Τρίτη, Σεπτεμβρίου 12

«Λυπήσου αυτούς που δεν ονειρεύονται», έλεγε ο ποιητής «κι αυτούς που δεν άκουσαν ποτέ στη ζωή τους παραμύθια».

Ο θάνατος χωράει από τις χαραµάδες.

Παλιά είχε όνειρα πολλά. Σήμερα απλώς ονειρεύεται τα παλιά.
«Λυπήσου αυτούς που δεν ονειρεύονται», έλεγε ο ποιητής  «κι αυτούς που δεν άκουσαν ποτέ στη ζωή τους παραμύθια».
Γιατί η ζωή είναι ταξίδι. Υπάρχουν εκεί έξω πλοία που σε περιμένουν να σε πάνε σε άγνωστους τόπους, σε πολλά διαφορετικά ταξίδια και περιπέτειες για να ‘χεις να ονειρεύεσαι..

Συνταξιούχος πια, πάει ολάκαιρος χρόνος που δεν έχει κάτι να γράψει . Οι μέρες τις βλέπει να περνούν και πολλές φορές μοιάζουν να’ χουν φτερά κι άλλες πάλι να μοιάζουν παράλυτες. Σήμερα αφήνει την φαντασία του να πετάξει ελευθέρα πολλά χρόνια πίσω.  Ανακαλεί τη μνήμη του και
προβαίνει σε μια αφηγηματική κατάθεση, μέσα από την παρατηρητική ματιά του, την αγάπη και το φόβο της θάλασσας. Ταξίδεψε  σ ένα κόσμο που απλώνεται σε έξι ηπείρους, διασχίζοντας τους ωκεανούς με φουρτούνες και με μπουνάτσες. Οι ναυτικοί ζουν σε μια κοινωνία περίεργη, με προσδοκίες και όνειρα, και με την ελπίδα ότι οι ταλαιπωρίες, τα σκληρά ταξίδια που πλέκονται με μαγευτικές πλόες, και οι κίνδυνοι δεν αποτελούν παρά μια προσωρινή παρένθεση. Οι πολλοί τα καταφέρνουν, είναι και κάποιοι λίγοι που  αφήνουν τη ζωή τους μεσοπέλαγα, όπως ο εκλεκτός συνάδελφος του, νεαρός Πρώτος μηχανικός, από τα ορεινά χωριά της Αρκαδίας.
Συνθέτοντας τις αναμνήσεις του από μπερδεμένες εικόνες, ξεπροβάλλει την μορφή του μέσα από μια αναλαμπή που γεμίζει τις σκέψεις του. Φαντάζεται τη ζωή να προβάλλεται στη γραμμή του χρόνου, μικρά σημεία στον ατέλειωτο ορίζοντα, άτονοι κύκλοι που κάποτε κλείνουν. Να περνά και να μοιράζεται σε χειμώνες και καλοκαίρια και στο πέρασμα της να του θυμίζει τους φίλους που χάθηκαν σε μια επικίνδυνη στροφή, στα ταξίδια τους. Έχει η ζωή αναλαμπές, σπίθες πετά και ξεγελιόμαστε, γιατί η ζωή έχει και τις φουσκοθαλασσιές και τις τρικυμίες της. Θυμήθηκε! έπαιρνε σάρκα και οστά και η μνήμη. Η μνήμη με τους πικρούς θανάτους. Η ζωή με τα πικραμένα «αντίο».
Όλοι οι θνητοί με τον ίδιο τρόπο γεννιόμαστε, αλλά μεγαλώνοντας η μοίρα μοιάζει να παίζει μαζί μας λες και είμαστε πλαστελίνη, ενώ μας σπρώχνει από διαφορετικά μονοπάτια προς το ίδιο τέλος, το θάνατο.
>>>Βρισκόμαστε στον Πειραιά στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του χίλια εννιακόσια ογδόντα.
Ο Γενικός διευθυντής της ναυτιλιακής εταιρείας μέσω κοινής συγγενικής γνωριμίας του ζήτησε να περάσει από το γραφείο του. Η καταπληκτικά γοργή ανάπτυξη της ελληνικής  εμπορικής ναυτιλίας και των ναυτιλιακών εταιρειών, «οικογενειακής βάσης κυρίως», είχε ως αποτέλεσμα οι διαχειριστές τους να αναζητούν νέα στελέχη, ικανά να επανδρώσουν τα πλοία και τα γραφεία τους.
