Πέμπτη, Ιανουαρίου 18

Σημαντική εξέλιξη για γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας που πάσχουν από χρόνια φλεγμονώδη νοσήματα

DFEEQWEQWEQWEQWEQWE.jpg
H UCB ανακοίνωσε σήμερα ότι ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ) ενέκρινε την τροποποίηση της άδειας κυκλοφορίας του certolizumab pegol της UCB, καθιστώντας το τον πρώτο αντι-TNF για δυνητική χρήση σε γυναίκες με χρόνια φλεγμονώδη νοσήματα κατά την διάρκεια της κύησης και γαλουχίας.

Ο καθηγητής Xavier Mariette, MD, PhD, Head of Rheumatology, Bicetre Hospital, Paris-Sud University δήλωσε: «Οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας με χρόνια φλεγμονώδη νοσήματα είναι ένας πληθυσμός ασθενών που χρειάζεται καθοδήγηση και αξιόπιστες θεραπευτικές επιλογές. Οι γυναίκες αυτές συχνά διακόπτουν την αντι-TNF θεραπεία κατά την διάρκεια της κύησης, μια περίοδο κατά την οποία ο έλεγχος της νόσου είναι κρίσιμος για την διασφάλιση της υγείας της μητέρας και του νεογνού. Το CERTOLIZUMAB PEGOL είναι ο μόνος διαθέσιμος αντι-TNFγια τον οποίο έχει αποδειχθεί κλινικά ότι η μεταφορά μέσω του πλακούντα από την μητέρα προς το νεογνό κατά την διάρκεια της κύησης είναι ελάχιστη.»
«Η σημερινή τροποποίηση της άδειας κυκλοφορίας του certolizumab pegol είναι σημαντική για πολλές γυναίκες στην Ευρώπη που χρειάζονται θεραπευτικές επιλογές για την διαχείριση των χρόνιων φλεγμονωδών νοσημάτων τους χωρίς να πρέπει να συμβιβαστούν στον προγραμματισμό τους για κύηση και θηλασμό» δήλωσε ο Emmanuel Caeymaex, επικεφαλής του τμήματος Immunology Patient Value Unit της UCB. «H UCB ακολουθεί την δέσμευση της να παρέχει αξία στους ασθενείς συνδέοντας τις ανάγκες των ασθενών με καινοτόμα επιστημονικά στοιχεία. Η έρευνα που διεξήχθη για να υποστηρίξουμε την τροποποίηση της άδειας κυκλοφορίας παρέχει κρίσιμες πληροφορίες τόσο για τους ιατρούς όσο και για τις γυναίκες καθώς προγραμματίζουν μια κύηση και την κατάλληλη διαχείριση της νόσου. Αυτή η τροποποίηση της αδείας κυκλοφορίας υπογραμμίζει την δέσμευση της UCB να παρέχει αξία σε πληθυσμούς ασθενών που δεν λαμβάνουν επαρκείς λύσεις και να βελτιώνει την συνολική θεραπευτική εμπειρία τους.»
Τα χρόνια φλεγμονώδη νοσήματα όπως η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα (ΡΑ), Αξονική Σπονδυλαρθρίτιδα (ΑξΣπΑ) και Ψωριασική Αρθρίτιδα (ΨΑ) συχνά εμφανίζονται σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, με την ΡΑ για παράδειγμα να επηρεάζει τρείς φορές περισσότερες γυναίκες από ότι άνδρες. Η ενεργότητα της νόσου κατά την διάρκεια της κύησης μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές για την μητέρα και το έμβρυο συμπεριλαμβανομένου του αυξημένου κινδύνου για αποβολή, αυξημένου κίνδυνου για προωρότητα, ανάγκη για καισαρική τομή καθώς και ελλιποβαρή νεογνά σε σχέση με την ηλικία κύησης.
Ο επαρκής έλεγχος της νόσου είναι κρίσιμος για την διασφάλιση της υγείας της μητέρας και του νεογνού, καθώς η υψηλή ενεργότητα της νόσου συνδέεται με επιπλοκές κατά την κύηση. Σε αντίθεση με την πεποίθηση ότι η νόσος παρουσιάζει βελτίωση κατά την κύηση, περίπου 50% των γυναικών με χρόνια φλεγμονώδη νοσήματα έχουν ανάγκη αποτελεσματικών θεραπειών και έρχονται αντιμέτωπες με δύσκολες αποφάσεις σε σχέση με την επίπτωση της ενεργής νόσου στο νεογνό και  της ασφάλειας διαφόρων θεραπειών κατά την κύηση. Είναι επομένως ξεκάθαρη η ανάγκη για αποτελεσματικές και καλά ανεκτές θεραπείες κατά την διάρκεια της κύησης. Επιπρόσθετα, οι γυναίκες που σε συνεννόηση με τον γιατρό τους σκέπτονται τον θηλασμό, συχνά αντιμετωπίζουν το δίλημμα ανάμεσα στην ανάγκη για έλεγχο της νόσου μετά τον τοκετό και τις διατροφικές υγεία του παιδιού
