Τρίτη, Νοεμβρίου 14

Πενητες υπο ευρωπαϊκο μανδυα

Αγία ΣοφίαΑντώνης Στ. Φουρνιστάκης 
Αγία Σοφία
Ο Ελληνισμός δεν έπαυσε, και στην μακρόσυρτη περίοδο της δουλείας, να είναι φορέας και συνεχιστής ενός παγκόσμιας εμβέλειας πολιτισμού, που δεν έσβησε ούτε και στην πολυώνυμη δουλεία του: αραβοκρατία, φραγκοκρατία, ενετοκρατία, τουρκοκρατία και αγγλοκρατία.
Η πολιτιστική ταυτότητα του Έθνους µας είναι προϊόν της συζεύξεως Ελληνικότητας και
Ορθοδοξίας, σε μια ένωση θεανθρώπινη, στην οποία θείο στοιχείο είναι η ένσαρκη Ορθοδοξία – Ιησούς Χριστός και ανθρώπινο ο Ελληνισμός, ως ιστορική σάρκα αυτής της «ασύγχυτης και αδιαίρετης» ένωσης. Η πραγμάτωσή της οδήγησε στην εκ θεμελίων αναδόμηση και μεταμόρφωση ενός πολιτισμού, που υπήρξε η κορύφωση της ανθρώπινης προόδου από την πτώση μέχρι την Σάρκωση. Αναζητώντας την καθολική Αλήθεια η ελληνική θεοκεντρικότητα, ψηλαφούσε την θεία παρουσία στον κόσμο, προσανατολίζοντας Χριστοκεντρικά την πορεία του προς το Όσιο, το Αληθές, το Ωραίο και το Δίκαιο, και ανεπίγνωστα προς την πηγή κάθε τελειότητας τον Τρισυπόστατο Θεό. Ο Χριστιανισμός ως Ορθοδοξία, θα καταξιώσει και εξαγιάσει την γνήσια «ζήτηση» του ελληνικού κόσμου.
Ο Ελληνισμός «ολοκληρώθηκε μέσα στην Ορθοδοξία» και µε τη νέα ταυτότητά του δοξάσθηκε και μεγαλούργησε στην κατοπινή του πορεία, ως «αιώνια κατηγορία της χριστιανικής υπάρξεως», κατά τον αείμνηστο π. Γεώργιο Φλορόφσκι . Την αυθεντική ένωση Ορθοδοξίας και Ελληνικότητας σώζουν στους αιώνες οι άγιοι Πατέρες, όπως οι Μεγάλοι Τρεις Ιεράρχες. Μέσω αυτών σφραγίσθηκε ευεργετικά η πορεία όχι µόνο της ελληνικής, αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας, εφ’ όσον βέβαια η πίστη των Αγίων Πατέρων λειτουργεί ως αυθεντική χριστιανικότητα και όχι ως παραχάραξή της. Ο προσληφθείς από την Ορθοδοξία Ελληνισμός, µε τα στοιχεία του εκείνα που ήταν συμβατά µε την εν Χριστώ Αλήθεια αναγεννήθηκε, συνεχίζοντας την πορεία του στην ιστορία ως ένας νέος κόσμος, κινούμενος στο Φως της άκτιστης θεϊκής Χάρης και ενδυναµούµενος από τη διαρκή ζήτησή της.
Χώρος της ιστορικής πραγμάτωσης της νέας ελληνικής ταυτότητας υπήρξε η (ελληνορθόδοξη) Ρωμανία, το «Βυζάντιο», στην Βυζαντινή και μεταβυζαντινή διάστασή της. Μέσα στην µμητρική αγκάλη της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης (Ρωμανίας) και της φυσικής προέκτασής της στη δουλεία, της Εθναρχίας, η ελληνική συνείδηση πραγματώνει την οικουμενικότητά της σε µία υπερφυλετική πανενότητα η υπερεθνικότητα, το «έθνος άγιον» (Α΄ Πετρ. 2,9) και «γένος των Ρωμαίων», των ορθοδόξων πολιτών της Νέας Ρώμης. Έτσι υπερβαίνεται ο παλαιός δυαλισµός «Έλληνες και βάρβαροι», για να ισχύσει το «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην» (Γαλ. 3,28).