Η βροχή έπεφτε με δύναμη επάνω στα τζάμια των παραθύρων του γραφείου του γενικού διευθυντή της ναυτιλιακής εταιρείας, σχηματίζοντας μικρά αυλάκια νερού στα περβάζια τους. Τρεις ορόφους πιο κάτω, η Ακτή Μιαούλη εξακολουθούσε να τρέχει, να σπρώχνει, να στριμώχνει για να προλάβει να ζήσει άλλη μια ημέρα. Τα αυτοκίνητα πιτσιλούσαν τους δρόμους, κλάξον αυτοκίνητων ηχούσαν ανυπόμονα, άνθρωποι έτρεχαν στα πεζοδρόμια κάτω από ομπρέλες και διπλωμένες εφημερίδες η αντιμετώπιζαν θαρραλέα τη βροχή με ακάλυπτο κεφάλι. Οι γρήγοροι ρυθμοί και η ενεργητικότητα του δρόμου δεν μειωνόταν καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας.
Ο διευθυντής στεκόταν όρθιος εμπρός από το γραφείο του, απέπνεε μια αρχοντιά μέσα στο σκούρο κουστούμι του, και η ζεστή λάμψη των ματιών του ήρεμη δύναμη.
Η παρουσία του φαινόταν να κυριαρχεί στο χώρο.
Το γραφείο του είχε μια φινέτσα σε χαμηλούς διακριτικούς τόνους.
Αγωνιούσε να κάνει καλή εντύπωση, ήταν πολύ νευρικός αλλά ταυτόχρονα αποφασισμένος να απελευθερώσει ένα μέρος της νευρικότητας που τον είχε πλημμυρίσει. Ίσιωσε την ράχη του, σκούπισε τα ίχνη του ιδρώτα από το μέτωπο του με την ανάποδη του χεριού του και κοίταξε σταθερά εμπρός του.
-Χαίρομαι πραγματικά που βρίσκομαι εδώ είπε μεταφέροντας ταυτόχρονα τους θερμούς χαιρετισμούς του κοινού τους συγγενικού προσώπου.
Ο διευθυντής του έκανε νόημα να καθίσει.
-Παρακαλώ είπε, και κάθισε στην αναπαυτική πολυθρόνα, πιέζοντας τον εαυτό του να δείχνει χαλαρός και άνετος, διώχνοντας αποφασιστικά τις ενοχλητικές σκέψεις από το μυαλό του. Τελικά όλη η αρχική του ένταση ένοιωθε να διαλύεται, κατάφερε να ανακτήσει την αυτοπεποίθηση του.
Δίστασε για μερικά δευτερόλεπτα όταν αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να αντισταθεί να αρπάξει την ευκαιρία της αρχικής σιωπής, να σπάσει την εθιμοτυπία και να ξεκινήσει τη συζήτηση πρώτος. Το χάσιμο χρόνου το θεωρούσε ενοχλητικό.
Δείχνοντας με το βλέμμα του το χώρο ολόγυρα στο γραφείο απευθύνθηκε στον Γενικό Διευθυντή. «Έχετε πολύ λεπτό γούστο κύριε», του είπε.
Ο Γενικός χαμογέλασε, κι ο Πρώτος ανέπνευσε ανεπαίσθητα με ανακούφιση.
«Μου αρέσει να πιστεύω ότι έχω» του απάντησε.
Στη συνεχεία ο Γενικός άλλαξε συζήτηση. Τον ρώτησε πως απέκτησε την σχέση του με την θάλασσα και πόσο καλά τα πηγαίνει.
«Ίσως θεωρηθεί υπερβολικό από μέρους μου, αλλά στο επάγγελμα του ναυτικού βρίσκομαι κατά τύχη, αυτό συνέβη κατά την διάρκεια της γυμνασιακής μου θητείας που έπρεπε να διαλέξω το δρόμο της επαγγελματικής μου ασχολίας για την καθημερινή επιβίωση.  Ήταν η εποχή που έπρεπε να πάρω την ζωή στα χεριά μου, και ο κόσμος εκεί έξω στη θάλασσα είναι απέραντος γεμάτος προκλήσεις». Του απάντησε.
«Το ίδιο το επάγγελμα είναι μια σαγηνευτική περιπέτεια, ταξιδεύοντας στα κύματα την ίδια μας ζωή στη καθημερινότητα της». Συμπλήρωσε τον πρόλογο του.
Μια έκφραση ικανοποίησης απλώθηκε στο πρόσωπο του Γενικού διευθυντή, ενώ καθόταν πιο αναπαυτικά στο κάθισμα του και συνέχισε να περιεργάζεται με μεγαλύτερη προσοχή τον συνομιλητή του, το βλέμμα του καρφώθηκε επάνω του, γεμάτο ενδιαφέρον και πολλές ερωτήσεις.
