Πέμπτη, Μαρτίου 8

Ορχιδέα που ανθίζει στη σέρα

Καλοφτιαγμένος, ψηλός με φαρδιούς ώμους, το σώμα του ήταν δεμένο, είχε εκείνα τα κλασσικά όμορφα μεσογειακά χαρακτηριστικά. Πυκνά καστανά μαλλιά, με μια χωρίστρα που έκανε στην αριστερή πλευρά του κεφαλιού, καλογραμμένο μεγάλο στόμα, σκούρα μελιά μάτια, λακκάκια.
Ήταν ένας όμορφος νεαρός άνδρας, ολίγο εσωστρεφής είχε περιορισμένους φίλους.
Γεννημένος πριν από 22 χρόνια στις παρυφές του Λακωνικού Πάρνωνα, με το τέλος της στρατιωτικής θητείας στα μέσα της δεκαετίας του 70-80, αναζητούσε τη θέση του στον κοινωνικό ιστό .

Αφού δοκίμασε σε διάφορες , πρόσκαιρες εργασίες στη στεριά, διαπίστωσε με οδύνη ότι δεν ήξερε να πουλάει τον εαυτό µου, ντρεπόταν να τους αφήνει να τον χρησιμοποιούν ως γρανάζι μιας απρόσωπης μηχανής. Οι προγονοί του στην αγκαλιά του Πάρνωνα και του Ταϋγέτου εκεί στην κοιλάδα του Ευρώτα θεωρούσαν την ανδρεία αρετή ισότιμη του έρωτα και της αυτοθυσίας, ήθελε να πιστεύει μια σταγόνα από το DNA τους κυκλοφορούσε και στο δικό του στο αίμα.
Σύντομα βρέθηκε στην Ακτή Μιαούλη με το ναυτικό φυλλάδιο ανά χείρας, είχε τα τυπικά προσόντα προς αναζήτηση εργασίας την εποχή που τα πληρώματα ήταν περιζήτητα στην ελληνική εμπορική ναυτιλία.
Πολύ σύντομα κρατούσε εισιτήρια στο χέρι με προορισμό τον Περσικό κόλπο.
Δόκιμος μηχανικός σ’ ένα ατμοκίνητο γκαζάδικο 20ετιας.
Και καθώς τώρα άρχιζε μια καινούργια καριέρα στη θάλασσα, όλα έδειχναν πως η συνέχεια των σπουδών του που τόσο πολύ επιθυμούσε, ήταν πλέον ένα όνειρο παραγκωνισμένο στο χώρο της φαντασίας.
Ίσως κάποια μέρα.
Ίσως.
Άφηνε πίσω του αρκετά επώδυνα είναι η αλήθεια μια σχετικά αδύνατη σχέση. Υστέρα από μια μεγάλη, γεμάτη ένταση και άφθονα δάκρυα συζήτηση αποφάσισε ότι όλα είχαν τελειώσει. Έτσι κι’ αλλιώς πότιζαν ένα μαραμένο λουλούδι εδώ και πολύ καιρό, του ήταν αδύνατον να αγνοήσει την πραγματικότητα.
Δεν θυμόταν από ποτέ είχε να κλάψει, αλλά ήθελε να κλάψει τώρα.
Έχουν περάσει πάνω από τρεις μήνες που βρίσκεται στο πλοίο και στη σκληρή ζωή της θάλασσας συνθήκες άγνωστες πρωτόγνωρες για τις μέχρι χθες εμπειρίες του.
Το τελευταίο ταξίδι είναι από περσικό κόλπο στη Ευρώπη με περίπλου της Αφρικής.
Ενδιάμεσα σταματήσανε για ανεφοδιασμό καυσίμων στα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου.
Κάποιο πρόβλημα στο πλοίου ανεφοδιασμού τους καθυστέρησε στο αγκυροβόλιο του νησιού περισσότερο από δυο ημέρες.
«Τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου, στον Ατλαντικό Ωκεανό, βρίσκονται δυτικά του πιο δυτικού σημείου της Αφρικής, Το αρχιπέλαγος αποτελείται από δέκα νησιά και πέντε νησάκια, τα οποία διαιρούνται σε προσήνεμες και υπήνεμες ομάδες.
