Δευτέρα, Ιανουαρίου 29

Ο μάγος του χρήματος


Βασίλης Βιλιάρδος
 Εάν η Ελλάδα είχε έναν τέτοιο υπουργό οικονομικών και κεντρικό τραπεζίτη, όπως ο H. Schacht του 3ου Ράιχ, καθώς επίσης λιγότερο εθελόδουλες και ξενομανείς εγχώριες ελίτ, θα μπορούσε να επιτύχει θαύματα – σταματώντας την εξευτελιστική πολιτική της υποτέλειας και των υποκλίσεων των τελευταίων δεκαετιών.  
.
(Το άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)
.
«Ενώ οι Γερμανοί σήμερα, έχοντας προσαρμόσει στο παρελθόν το ευρώ στα δικά τους μέτρα και στη δική τους μερκαντιλιστική πολιτική, μας υφαρπάζουν ότι έχουμε και δεν έχουμε με έναν πανέξυπνο τρόπο (πηγή), τα ελληνικά κόμματα δεν μπορούν να συμφωνήσουν ούτε στο αυτονόητο: στη μη παράδοση του ονόματος της Μακεδονίας.
Έτσι μας οδηγούν από τη μία παγίδα στην άλλη, λόγω κυρίως της απαράμιλλης ασχετοσύνης τους – όταν φυσικά υπάρχουν λύσεις για την Ελλάδα. Αρκεί να κυβερνηθεί βέβαια από εκείνους τους ικανούς Έλληνες που διαθέτει μεν η χώρα μας, αλλά δεν τους επιτρέπεται η πρόσβαση από τις κομματικές συμμορίες – οι οποίες δεν ενδιαφέρονται για τίποτα άλλο, εκτός από τα ιδιοτελή τους οφέλη και προνόμια».
.

Ανάλυση

Ένας από τους σημαντικότερους οικονομολόγους της Γερμανίας, στους οποίους δυστυχώς δεν δίνεται σημασία λόγω του ναζιστικού παρελθόντος της, ήταν αναμφίβολα ο H. Schacht – ο οποίος κατηγορήθηκε ως «ο τραπεζίτης των ναζί», έχοντας όμως τελικά αθωωθεί. Ανέλαβε τη θέση του κεντρικού τραπεζίτη της Γερμανίας άλλωστε δύο φορές – τη μία εκ των οποίων (1923-1930) δεν είχε κυριαρχήσει ακόμη στη χώρα ο χιτλερικός ναζισμός, δίνοντας μία διαφορετική εικόνα στον εθνικοσοσιαλισμό (ανάλυση).
Ο Η. Schacht, με πατέρα Γερμανό και μητέρα Δανή, καταγόταν από μία σχετικά φτωχή οικογένεια, έχοντας πάει σχολείο στο Αμβούργο – ενώ στη συνέχεια ξεκίνησε να σπουδάζει ιατρική στο Κίελο, άλλαξε το δεύτερο εξάμηνο κλάδο (γερμανική φιλοσοφία) στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου και κατέληξε στην οικονομία, έχοντας επηρεαστεί από τον L. Brentano (σπούδασε στα πανεπιστήμια της Λειψίας, του Κίελου, του Βερολίνου και της Σορβόννης). Πήρε το διδακτορικό του από το πανεπιστήμιο του Κίελου, με την εργασία του «Το θεωρητικό περιεχόμενο του αγγλικού μερκαντιλισμού» – ένα σημαντικό θέμα, αφού ο μερκαντιλισμός αποτέλεσε για πολλές δεκαετίες τη βασική πολιτική της Γερμανίας, την οποία ακολουθεί πιστά ακόμη και σήμερα.