Η ιστορία της Ελλαδικής Εκκλησίας έγινε σηµαντικότατο κεφάλαιο της ιστορίας του Ελληνισμού και η σπονδυλική στήλη της επιβίωσης και διαχρονικής παρουσίας του. Αυτό ομολόγησε το 1852 η αρμόδια για τα εκκλησιαστικά Νομοσχέδια Επιτροπή της Ελληνικής Βουλής: «Αύτη (δηλαδή η Ορθόδοξη Εκκλησία) διετήρησεν εν ταίς περιπετείαις των χρόνων την πνευµατικήν και εθνικήν ενότητα των Ελλήνων». Αυτή υπήρξε η εμπειρία του Ελληνισμού μέχρι την ίδρυση του ελληνικού κράτους (συμβατικά το 1830). Η υπεροχική παρουσία της ελληνικότητας στη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος τεκμηριώνεται µε τη θέση της ελληνικής γλώσσας, σ’ όλες τις ιστορικές μορφές της, στον εκκλησιαστικό λόγο, αποβαίνοντας η γλώσσα σύνολης της Ορθοδοξίας μέχρι σήμερα. Η Ορθοδοξία καλείται διεθνώς «ελληνική»: “Ecclesia greca” , “Greek Church”, “Griechische Kirche”, κ.λπ. Η Ορθοδοξία συνέζευξε τον Παρθενώνα µε την Αγιά-Σοφιά, ως Ρωµηοσύνη από το 330 (ίδρυση της Νέας Ρωµης), µε παραµόνιµα ιδανικά τον «θεούµενον άνθρωπον», τον Άγιο, και τον αδελφικό-κοινοτικό τρόπο υπάρξεως, που σώζεται αυτούσιος στο ορθόδοξο κοινοβιακό μοναστήρι.
Μετά από αυτά κατανοείται, γιατί η βούληση του Έθνους κατά την δουλεία ήταν η ανάσταση και συνέχεια αυτής της πραγματικότητας. Κατά τον π. Ι. Ρωμανίδη, «οι Ρωµηοί επαναστάτησαν το 1821, διά να ξαναγίνη η Ρωµηοσύνη κράτος µε τον ρωμαίικο (=ελληνορθόδοξο) πολιτισμό της, που µε υπερηφάνειαν και κάθε θυσίαν είχαν διαφυλάξει κατά τα σκληρά χρόνια της Τουρκοκρατίας, της Φραγκοκρατίας και της Αραβοκρατίας»4 . Αυτό το όραμα είχαν οι μεγάλοι πρωταγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης.
Το Έθνος µας, στα πρόσωπα όλων εκείνων (Πολιτικών και Διανοουμένων), που διεχειρίσθησαν τις τύχες του, αδιαφόρησε για τις παραπάνω υποθήκες. Όχι µόνο στον πολιτικό, αλλά και σ’ αυτόν τον εκκλησιαστικό χώρο. Η διακήρυξη «ανήκοµεν εις την Δύσιν» δεν περιορίσθηκε στις διεθνείς πολιτικές σχέσεις, αλλά επεξετάθη και στα πολιτιστικά και πνευματικά, οδηγώντας σε πολιτική υποτέλειας και εξάρτησης από τις εισαγόμενες δυτικογενείς ιδεολογίες και τα οθνεία πολιτικοκοινωνικά συστήματα, η αναγνωρίζοντας στους διαχριστιανικούς Διαλόγους την εκκλησιαστικότητα του Δυτικού Χριστιανισμού στο σύνολό του. Οι ευρωπαΐζοντες Έλληνες ευθυγραμμίζονται μονίμως µε την πολιτική των Ευρωπαϊκών Δυνάµεων για το κράτος µας και όλη την «καθ’ ημάς Ανατολή». Ας µη λησμονείται δε ποτέ, ότι και η Σοβιετική Ένωση ευρωπαϊκή «Δύναμις» ήταν.