Τα νησιά είναι ηφαιστειακά στην προέλευση, και όλα εκτός από τρία είναι ορεινά. Το κλίμα είναι τροπικό και ξηρό, παρουσιάζοντας λίγη παραλλαγή καθ' όλη τη διάρκεια του έτους. Οι άνεμοι είναι συχνοί, φέρνοντας περιστασιακά σύννεφα άμμου από την έρημο Σαχάρα της Αφρική στην ανατολή. Η βροχόπτωση είναι πολύ μικρή και ανώμαλη. Η βλάστηση είναι αραιή και αποτελείται από τους διάφορους θάμνους, την αλόη, και άλλα ενάντια στη ξηρασία είδη.
Οι παρατεταμένες ξηρασίες είναι ένα αυξανόμενο πρόβλημα για το μικρό αρχιπέλαγος, το οποίο δεν έχει καμία ανανεώσιμη πηγή γλυκού νερού.
Το Πράσινο Ακρωτήριο είναι συμβαλλόμενο μέρος στις διεθνείς συμφωνίες σχετικά με τη βιοποικιλότητα, την αλλαγή κλίματος, την ερήμωση, την περιβαλλοντική τροποποίηση, το νόμο προστασίας θαλασσίου περιβάλλοντος.»
Απογευματινές ώρες βρέθηκε μοναχικός να περιπλανάται τους ήσυχους χωματόδρομους στο νησί, χωρίς πρόγραμμα η σχέδιο στο μυαλό του, είχε αρκετό καιρό να περπατήσει στη στεριά, σήμερα ήταν ελεύθερος όλο το εικοσιτετράωρο.
Στην πραγματικότητα δεν ήταν βέβαιος τι ακριβώς επιθυμούσε, αισθανόταν απλώς να διολισθαίνει σε κάτι για το οποίο δεν ήταν καθόλου σίγουρος τι είναι.
Χαμένος στις σκέψεις , συνέχισε την περιπλάνηση, αναπνέοντας το ζεστό ανοιξιάτικο αέρα και μυρίζοντας ασφοδέλους που ξεπηδούσαν στο έδαφος.
Σκούροι ηφαιστιογενείς βράχοι δίνουν την θέση τους σε περιορισμένα πράσινα τοπία, θαλασσινές εικόνες διαδέχονται τους φτωχούς γραφικούς οικισμούς.
Υπήρχε ένα πανδοχείο που εξυπηρετούσε τους επισκέπτες του νησιού ως επί το πλείστον, και κυρίως τα πληρώματα των πλοίων που σταματούσαν στο αγκυροβόλιο για ανεφοδιασμούς καύσιμων και για φρέσκα τρόφιμα.
Εκεί στον εξωτερικό χώρο είδε το νεαρό κορίτσι, σαν μια ομίχλη που σχηματίστηκε από την ομορφιά της να έχει μπει μπροστά στα μάτια του. Μια λυγερή σιλουέτα, λεπτή και χυμώδης, με ατέλειωτα πόδια, που έδειχναν ακόμη πιο μακριά κάτω από το κοντό λινό αμάνικο φόρεμα που φορούσε και τελείωναν σε ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια, και εάν δεν τα εμπόδιζε το έδαφος θα συνέχιζαν χωρίς τελειωμό παρατήρησε. Μια κρεολή με κορμί κορινθιακού αμφορέα, μύτη μικρή ανασηκωμένη, μάτια αθώα γκριζοπράσινα, πρόσωπο πρωτόγονα αισθησιακό. Όμορφη, ελκυστική, συναρπαστική ακτινοβολούσε το εφηβικό πρόσωπο της.
Είναι αυτό το θεϊκό αποτέλεσμα που φέρνουν οι διασταυρώσεις της Ευρώπης με την Αφρική, στις πολιτισμικές κοινωνίες.
Σκέφτηκε ότι πρέπει να ήταν λίγο μικρότερη του, δεν πρέπει να είχε κλείσει τη δεύτερη δεκαετία της ζωής της.
