Παρασκευή, Ιανουαρίου 19

Η βαριά κληρονομιά του συλλαλητηρίου

Νίκος Μαραντζίδης*



 ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗΣ*

«Μ’ αμφίεση νέα,
Σταυρό και ρομφαία,
σε Πύργο Λευκό.
Της πρώτης σου νιότης,
σου δίνω ανθρωπότης,
αστέρι χρυσό.»
Π​​έρασαν περισσότερα από 25 χρόνια αλλά τη θυμάμαι σαν τώρα εκείνη την Παρασκευή της 14ης Φεβρουαρίου 1992. Λίγο πριν από την προγραμματισμένη ώρα της συγκέντρωσης στη Θεσσαλονίκη, διέσχιζα την οδό Εγνατία με κατεύθυνση ανατολικά. Περπάταγα βιαστικά, νευρικά. Η κυκλοφορία των οχημάτων είχε σταματήσει. Ο κόσμος στους δρόμους, βουή παντού, μουσικές και εμβατήρια. Η πόλη εμπύρετη, σε εθνικιστική παραζάλη. Κύματα νέων κυρίως ανθρώπων, πολλοί από αυτούς παιδιά, με ελληνικές σημαίες στα χέρια,
κινούνταν προς την αντίθετη από μένα κατεύθυνση. Εμπλεοι ενθουσιασμού, λαχταρούσαν να φτάσουν στον χώρο της πλατείας, στη γιορτή τους, ενώ εγώ βιαζόμουν να απομακρυνθώ από εκεί. Ημουν κυριαρχημένος από βουβή θλίψη και αίσθημα απόλυτης μοναξιάς.
Κατάλαβα πως η στάση μου εξέφραζε μια μικρή μειοψηφία, ήμουν ένας ξένος στην πόλη μου, η οποία είχε καταληφθεί από μια ανορθολογική φρενίτιδα. Δεν ήταν η πρώτη φορά, ούτε κι η τελευταία εξάλλου, που θα βάδιζα τραβέρσο, όπως λέει κι ο ποιητής, ανάποδα στο ρεύμα, αλλά αυτό ήταν άλλο πράγμα. Ηταν καταθλιπτικό να βλέπεις γενιές ανθρώπων σε ένα παραλήρημα εθνικισμού.
Ηταν πράγματι ένα «συλλαλητήριο που ξεπερνάει συνόρων γραμμές», όπως τραγούδησε, δυστυχώς, ο Διονύσης Σαββόπουλος. Ηταν ένα συλλαλητήριο που η ορμή του παρέσυρε στο διάβα της ακόμη και γνωστικούς ανθρώπους, της δεξιάς, της αριστεράς και του κέντρου. Πολιτικούς ορθολογικούς, οι οποίοι όμως φοβήθηκαν το πλήθος, δείλιασαν ή απλώς θέλησαν να το εκμεταλλευτούν.
Στην ιστορία των κοινωνιών υπάρχουν στιγμές που αποδεικνύονται καθοριστικές, γιατί επιδρούν στην κοινωνική συνείδηση με τρόπο βαθύ και καταλυτικό, ώστε να διαμορφώσουν τη συλλογική οπτική για πολύ καιρό μετά. Ο σύγχρονος ελληνικός εθνικολαϊκισμός της μεταψυχροπολεμικής εποχής με αντιδραστική ή/και ρατσιστική φυσιογνωμία, γεμάτος αντιδυτικές, αντιευρωπαϊκές («Ρωμιά φωνή, ενώ η δύση παραπατάει», όπως έλεγε το τραγούδι), και αντιφιλελεύθερες αντιλήψεις, που καλλιέργησε στη χώρα την πεποίθηση του αιώνια αδικημένου Ελληνα γεννήθηκε, ή ακριβέστερα αναβαπτίστηκε, εκεί ακριβώς. Εκείνο το συλλαλητήριο άνοιξε το κουτί της Πανδώρας και ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό για αρκετά από όσα επακολούθησαν αργότερα.
