Κυριακή, Οκτωβρίου 15

Θα΄ θέλα κι εγώ να γράφω περισπούδαστα άρθρα για την ανάγκη μιας ήπιας πολιτικής για τους μετανάστες από την ασφάλεια του Χολαργού, του Κολωνακίου ή της Γλυφάδας. Όμως μένω στο κέντρο της Αθήνας. Κι ένα ερώτημα με κατατρέχει αυτές τις μέρες: «Θα υπογράψω»;

Η επέλαση των τσιγγάνων και η πολιορκία των ιδεών μου…

Η επέλαση των τσιγγάνων και η πολιορκία των ιδεών μου… - Media

Του Παναγιώτη Σιάνη
«Αυτή τη φορά θα υπογράψεις, δεν έχει υπεκφυγές και δικαιολογίες» μου είπε με ένταση ο φαρμακοποιός δίνοντας μου τα αντιβιοτικά, που του ζήτησα. « Τόσο άθλια είναι η κατάσταση;» ρώτησα. «Δεν μπορείς να συνειδητοποιήσεις τι περνάω, νομίζω ότι ανοίγουν τρύπα και θα μπουν μέσα από λεπτό σε λεπτό», μου απαντά φουριόζος.
Ο φαρμακοποιός στεγάζεται στη διπλανή από μένα πολυκατοικία,  σ΄ ένα γνωστό δρόμο στο κέντρο της Αθήνας. Είναι ο πρώτος άνθρωπος που γνώρισα και με ενθάρρυνε να αγοράσω το σπίτι το
καλοκαίρι του 2004, όταν ερωτεύτηκα ένα μεσοαστικό διαμέρισμα με μεγάλη βεράντα και άνετους χώρους σε μια πολυκατοικία 75 χρόνων.
Μεσοτοιχία με το φαρμακείο έμενε ένα νεαρό ζευγάρι ( Έλληνας ο σύζυγος, αλβανίδα - ή τσιγγάνα κατά τις φαρμακόγλωσσες - η σύζυγος)  που μετοίκησε, λόγω οικονομικής δυσπραγίας σε κάποιο νησί. Έτσι τον Αύγουστο νοίκιασε το ιδιόκτητο ισόγειο διαμέρισμα σε τσιγγάνους (Ρομά) από την Ρουμανία, που εγκαταλείπουν μαζικά, όπως μαθαίνω τη Γαλλία και εγκαθίσταται στο τρίγωνο Αγίου Παντελεήμονα – Πλατείας Αμερικής και Σεπολίων. Το διαμέρισμα είναι ένα μακρινάρι (κάπως σαν τρένο) με μια πόρτα και ένα υπερυψωμένο παράθυρο χωρίς μπαλκόνι στο δρόμο. Μπροστά είναι το σαλόνι και  το χολ και ακολουθούν κι άλλα στη σειρά,  ενώ πίσω στον ακάλυπτο έχει ένα μικρό μπαλκόνι.
Μέσα στις πολλές ατυχίες για όσους βιώνουν την κατάσταση στην περιοχή,  έχουμε την τύχη η πολυκατοικία να διαθέτει έναν υπέροχο κήπο κι  αν υπήρχε ένα κίνητρο από την πολιτεία να ενοποιηθούν όλοι οι ακάλυπτοι θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα καταπληκτικό μικρό εσωτερικό άλσος για χρήση τόσο των παιδιών, όσο και όλων των ενοίκων των πνιγηρών διαμερισμάτων, αλλά αυτό είναι ένα άλλης  τάξης πρόβλημα. Τέλος πάντων η περιγραφή γίνεται για να καταλήξω ότι το συγκεκριμένο διαμέρισμα με τους Ρουμάνους τσιγγάνους δεν έχει δικαίωμα πρόσβασης στον κήπο.
Η οικογένεια των τσιγγάνων έχει μικρά παιδιά. Ο αριθμός τους είναι απροσδιόριστος, αφού δεν μπόρεσα ακόμα να μετρήσω πόσα είναι. Βλέπω τουλάχιστον τρία αγόρια από 3 ως 6 χρόνων, είτε να τρέχουν από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο υπολογίζοντας πότε κατεβαίνει αυτοκίνητο για να σπεύσουν να τιναχτούν απέναντι, είτε να κάθονται γυμνά και ξυπόλητα με φανελάκια και βρακάκια στο στενό γείσο του παραθύρου. Υποψιάζομαι όμως ότι υπάρχουν κι άλλα. Σίγουρα από την ένταση και την ενέργεια που διαπερνά το διάπλατο παράθυρο και την μόνιμα ανοιχτή εξώπορτα υποψιάζομαι ότι υπάρχουν κι άλλα παιδιά ή τέλος πάντων μένουν αρκετοί περισσότεροι από τους γονείς των παιδιών.
Όσο ήμουν σε διακοπές με πήρε τουλάχιστον δύο φορές η διαχειρίστρια, σε υστερική κατάσταση, να μου ζητήσει να υπογράψω αίτημα για έξωση των τσιγγάνων, λέγοντας μου ότι  η ζωή στην πολυκατοικία έχει γίνει αφόρητη. Σύμφωνα με όσα τους καταλογίζουν, κάνουν θόρυβο ανεξαρτήτως ώρας και μέρας, ψήνουν συνέχεια στη βεράντα και γενικώς ζουν αγνοώντας βασικούς κανόνες επιβίωσης σε μια πολυκατοικία και σε μια κοινότητα όπου ο σεβασμός στην ησυχία του άλλου είναι κανόνας.
