Τρίτη, Φεβρουαρίου 20

«Καμπάνες» σε φορολογουμένους που έχουν αποκρύψει ακίνητα ή τα έχουν δηλώσει λανθασμένα


Τη δυνατότητα ανταλλαγής στοιχείων μεταξύ των ηλεκτρονικών αρχείων τους θα έχουν σύντομα το «Εθνικό Κτηματολόγιο» και η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων.

Τα στοιχεία που έχουν δηλωθεί και τηρούνται σε ηλεκτρονική βάση δεδομένων από την εταιρία «Εθνικό Κτηματολόγιο και Χαρτογράφηση Α.Ε.» θα διασταυρώνονται με τα στοιχεία του «Περιουσιολογίου», το οποίο έχει καταρτιστεί από τις υπηρεσίες της ΑΑΔΕ με βάση τις δηλώσεις
στοιχείων ακινήτων Ε9.

Βασικοί σκοποί της δρομολογούμενης αυτής ενέργειας είναι ο εντοπισμός φορολογούμενων οι οποίοι έχουν αποκρύψει το πραγματικό μέγεθος της ακίνητης περιουσίας τους προκειμένου να αποφύγουν την πληρωμή φόρων, να αποκτήσουν δικαιώματα είσπραξης κοινωνικών επιδομάτων ή αξιοποίησης φοροαπαλλαγών, να ενταχθούν στο νόμο Κατσέλη ή και να αποφύγουν την επιβολή σε βάρος τους κατασχέσεων ακινήτων για χρέη προς το Δημόσιο.

Τη διασύνδεση των συστημάτων της εταιρίας ΕΚΧΑ με την ΑΑΔΕ προβλέπει Κοινή Απόφαση που υπέγραψαν ο υπουργός Περιβάλλοντος Γιώργος Σταθάκης και η υφυπουργός Οικονομικών Αικατερίνη Παπανάτσιου. Με την απόφαση, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 12 Φεβρουαρίου, δρομολογείται η παροχή αμοιβαίας δυνατότητας των δύο φορέων για άμεση πρόσβαση στα στοιχεία των ηλεκτρονικών αρχείων που τηρούν με σκοπό την ανταλλαγή δεδομένων και στοιχείων ακινήτων, εγγραπτέων δικαιωμάτων και δικαιούχων.

Η ανταλλαγή των στοιχείων και των δεδομένων που συλλέγουν και τηρούν οι δύο φορείς θα μπορεί να επιτυγχάνεται τεχνικά με δύο εναλλακτικούς τρόπους: με τη μαζική αποθήκευση και διακίνησή τους με ψηφιακά μέσα μεταφοράς και με τη χρήση διαδικτυακών υπηρεσιών.

Τα δεδομένα που θα ανταλλάσσουν οι δύο φορείς δεν επιτρέπεται να αποτελέσουν αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης και απαγορεύεται κάθε περαιτέρω χρήση τους που είναι αντίθετη προς τους σκοπούς των φορέων, ως ορίζονται στην κείμενη νομοθεσία.



Οι αρμόδιες υπηρεσίες της ΑΑΔΕ σκοπεύουν να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες ανταλλαγής πληροφοριών με το Εθνικό Κτηματολόγιο προκειμένου να εντοπίσουν όλες τις περιπτώσεις φορολογουμένων που δεν έχουν αποτυπώσει στις δηλώσεις Ε9 την πραγματική κατάσταση της ακίνητης περιουσίας τους, είτε αποκρύπτοντας ολόκληρα ακίνητα είτε δηλώνοντας σκοπίμως ανακριβή στοιχεία για την έκταση των ακινήτων τους σε τετραγωνικά μέτρα ή για το είδος του εμπραγμάτου δικαιώματός τους ή για το ποσοστό συνιδιοκτησίας τους κ.λπ., με προφανή σκοπό να περιορίσουν τη φορολογητέα αξία της ακίνητης περιουσίας τους και:

1. Να γλιτώσουν από την πληρωμή του πραγματικά αναλογούντος σ’ αυτήν Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) κατά τα έτη 2014-2017 ή ακόμη και να αποφύγουν την πληρωμή του Φόρου Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ) για τα έτη 2010-2013.