Στεκόταν εκεί σαν ανθισμένη ορχιδέα στη σέρα, και τον κοιτούσε κατά πρόσωπο με ένα ανυπόμονο και επίμονο βλέμμα, ανησυχητικό. Μια ζώνη που έσφιγγε την λεπτή μέση της αγκάλιαζε τα ονειρεμένα στήθη της.
Ήταν δύσκολο για ένα ξένο να μαντέψει την καταγωγή της. Υπήρχαν σκιές στο πρόσωπο της που ήταν μερικές φόρες μεσογειακές, άλλες κάποιας βόρειας φυλής, άλλες της Αλγερινής Σαχάρας. Τον μάγεψαν τα γκριζοπράσινα σκούρα ματιά και τα σαρκώδη χείλη της, ήθελε να αγγίξει το βελούδινο δέρμα της.
Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν ξανά και μια περίεργη ζεστασιά τον πλημμύρισε.
Έμεινε ασάλευτος προσπαθώντας να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του.
Δεν υπήρχαν φράσεις που θα την περιέγραφαν τέλεια, του ξεμυάλιζε τα μάτια.
Εκείνη κατάφερε να σπάσει τη σιωπή τους πρώτη.
--Γεια σου.
Την αισθάνθηκε ότι μύριζε σαν φρεσκοκομμένο λουλούδι.
Δίστασε μια στιγμή σαν να μην ήξερε ούτε το όνομα του. Μέσα του έκανε προσπάθειες για να φανεί ευγενικός κι αποφασιστικός, αλλά δεν τα κατάφερνε. Ήταν σαν αποβλακωμένος, λες κι είχε λυγίσει από ένα αόρατο βάρος. Προσπάθησε να μιλήσει, αλλά για μερικά δευτερόλεπτα νόμισε ότι υπήρχε ένα χώρισμα ανάμεσα στο μυαλό και στη γλώσσα του.
Μια αδεξιότητα δεν τον άφηνε να συγχρονιστεί, σαν αποτέλεσμα από ένα αίσθημα τόσο ισχυρό που εμφανίζεται όταν συναντάει μια κοπέλα και δημιουργείται ένας ακαριαίος δεσμός με την πρώτη ματιά.
--Γεια σου ονειρεμένη οπτασία.
--Είσαι από το καράβι;
Το κεφάλι του τον πονούσε καθώς οι σκέψεις πολεμούσαν να βγουν, η μηχανή του χρόνου προσπαθεί να διανύσει ένα ταξίδι στο παρελθόν, να του προσφέρει διαδρομές, να δώσει απαντήσεις.
Έπινε τον παγωμένο καφέ του, και την παρατηρούσε να απολαμβάνει νωχελικά το παγωτό της, στην εξωτερική αλέα του πανδοχείου καθισμένοι κάτω από μια συστάδα δέντρα από τροπικούς μάγκους, όπου ήταν διάσπαρτα τα τραπέζια, προσπαθώντας να προσαρμόσει τις σκέψεις του στα συναισθήματα του.
Η πρώτη επαφή ήταν δύσκολη και για τους δυο τους. Κοιτάζονταν στα κλεφτά λες και θελαν να κατασκοπεύσουν ο ένας τις κινήσεις του άλλου. Κάθε λεπτό που περνούσε έμοιαζε να διώχνει την νευρικότητα στο ξεκίνημα της κουβέντας. Τα συναισθήματα τους γίνονται λέξεις.
--Έχεις εκπληκτικά όμορφα μάτια της είπε.
Χαμογέλασε αυτάρεσκα ,τέντωσε αδιάφορα το καλοφτιαγμένο κορμί της, τον κοίταξε τρυφερά, σούφρωσε παιχνιδιάρικα τη μύτη της και γεμάτη ικανοποίηση γέλασε μελωδικά.
Πόσο μαγικός ήταν αυτός ο ήχος, είχε περάσει πολύ καιρός από την τελευταία φορά που είχε να νοιώσει τέτοιο συναίσθημα. Ένοιωσε την καρδιά του να κτυπάει πιο δυνατά.