Το συλλαλητήριο δεν εμπόδισε απλώς τη λύση ενός προβλήματος στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Δεν κατάφερε απλώς να μας απομονώσει στην Ευρώπη σε μια εποχή θριάμβου των αξιών της φιλελεύθερης δημοκρατίας, κάνοντάς μας να μοιάζουμε με γραφικούς παλιομοδίτες της εποχής των Βαλκανικών πολέμων. Είχε, δυστυχώς, πολύ περισσότερες συνέπειες, ιδιαίτερα στη διαμόρφωση της συλλογικής συνείδησης της ελληνικής κοινωνίας. Ηταν ένα συλλαλητήριο που άφησε βαριά κληρονομιά εθνικολαϊκισμού (θυμηθείτε αργότερα το φαιδρό θέμα των ταυτοτήτων).
Το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης υπήρξε η μήτρα της σημερινής άκρας δεξιάς, της Χρυσής Αυγής. Εκεί μέσα στο συλλαλητήριο, μέσα στη «μυσταγωγία» των μαζικών συναθροίσεων, καλλιεργήθηκε μια σοβινιστική ταυτότητα που, μαζί με το μίσος για τους «γυφτοσκοπιανούς» γείτονές μας ενστάλαξε, ιδιαίτερα σε νέους ανθρώπους, τον αμετροεπή σύγχρονο ελληνικό εθνικολαϊκισμό.
Με την πολιτική κινητοποίηση της εκκλησίας αλλά και του κράτους (να μην ξεχνάμε πως έκλεισαν τα σχολεία για να μπορέσουν να πάνε οι μαθητές στη συγκέντρωση), το συλλαλητήριο πυροδότησε και ριζοσπαστικοποίησε το ρεύμα του δεξιού αντιευρωπαϊσμού, δίνοντας για πρώτη φορά στη μεταπολίτευση κοινωνική βάση στην ακροδεξιά ρητορική. Χάρη στο μέγεθος και την πολιτική του δύναμη, η συγκέντρωση εκείνη κατάφερε να μετατρέψει περιθωριακές ή και γραφικές δυνάμεις σε παράγοντες της δημόσιας ζωής. Στο συλλαλητήριο δεν υπήρχαν μόνο ζηλωτές εθνικιστές, βέβαια, όπως στους «αγανακτισμένους» δεν υπήρχαν μόνο ή κυρίως αντισυστημικοί. Ομως ιδεολογικά αυτοί ήταν οι κερδισμένοι της υπόθεσης, γιατί αυτοί κολυμπούσαν σαν το ψάρι μέσα στο τεράστιο πλήθος των αφελών και των ενθουσιασμένων εφήβων.
Το συλλαλητήριο είναι η μήτρα που γέννησε το ερμηνευτικό μοτίβο του σύγχρονου ελληνικού εθνικολαϊκισμού: η κακιά Δύση εναντίον των καλών Ελλήνων (θυμάστε τη λέξη «ανθέλληνας» που είχε κατακλύσει τον λόγο των ΜΜΕ;). Εδωσε τη σκυτάλη στους «αγανακτισμένους» να συνεχίσουν μέσα στο ίδιο ερμηνευτικό και αξιακό πλαίσιο κατανόησης του κόσμου. Η ρητορική περί γερμανοτσολιάδων και προδοτών ρίζωσε στα οργωμένα χωράφια του αντιδυτικισμού των συλλαλητηρίων.
Το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης κατασκεύασε και πούλησε εκ νέου το παραμύθι της Ελλάδας ως αιώνιου θύματος της Δύσης, που διαρκώς απειλείται από τους γείτονές της. Δίδαξε στους νέους το ολοκληρωτικό «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας». Το συλλαλητήριο γέννησε τέρατα, που τρομάζουν τόσο ώστε ακόμη και πολλοί από τους τότε οργανωτές του να φοβούνται σήμερα (εύχομαι να ντρέπονται κιόλας) να το επαναλάβουν. Ευτυχώς!
Κάπως έτσι διαπαιδαγωγήθηκαν οι Ελληνες τις μέρες εκείνες. Υπό το πρίσμα της εθνικιστικής παραίσθησης που ζούσαν, έμαθαν να βλέπουν τον εαυτό τους και τον κόσμο παραμορφωμένα.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.
http://www.kathimerini.gr