2. Να εμφανιστούν με συνολική αξία ακίνητης περιουσίας χαμηλότερη από τα ισχύοντα όρια περιουσιακών κριτηρίων για τη λήψη διάφορων κοινωνικών επιδομάτων ή για την απαλλαγή τους από τον ΦΑΠ ή και τον ΕΝΦΙΑ, ακόμη και για την υπαγωγή στις ευνοϊκές διατάξεις προστασίας της πρώτης κατοικίας από τους πλειστηριασμούς που προβλέπει ο νόμος Κατσέλη.

3. Να αποφύγουν υψηλά ποσά τεκμηρίων διαβίωσης για ιδιοκατοικούμενα σπίτια και να γλιτώσουν από την πληρωμή μεγάλων ποσών φόρου εισοδήματος.

Επιπλέον, σκοπός της ανταλλαγής και της διασταύρωσης δεδομένων είναι να εντοπιστούν περιπτώσεις φορολογουμένων που οφείλουν στο Δημόσιο μεγάλα ποσά ληξιπρόθεσμων οφειλών και έχουν αποκρύψει ακίνητά τους με το να μην τα δηλώσουν στο Ε9, για να μην τα εντοπίσουν, τα κατάσχουν και τα βγάλουν σε πλειστηριασμούς οι αρμόδιες φοροεισπρακτικές υπηρεσίες της ΑΑΔΕ (η Επιχειρησιακή Μονάδα Είσπραξης, τα Ελεγκτικά Κέντρα και οι ΔΟΥ).

Οι συνέπειες
Οι φορολογούμενοι που θα εντοπισθούν μετά τη διασταύρωση να έχουν αποκρύψει ακίνητα ή να τα έχουν δηλώσει λανθασμένα με σκοπό τον περιορισμό της φορολογητέας ύλης θα βρεθούν αντιμέτωποι με:

– την επιβολή επιπλέον κύριου ΕΝΦΙΑ,

– την επιβολή συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ, εφόσον διαπιστωθεί ότι με την αποκάλυψη της πραγματικής εικόνας της ακίνητης περιουσίας τους η συνολική φορολογητέα αξία της ανεβαίνει πάνω από το αφορολόγητο όριο των 200.000 ευρώ,

– την επιβολή επιπλέον συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ, εφόσον ήδη είναι υπόχρεοι πληρωμής του συγκεκριμένου φόρου,

– την επιβολή ΦΑΠ για τα έτη 2010-2013, εφόσον με την αποκάλυψη της πραγματικής εικόνας της ακίνητης περιουσίας τους διαπιστωθεί ότι η συνολική φορολογητέα αξία της περιουσίας αυτής βρισκόταν πάνω από το αφορολόγητο όριο του ΦΑΠ, το οποίο ήταν 300.000 ευρώ το 2010 και 200.000 ευρώ τα έτη 2011-2013,

– τον καταλογισμό τόκων εκπρόθεσμης καταβολής ΕΝΦΙΑ ή και ΦΑΠ,

– τον καταλογισμό υπέρογκων προστίμων για την υποβολή ανακριβών δηλώσεων φορολογίας ακινήτων (για ΕΝΦΙΑ ή και για ΦΑΠ),

– τον κίνδυνο να κριθούν αναδρομικά ως μη δικαιούχοι κοινωνικών επιδομάτων και παροχών (επιδομάτων θέρμανσης, κοινωνικού μερίσματος, κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης κ.λπ.) επειδή θα διαπιστωθεί ότι η συνολική φορολογητέα αξία της ακίνητης περιουσίας τους ήταν τελικά υψηλότερη από τα όρια των περιουσιακών κριτηρίων που είχαν προβλεφθεί για τη χορήγηση των συγκεκριμένων παροχών και να κληθούν να επιστρέψουν εντόκως τα ποσά που έλαβαν, ως αχρεωστήτως καταβληθέντα,

– τον κίνδυνο να κριθούν αναδρομικά ως μη δικαιούχοι μερικής (κατά 50%) ή ολικής (κατά 100%) απαλλαγής από τον ΕΝΦΙΑ, επειδή θα διαπιστωθεί ότι η συνολική φορολογητέα αξία της ακίνητης περιουσίας τους ήταν τελικά υψηλότερη από το όριο που προβλεπόταν για τη χορήγηση της απαλλαγής, και να κληθούν να πληρώσουν αναδρομικά και εντόκως τα ποσά του ΕΝΦΙΑ που γλίτωσαν.