Βυθίστηκαν για λίγο στη σιωπή.
Ήταν σαν να προσπαθούσαν να παρασύρει ο ένας τον άλλο σε γνώριμα νερά. Κανείς τους δεν είχε το θάρρος να προχωρήσει πρώτος αλλά και κάνεις δεν ήθελε να αντισταθεί στο δυνατό ρεύμα.
Την έλεγαν Αντζελίνα.
Πλησίασε πολύ κοντά, του ζήτησε την παλάμη του να εξερευνήσει τα μελλούμενα. Κατάλοιπα των πορτογαλικών επιρροών στα νησιά.
Καθώς πήρε την παλάμη του στα χέρια της , ένοιωσε ένα παράξενο μούδιασμα, το μικρό θαύμα που του προκαλούσε το άγγιγμα της, οι αισθήσεις του ξύπνησαν, και πριν κατορθώσει να τις ελέγξει τα μάτια του έπεσαν επάνω της σαν τα άγρια άλογα που τα ελευθερώνουν από το μαντρί της αιχμαλωσίας τους. Είχε καταφέρει να κάνει απολύτως διάφανα τα αισθήματα του. Κάθε κίνηση της έστελνε αισθησιακές εικόνες στο μυαλό του και το μυαλό του τις μετέφερε στο κορμί του.
Του κράτησε το χέρι σφικτά.
--Ευχόμουν να με κοιτάξεις , αναρωτιόμουν και ανησυχούσα αν θα το κάνεις του είπε με ελαφρώς ψιθυριστή φωνή, και συνέχισε.
--Θέλω να φύγουμε από εδώ, δεν νοιώθω άνετα σε αυτό το περιβάλλον που βρισκόμαστε.
Έμεινε ακίνητος και αμίλητος, μόνο να την κοιτάζει, ήθελε να μοιραστεί τα συναισθήματα του μαζί της εάν τούτο ήταν δυνατόν.
Του πρότεινε να πάνε περίπατο στην παραλία , πέρα στο παλιό πορτογαλικό οχυρό.
Πήρε βαθιές ανάσες και ο θερμός αέρας γέμισε τα πνευμόνια του.
Κοίταξε στο χωματόδρομο που το έδαφος ανηφόριζε ελαφρά, εκεί στη βορειοδυτική άκρη της ακτής βρισκόταν το παλιό οχυρό και πίσω του απλώνονταν στις φτωχογειτονιές τα σπίτια από ξύλο και πέτρα με απαλούς ξεθωριασμένους χρωματικούς τόνους.
Δίστασε μόνο για λίγο .
--Είναι μακριά από εδώ;
--Όχι δεν είναι πολύ μακριά, θα πάμε με τα πόδια.
Ξεκίνησαν, ο Ήλιος έγερνε πίσω στον ορίζοντα που βάφτηκε με το ζεστό θαμπό πορτοκαλί χρώμα εκεί που η θάλασσα συναντά τον ουρανό, οι σκιές τους είχαν μακρίνει, μακριά σαν τις ελπίδες και τους φόβους για το μέλλον τους.
Χαμηλή βλάστηση περιέβαλε το παλιό οχυρό, και στην άκρη του προς την μεριά της θάλασσας ένας μικρός βάλτος προεκτεινόταν μέχρι το κύμα.
Ο άνεμος έφερνε στα αυτιά τους τα κρωξίματα από τα χελιδόνια που διέγραφαν τόξα στον αέρα κυνηγώντας την τροφή τους στο βάλτο.
Δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα από πάνω της, από τη θέα της, και να στραφεί στο τοπίο, όλα τα τοπία του κόσμου ήταν στο πρόσωπο της.
Τα συναισθήματα του ήταν ένα κουβάρι και δεν ήταν εύκολο να τα ξεμπερδέψει. Την ήθελε δική του και μόνο δική του αυτό ήταν αναμφίβολο, αισθανόταν πόθο και φόβο. Φόβο για την απογοήτευση που θα γέμιζε την ψυχή τους η αναχώρηση, η εγκατάλειψη.
