Κυριακή, Δεκεμβρίου 24

Εμπενίζερ Σκρουτζ: Η πραγματική ιστορία του ρακένδυτου Βρετανού πολιτικού που τσιγκουνευόταν ακόμη και το φαγητό!


Κανείς μας σχεδόν δεν μπορεί να φανταστεί τα Χριστούγεννα χωρίς τα αριστουργήματα του Καρόλου Ντίκενς, του σημαντικότερου Βρετανού συγγραφέα της βικτωριανής εποχής που κατάφερε να πλάσει μαγικούς κόσμους όπως παρουσιάζει και ο Ελεύθερος Τύπος.
Όπως για παράδειγμα ο Εμπενίζερ Σκρουτζ…

Πρόκειται για έναν πάμπλουτο τσιγκούνη δημιούργημα του Ντίκενς, που μόνο στα τελευταία χρόνια της ζωής του μπόρεσε να ζήσει στο πνεύμα των Χριστουγέννων και να καταλάβει με όλη τη σημασία τι σημαίνει συμπόνια, αγάπη και γενναιοδωρία.
Ο Ντίκενς για να «πλάσει» τον Εμπενίζερ Σκρουτζ στο βιβλίο του «A Christmas Carol» το 1834 δανείστηκε πολλά χαρακτηριστικά από τον Τζον Μέγκοτ (ή Τζον Ελβς όπως άλλαξε στη συνέχεια το όνομά του προκειμένου να κληρονομήσει τον πάμπλουτο θείο του).
Δείτε την ιστορία του Τζον Μέγκοτ που έζησε τον 17ο αιώνα και που ενέπνευσε τον Ντίκενς να «φτιάξει» τον Εμπενίζερ Σκρουτζ στο βιβλίο του «A Christmas Carol».
Ποιος ήταν ο Τζον Μέγκοτ
Ο Τζον Μέγκοτ (και αργότερα Τζον Ελβς) γεννήθηκε στην Αγγλία τον Απρίλιο του 1714. Ο πατέρας του Μέγκοτ ήταν φημισμένος ζυθοποιός, ενώ η μητέρα του καταγόταν από μια καλή οικογένεια πολιτικών. Η μοίρα, ωστόσο, δεν του φέρθηκε καλά στα παιδικά του χρόνια χάνοντας στα τέσσερά του τον πατέρα του και λίγο αργότερα τη μητέρα του.
Έμεινε, λοιπόν, ορφανός από πολύ μικρός, αλλά, η περιουσία που του άφησαν οι γονείς του ήταν αρκετή για να ζήσει μια άνετη ζωή.
Φοίτησε εσώκλειστος στο ιδιωτικό σχολείο Westminster School και έμεινε για έναν ολόκληρο χρόνο στην Ελβετία. Η ζωή που έκανε ήταν ιδιαίτερα πλουσιοπάροχη ειδικά μέχρι τα 30 του χρόνια, όπου σύχναζε στα καλύτερα σαλόνια του Λονδίνου, ντυνόταν με τα ακριβότερα ρούχα και δεν φοβόταν να χάσει χιλιάδες λίρες σε χαρτοπαικτικές λέσχες.
Δεν δίσταζε, παράλληλα, να δανείζει μεγάλα ποσά σε φίλους του και ποτέ δεν τα ζήτησε πίσω…
Ήταν δανεικά και αγύριστα, όμως, αυτό δεν τον ενδιέφερε και πολύ…