« Με έχουν βαρεθεί στο τμήμα, από την μια τους φωνάζω γιατί οι μαύροι που μένουν στην απέναντι πλευρά του ισογείου πλακώνονται όταν μεθάνε, από την άλλη οι πακιστανοί δίπλα στους τσιγγάνους κάνουν ραμαζάνι ερήμην των ωρών κοινής ησυχίας, κοντεύω να τρελαθώ» μου λέει παρακαλώντας με να συμπεριληφθώ στους υπόλοιπους ενοίκους που υπογράφουν την αγωγή έξωσης.
Αρνήθηκα να υπογράψω παρά τις εκκλήσεις της διαχειρίστριας θέτοντας το ηθικό για μένα θέμα, ότι η οικογένεια ήρθε στην πολυκατοικία όταν έλειπα σε διακοπές και δεν μπορώ να καταγγείλω κάτι που δεν γνωρίζω από πρώτο χέρι.
Έξαλλος ο φαρμακοποιός μου γνωστοποίησε ότι όλη η πολυκατοικία μου είναι στο πόδι, η γνωστή καλλιτέχνης προσπαθεί να βρει τρόπο να πουλήσει το διαμέρισμα της στον τρίτο και να φύγει, ενώ συνυπογράφει για έξοδο από την πολυκατοικία και η απέναντι της, γνωστό στέλεχος του ΣΥΝ, με μεγάλη ευαισθησία στους μετανάστες. Και η Ν. δεν μπορεί να κλείσει μάτι, μου λέει με καημό ο φαρμακοποιός. Τον κοιτούσα και σκεφτόμουν, «τι το σκέφτεσαι, μου λέει, καταστρέφεται η περιουσία σου δεν το βλέπεις». « Θέλω να φύγω από΄ δω, θέλω να το βάλω στα πόδια, αλλά έχω τα δάνεια που με δεσμεύουν» έπιασα τον εαυτό μου να λέει κι αμέσως έκανα ένα περίεργο συνειρμό. Θυμήθηκα μια φράση του Μάρτιν Βαλζερ του γερμανού λογοτέχνη, που έλεγε με θάρρος στον Ανταίο Χρυσοστομίδη ότι η οικογένεια του δεν ήταν ούτε φασίστες, ούτε αντιφασίστες και ο ίδιος για τους αριστερούς ήταν δεξιός και για τους δεξιούς πολύ αριστερός. Τότε κατάλαβα ότι δοκιμάζομαι και δοκιμάζομαι σκληρά. Όλες μου οι απόψεις, η ιδεολογική μου συγκρότηση, τα διαβάσματα μου, τα πιστεύω μου, η προσήλωση μου σε δημοκρατικές αρχές και αξίες, η αξεπέραστη αρχή μου για το σεβασμό στη διαφορετικότητα, για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, η άνεση με την οποία προπαγάνδιζα σε γνωστούς και φίλους την πολυπολιτισμικότητα δοκιμάζεται με μια υπογραφή.
Θα υπογράψω; Κι αν υπογράψω συμπράττω στον διωγμό συνανθρώπων μου; Πως αντιμετωπίζω ανθρώπους ξεριζωμένους με μια άλλη κουλτούρα που δεν επέλεξαν να στριμωχτούν σ΄ ένα δυάρι μακρινάρι στο ισόγειο μια παλιάς πολυκατοικίας μιας παρηκμασμένης συνοικίας, μιας παρατημένης πόλης.  Και που είναι τα ιδανικά μου και οι αξίες μου; Ήταν όλα λόγια; Η αλήθεια είναι ότι είναι άλλο να μιλάς για ένα πρόβλημα και άλλο να το αντιμετωπίζεις. Ξέρω πολύ καλά ότι το μίσος, ο φασισμός, τα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής είναι η κερκόπορτα για την επέλαση των πιο ταπεινών ενστίκτων της κοινωνίας. Ξέρω πολύ καλά ότι δεν θα καταπατήσω τα πάντα μέσα μου, για να ανασύρω τα πιο ταπεινά ένστικτα του φόβου και της απόγνωσης για να τα μεταβιβάσω στους νταβατζήδες της καταστολής και της οργής. Όχι θα πολεμήσω τον απολυταρχισμό, τον ναζισμό και τα σύνδρομα οργής που με περιβάλλουν, αλλά θέλω από κάπου να πιαστώ. Με πνίγει το γεγονός ότι μέρα με τη μέρα αλλοιώνεται ο χαρακτήρας της γειτονιάς μου κι εγώ είμαι κολλημένος εκεί. Με ενοχλεί που νοιώθω οικτρή μειοψηφία στη πόλη μου. Θα΄ θέλα κι εγώ να γράφω περισπούδαστα άρθρα για την ανάγκη μιας ήπιας πολιτικής για τους μετανάστες από την ασφάλεια του Χολαργού, του Κολωνακίου ή της Γλυφάδας. Όμως μένω στο κέντρο της Αθήνας. Κι ένα ερώτημα με κατατρέχει αυτές τις μέρες: «Θα υπογράψω»;

topontiki.gr