Ήταν στιγμές που η μεταξύ τους σιωπή παρατεινόταν, άφηναν βαθιούς αναστεναγμούς που τους ανακούφιζαν από την πίεση των συναισθημάτων.
Πέρα από μια συστάδα θάμνων ερχόταν ο απόηχος των γρύλων. Τα τζιτζίκια είχαν σωπάσει από νωρίς και η φύση ετοιμαζόταν για την νυκτερινή γαλήνη.
H νύχτα που πέφτει γρήγορα, τους βρήκε καθισμένους τον ένα δίπλα στον άλλο, η ατμόσφαιρα είναι ευχάριστα δροσερή, και ο λικνιστός ρυθμός του κύματος νανούριζε τις σκέψεις τους, έδειχναν ότι θα μείνουν έτσι για πάντα.
Η Αντζελινα σηκώθηκε.
--Έλα είπε.
Και τα μάτια της έλαμπαν με προσποιητή ανηθικότητα.
--Πάμε στο σπίτι, έχει νυχτώσει , ίσως θα μπορούσαμε να δειπνήσουμε μαζί το βράδυ.
Έγνεψε καταφατικά και κοίταξε το βάλτο δίχως να δείχνει διατεθειμένος να ξεκινήσει.
Το νερό έλαμπε στο φως του πρώτου φεγγαριού, και η ασημένια εικόνα του φαίνεται τον ενέπνευσε για ενδοσκόπηση.
Γύρισε το βλέμμα στον αστροφώτιστο νυκτερινό ουρανό αφήνοντας το βλέμμα μου να χαθεί στα αστέρια που παρουσιάζονται με τη σαφήνεια των αστραφτερών διαμαντιών, στα βορειοδυτικά φαινόταν η ουρά του Δράκοντα, με την Μικρή Άρκτο από κάτω και τον Ηρακλή από πάνω. Αν υπάρχει παράδεισος πέρα από αυτό, σίγουρα δε με ενδιαφέρει να τον γνωρίσω, σιγοψιθύρισε στον εαυτό του. Σηκώθηκε, χαμογέλασε έγειρε την αγκάλιασε από την πλάτη την έσφιξε δυνατά επάνω του και την φίλησε απαλά στα χείλη μ’ εκείνο τον τρόπο που ξυπνούσε μεμιάς τις αισθήσεις.
O χρόνος είναι σχετικός σκέφτηκε, το παρελθόν πέρασε σαν να μην υπήρξε ποτέ, το μέλλον δεν υπάρχει γιατί δεν έχει συμβεί ακόμη, το παρόν είναι το μόνο που έχουμε στα χέρια μας και οφείλουμε να το ζήσουμε.
--Πάμε της είπε.
Μια πρώην πορτογαλική αποθήκη είχε τροποποιηθεί σε άνετο και ευρύχωρο σπίτι από τον παππού της. Ο παππούς της ένα λυγερόκορμος άνδρας στη φωτογραφία, είχε έρθει στο νησί από την Ισπανία, από ένα μέρος κοντά στα γαλλικά σύνορα, ήταν Βάσκος στην καταγωγή, κανείς δε γνώριζε τους λόγους που είχε εγκαταλείψει την Ισπανία και είχε εγκατασταθεί στο νησί.
Η κυρίως κάμαρα νοικοκυρεμένη, σκουπισμένη με επιμέλεια, φτωχική είχε όλα τα απαραίτητα. Ποτέ του δεν ρώτησε και δεν έμαθε εάν έμενε μόνη της.
Βούλιαξε στα μαξιλάρια του καναπέ. Δεν είχε κοιμηθεί και πολύ τις τελευταίες σαράντα οκτώ ώρες αλλά τι να τον κάνει τον ύπνο.
Στο ψυγείο είχε φρέσκα ψάρια, η Αντζελινα τα πήρε σε ένα πιάτο, του έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της και καθώς έμπαινε στην κουζίνα κούνησε προκλητικά τους γοφούς της.
--Παλιοκόριτσο μουρμούρισε.
Εκείνη του έβγαλε περιπαιχτικά τη γλώσσα κι ύστερα εξαφανίστηκε.