Εξάλλου, όσοι φορολογούμενοι εντοπιστούν από τις διασταυρώσεις με τα στοιχεία του «Κτηματολογίου» να έχουν δηλώσει για τα ιδιοκατοικούμενα σπίτια και τα ιδιοχρησιμοποιούμενα λοιπά κτίσματά τους λιγότερα τετραγωνικά μέτρα από τα πραγματικά στις δηλώσεις Ε9 και στις δηλώσεις Ε1 θα θεωρηθεί ότι υπέβαλαν και ανακριβείς δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος με σκοπό να αποφύγουν τα υψηλά τεκμήρια διαβίωσης και εντέλει να αποφύγουν την πληρωμή μεγάλων ποσών φόρου εισοδήματος.

Τέλος, στις περιπτώσεις φορολογούμενων που έχουν σημαντικού ύψους ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη φορολογική διοίκηση και έχουν αποκρύψει ακίνητα για να τα γλιτώσουν από τις κατασχέσεις, ο εντοπισμός των ακινήτων αυτών θα έχει ως συνέπεια την άμεση κατάσχεση και τον πλειστηριασμό τους.

Σε ποιες περιπτώσεις φορολογικών παραβάσεων επιβάλλονται πρόστιμα και σε ποιες όχι
Οκτώ σημαντικές διευκρινίσεις σχετικά με το καθεστώς επιβολής κυρώσεων σε περιπτώσεις εντοπισμού διαδικαστικών παραβάσεων του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών παρέχει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, με αναλυτική εγκύκλιο που εξέδωσε και απέστειλε πρόσφατα στα Ελεγκτικά Κέντρα και τις ΔΟΥ της χώρας.

Συγκεκριμένα, με την υπ’ αριθμόν ΠΟΛ. 1026/2018 εγκύκλιο της ΑΑΔΕ διευκρινίζονται τα ακόλουθα:

1. Σε κάθε περίπτωση εντοπισμού παραβάσεων που έχουν διαπραχθεί μετά την 6η Ιουνίου 2017 και αφορούν τη μη έκδοση φορολογικών στοιχείων, την ανακριβή έκδοση στοιχείων ή τη λήψη ανακριβών στοιχείων, για πράξεις που δεν επιβαρύνονται με ΦΠΑ, επιβάλλεται πρόστιμο 500 ευρώ εάν τηρούνται απλογραφικά βιβλία ή 1.000 ευρώ εάν τηρούνται διπλογραφικά βιβλία. Το πρόστιμο επιβάλλεται ανά φορολογικό έλεγχο, ανεξαρτήτως του πλήθους και της αξίας των στοιχείων.

Στις περιπτώσεις αυτές υπάγονται, μεταξύ άλλων, οι γιατροί, οι ασφαλιστικοί πράκτορες, τα ιδιωτικά φροντιστήρια, οι επιχειρήσεις με ετήσια ακαθάριστα έσοδα χαμηλότερα των 10.000 ευρώ κατά την αμέσως προηγούμενη χρήση, καθώς και οι κατηγορίες επαγγελματιών που έχουν ενταχθεί στα ειδικά καθεστώτα καταβολής του φόρου (αλιείς, ιππήλατα οχήματα, πρακτορεία ταξιδιών, μεταχειρισμένα αγαθά).

2. Για παραβάσεις που αφορούν τη μη εξόφληση, από το λήπτη (ιδιώτη- αγοραστή) των αγαθών ή των υπηρεσιών, φορολογικών στοιχείων συνολικής αξίας 500 ευρώ και άνω, με τη χρήση «μέσων πληρωμής με κάρτα» (όπως πιστωτικής, χρεωστικής, προπληρωμένης κ.λπ.) ή άλλων «ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής» (όπως τραπεζικό έμβασμα, μέσω λογαριασμού πληρωμών κ.λπ.), επιβάλλεται, στον εκδότη (πωλητή αγαθών ή υπηρεσιών) πρόστιμο 100 ευρώ για κάθε παράβαση.