-Κάποιοι λένε ότι οι προκλήσεις αρέσουν στους έξυπνους ανθρώπους του είπε. Γι’ αυτούς το χρήμα είναι αποτέλεσμα όχι ο στόχος. Και αυτοί που το κυνηγάνε το θέλουν γι’ αυτό που εκπροσωπεί, όχι γι’ αυτά που μπορεί να αγοράσει.
Εδώ στον δύσκολο κόσμο της ναυτιλίας θέλω να γνωρίζεις το πρώτο και κύριο μέλημα του κάθε γενικού διευθυντή είναι να προστατέψει τα συμφέροντα της εταιρείας και των εργαζομένων της συμπεριλαμβανομένων, όχι να ασχολείται με αφηρημένα ηθικά διλήμματα. Αλλά ταυτόχρονα η εταιρεία μας αναζητεί στελέχη με προσωπικότητα, αξιοπρέπεια, τίμια, έξυπνα, ικανά και ταλαντούχα, να τους πιστεύει και να τους εμπιστεύεται. Όταν ένα στέλεχος έχει ιδανικά και οράματα τότε είναι ικανός να υπηρετήσει αξίες.»
Αυτό το βροχερό μουντό απόγευμα του φθινόπωρου ξεκίνησε την νέα επαγγελματική συνεργασία του με την ναυτιλιακή εταιρεία στην Ακτή Μιαούλη. Είχε ήδη επτά χρόνια στο επάγγελμα, κρατούσε στα χεριά του από πρόσφατα το δίπλωμα του πρώτου μηχανικού και αναζητούσε νέους εργασιακούς ορίζοντες.
Το νέο του συμβόλαιο έφερε αυτόματα την απόρριψη μιας πολύ ενδιαφέρουσας από οικονομική άποψη πρότασης συνεργασίας με ναυτιλιακή εταιρεία που είχε στην κατοχή της πετρελαιοφόρα πλοία, λιβανέζικων συμφερόντων. Την διαχείριση της εταιρείας την εκτελούσαν ελληνικά γραφεία εγκατεστημένα στην Γλυφάδα. Προς αμοιβαία εξυπηρέτηση πρότεινε αξιόλογο συνάδελφο του, με κοινά οράματα και κοινούς στόχους για την ζωή. Του συνάδελφου του έκαναν μια αξιόλογη προσφορά την οποία την αποδέχτηκε μετά χαράς.
Τίποτα το παράξενο. Οι μεγάλες ευκαιριακές υλικές απολαβές που προσφέρονταν στους Έλληνες, στελέχη της ναυτιλίας, ώστε να επανδρώσουν πλοία με ξένη σημαία, « ανασφάλιστα», έβρισκε πολλούς πρόθυμους να ριψοκινδυνεύουν την επαγγελματική τους καριέρα και να θέτουν την ικανότητα και τον προσωπικό τους ζήλο, αναλαμβάνοντας το ρίσκο, να συνεργαστούν με πληρώματα αμφισβητούμενης ικανότητας.
Για τον συνάδελφο του ήταν το πρώτο του ταξίδι σε καθήκοντα επιστασίας μηχανοστασίου. Το πλήρωμα  ήταν τρεις τέσσερις Έλληνες και οι υπόλοιποι από τη νοτιοανατολική Ασία.
Σαν σήμερα τριάντα χρόνια ακριβώς από τότε τον περίμενε μία πολύ δυσάρεστη έκπληξη. Εφημερίδα της εποχής δημοσίευσε τη φωτογραφία του συναδέλφου του, αναφέροντας το γεγονός της μεγάλης έκρηξης που συνέβηκε στο πλοίο κατά την διάρκεια εργασιών εκφόρτωσης σε λιμένα της Δυτικής Ευρώπης σκορπώντας το θάνατο. Διαβάζοντας την είδηση ένοιωσε να τραντάζεται σαν να είχε φθάσει στο χείλος της αβύσσου. Η καρδιά του χτύπησε πιο δυνατά, στέγνωσε το λαρύγγι του, έχασε τη φωνή του συνειδητοποιώντας ποιο είναι το πρόσωπο που αναφέρεται στο ρεπορτάζ. Θεέ μου είπε στο τέλος. Μα αυτό είναι τρελό, δεν μπορεί να είναι αλήθεια.
