Πέμπτη, Μαρτίου 1

Παν. Κονδύλης: Το παρασιτικό μοντέλο, η «αριστερά» και η «νεοελληνική σχιζοφρένεια»

ARKAS -The Original PageΚείμενο: Παναγιώτης Κονδύλης
Οι κοινωνικές ανακατατάξεις των τελευταίων δεκαετιών γενικά ενίσχυσαν τον χαρακτήρα της χώρας ως χώρας μικροϊδιοκτητών και μικροαστών. Όμως η ενίσχυση αυτή συντελέσθηκε στη βάση ολότελα νέων καταναλωτικών συνηθειών, οι οποίες δεν καλύπτονταν από το υφιστάμενο παραγωγικό δυναμικό. Ακριβώς επειδή η ευημερία ήταν, με την ουσιαστική αυτήν έννοια, επισφαλής, το πελατειακό σύστημα επιτάθηκε αντί να συρρικνωθεί εξ αιτίας της υποχώρησης του πατριαρχισμού σε κοινωνικό επίπεδο. Ήτοι: ο ψηφοφόρος έδινε τώρα την ψήφο του προσδοκώντας
πρωταρχικά από μιά κομματική παράταξη ότι θα του διασφάλιζε το καταναλωτικό του επίπεδο ή και θα του το ανέβαζε βραχυπρόθεσμα, αδιάφορο με ποια οικονομικά μέσα. Το νέο αυτό κριτήριο και η συναφής μετατροπή πολύ μεγάλου μέρους των πρώην «αναξιοπαθούντων» σε απαιτητικούς και συχνά υπερφίαλους καταναλωτές είχε όμως ως συνέπεια τη μερική τουλάχιστον αλλαγή των όρων, υπό τους οποίους λειτουργούσε το πελατειακό σύστημα. Καθώς η άμεση πατριαρχική εξάρτηση της παλαιάς μορφής υποχώρησε μπροστά στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου και επίσης μπροστά στην εξ ίσου σημαντική άνοδο της κοινωνικής κινητικότητας, τώρα μεγάλωνε σιγά-σιγά η εξάρτηση των κομμάτων από τους ψηφοφόρους τους, δηλαδή η πελατειακή σχέση εν μέρει αντιστράφηκε. Τα κόμματα -ως οργανισμοί με τα δικά τους αυτοτελή συμφέροντα και με πρωταρχικό τους μέλημα την κατάληψη του κράτους και το μοίρασμα των ανώτερων κρατικών θέσεων στα μάλλον ανυπόμονα στελέχη τους- υποχρεώθηκαν να συναγωνίζονται το ένα το άλλο στην υιοθέτηση και στην προάσπιση των οποιωνδήποτε αιτημάτων από οπουδήποτε κι αν προέρχονταν.