3. Για παραβάσεις που αφορούν την παραβίαση ή παραποίηση ή επέμβαση με οποιονδήποτε τρόπο στη λειτουργία των φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες αποφάσεις περί τεχνικών προδιαγραφών, καθώς και τις σχετικές αποφάσεις της αρμόδιας επιτροπής καταλληλότητας ΦΗΜ, οι οποίες διαπιστώνονται από 1.1.2016 και εφεξής, ανεξαρτήτως του χρόνου διάπραξης αυτών, επιβάλλεται, για κάθε παράβαση, πρόστιμο, ως ακολούθως:

α) 5.000 ευρώ, όταν υπαίτιος της παράβασης είναι ο χρήστης ή ο κάτοχος ΦΗΜ,

β) 10.000 ευρώ, όταν υπαίτιος της παράβασης είναι η επιχείρηση μεταπώλησης ή τεχνικής υποστήριξης που έχει εξουσιοδοτηθεί για την παροχή υπηρεσιών συντήρησης και επισκευής ΦΗΜ,

γ) 20.000 ευρώ, όταν υπαίτιος της παράβασης είναι η επιχείρηση που έχει λάβει, από την αρμόδια επιτροπή, έγκριση λογισμικού (software) και υλισμικού (hardware).

4. Για παραβάσεις που αφορούν την έκδοση στοιχείων λιανικής πώλησης χωρίς τη χρησιμοποίηση εγκεκριμένου φορολογικού μηχανισμού, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες αποφάσεις περί τεχνικών προδιαγραφών ΦΗΜ, καθώς και την έκδοση από μη εγκεκριμένο φορολογικό μηχανισμό, οι οποίες διαπιστώνονται από 1.1.2016 και εφεξής, ανεξαρτήτως του χρόνου διάπραξης αυτών, επιβάλλεται πρόστιμο 500 ευρώ ανά φορολογικό έλεγχο, ανεξαρτήτως του πλήθους των παραβάσεων.

5. Για οποιαδήποτε μεταβολή επέρχεται στις καταστάσεις φορολογικών στοιχείων πελατών προμηθευτών των χρήσεων 2014-2017, μετά την εκπνοή της προθεσμίας υποβολής τους, επιβάλλεται πρόστιμο 100 ευρώ, για κάθε εκπρόθεσμη δήλωση, ανεξάρτητα από το πλήθος των μεταβαλλόμενων στοιχείων. Η υποχρέωση υποβολής των υπόψη καταστάσεων είναι τριμηνιαία, οπότε επιβάλλεται ξεχωριστό πρόστιμο 100 ευρώ για κάθε εκπρόθεσμη υποβολή εκάστου τριμήνου.

6. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών (ν. 4174/2013), τα λογιστικά αρχεία (βιβλία και στοιχεία), οι φορολογικοί ηλεκτρονικοί μηχανισμοί, οι φορολογικές μνήμες και τα αρχεία που δημιουργούν οι φορολογικοί μηχανισμοί πρέπει να διαφυλάσσονται κατ’ ελάχιστον: α) για διάστημα 5 ετών από τη λήξη του αντίστοιχου φορολογικού έτους εντός του οποίου υπάρχει η υποχρέωση υποβολής δήλωσης ή β) εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 36 του Κώδικα, έως ότου παραγραφεί το δικαίωμα έκδοσης από τη φορολογική διοίκηση πράξης προσδιορισμού του φόρου, ή γ) έως ότου τελεσιδικήσει η απαίτηση της φορολογικής διοίκησης σε συνέχεια διενέργειας φορολογικού ελέγχου ή έως ότου αποσβεστεί ολοσχερώς η απαίτηση λόγω εξόφλησης.

7. Η απώλεια ή η μη διαφύλαξη των μη χρησιμοποιηθέντων θεωρημένων βιβλίων και στοιχείων δεν αποτελεί παράβαση. Επομένως, για την απώλεια ή τη μη διαφύλαξη αυτών δεν επιβάλλονται κυρώσεις, εκτός εάν αποδειχθεί ότι αυτά έχουν χρησιμοποιηθεί.

8. Η μη τήρηση βιβλίων, η τήρηση βιβλίων κατώτερης κατηγορίας από την προβλεπόμενη, η μη διαφύλαξη βιβλίων και στοιχείων, καθώς και η μη διαφύλαξη των φορολογικών μνημών και αρχείων των ΦΗΜ, εφόσον διαπιστώνονται στο πλαίσιο διενέργειας του ίδιου ελέγχου εξετάζονται ως ενιαίο σύνολο και ως εκ τούτου επιβάλλεται ένα πρόστιμο 2.500 ευρώ.

Πηγή: Ελεύθερος Τύπος (ΠΑ, 16/2/18)