Δευτέρα, Ιανουαρίου 29

Το ιδανικό μοντέλο ανάπτυξης


  Βασίλης Βιλιάρδος
 Από πολιτικής, οργανωτικής και βιομηχανικής πλευράς, η πρότυπος-χώρα της Ελλάδας θα έπρεπε να είναι η Ελβετία – τόσο όσον αφορά την άμεση δημοκρατία, όσο και το διαχωρισμό της σε ομοσπονδιακά κρατίδια, μέσω των οποίων καταπολεμάται σε μεγάλο βαθμό η πολιτική διαφθορά.
.
(Το άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)
.
«Καμία χώρα δεν έχει οδηγηθεί στην κορυφή της παγκόσμιας οικονομίας με το ελεύθερο εμπόριο, με τις ανοιχτές αγορές – παρά το ότι γίνεται προσπάθεια να πεισθούν οι άνθρωποι ότι, η ευημερία των πλούσιων κρατών είναι το αποτέλεσμα του ελεύθερου ανταγωνισμού. Η αλήθεια, τεκμηριωμένη από την οικονομική ιστορία, είναι πως κάθε οικονομικά επιτυχημένη χώρα, κατά τη διάρκεια του σχηματισμού της, στα πρώτα της βιομηχανικά βήματα, είχε υιοθετήσει τον προστατευτισμό».
.

Ανάλυση


Όταν μια φτωχή χώρα θέλει να αναπτυχθεί με γρήγορο και βιώσιμο ρυθμό, ο οποίος θα έχει διάρκεια και δεν θα είναι ευκαιριακός, θα πρέπει να στηριχθεί σε μία απλή αλλά πολύ επιτυχημένη στο παρελθόν συνταγή – η οποία έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά συστατικά:
(α) Αγροτική μεταρρύθμιση: Εν πρώτοις οφείλει να στηρίξει τις μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, αντί τα μεγάλα αγροτικά συγκροτήματα – επειδή η γεωργία χαρακτηρίζεται από την άνοδο της απασχόλησης και από την ώθηση της παραγωγικότητας, μέσω της οποίας το ΑΕΠ αυξάνεται σημαντικά, οπότε απελευθερώνονται κεφάλαια και εργατικό δυναμικό για τη χρήση τους σε άλλους τομείς της οικονομίας.
(β) Βιομηχανοποίηση με κέντρο βάρους τις εξαγωγές: Αμέσως μετά πρέπει να επιδιώξει τη δημιουργία ανταγωνιστικών βιομηχανιών, με εξαγωγικό προσανατολισμό – με τη μαζική και στοχευόμενη στήριξη τους από το κράτος (κεντρικός σχεδιασμός).
(γ) Χρηματοπιστωτική καταστολή (financial repression): Τα παραπάνω πρέπει να συνοδευτούν από χαμηλά επιτόκια για τους οφειλέτες της βιομηχανίας, για εκείνους που δανείζονται δηλαδή με στόχο την επένδυση στον τομέα της μεταποίησης, καθώς επίσης από ελέγχους κεφαλαίων – έτσι ώστε οι αποταμιευτές να μην μεταφέρουν τα χρήματα τους στο εξωτερικό. Αυτό σημαίνει ότι, μέσω χαμηλών και συχνά αρνητικών πραγματικών επιτοκίων (=χαμηλότερα από τον πληθωρισμό), οι αποταμιευτές χάνουν χρήματα από τις τράπεζες προς όφελος της εξαγωγικής βιομηχανίας – τουλάχιστον στο πρώτο χρονικό διάστημα, όσο διαρκεί η διαδικασία βιομηχανοποίησης της χώρας.
Εν προκειμένω, η Κίνα εφάρμοσε στο παρελθόν αυτήν ακριβώς τη συνταγή, ενώ η Ρωσία όχι – με αποτέλεσμα η πρώτη, μετά τις μεταρρυθμίσεις του 1978 εκ μέρους του τότε προέδρου της (D. Xiaoping), να επιτύχει αύξηση του ΑΕΠ της σχεδόν κατά 10% ετησίως. Αντίθετα, στη Ρωσία ξεκίνησαν οι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις μετά το τέλος του κομμουνισμού το 1991 – ενώ στα 24 χρόνια που μεσολάβησαν μετά το 1993, το πραγματικό ΑΕΠ της παρουσίασε πολύ μεγάλες διακυμάνσεις, έχοντας αυξηθεί ετήσια μόλις κατά 1,5% σε προσαρμοσμένες τιμές (συγκριτικό γράφημα Κίνας και Ρωσίας).