Η UCB είναι πρωτοπόρος στην μελέτη της επίπτωσης των βιολογικών φαρμάκων σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Τα δυο καίρια σημεία ενδιαφέροντος είναι η μεταφορά ενός βιολογικού φαρμάκου μέσω του πλακούντα προς το έμβρυο και μέσω του μητρικού γάλακτος προς το νεογνό. Ιστορικά, τα δεδομένα των αντι -TNF για την γαλουχία βασίζονται σε αναφορές περιστατικών χωρίς ελεγχόμενες μελέτες. Η UCB αλλάζει τον τρόπο που διεξάγονται οι έρευνες αυτού του τύπου. Τα αποτελέσματα από δυο μοναδικές στο είδος τους κλινικές μελέτες έχουν σημαντικό αντίκτυπο για τον συγκεκριμένο πληθυσμό ασθενών που προγραμματίζει μια κύηση. Με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν από την μελέτη CRIB παρατηρείται καμία έως ελάχιστη μεταφορά certolizumab pegol μέσω του πλακούντα από την μητέρα προς το παιδί κατά την διάρκεια της κύησης. Τα δεδομένα από τη CRADLE, μια προοπτική φαρμακοκινητική μελέτη που μέτρησε την παρουσία αντι- TNF στο μητρικό γάλα, κατέδειξε ελάχιστη μεταφορά του certolizumab pegol κατά την γαλουχία.
Η έγκριση της τροποποίησης της άδειας κυκλοφορίας του certolizumab pegol στην ΕΕ βασίζεται στις μετεγκριτικές μελέτες CRIB και CRADLE καθώς και στα στοιχεία εκβάσεων κύησης που έχουμε. Οι μελέτες αυτές συμπεριέλαβαν γυναίκες με ρευματοειδή αρθρίτιδα, ψωριασική αρθρίτιδα, αξονική σπονδυλαρθρίτιδα και νόσο του Crohn. Στην ΕΕ το certolizumab pegol δεν ενδείκνυται για την νόσο του Crohn.
Σχετικά με την μελέτη CRIB
Η μελέτη CRIB είναι μια φαρμακοκινητική μελέτη αξιολόγησης των επιπέδων πιθανής μεταφοράς certolizumab pegol (CZP) μέσω του πλακούντα από εγκυμονούσες γυναίκες προς τα έμβρυα τους. Η μελέτη κατέγραψε δεκαέξι γυναίκες (≥ 30 εβδομάδες κύησης) που ήδη λάμβαναν CZP για εγκεκριμένες ενδείξεις.
Οι συγκεντρώσεις του certolizumab pegol στο πλάσμα που μετρήθηκαν σε 14 βρέφη κατά τη γέννηση ήταν κάτω του ορίου ποσοτικού προσδιορισμού (Below the Limit of Quantification, BLQ) σε 13 δείγματα. Την Εβδομάδα 4 και την Εβδομάδα 8, οι συγκεντρώσεις σε όλα τα βρέφη ήταν BLQ. Σε ένα βρέφος ανιχνεύτηκε ελάχιστη ποσότητα certolizumab pegol 0,042 µg/mL (λόγος βρέφους/μητέρας 0,09%). Δεν ανιχνευτήκαν αντισώματα κατά του certolizumab pegol στις μητέρες, τους ομφάλιους λώρους ή τα νεογνά. Τα παραπάνω δεδομένα δείχνουν καμία έως ελάχιστη μεταφορά certolizumab pegol μέσω του πλακούντα από την μητέρα προς το νεογνό, υποδηλώνοντας απουσία έκθεσης του εμβρύου in utero κατά το τρίτο τρίμηνο.
Στην CRIB, τα ανεπιθύμητα συμβάντα που εμφανίστηκαν στα νεογνά δεν παρουσίασαν κάποιο μοτίβο ή ομαδοποίηση που δηλώνει κάποια ένδειξη ασφάλειας στα παιδιά. Τα στοιχεία ασφάλειας στις μητέρες ήταν συμβατά με το γνωστό προφίλ ασφαλείας του CZP και το προφίλ κύησης των υποκείμενων νοσημάτων.
Σχετικά με την μελέτη CRADLE
Τα κύρια καταληκτικά σημεία της φαρμακοκινητικής μελέτης CRADLE ήταν να προσδιορίσει την συγκέντρωση του CZP στο ανθρώπινο μητρικό γάλα, την μέση ημερήσια δόση του βρέφους, μια εκτίμηση της ημερήσιας δόσης μητρικού CZP που λαμβάνει το έμβρυο κατά την διάρκεια χορήγησης.
Σε 137 δείγματα μητρικού γάλακτος από 17 μητέρες, όλα τα δείγματα είχαν ελάχιστες συγκεντρώσεις CZP, κάτω από 3 φορές του ορίου ποσοτικού προσδιορισμού και κάτω από 1% της αναμενόμενης θεραπευτικής δόσης. Σε ανάλυση post hoc του  ποσοστού της δόσης του certolizumab pegol που λαμβάνει η μητέρα και μεταφέρεται στο βρέφος σε μια τυπική περίοδο 24 ωρών εκτιμήθηκε από 0,04% έως 0,30%. Το ποσοστό της δόσης certolizumab pegol που λαμβάνει η μητέρα και μεταφέρεται στο βρέφος σε μια τυπική περίοδο 24 ωρών είναι μια χρήσιμη παράμετρος αξιολόγησης της ασφάλειας φαρμάκων κατά την γαλουχία και σύμφωνα με τους ειδικούς ποσοστό κάτω του 10% δεν προκαλεί ανησυχία για την υγεία του νεογνού.
Στην CRADLE, τα ανεπιθύμητα συμβάντα που εμφανίστηκαν στα νεογνά των οποίων η μητέρες είχαν λάβει CZP ήταν συμβατά με αυτά που παρουσιάζονται σε νεογνά παρόμοιας ηλικίας που δεν έχουν εκτεθεί σε CZP. Τα στοιχεία ασφάλειας στις μητέρες ήταν συμβατά με το γνωστό προφίλ ασφαλείας του CZP.
stogiatro.gr