ARKAS -The Original Page

Στις συνθήκες της διαμορφούμενης εγχώριας (εξαμβλωματικής) μαζικής δημοκρατίας δεν αρκούσε πια ο διορισμός των «ημετέρων», των οποίων η ανέχεια τους έκανε να αισθάνονται ευγνωμοσύνη για την εύνοια· έκτος από τον διορισμό, εκτός από τη δανειοδότηση, έκτος από τη μεσολάβηση, το πελατειακό παιγνίδι έπρεπε τώρα να παιχθεί σε επίπεδο όχι μόνο «κλάδων», αλλά και «μαζών», στο επίπεδο ψευδοϊδεολογικής δημαγωγίας με την αρωγή των νεοφανών μέσων μαζικής ενημέρωσης· ο λαϊκισμός, ο όποιος ενδημεί σε κάθε σύγχρονη μαζική δημοκρατία, συγχωνεύθηκε με τα πατροπαράδοτα κοινωνικά και ψυχολογικά γνωρίσματα του επιχώριου πελατειακού συστήματος, και έτσι προέκυψε μιά κατάσταση, στην οποία η δημαγωγία ήταν αναπόδραστη γιατί την επιθυμούσαν ακριβώς εκείνοι προς τους οποίους απευθυνόταν, πιστεύοντας ότι, αν την πάρουν στην ονομαστική της άξια, θα μπορέσουν να τη χρησιμοποιήσουν ως γραμμάτιο προς εξόφληση. Καθώς οι πελατειακές ανάγκες έπρεπε τώρα να ικανοποιηθούν σε καταναλωτικό επίπεδο ανώτερο απ’ τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, η συγκεκριμένη λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος, η οποία, όπως είδαμε, ήταν εξ αρχής αντιοικονομική, κατάντησε να αποτελέσει το βασικό εμπόδιο στην εθνική οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη -κάτι παραπάνω μάλιστα: έγινε ο αγωγός της εκποίησης της χώρας με μόνο αντάλλαγμα τη δική της διαιώνιση, δηλαδή τη δυνατότητα της να προβαίνει σε υλικές παροχές παίρνοντας παροχές ψήφου. Ακόμα και η απλούστερη σκέψη και γνώση φανερώνει ότι εθνική ανάπτυξη μπορεί να γίνει μόνο με την αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων, δηλαδή με τον αντίστοιχο περιορισμό της κατανάλωσης, προ παντός όταν τα καταναλωτικά αγαθά η χώρα δεν τα παράγει αλλά τα εισάγει, και για να τα εισαγάγει δανείζεται, δηλαδή εκχωρεί τις αποφάσεις για το μέλλον της στους δανειοδότες της. Ο δρόμος της ανάπτυξης είναι ο δρόμος της συσσώρευσης, της εντατικής εργασίας και της προσωρινής τουλάχιστον (μερικής) στέρησης, ενώ ο δρόμος της (βραχυπρόθεσμης μόνον) ευημερίας είναι ο δρόμος του παρασιτισμού και της εκποίησης της χώρας. Αυτή η άτεγκτη οικονομική αλήθεια ισχύει ανεξάρτητα από το κοινωνικό και ηθικό πρόβλημα της διανομής των βαρών και της ιεράρχησης των στερήσεων. Όσο άτεγκτη όμως κι αν είναι, οι πολιτικές και ψυχολογικές ανάγκες που την απωθούν είναι ακόμα ισχυρότερες. Πλατειές μάζες, που για πρώτη φορά στην ιστορία του τόπου τους «λάδωσαν το άντερο τους» και επί πλέον απέκτησαν και τη μεθυστική συναίσθηση του κυρίαρχου και εκλεπτυσμένου καταναλωτή, θα αρνούνται πάντα να τη συνειδητοποιήσουν, όπως επίσης θα αρνούνται να την ξεστομίσουν και να την κάμουν γνώμονα των πράξεων τους κόμματα, των όποιων πρώτη έγνοια ήταν, είναι και θα είναι η νομή της εξουσίας προς όφελος των φιλόδοξων και αυτάρεσκων στελεχών τους· ιδιαίτερα ιλαροτραγική από την άποψη αυτήν παρουσιάζεται η θέση της «αριστεράς», η οποία, όντας οιονεί καταδικασμένη να υπερασπίζει τα «λαϊκά» αιτήματα, υποχρεώνεται να γίνει σημαιοφόρος κάθε καταναλωτικής απαίτησης, αρκεί όποιος την προβάλλει να αυτοτιτλοφορείται «λαός» -υποχρεώνεται δηλαδή εξ αντικειμένου να προωθεί την εκποίηση της χώρας, αρκεί ο «λαός» να ζητά την εκποίηση αυτήν.



Παν. Κονδύλης: Το παρασιτικό μοντέλο, η «αριστερά» και η «νεοελληνική σχιζοφρένεια»
Παν. Κονδύλης: Το παρασιτικό μοντέλο, η «αριστερά» και η «νεοελληνική σχιζοφρένεια»

