Τετάρτη, Αυγούστου 30

Η εμπειρία της σοβιετικής «απελευθέρωσης»


Η ​​λέξη «Κατίν» ταυτίζεται πλέον στην παγκόσμια Ιστορία με τη μαζική σφαγή χιλιάδων Πολωνών από τις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες τον Απρίλιο - Μάιο του 1940. Ταυτόχρονα, το Κατίν συμβολίζει την κυριαρχία ενός ψεύδους που επιβλήθηκε βίαια σε έναν λαό.
Συγκεκριμένα, εκτελώντας τη διαταγή 13/144 του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΣΕ (5.3.1940), οι πράκτορες της NKVD, της μυστικής αστυνομίας της ΕΣΣΔ, δολοφόνησαν εν ψυχρώ 21.857
Πολωνούς και τους έθαψαν κρυφά σε διάφορα μέρη της ΕΣΣΔ. Τα θύματα, που συνελήφθησαν μετά τη σοβιετική εισβολή στην Πολωνία τον Σεπτέμβριο του 1939, αρχικά φυλακίστηκαν ή στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Ρωσία και την Ουκρανία (μεταξύ Φεβρουαρίου 1940 και Ιουνίου 1941, 381.000 Πολωνοί των προσαρτημένων περιοχών μεταφέρθηκαν στα γκουλάγκ). Στη συνέχεια, τους αποδόθηκε η ιδιότητα του «εχθρού» του καθεστώτος και βρήκαν φρικτό θάνατο. Παρά τις μακροχρόνιες προσπάθειες των Πολωνών αντιφρονούντων και εξορίστων μετά τον Πόλεμο να αποκαλυφτεί η αλήθεια, η σοβιετική προπαγάνδα πέτυχε να γίνει πιστευτό διεθνώς πως ήταν οι ναζί που είχαν σκοτώσει τους Πολωνούς στο δάσος του Κατίν. Μέχρι την πτώση του κομμουνισμού το 1989, και σε αντιδιαστολή με τη διαρκή αποκάλυψη νέων στοιχείων που υποδείκνυαν τον πραγματικό ένοχο, τα γεγονότα συνέχιζαν να παραμένουν αμφιλεγόμενα στη δημόσια σφαίρα. Μόλις το 1990 ο Γκορμπατσόφ αποδέχθηκε τη σοβιετική ενοχή, ενώ αργότερα, το 2010, το ρωσικό Κοινοβούλιο αναγνώρισε το Κατίν ως έγκλημα του σταλινικού καθεστώτος.
Με την εισβολή της ΕΣΣΔ τον Ιούνιο και την ολοκλήρωση της προσάρτησής τους τον Αύγουστο του 1940, οι βαλτικές χώρες αποκεφαλίστηκαν, όπως περίπου αποκεφαλίστηκε το πολωνικό έθνος στο Κατίν, καθώς σχεδόν αμέσως ξεκίνησε η επιχείρηση μεταφοράς στη Σιβηρία δεκάδων χιλιάδων Εσθονών, Λετονών και Λιθουανών. Σύμφωνα με τη σοβιετική ορολογία, τα θύματα θεωρήθηκαν «αντεπαναστάτες», «αντισοβιετικά στοιχεία», «εθνικιστές», «κουλάκοι» ή «συμμορίτες». Στους εκτοπισμένους επετράπη αρχικά να κουβαλήσουν μαζί τους μισό κιλό προσωπικών αντικειμένων ο καθένας, που στη συνέχεια περιορίστηκε στα 100 γραμμάρια. Η υπόλοιπη περιουσία τους κατασχέθηκε.
Ειδικότερα, στην Εσθονία η πρώτη σοβιετική κατοχή (1940-1941) συνοδεύτηκε από μαζικές εκτοπίσεις της εσθονικής διανόησης και ελίτ στο Νόριλσκ της Σιβηρίας, όπου πολλοί έχασαν τη ζωή τους. Συνολικά 10 χιλιάδες άτομα εκτοπίστηκαν ή φυλακίστηκαν. Από αυτούς, περίπου 400 εκτελέστηκαν αμέσως. Μετά το 1945, οι διώξεις εντάθηκαν. Το 2014 δόθηκαν στη δημοσιότητα, σε μια δίγλωσση έκδοση, τα ονόματα και άλλα στοιχεία όσων ύστερα από εντολή της Μόσχας εκτοπίστηκαν κατά τα έτη 1945-1953. Πρόκειται για 35.472 άτομα, εκ των οποίων περίπου 9.000 πέθαναν υπό τραγικές ή αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Στη Λετονία, κατά την πρώτη σοβιετική κατοχή ο αριθμός των εκτοπισμένων ξεπέρασε τις 15.000. Μόνο ένα μικρό μέρος αυτών επέστρεψε στο σπίτι του, καθώς το επίπεδο θνησιμότητας λόγω των συνθηκών διαβίωσης υπήρξε μεγάλο. Το 1949, στο δεύτερο μεγάλο κύμα διώξεων, εκτοπίστηκαν περίπου 42.000 άνθρωποι (το 2% του πληθυσμού). Ο συνολικός απολογισμός των θυμάτων της σοβιετικής κατοχής στη Λετονία είναι καταθλιπτικός. Το μνημείο που ανεγέρθηκε στη πρωτεύουσα Ρίγα, έξω από τον σταθμό που ξεκινούσαν τα τρένα με προορισμό τη Σιβηρία, είναι αφιερωμένο στις 140.068 «θύματα της κομμουνιστικής τρομοκρατίας», δηλαδή στις 57.568 εκτοπισμένους και στις 82.500 θύματα συλλήψεων και άλλων διώξεων.
Η Λιθουανία πλήρωσε ακριβά το μεγάλο αντιστασιακό της κίνημα. Οι πολιτικοί κρατούμενοι και οι συλληφθέντες από το 1941 έως το 1953 υπολογίζονται σε 100-140 χιλιάδες. Επιπλέον, σύμφωνα με στοιχεία της ίδιας της ΚGB, κατά τα έτη 1944-1953 εκτοπίστηκαν στη Σιβηρία 106.037 άνθρωποι. Με άλλα λόγια εκτοπίστηκε, φυλακίστηκε ή υπέστη διώξεις περίπου το 10%-12% του πληθυσμού. Μεγάλος είναι και ο αριθμός των σκοτωμένων. Μόνο το 1945, τα σοβιετικά αρχεία καταγράφουν τον θάνατο 9.777 αντιστασιακών. Συνολικά, φαίνεται πως σκοτώθηκαν σε ενέργειες ή εκτελέστηκαν 19.920 Λιθουανοί.
Οι πρώτες απελευθερώσεις από τα γκουλάγκ για τους εκτοπισμένους άρχισαν το 1954, αλλά με πιο μαζικό τρόπο πραγματοποιήθηκαν το 1957-1958. Πολλοί δεν επέστρεψαν ποτέ.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.
kathimerini.gr