Από το 1908 έως το 1915 διετέλεσε αναπληρωτής γενικός διευθυντής της γερμανικής τράπεζας Dresdner – ενώ παράλληλα ανέλαβε την ίδρυση της κεντρικής τράπεζας στις κατεχόμενες Βρυξέλες, με στόχο τη χρηματοδότηση των υποχρεωτικών βελγικών συνεισφορών. Από το 1915 έως το 1922 ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Τράπεζας της Γερμανίας – ενώ το 1923 έγινε πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας του γερμανικού Ράιχ, έχοντας συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην υιοθέτηση του «μάρκου της εξασφάλισης του χρέους» (Rentenmark – ανταλλαγή 1 δις παλαιών μάρκων με ένα καινούργιο), μέσω του οποίου καταπολεμήθηκε ο υπερπληθωρισμός.
Έλαβε μέρος στη διεθνή συνδιάσκεψη του Λονδίνου του 1924 που αφορούσε θέματα των πολεμικών επανορθώσεων, ενώ συμμετείχε στην υιοθέτηση των ομολόγων DAWES – με τα οποία, μετά τη νομισματική μεταρρύθμιση, «προικοδοτήθηκε» η κεντρική τράπεζα με 800 εκ. σε διαφορετικά συναλλάγματα. Το 1927, μετά από απαίτηση του να μειώσουν οι τράπεζες τα χρηματιστηριακά τους δάνεια, προκλήθηκε η Μαύρη Παρασκευή στο χρηματιστήριο του Βερολίνου (13.05), με την πτώση των τιμών κατά 31,9% – ένα προοίμιο του κραχ του 1929 στις Η.Π.Α.
Το 1929 ήταν επικεφαλής της γερμανικής αντιπροσωπείας για τις πολεμικές αποζημιώσεις στη σύσκεψη του Παρισιού, από όπου προέκυψε το Young Plan, με το οποίο δεν συμφωνούσε – έχοντας επίσης την αντίληψη του Keynes, σύμφωνα με την οποία η Γερμανία ήταν αδύνατον να πληρώσει τόσα πολλά (όπως η Ελλάδα σήμερα). Υπενθυμίζουμε εδώ τα εξής:
«Ο J. M. Keynes, κατά τη διάρκεια της διεθνούς συνόδου των Βερσαλλιών το 1919, με αντικείμενο τον τρόπο που θα έπρεπε να συμπεριφερθούν οι νικήτριες δυνάμεις του πρώτου παγκοσμίου πολέμου απέναντι στην ηττηθείσα Γερμανία, είπε τα παρακάτω:
«Απαιτήθηκαν 160 δις γερμανικά μάρκα για αποζημιώσεις πολέμου. Η δυνατότητα της Γερμανίας να πληρώσει 160 δις ή, έστω, 100 δις, είναι ανύπαρκτη – δεν βρίσκεται δηλαδή εντός των πλαισίων του εφικτού, με βάση έναν λογικό υπολογισμό. Αυτοί οι οποίοι πιστεύουν ότι θα μπορούσε η Γερμανία να πληρώνει κάθε χρόνο πολλά δις μάρκα για να εξοφλήσει, θα έπρεπε να μας εξηγήσουν, μέσω ποιών ακριβώς εμπορευμάτων θα ακολουθούσαν αυτές οι πληρωμές κατά τη γνώμη τους και σε ποιες ακριβώς αγορές θα μπορούσαν να πουληθούν αυτά τα εμπορεύματα.
Μέχρι να μπορέσουν να εκφραστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια και να τεκμηριώσουν αντικειμενικά τις αποφάσεις τους, απαιτώντας πράγματα που είναι δυνατόν να επιτευχθούν, δεν μπορούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη μας». Κανένας δεν τον άκουσε δυστυχώς, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει το κραχ του 1929 και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος» (πηγή).
Δυστυχώς η Μ. Βρετανία και η Γαλλία είχαν συμφωνήσει προκαταβολικά πως χρειάζονταν περί τα 2 δις αυτοκρατορικά μάρκα, για να μπορέσουν να πληρώσουν τα συμμαχικά χρέη τους στις Η.Π.Α. – καθώς επίσης για να ανοικοδομήσουν τα κατεστραμμένα εδάφη τους από τον πόλεμο, οπότε ήταν ανένδοτες.