Υπάρχει ωστόσο κι ένας ακόμη λόγος, για τον όποιο μιά τόσο απλή αλήθεια θάβεται πεισματικά κάτω από μύριες όσες εκλογικευτικές επινοήσεις. Ένας λαός, ο όποιος κάτω από την πολύχρονη και βαθειά επιρροή των ελληνοκεντρικών αερολογιών έχει μάθει να θεωρεί τον εαυτό του ως γένος περιούσιο και ως άλας της γης, αρνείται να βάλει με τον νου του ότι μπορεί να κάνει ο ίδιος κάτι τόσο εξευτελιστικό όπως το να ξεπουλάει τον τόπο του για να καταναλώσει περισσότερο. Έτσι δημιουργήθηκε μιά ψυχολογική στάση που ελάχιστα διαφέρει από τη συλλογική σχιζοφρένεια. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι σημερινοί Έλληνες με την καθημερινή τους πράξη κάνουν ό,τι μπορούν για να προσαρμοσθούν κατά το δυνατόν γρηγορότερα και καλύτερα στις συνθήκες της παρασιτικής κατανάλωσης (και αυτή περιλαμβάνει οποιαδήποτε δραστηριότητα έχει ως τελική της συνέπεια τη διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα σε όσα παράγονται και σε όσα καταναλώνονται), ενώ ταυτόχρονα παραμείνουν ιδεολογικά προσκολλημένοι σ’ έναν μυγιάγγιχτο εθνικισμό, ο όποιος κάνει ακόμα και όσους δουλεύουν άμεσα για λογαριασμό των ξένων ή αποζούν έμμεσα απ’ αυτούς να καταφέρονται φραστικά εναντίον τους. Ωστόσο είναι κάτι παραπάνω από αμφίβολο, αν οι ίδιοι θα ήσαν πρόθυμοι να επωμισθούν τις πρακτικές συνέπειες αυτού του εθνικισμού σ’ ό,τι άφορα την απόδοση της εργασίας και το ύφος της κατανάλωσης. Η ίδια σχιζοφρένεια διέπει και τη συμπεριφορά των κομμάτων, τα όποια πλειοδοτούν σε εθνικιστική ρητορεία την ίδια στιγμή που εκποιούν τον κρατικό μηχανισμό και το κράτος γενικότερα για να ικανοποιήσουν τις καταναλωτικές απαιτήσεις των ψηφοφόρων τους.