Ακόμη και σήμερα εξακολουθούν να τον ερεθίζουν τα γεγονότα που συνέβησαν τότε, νοιώθει ένα κενό, ότι έχει χάσει κάτι το ουσιαστικό. Το μυαλό του έχει δύσκολες αναμνήσεις, υπάρχουν εκεί μέσα του σαν ασύνδετες εικόνες που προβάλλουν μέσα από σκοτεινό φόντο. Νοιώθει απελπισμένα άβολα με τις μνήμες που ξεδιπλώνουν τα γεγονότα εκείνης της μοιραίας εποχής μπροστά του.
Τον θυμάται τον συνάδελφο του την τελευταία φορά που βρίσκονταν μαζί πέρα στη μακρινή ανατολή, εκτελούσαν επισκευές σ’ ένα τεράστιο πετρελαιοφόρο στα ναυπηγεία "Jurong" της Σιγκαπούρη.
Τον θυμάται καλά, όταν χαμογελούσε να φωτίζονται τα λαμπερά του μάτια. Το χαμόγελο που στο πρόσωπο του θύμιζε τα μικρά κύματα που σκάνε στην άκρη του γιαλού την ώρα που δεν φυσάει.
Στην μακρινή ανατολή την περίοδο που ζήσανε μαζί, συνηθίζεται όλοι οι γηγενείς κάτοικοι να χαμογελούν. Είναι όμως ένα διαφορετικό χαμόγελο αυτό που περιορίζεται στα χείλη, δεν φτάνει ως τα μάτια.
Ο συνάδελφος είχε σώμα δυνατό γεμάτο υγεία. Ήταν οι καλύτερες λέξεις για να τον περιγράψει. Περπατουσε περίτεχνα, στητά, με σιγουριά, έσφυζε από ζωή. Ήταν ο τύπος του ανθρώπου που δεν υποχωρούσε κάτω από δύσκολες συνθήκες, ο ίδιος έλεγε: «Ο άνθρωπος συναντάει αντιξοότητες, στο χέρι του είναι να τις υπερβαίνει». Ποτέ δεν φοβήθηκε την σκληρή δουλειά.
 Η ζωντάνια και η ενεργητικότητα επέκτειναν τον ζωτικό του χώρο.
Ξεκίνησε ο συνάδελφος του λοιπόν το νέο ταξίδι,  με πλοίο της λιβανέζικης εταιρείας, που πάει να πει να ταξιδεύει κόντρα στον καιρό, που πάει να πει να τα δίνει όλα για να ζήσει το δικό του επαγγελματικό όνειρο. Και βρέθηκε σ’ ένα άγνωστο περιβάλλον από πλευράς συνεργατών, και δεν πτοήθηκε, του άρεσε να γινόταν αρεστός, του άρεσε να πιστεύει ότι δεν ήταν δειλός, ήταν αποφασισμένος να οικοδομήσει την προσωπική και επαγγελματική του επιτυχία. Όλα έγιναν στο τρίτο του ταξίδι. Ήταν ένα τυχαίο περιστατικό που επέφερε το θανατηφόρο εργατικό ατύχημα.
Προφανώς ένα παρόμοιο γεγονός όπως η απώλεια ενός φίλου συναδέλφου είναι ένα έντονα παράξενο θλιβερό συναίσθημα και ψυχική δοκιμασία.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι σ’ αυτή την ηλικία ποτέ δεν περιμένεις το θάνατο, σε στιγμές της πραγμάτωσης του επαγγελματικού καθήκοντος, έρχεται χωρίς προειδοποίηση.
Οι επισταμένες έρευνες που ακολούθησαν από εμπειρογνώμονες για την αιτία της πρόκλησης της έκρηξης κατέληξαν στο συμπέρασμα του ανθρώπινου λάθους, από τον αξιωματικό φυλακής μηχανοστασίου, μ’ αποτέλεσμα σε δεδομένη ανωμαλία να επέλθει ισχυρή έκρηξη που συμπαρέσυρε στο θάνατο τον ίδιο, τον βοηθό φυλακής, και τον συνάδελφο Πρώτο μηχανικό.
Για τον έλεγχο της λειτουργίας στους λέβητες των πλοίων έγιναν ουσιώδης θεωρητικές μελέτες, και επινοήθηκαν  όλο και πιο επιτυχημένα συστήματα έλεγχου με πολύπλοκες κατασκευές που να οδηγούν όλες τις απορρέουσες καταστάσεις λειτουργίας στη μηδαμινότητα ανεπιθύμητων συμβάντων.
