Τετάρτη, Ιανουαρίου 3

Η ανάγκη κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας


. Βασίλης Βιλιάρδος
Όταν υπάρχει συλλογικότητα, υγιής πατριωτισμός, εθνική υπερηφάνεια, μελλοντικό όραμα και σχέδιο για την επίτευξη του, όλα είναι δυνατά – ακόμη και όταν μία χώρα ευρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, πέρα από την άκρη του γκρεμού, όπως η Ελλάδα.  

«Αρκετοί ισχυρίζονται πως εκείνες οι χώρες που έχουν καταφέρει να ξεφύγουν από κάποια μεγάλη κρίση, το όφειλαν στην ισχυρή πολιτική ηγεσία τους. Πρέπει όμως να γνωρίζουν πως οι Πολίτες είναι αυτοί που δίνουν δύναμη στον ηγέτη, ο οποίος εμφανίζεται πάντοτε όταν οι Πολίτες είναι ώριμοι – ποτέ το αντίθετο.
Επίσης πως δεν υπάρχει πουθενά δωρεάν γεύμα και τα πάντα έχουν κόστος, ιδιαίτερα η ελευθερία, η υπερηφάνεια και η εθνική ανεξαρτησία –  ένα κόστος που δεν το πληρώνει βέβαια ο ηγέτης, αλλά όλο μαζί το Έθνος, το οποίο τον στηρίζει. Τέλος πως κανένας δεν αγνοεί έναν αποφασισμένο λαό, αλλά όλοι ποδοπατούν μία τρομοκρατημένη, μη συνεκτική και άμορφη μάζα».
.