ARKAS -The Original Page
ARKAS -The Original Page

Τα παραπάνω δεν αποτελούν ούτε σάτιρα ούτε καταγγελία, αλλά την περιγραφή της ιστορικής, κοινωνικής και ψυχολογικής κατακλείδας των διαδικασιών που έθεσε σε κίνηση η λειτουργία του κοινοβουλευτικού παιγνιδιού και της πελατειακής πολιτικής μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες του νεοελληνικού κράτους και έθνους. Η σημερινή πασιφανής κρίση δεν εντοπίζεται μόνο στο γεγονός ότι η κομματική εκποίηση του κρατικού μηχανισμού, μολονότι πέρασε στο στάδιο της διαρκούς εκποίησης της χώρας, ξεπέρασε πια τα όρια της οικονομικής αντοχής, ότι δηλαδή η πελατειακή πολιτική προχώρησε ως την αυτοκαταστροφή της και είναι υποχρεωμένη να βάλει η ίδια όρια στον εαυτό της προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να συνεχισθεί μελλοντικά. Επιπλέον η κρίση αγκαλιάζει τα θεμελιώδη ιδεολογήματα, πάνω στα οποία στήριξε το έθνος την αυτοσυνειδησία του, και προ παντός το ιδεολόγημα του ελληνοκεντρισμού. Η ελληνοχριστιανική εκδοχή του ελληνοκεντρισμού βρήκε την τελευταία συστηματική της πολιτική χρήση ως το ιδεολογικό όπλο του αντικομμουνιστικού στρατοπέδου στην εποχή του εμφυλίου πολέμου, αλλά και κατόπιν, όταν δηλαδή η χώρα ζούσε κάτω από τις συνέπειες του εμφυλίου πολέμου, μιά από τις όποιες σε έσχατη ανάλυση ήταν και η δικτατορία. Η τέτοια πολιτική της χρήση συν επέφερε τη σοβαρή της αποδυνάμωση, όταν αφ’ ενός ανδρώθηκε μιά γενιά ουσιαστικά ξένη προς την εμφυλιοπολεμική νοοτροπία (έστω κι αν προσχωρούσε στη μιά από τις δύο εμφυλιοπολεμικές παρατάξεις) και όταν αφ’ ετέρου η είσοδος και η διάδοση του καταναλωτισμού και των συναφών χειραφετητικών και ηδονιστικών ιδεολογημάτων αφαίρεσε το κοινωνικό προβάδισμα από τις παραδεχόμενες πατριαρχικές αντιλήψεις και στάσεις. Το κενό στο μέτωπο του ελληνοκεντρισμού καλύφθηκε εν μέρει από άλλες εκδοχές του, οι οποίες προσπάθησαν να συνδυάσουν μοτίβα τόσο της αρχαίας όσο και της ελληνορθόδοξης παράδοσης με τα αντιαλλοτριωτικά κηρύγματα της πολιτισμικής επανάστασης της δεκαετίας του 1960 και του 1970. Τούτες οι εκδοχές άσκησαν κάποια επίδραση, ιδιαίτερα σε νέους, γιατί ο γρήγορος καταναλωτικός αφελληνισμός, αλλά και εξωτερικές απειλές, έθεσαν πιεστικά το πρόβλημα της εθνικής ταυτότητας. Παρ’ όλα αυτά το κύριο ρεύμα της εξέλιξης τράβηξε προς την κατεύθυνση μιας άμβλυνσης ή χαλάρωσης όλων των ιδεολογικών περιγραμμάτων. Βέβαια, ο ελληνοκεντρισμός επέζησε, και θα επιζήσει για πολύ ακόμα, εφ’ όσον ψυχολογικά αποτελεί θεμελιώδη αμυντικό και υπεραναπληρωτικό μηχανισμό ενός έθνους, το οποίο ελάχιστα δικά του πράγματα παράγει στον τομέα της πνευματικής και της υλικής παραγωγής, έτσι ώστε να αντισταθμίζει χωρίς τραύματα όσα εισβάλλουν καθημερινά απ’ έξω, κατακτώντας τον δικό του χώρο. Όμως θα επιζήσει χωρίς κοσμοθεωρητικά συγκροτημένες και γενικότερα αποδεκτές μορφές -είτε ως στάση εθνικής «λεβεντιάς» και «περηφάνειας» είτε ως φολκλοριστικό καρύκευμα της τουριστικής εκποίησης του τόπου.
Πηγή: Απόσπασμα από τη εισαγωγή του βιβλίου Η παρακμή του αστικού πολιτισμού. Το πέρασμα από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή κι από τον φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1995.
Ο Παναγιώτης Κονδύλης (στα γερμανικά: Panajotis Kondylis· 17 Αυγούστου 1943 – 11 Ιουλίου 1998) υπήρξε Έλληνας φιλόσοφος, συγγραφέας και μεταφραστής. Γεννήθηκε το 1943 στο Δρούβα Ηλείας, κοντά στην Αρχαία Ολυμπία. Έγραψε κυρίως στα γερμανικά και μετέφραζε ο ίδιος τα βιβλία του στα ελληνικά. Το έργο του τον τοποθετεί στη συνέχεια της παράδοσης των Θουκυδίδη, Νικολό Μακιαβέλι και Μαξ Βέμπερ. Σπούδασε κλασική φιλολογία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών καθώς και φιλοσοφία της μεσαιωνικής και σύγχρονης και νεότερης ιστορίας και πολιτικής επιστήμης στα Πανεπιστήμια της Φρανκφούρτης και της Χαϊδελβέργης.[4] Το 1977 του απονεμήθηκε ο τίτλος του διδάκτορα από το πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Στις 21 Μαρτίου 1991 του απονεμήθηκε το «Μετάλλιο Γκαίτε» (Goethe-Medaille), καθώς και το βραβείο του «Ιδρύματος Χούμπολτ» (Humboldt-Stiftung) την ίδια χρονιά. Από το Σεπτέμβριο του 1994 μέχρι τα τέλη Ιουλίου του 1995 υπήρξε Wissenschaftskollege στο Βερολίνο, υπότροφος και εταίρος του Ιδρύματος Ανωτάτων Σπουδών.
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: https://www.facebook.com/ARKAS-The-Original-Page-352589524877216/