Η ηγεσία της Ρωσίας τότε είχε στηριχθεί στη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» που της επέβαλλε το ΔΝΤ (ανάλυση) – τα βασικά στοιχεία της οποίας είναι η καταπολέμηση του πληθωρισμού, οι ιδιωτικοποιήσεις και η απελευθέρωση των αγορών, σύμφωνα με το εξής δόγμα: «Ανταγωνισμός με κάθε κόστος και με κάθε θυσία, όσο το δυνατόν μικρότερος δημόσιος τομέας».
Το αποτέλεσμα ήταν η κατάρρευση ολόκληρης σχεδόν της βιομηχανίας της μέσα σε μία νύχτα, με ελάχιστες εξαιρέσεις – κάτι που συνέβη επίσης στην πρώην Ανατολική Γερμανία (κάτι που γνώριζε πολύ καλά ο κ. Σόιμπλε, οπότε σκόπιμα επέβαλλε την ίδια πολιτική στην Ελλάδα, με στόχο την υφαρπαγή των περιουσιακών της στοιχείων). Το γεγονός αυτό οφειλόταν στο ότι, δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τις ξένες βιομηχανίες, όταν άνοιξαν τα σύνορα και απελευθερώθηκαν οι αγορές – εύλογα φυσικά, αφού δεν υπήρχαν οι κατάλληλες υποδομές, ο όγκος παραγωγής (τζίρος) και το Know How.
Ακόμη και σήμερα δε, αφού τελικά χρεοκόπησε το 1998 (ανάλυση), το κράτος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές ενέργειας και πρώτων υλών – τα οποία ανταλλάσσει ουσιαστικά με τα έτοιμα βιομηχανικά προϊόντα που εισάγει, παραμένοντας σχετικά φτωχό (χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ από την Ελλάδα, με 11.099 $ έναντι 22.736 $!). Μόλις πρόσφατα ο πρόεδρος Putin άλλαξε τακτική – η οποία έχει αρχίσει ήδη να προσφέρει.
Η συνταγή της επιτυχίας
Περαιτέρω, χώρες όπως η Μ. Βρετανία, οι Η.Π.Α., η Γαλλία και η Γερμανία εφάρμοσαν την ίδια συνταγή με την Κίνα, στις πρώτες δεκαετίες της βιομηχανοποίησης τους – ήταν δηλαδή προστατευτικές, διατηρώντας κλειστά τα σύνορα και τις αγορές τους έως ότου οι βιομηχανίες τους ήταν σε θέση να ανταγωνιστούν τις ξένες. Το ότι σήμερα τάσσονται υπέρ του ελευθέρου εμπορίου (η Γαλλία μόνο εν μέρει), δεν σημαίνει τίποτα – αφού έχουν ήδη ανεπτυγμένο βιομηχανικό τομέα και ευημερούν, ενώ ο προστατευτισμός θα τους προκαλούσε μεγάλες ζημίες στις εξαγωγές.
Οι βασικότεροι οπαδοί του προστατευτισμού τώρα στο ξεκίνημα της καπιταλιστικής διαδικασίας ήταν ο A. Hamilton (1755-1804), ένας από τους ιδρυτές των Η.Π.Α. και πρώτος υπουργός οικονομικών τους, καθώς επίσης ο Γερμανός F. List – ο οποίος ήταν υπέρ των «εκπαιδευτικών δασμών» όπως τους ονόμαζε, με στόχο την «εκμάθηση» της βιομηχανίας (ανάλυση).
Και οι δύο τασσόταν βέβαια υπέρ του ελευθέρου εμπορίου, αλλά όχι πριν οι χώρες τους ήταν κατάλληλα προετοιμασμένες – ενώ σήμερα ο πρόεδρος Trump προωθεί κάτι ανάλογο, ακριβώς επειδή η αμερικανική βιομηχανία δεν είναι σε θέση να ανταγωνιστεί τις άλλες χώρες, όπως τη Γερμανία ή την Κίνα, εάν προηγουμένως δεν προστατευθεί για να αναπτυχθεί.
Μπορεί λοιπόν η καγκελάριος να τον κατηγορεί για προστατευτισμό, όπως επίσης ο πρόεδρος της Κίνας, αλλά αυτή είναι η μοναδική δυνατότητα επαναβιομηχανοποίησης των Η.Π.Α. και ισοσκέλισης του εξαιρετικά ελλειμματικού εμπορικού ισοζυγίου τους – σε συνδυασμό βέβαια με την υποτίμηση του δολαρίου που βοηθάει στην ανάκτηση της αμερικανικής ανταγωνιστικότητας και τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις.