Η συνάντηση και ο εκστασιασμός µας µε τα «ευρωπαϊκά φώτα» ήδη από τον 18ο αιώνα, επέφεραν τη διάσπαση της πολιτιστικής ενότητάς µας, εισάγοντας νέα παιδευτικά και κοινωνικά πρότυπα, την επιβολή των οποίων ανέλαβε η Εκπαίδευση, σε ένα πολιτειακό πλαίσιο, που υποτιμά και περιθωριοποιεί την Ορθοδοξία η την χρησιμοποιεί για την επίτευξη των έξωθεν προσδιοριζοµένων κομματικών στόχων. Έτσι αποδεχθήκαμε την αυτοθεοποίηση του χειραφετημένου ήδη από την Αναγέννηση Ανθρώπου, ο οποίος θέλησε µε τη λογική αυτάρκειά του να επιτύχει την τελείωσή του, υποκαθιστώντας µε το λογικό την θεϊκή Χάρη. Τα Ιερά Γράμματα του Πατροκοσµά και των Κολλυβάδων υποσκελίσθηκαν από τα ευρωπαϊκά «Φώτα». Το ιδεολογικό πλαίσιο, του δυτικού κόσμου μετακενώθηκε βαθμιαία στην «καθ’ ημάς Ανατολή», μαζί µε όλα τα γεννήματα της δυτικής διαλεκτικής, πνευματικά και κοινωνικά, όλα διαμετρικά αντίθετα προς τον κόσμο της Ελληνοορθοδοξίας, ως τοκετοί ξένων ωδίνων .
Στο πνεύμα των Βαυαρών κυοφορήθηκε η σημερινή Ελλάς. Ο homo oeconomicus, capitalisticus και marxisticus, κινούμενος στην αλογία της χρησιμοθηρίας και της απόλυτης προτεραιότητας του ωφελιμισμού, κατέστησε τελικά δυσδιάκριτο τον άνθρωπο της Ορθοδοξίας. Η ιδεολογική ταυτολογία των πολιτικών µας κομμάτων, θεμελιωμένη στην κοινή πηγή των αρχών τους, φανερώνεται ιδιαίτερα στο χώρο της Εκπαίδευσης, όπου η στάση απέναντι στην παράδοση παραμένει καθαρά ευρωπαϊκή. Η ουσία της ορθόδοξης παράδοσης, δηλαδή η πατερικότητα, έχει γίνει πλέον δυσδιάκριτη, θεωρούμενη ως μουσειακή επιβίωση και έκθεμα λαογραφικού χαρακτήρα, και όχι ως ζωτικό και ουσιώδες συστατικό της Ελληνικότητας.
Το νέο αυτό πλαίσιο, παιδευτικό και κοινωνικό, καθιέρωσε προοδευτικά µια νέα συλλογική νοοτροπία και στάση ζωής, που απωθεί κάθε έννοια θεονοµίας και χριστοκεντρικότητας. Ο Ελληνισμός, τον οποίο δεχόµεθα και εκπροσωπούμε σήμερα, δεν έχει πιά σχέση µε τον Ελληνισμό, τον οποίο ζούσαν και για τον οποίο αγωνίζονταν ο Πατροκοσµάς, ο Κολοκοτρώνης και ο Καποδίστριας και όλη η πλατειά βάση του ελληνικού Λαού.
Το πρόβλημα του σημερινού Ελληνισμού, σε όλα τα επίπεδά του, είναι ουσιαστικά η απουσία οραμάτων, εµπνεοµένων από την ελληνορθόδοξη παράδοσή µας. Σε µια έκρηξη θλίψεως, και προπάντων αγανάκτησης, ο στρατηγός Μακρυγιάννης θα γράψει στα Αποµνηµονεύµατά του: «Αν µας έλεγε κανείς αυτήν την ελευθερίαν, οπού γευόμαστε, θα περικαλούσαµεν τον Θεόν, να µας αφήσει εις τους Τούρκους άλλα τόσα χρόνια, όσο να γνωρίσουν οι άνθρωποι τι θα ειπεί πατρίδα, τι θα ειπεί θρησκεία, τι θα ειπεί φιλοτιμία (=φιλότιμο), τι αρετή, τι τιµιότης». Είθε να µας λυπηθεί ο Θεός και στη σημερινή αναβίωση της Τουρκοκρατίας, μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη, και να επανεύρουµε τον εθνικό βηματισμό µας, στα ίχνη των γνησίων και αληθινών Ηγετών µας, για την επανάκτηση της ελληνορθόδοξης ταυτότητάς µας. Διαφορετικά η Ελλάς θα αντιμετωπίσει τον θάνατο.
mm
Αντώνης Σταμάτης Φουρνιστάκης έχει σπουδάσει νομικά στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και κάνει το μεταπτυχιακό του στο Πανεπιστήμιο του Southampton. Είναι Αναπληρωτής Γραμματέας Ορθοδοξίας και Θρησκευμάτων και Πρόεδρος της Νεολαίας της ΝΕΑΣ ΔΕΞΙΑΣ.http://diesy.gr