Οφείλουμε πάντως να προσθέσουμε εδώ πως ο Χίτλερ, σε αντίθεση με ότι πιστεύαμε έως πρόσφατα, δεν ανήλθε στην εξουσία λόγω του υπερπληθωρισμού ή της ανεργίας – η οποία είχε αρχίσει ήδη να μειώνεται από το 1932 (γράφημα). Αντίθετα, η εκλογή του οφειλόταν στη μεσαία τάξη, η οποία είχε αρχίσει να φοβάται τον κομμουνισμό, με βάση μία πρόσφατη έρευνα (πηγή) – επειδή το κομμουνιστικό κόμμα είχε πάρει το 16,9% των ψήφων το Νοέμβριο του 1932 ή περί τις 100 έδρες στη Βουλή από τις 584. Με απλά λόγια, οι ναζί ήταν το κόμμα της μεσαίας τάξης και των ελίτ – οι οποίοι αντιδρούσαν στην πολιτική λιτότητας που εξανέμιζε τα περιουσιακά τους στοιχεία και τα εισοδήματα τους, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα. Με βάση δηλαδή την έρευνα τα εξής:
«Διαπιστώνουμε ότι, τα μέτρα λιτότητας συσχετίζονται με την άνοδο του ναζιστικού κόμματος στη μεσοπολεμική Γερμανία – προσφέροντας οικονομετρική υποστήριξη για το επιχείρημα πως η λιτότητα έχει δημιουργήσει πόλωση και ριζοσπαστικοποίηση του γερμανικού εκλογικού σώματος. Κάθε μία μονάδα αύξησης της τυπικής απόκλισης στη δημοσιονομική εξυγίανση, συνδεόταν με την άνοδο των ψήφων μεταξύ δύο και πέντε εκατοστιαίων μονάδων προς τους Ναζί – ή έως και το ένα τέταρτο ή το ένα δεύτερο της τυπικής απόκλισης της εξαρτημένης μεταβλητής».
Απλούστερα, κάθε μέτρο λιτότητας της τάξης του 1% του ΑΕΠ, αύξανε τη στήριξη του ναζιστικού κόμματος κατά 2-5% εκ μέρους κυρίως των μεσαίων και ανώτερων εισοδηματικών τάξεων – ενώ οι κατώτερες εισοδηματικές τάξεις είχαν ήδη πληρώσει πολύ ακριβά την πολιτική των σοσιαλιστών της Βαϊμάρη, κατανοώντας πως οι θέσεις εργασίας που εξασφαλιζόταν από την αστική τάξη και τις επιχειρήσεις, ήταν προτιμότερες από τα επιδόματα.
Εν προκειμένω, το ναζιστικό κόμμα προσέφερε μία αλλαγή, αγωνιζόμενο εναντίον της λιτότητας – υποσχόμενο γενναιότερες συντάξεις, επενδύσεις σε υποδομές (κυρίως σε δρόμους, άρθρο), καθώς επίσης την αποκατάσταση των κοινωνικών παροχών. Το κομμουνιστικό κόμμα είχε ένα παρόμοιο «μανιφέστο», αλλά η μεσαία τάξη το φοβήθηκε, πέφτοντας στην παγίδα των ναζί – ενώ όταν ο καγκελάριος Bruening αντικαταστάθηκε από έναν λιγότερο αυστηρό, από τον Von Papen το 1932, ήταν ήδη πολύ αργά για να διασωθεί η δημοκρατία της Βαϊμάρη και τα 60 εκ. των Πολιτών της.
Συνεχίστε στη 2η σελίδα (…)https://analyst.gr/2018/01/28/o-magos-tou-xrimatos/
Σελίδα 1 από 2