Συνεχίζοντας, στα πρώτα χρόνια της αναπτυξιακής διαδικασίας είναι θεμιτή η προσπάθεια αντιγραφής επιτυχημένων εγχειρημάτων διαφόρων χωρών που έχουν ήδη εξελιχθεί – συμπεριλαμβανομένης της προσέλκυσης ικανών ξένων μηχανικών και της «κλοπής» διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Η Πρωσία είχε χρησιμοποιήσει στο παρελθόν αυτές ακριβώς τις μεθόδους για να αναπτυχθεί, ενώ το πρότυπο της ήταν η Αγγλία – κάτι που συνέβη αργότερα με την Ιαπωνία, η οποία στο ξεκίνημα της θεωρούταν ο κατ’ εξοχήν μιμητής και αντιγραφέας των ξένων (κυρίως στις αυτοκινητοβιομηχανίες και στα ηλεκτρονικά).
Ειδικότερα, μετά τις μεταρρυθμίσεις του 1868 (Meiji), η Ιαπωνία αντέγραψε τις αμερικανικές και γερμανικές επιτυχημένες συνταγές – τρομοκρατώντας ουσιαστικά τους πάντες με τον ανταγωνισμό της, έως τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Λογικά λοιπόν ανέμεναν αρκετοί οικονομολόγοι, πριν από το κραχ του χρηματιστηρίου της το 1989 και την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων αργότερα ότι, το ΑΕΠ της θα ξεπερνούσε αυτό των Η.Π.Α. – κάτι που δεν συνέβη, επειδή η υπερδύναμη την υποχρέωσε να αυξήσει την ισοτιμία του νομίσματος της, προκαλώντας αργότερα το διπλό κραχ.
Όπως πολύ σωστά λέγεται λοιπόν αποδείχθηκε πως και οι Ιάπωνες μαγειρεύουν με νερό – ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ιαπωνίας συνεχίζει να είναι χαμηλότερο από αυτό των Η.Π.Α., με τη Γερμανία στη δεύτερη θέση. Μια ανάλογη εξέλιξη πρόσφατα είχαν η Νότια Κορέα και η Ταιβάν, με πρότυπο τους την Ιαπωνία – ενώ συνεχίζουν να αναπτύσσονται. Στο γράφημα αναφέρονται τα τρία βασικά μοντέλα ανάπτυξης στον πλανήτη και οι χώρες που τα έχουν χρησιμοποιήσει: (α) ο προστατευτισμός (με πρώην και νυν κράτη), (β) η συναίνεση της Ουάσιγκτον, το αντίθετο ακριβώς του προστατευτισμού και (γ) οι φορολογικοί παράδεισοι.
Όπως φαίνεται από το γράφημα, στο τέλος του πρώτου μοντέλου, του προστατευτισμού, υπάρχει η Κίνα – η οποία, σε όρους αγοραστικής αξίας του ΑΕΠ της, έχει ήδη ξεπεράσει τις Η.Π.Α. (γράφημα δεξιά). Στη βάση των πραγματικών ισοτιμιών υπολογίζεται πως θα κατακτήσει επίσης την πρώτη θέση, μετά από δέκα χρόνια, εάν ο αμερικανικός ρυθμός ανάπτυξης είναι της τάξης του 4% ετησίως και ο κινεζικός 9% (οι ρυθμοί μειώνονται στη συνέχεια, όπως έχει τεκμηριωθεί από τις άλλες χώρες).
Η Ρωσία, η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Ελλάδα εφαρμόζουν το δεύτερο μοντέλο, «τη συναίνεση της Ουάσιγκτον», το οποίο δεν είναι καθόλου επιτυχημένο εάν ένα κράτος δεν έχει ήδη μία ανταγωνιστική βιομηχανία – κάτι που διαπιστώνεται με το χειρότερο δυνατό τρόπο στη χώρα μας, η οποία ως μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης δεν είναι σε θέση να κλείσει τα σύνορα της για κάποια χρόνια, έτσι ώστε να δημιουργήσει μία βιομηχανία ικανή να ανταγωνισθεί τις άλλες. Μπορεί λοιπόν να κατηγορείται συλλήβδην πως δεν παράγει τίποτα, αλλά κανένας δεν εξετάζει τις αιτίες – προτιμώντας την εύκολη λύση της επίρριψης των ευθυνών στους Πολίτες και επιχειρηματίες της.
Σελίδα 1 από 2