Η απίστευτη μεταστροφή
Όλα άρχισαν να αλλάζουν όταν ο Μέγκοτ μπήκε την τέταρτη δεκαετία της ζωής του και κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα βάδιζε στον δρόμο που είχαν χαράξει η μητέρα και ο θείος του.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της μητέρας του, η οποία, όταν πέθανε είχε καταφέρει να δημιουργήσει περιουσία αξίας 100 χιλιάδων λιρών. Και όλα αυτά χωρίς να σπαταλήσει ούτε μια λίρα κατά τη διάρκεια της ζωής της. Έφτασε στο σημείο να μην αγοράζει τρόφιμα και τελικά πέθανε εξαιτίας της κακής διατροφής της. Το ίδιο και ο θείος του, ο Χάρβεϊ.
Η ακίνητή περιουσία του στην κυριολεξία ρήμαξε, καθώς την παράτησε, ενώ ντυνόταν με ρούχα πεθαμένων συγγενών και τρεφόταν μόνο με ό,τι έπιανε στο κυνήγι. Τα σπασμένα παράθυρα τα επισκεύαζε με χαρτί και τα έπιπλα μολύνθηκαν με σκουλήκια. Να σημειωθεί ότι ο Χάρβεϊ δεν είχε κάνει παιδιά και δεν είχε παντρευτεί ποτέ και έτσι ο Τζον τον… είχε από κοντά με απώτερο σκοπό να κληρονομήσει τη μεγάλη περιουσία του.
Έκανε μάλιστα και μια κίνηση ιδιαίτερα περίεργη και όπως αποδείχθηκε έξυπνη. Άλλαξε το επώνυμο του από Μέγκοτ σε Ελβς, που ήταν το επώνυμο του θείου του για να του αποδείξει ότι το όνομά του θα συνέχιζε να υπάρχει και μετά το θάνατό του. Επιπρόσθετα, ντυνόταν με κουρέλια μόνο και μόνο για να εντυπωσιάσει το θείο του.
Όταν το 1763 ο Χάρβεϊ πέθανε ο Τζον κληρονόμησε περίπου 350.000 λίρες. Μαζί με ποσό αυτό κληρονόμησε και τις απίστευτες συνήθειες του θείου του.
Ως νέος προτιμούσε τις πολυτέλειες και την καλοπέραση, όταν όμως άρχισε να μεγαλώνει δεν ήθελε με τίποτα να ξοδεύει χρήματα. Προτιμούσε να τον κερνάνε… Το μόνο που κράτησε από… την προηγούμενη ζωή του ήταν ότι συνέχισε να δανείζει πολλά χρήματα και να στοιχηματίζει ακόμη περισσότερο σε τυχερά παιχνίδια…
Από την άλλη άφησε τα ακίνητά του, που ήταν περισσότερα από 100, χωρίς την παραμικρή φροντίδα με τον ίδιο να θυμίζει ζητιάνο και να μην χρησιμοποιεί από τσιγκουνιά κάποιο μεταφορικό μέσο. Κράτησε ένα κρεβάτι για τον εαυτό του, ένα για την καμαριέρα του και ένα τραπέζι με μερικές καρέκλες.
Ενα άλογο που είχε στην κατοχή του το χρησιμοποιούσε μόνο όταν δεν έβρεχε και το έδαφος ήταν μαλακό. Και αυτό διότι δεν ήθελε να μπει στη διαδικασία να του βάλει πέταλα.
Επειδή θεωρούσε ότι ένας γάμος έχει μεγάλο κόστος δεν παντρεύτηκε ποτέ…. Απέκτησε, ωστόσο, δύο γιους που όμως αρνήθηκε να πληρώσει για την εκπαίδευση τους.
Ο φτωχότερος πολιτικός στο βρετανικό Κοινοβούλιο
Ο Τζον Ελβς (ή Τζον Μέγκοτ) στη συνέχεια ακολούθησε και πολιτική καριέρα και το 1774 εκλέχθηκε στο Βρετανικό Κοινοβούλιο. Ωστόσο αρνήθηκε όλα τα προνόμια και τα χρήματα από το βουλευτικό αξίωμα.
Μόνο για το φαγητό και ειδικά το μεσημεριανό έβαζε το χέρι στην τσέπη. Μάλιστα στο Κοινοβούλιο έμεινε για 12 χρόνια και όλο αυτό το διάστημα έτρωγε ελάχιστα και εμφανιζόταν ρακένδυτος.
Ο λόγος, μάλιστα, που δεν μπήκε στον κόπο να επανεκλεγεί ήταν το γεγονός ότι δεν ήθελε να ξοδέψει ούτε μια λίρα για την προεκλογική του καμπάνια και έτσι πήρε την απόφαση να αποσυρθεί από την πολιτική. Ωστόσο δεν σταμάτησε να προσφέρει χρήματα σε όσους του το ζητούσαν και ως το 1786 υπολογίζεται ότι είχε δανείσει πάνω από 150 χιλιάδες λίρες. Παρόλα αυτά η περιουσία του μεγάλωνε…

Πάνω από ένα εκατομμύριο λίρες η περιουσία του
Ο υποσιτισμός ωστόσο και ολες αυτές οι δοκιμασίες που υπέβαλλε τον εαυτό του όπως ήταν φυσικό επηρέασαν την υγεία του. Λέγεται μάλιστα πως έτρωγε για μέρες το ίδιο φαγητό, π.χ. χαλασμένο κρέας για να μην μπει στα έξοδα να αγοράσει φρέσκο. Πολλές ήταν οι φορές που άρπαζε από πεινασμένους αρουραίους πεθαμένα πουλιά για να τα φάει. Μια άλλη φορά σκότωσε δύο πουλιά με πέτρα και τα έφαγε.
Ο Ελβς είχε φύλαγε σαν κόρη οφθαλμού τα χρήματά του μήπως κάποιος του τα κλέψει… Και μπορεί η συνολική του περιουσία να ήταν περίπου ένα εκ.λίρες, ο ίδιος ωστόσο, μάζευε ένα ένα τα χαρτονομίσματα και τα έκρυβε σε διάφορα σημεία του σπιτιού του. Είχε φτάσει στο σημείο να μένει ξύπνιος τα βράδια επειδή νόμιζε ότι θα μπουν ληστές στο σπίτι του.
Τον Νοέμβριο του 1789, ο Ελβς αρρώστησε βαριά. Πριν αφήσει την τελευταία του πνοή έγραψε ένα γράμμα στους γιους του και στον καθένα άφησε 500 χιλιάδες λίρες.
Οι φίλοι του τον «ξέχασαν» λόγω της εκκεντρικής του συμπεριφοράς και πέθανε µόνος και έρημος στις 26 Νοεμβρίου του 1789. Το μόνο που είχε δίπλα του ήταν τα λεφτά του, αφού συνήθιζε, όπως και ο θείος του, να τα μετράει συ
νεχώς.