Ανάλυση


Πριν από όλα, τις καλύτερες ευχές μου για το 2018. Η Ελλάδα άλλωστε θα τα καταφέρει τελικά, έστω με μεγάλες δυσκολίες, αφού πάντοτε τα κατάφερνε στην μακραίωνη ιστορία της – ενώ πρόκειται για μία πλούσια, πολλαπλά προικισμένη χώρα, η οποία ανέκαθεν έχει επιδείξει μεγάλη αντοχή στις αντιξοότητες. Η σημερινή πάντως πανέμορφη ημέρα στην Αθήνα, η οποία θυμίζει λαμπερό καλοκαίρι, προσφέρει από μόνη της ελπίδα – σε ένα κράτος που οι φυσικές του ομορφιές είναι μοναδικές στον πλανήτη.
Περαιτέρω, η ιστορική εμπειρία έχει αποδείξει πως εκείνες οι χώρες που κατάφεραν να αναπτύξουν την οικονομία τους, ιδίως μετά από μεγάλες κρίσεις, στηρίχθηκαν κυρίως στον κεντρικό σχεδιασμό της από τις κυβερνήσεις τους – οι οποίες όμως βοηθιούνταν από όλους τους Πολίτες τους. Ο κεντρικός αυτός σχεδιασμός δεν έχει φυσικά καμία σχέση με την κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία σοβιετικού τύπου, αφού σέβεται την ελεύθερη αγορά – την οποία όμως ελέγχει έτσι ώστε να μην εξελιχθεί σε ασύδοτη, καθώς επίσης να μην είναι το αντικείμενο εκμετάλλευσης μίας μικρής ολιγαρχίας που διαπλέκεται με το δημόσιο.
Στα πλαίσια αυτά η Ελλάδα (οι Πολίτες της οποίας οφείλουν να καταλάβουν πως έχουν πια πληρώσει στο πολλαπλάσιο τις δικές τους ευθύνες για τα πραγματικά μεγάλα λάθη τους πριν το 2010, με τις επιβαρύνσεις που τους επιβλήθηκαν), πρέπει πριν από όλα να βρει μία οριστική λύση στο θέμα του δημοσίου χρέους – αφού διαφορετικά είναι πια αδύνατον να τα καταφέρει, όπως θα ήταν ασφαλώς σε θέση το 2010 (άρθρο).
Η λύση αυτή είναι σημαντικότερη από την παραμονή της στο ευρώ και στην ΕΕ – την οποία όλοι επιθυμούμε, αλλά όχι με τα υπέρογκα ανταλλάγματα που απαιτούν οι δανειστές (=υφαρπαγή της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, μετατροπή των Ελλήνων σε φθηνούς σκλάβους χρέους, απώλεια της εθνικής μας ανεξαρτησίας στο διηνεκές με την παραμονή μας στο σημερινό καθεστώς του προτεκτοράτου).
Η λύση αυτή δεν είναι άλλη από την ονομαστική διαγραφή μεγάλου μέρους του δημοσίου χρέους, την οποία ασφαλώς δικαιούται σήμερα η Ελλάδα – αφού οι «εντεταλμένοι επιτηρητές» της (Τρόικα), της προκάλεσαν τρομακτικές ζημίες που υπερβαίνουν το 1 τρις € με τη λανθασμένη πολιτική που επέβαλλαν, η οποία δεν έχει καμία σύγκριση με εκείνη που εφάρμοσαν στα άλλα κράτη του Νότου. Έτσι χρεοκόπησαν την Ελλάδα σε βαθμό που δεν έχει συμβεί ποτέ σε καμία άλλη χώρα στο παρελθόν – ενώ η δήθεν διάσωση της είναι μακράν η πιο αποτυχημένη στον πλανήτη (ανάλυση).
Ο κεντρικός τώρα σχεδιασμός της ελληνικής οικονομίας, αφού φυσικά σταματήσουν οι αποκρατικοποιήσεις σε εξευτελιστικές τιμές, έτσι ώστε να δρομολογηθούν όταν η χώρα θα έχει ξεφύγει από την κρίση και οι επιχειρήσεις θα έχουν ανακτήσει τις τιμές που αξίζουν (με εξαίρεση τις κοινωφελείς και τις στρατηγικές που πρέπει να παραμείνουν στο δημόσιο), οφείλει να επικεντρωθεί στους τρεις βασικούς πυλώνες της: στον τουρισμό, στη ναυτιλία και στη γεωργία.
Παράλληλα πρέπει να αναπτυχθεί η βιομηχανία που είναι σε θέση να έχει η χώρα, επειδή εκεί αυξάνεται η εθνική ανταγωνιστικότητα και δημιουργούνται οι περισσότερες θέσεις εργασίας – τις οποίες έχουμε απόλυτη ανάγκη, αφού δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από την ανεργία, σε συνδυασμό με τη μετανάστευση που προκαλεί.
Ορισμένοι βέβαια θεωρούν πως ο τουρισμός πηγαίνει καλά – επειδή δεν γνωρίζουν πως το σύνολο των τουριστών που επισκέπτονται την Ελλάδα είναι λιγότεροι από αυτούς που επιλέγουν μόνο τη Βαρκελώνη για τις διακοπές τους. Όσον αφορά τη ναυτιλία, παρά το ότι είναι δεύτερη στην εισαγωγή συναλλάγματος μετά τον τουρισμό, κατέχοντας την πρώτη θέση στον πλανήτη θα μπορούσε να προσφέρει πολύ περισσότερα στην Ελλάδα – αρκεί να δημιουργούσαμε τις κατάλληλες προϋποθέσεις, φυσικά σε συνεργασία με τους πλοιοκτήτες που έχουν πολύ μεγαλύτερες γνώσεις του τομέα τους.
Ένα μέρος της δε συνδέεται άρρηκτα με τον τουρισμό – όπως η κρουαζιέρα, τα λιμάνια για τα σκάφη αναψυχής που είναι αδιανόητο να εξαγοράζονται από ξένους ή να μην κατασκευάζονται καινούργια κλπ. Επίσης με τη βιομηχανία, μεταξύ άλλων με τα ναυπηγεία που είναι παράλογο να μην διαθέτει μία ναυτική χώρα, όπως η Ελλάδα.
Ο πρωτογενής ελληνικός πλούτος