 Τι συνέβη λοιπόν και στο μηχανοστάσιο έγινε έκρηξη και πήρε φωτιά;
Στην πράξη αποδείχνεται τ’ αναπτυσσόμενα επιτυχημένα συστήματα έλεγχου ποτέ δεν είναι απόλυτα επιτυχημένα. Δεν μπορούν να είναι. Όσο τελειοποιημένο και πολύπλοκο κι αν είναι ένα σύστημα, πάντα θα υπάρχει τρόπος να προκαλέσει μια ανωμαλία. Αυτή είναι μια θεμελιώδης αλήθεια των μαθηματικών. Όσο σ’ όλο αυτό το σύστημα υπεισέρχεται και ο ανθρώπινος παράγοντας είναι αδύνατο να φτιάξεις ένα σύστημα τέλειο και πολύπλοκο όσο να μειώσεις την πιθανότητα της ανώμαλης λειτουργίας του στο μηδέν.
 Με τον ασφυκτικό δε και χωρίς περιορισμούς στα μέσα, ανταγωνισμό των επιχειρήσεων, και την εντατικοποίηση της εργασίας σε ρυθμό και χρόνο, καταρρίπτεται με τον πλέον απόλυτο τρόπο η πάγια αντίληψη ότι η τεχνολογία από μόνη της θα μπορέσει μέσα από την εξέλιξή της να προστατεύσει τον εργαζόμενο, να εγγυηθεί συνθήκες ασφάλειας.

Το φεγγαρόφωτο, γλιστρώντας ανάμεσα από την τσιμινιέρα και τα ξάρτια του πλοίου, ζωγράφιζε φωτεινές χρυσόπλεκες λουρίδες στο γαλήνιο πρόσωπο του συνάδελφου.
Το ταξίδι  γι’ αυτόν τέλειωσε. Το πλοίο πέρασε ήδη την άκρη της Χερσονήσου. Την ρωγμή που διαχωρίζει τη ζωή απ’ το θάνατο. Κανείς δεν είναι πάνω απ΄ το χρόνο, μπρος στην παντοδυναμία του θανάτου . Και μετά το θάνατο στο σώμα, θα επακολουθήσει ο θάνατος της μνήμης. Ο ανελέητος νόμος της ζωής.  Κανείς δεν θα σε ξέρει σαν να μην είχες ποτέ υπάρξει. Ο Ήλιος αδιάφορος θα ρίχνει τη ματιά του κάθε πρωί στα λιόδεντρα της γενέτειρας του Αρκαδικής γης και ο πρόωρα αδικοχαμένος συνάδελφος του, είναι σαν την σκόνη στην άκρη του δρόμου.
......................................................
Μια θλίψη σεργιανά μέσα του και σκοτεινιάζει κι ούτε μια ακτίδα δε στολίζει τις σκέψεις του που γίνονται λέξεις κι ύστερα χάνονται σαν ήχοι μακρινοί και απροσπέλαστοι. Γίνονται θάλασσα και απλώνονται να μην τελειώνουν πουθενά.
Του φαινόταν σα να ‘ταν χθες.
Που πήγε ο χρόνος; Τώρα βρίσκεται στην άκρη της μέρας.
Ο ήλιος φωτεινή σφαίρα χάνεται στο βάθος του ορίζοντα.
Ήρθε το σούρουπο. Το σούρουπο είναι η χαραμάδα ανάμεσα στους κόσμους, η πόρτα για το άγνωστο. Πέρα από την πόρτα υπάρχει η άβυσσος.
Και πέρα από την άβυσσο το άγνωστο της υπέρτατης ερημιάς, όταν ο άνθρωπος αντικρίζει το θάνατο και την μοναξιά του.
Τίποτα και κανένας δεν µπορεί τελικά να µας σώσει: το «κακό» εισβάλλει παντού. Ο θάνατος χωράει από τις χαραµάδες.
Όταν η μοίρα σε βάλει στο μάτι δε γλιτώνεις ακόμη κι αν κρυφτείς κάτω απ’ τις πέτρες.

Συνάδελφε
***Δε θέλω να του βάλουνε στην όψη του μαντίλια
για να του γίνει θάνατος πικρός σταυραδερφός του.
Πήγαινε, Ιγνάτιο. Μην  ακούς την πυρωμένη ανάσα.
Κοιμήσου, πέτα, ησύχασε. Και η θάλασσα πεθαίνει…

 Την αρχοντιά σου τραγουδώ με λόγια που στενάζουν
κι  εν’ αεράκι όπου ‘κλαιγε στα λιόδεντρα θυμάμαι.
 Κανείς δε σε γνωρίζει πια. Μα εγώ σε τραγουδάω.
Γι’ αυτούς που θ’ έρθουν τραγουδώ …….***


*** Λόρκα