Ειδικά όσον αφορά τον πρωτογενή τομέα, τη γεωργία, μπορεί να προσφέρει πολλαπλάσια στην οικονομία μας – ενώ είναι πρόσφατο το παράδειγμα της Ρωσίας, η οποία την στήριξε σημαντικά όταν δέχθηκε την οικονομική επίθεση της Δύσης (ανάλυση). Επίσης της Νέας Ζηλανδίας που, παρά την τεράστια σημασία που δίνει στη γεωργία, διακρίνεται για το χαμηλότερο ποσοστό στήριξης των αγροτών της στις χώρες του ΟΟΣΑ – με 1% επί της συνολικής αξίας της αγροτικής παραγωγής, έναντι μέσου όρου 18%. Εκτός αυτού η χώρα, παρά το ότι συμμετέχει μόλις με 2% στην παγκόσμια παραγωγή γάλακτος, κατέχει το εντυπωσιακό 20% στις διεθνείς εξαγωγές (2005) – ενώ, αν και τα προϊόντα της πρωτογενούς παραγωγής της έχουν αξία 7 δις €, εξάγει μεταποιημένα αγαθά από τα προϊόντα αυτά αξίας 23 δις €.
Αντίθετα η Ελλάδα, η τρίτη μεγαλύτερη χώρα στον πλανήτη όσον αφορά την παραγωγή ελαιόλαδου, έχει αξία πρωτογενούς παραγωγής περί τα 10 δις €, εξάγοντας όμως τρόφιμα μόνο 5 δις € – ενώ καλύπτει το 15% των αναγκών στον τουρισμό, όταν η Ιταλία το 75%. Εάν λοιπόν η Ελλάδα λειτουργούσε όπως η Νέα Ζηλανδία, θα μπορούσε να εξάγει μεταποιημένα προϊόντα υπερτριπλάσια της παραγωγής της – άρα πάνω από 30 δις € αυξάνοντας το ΑΕΠ της κατά 25 δις € και δημιουργώντας 500.000 θέσεις εργασίας (μία ανά 50.000 € ετήσιο ΑΕΠ).
Εάν δε κάλυπτε τις ανάγκες της στον τουρισμό όπως η Ιταλία, θα αναπτυσσόταν ακόμη περισσότερο – πόσο μάλλον εάν αύξανε την πρωτογενή της παραγωγή, διαθέτοντας τεράστια ποιοτικά πλεονεκτήματα και πάρα πολλές δυνατότητες (βότανα για τη βιομηχανία καλλυντικών, μαστίχα για οδοντόπαστες κλπ.). Με δεδομένο δε το συνεχώς αυξανόμενο μερίδιο του ελαιολάδου στην παγκόσμια αγορά, καθώς επίσης τα άλλα προϊόντα που χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη (σαπούνι, καλλυντικά, φάρμακα), η Ελλάδα θα μπορούσε να πετύχει θαύματα μόνο από το συγκεκριμένο προϊόν – όπως επίσης από πάρα πολλά άλλα, τα οποία βοηθούνται από το κλίμα και τα εδάφη της.
Οφείλουμε πάντως εδώ να σημειώσουμε πως η επιτυχία του αγροτικού τομέα σε πολλές χώρες, όπως στην Ολλανδία, στη Δανία, στη Ν. Ζηλανδία κλπ., στηρίζεται στη συνεταιριστική οργάνωση του – όπου μέτοχοι  της ιδιωτικής εταιρείας που δημιουργείται είναι οι παραγωγοί. Επίσης πως η Ν. Ζηλανδία είναι η μοναδική χώρα που δημοσιεύει κρατικό ισολογισμό, έτσι ώστε οι Πολίτες να μη γνωρίζουν μόνο τι οφείλει το δημόσιο αλλά, επίσης, τι περιουσιακά στοιχεία διαθέτει έναντι – κάτι που έχουμε προτείνει ήδη από το 2009, χωρίς φυσικά να δοθεί σημασία από κανέναν.
Το παράδειγμα της ΣΕΚΑΠ
Χωρίς να επεκταθούμε σε παραπάνω λεπτομέρειες, είναι φανερό πως ένας κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας από μία ικανή κυβέρνηση θα βοηθούσε την Ελλάδα να επιτύχει θαύματα. Όταν όμως μία κυβέρνηση δεν μπορεί να χειριστεί σωστά ένα τόσο απλό θέμα, όπως αυτό της ΣΕΚΑΠ που είναι απαραίτητη για την τοπική οικονομία και για τους εργαζομένους της, επιτρέποντας τον εκβιασμό της από έναν ξένο επιχειρηματία, ο οποίος δήθεν δεν γνώριζε το πρόστιμο των 38 δις € που της επιβλήθηκε πολύ σωστά για λαθρεμπορία, τότε δεν υπάρχει μέλλον – ακόμη και αν επιτυγχανόταν η διαγραφή του χρέους.
Ειδικότερα, ο επιχειρηματίας ήταν υποχρεωμένος να το γνωρίζει αφού είχε προηγηθεί ο λογιστικός της έλεγχος – οπότε πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του. Οφείλει λοιπόν να τιμήσει την υπογραφή του πληρώνοντας αυτά που συμφώνησε, μαζί με το πρόστιμο – ενώ εάν δεν θέλει πια να τη διοικήσει, τότε το δημόσιο πρέπει να καταρτίσει μία οικονομική μελέτη βιωσιμότητας της.
Εάν λοιπόν η μελέτη αυτή είναι θετική, τότε μετά τη χρεοκοπία της που θα επιβαρύνει τον επενδυτή, το δημόσιο την κρατικοποιεί, την εξυγιαίνει και στη συνέχει την πουλάει – αφού διαφορετικά θα χαθούν άδικα πάγιος εξοπλισμός και θέσεις εργασίας, σε μία εποχή που η χώρα μας δεν έχει ασφαλώς αυτήν την πολυτέλεια (εάν μία κυβέρνηση δεν έχει στελέχη ικανά να εξυγιάνουν μία επιχείρηση, τότε είναι εντελώς άχρηστη). Στην περίπτωση που δεν θα συμβεί κάτι τέτοιο, τότε δεν θα ήταν λάθος να κατηγορηθεί η κυβέρνηση για διαπλοκή, για διαφθορά, καθώς επίσης για συνειδητή σπατάλη δημοσίων πόρων – κάτι που δεν θέλουμε να πιστέψουμε πως ισχύει.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, πάντοτε υπάρχουν λύσεις για μία χώρα, οι οποίες όμως απαιτούν συλλογικότητα, υγιή πατριωτισμό, εθνική υπερηφάνεια, δραστηριοποίηση, μελλοντικό όραμα και, το κυριότερο, σχέδιο για την επίτευξη του – επίσης μία κυβέρνηση που να στηρίζεται από όλους, έχοντας βέβαια τα απαραίτητα «ποιοτικά» στοιχεία (εντιμότητα, ικανότητα κλπ.), αφού διαφορετικά ακόμη και ένα πλούσιο κράτος με ελάχιστα χρέη μπορεί να καταστραφεί, όπως τεκμηριώνεται καθαρά από το πρόσφατο παράδειγμα της Βενεζουέλας.



https://analyst.gr