Σηκώθηκε και την ακολούθησε.
Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ενώ μιλούσαν μεταξύ τους χρησιμοποιώντας λέξεις για να επικοινωνούν, άλλα μέρη του εαυτού τους είχαν πιάσει μια πιο λεπτομερή συζήτηση
Σιγά σιγά τα ρομαντικά φιλιά και χάδια πέρασαν σ’ ένα παθιασμένο αγκάλιασμα.
Η επαφή της σάρκας της, καταλυτικός παράγοντας, τον απορύθμιζε εντελώς, δεν ήξερε που βρισκόταν, το μυαλό του έβραζε. Θα μπορούσε να φωτίσει όλο το νησί με την ενέργεια που ένοιωθε να εκτονώνεται μέσα του, σαν λάβα ενεργού ηφαιστείου που αναζητεί διέξοδο στο κεντρικό κρατήρα.
--Περίμενε του είπε απλά σε θέλω και εγώ τόσο πολύ άλλα είναι ευχάριστο να διατηρείς την αναμονή.
Το φεγγαρόφωτο που τρύπωνε από το μικρό παράθυρο έριχνε τραχιές σκιές στον χώρο.
Τα λογία ήταν περιττά μετά την φωτιά που είχε κάψει και τους δυο.
Τελικά η Αντζελίνα έσπασε την σιωπή.
--Ξέρεις πως με κοιτάζεις;
--Πως σε κοιτάζω;
--Σαν να μπορούσες να με φας.
--Μα θα μπορούσα να σε φάω, έχεις μια ατελείωτη γλυκύτητα.
--Πότε φεύγεις; τον ρώτησε.
--Τα πρωί.
Αυτό την ευχαρίστησε.
--Το πρωί αργεί να ξημερώσει σε τούτα τα μέρη. Και ανέβηκε πάλι επάνω του. Εκείνος ανταποκρίθηκε αμέσως.
--Ποτέ δεν θα με ξεχάσεις
--Όχι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω Αντζελίνα.
Μέσα στη νύκτα ο έρωτας σαν ανεμοστρόβιλος , σάρωσε κάθε άλλη σκέψη τους.
Έκλεβε λίγη ώρα ύπνου, όταν ξαφνικά αχτίδες του ανατέλλοντος Ήλιου εισχώρησαν στο δωμάτιο, έξω ακούγονταν οι πρώτες φωνές των πουλιών.
Ξύπνησε την ώρα που αυτός ντυνόταν.
Η Αντζελίνα καθόταν στην άκρη του κρεβατιού γυμνή με τα ρούχα δίπλα της διπλωμένα προσεκτικά.
Τα τρυφερά μάτια της ελαφίνας ήταν γεμάτα αθωότητα.
Έμεινε ασάλευτος προσπαθούσε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του.
Μουρμούριζε λέξεις στα ελληνικά που εκείνη δεν καταλάβαινε.
--Το ξέρεις ότι παραμιλάς;
--Υπάρχουν άγγελοι στη γη όπως και στον ουρανό, κι’ εσύ είσαι ένας απ’ αυτούς της είπε, θα σ’ έχω πάντα στην καρδιά μου.
Δάκρυα φάνηκαν στα μάτια της
--Σιώπα μην λες ανοησίες, ψιθύρισε.
Πήγε στην άκρη του κρεβατιού, κάθισε κι ακούμπησε το χέρι στο μάγουλό της και της χάιδεψε τα μαλλιά.
«Πρέπει να φύγεις;»
Έσκυψε το κεφάλι του και την φίλησε με μια βαθιά τρυφερότητα, δοκιμάζοντας την αλμύρα από τα μάτια της.
Για μια στιγμή τα πάντα σταμάτησαν μέσα του, λες μια βαθιά γαληνή είχε χυθεί επάνω του.
«Το πλοίο είναι έτοιμο για αναχώρηση και με περιμένει».
Εκείνη δεν κουνήθηκε καθάριζε τη φωνή της για να του πει αυτά που ήθελε, ενώ τα μάτια της ήταν σαν ένα δάσος σκιές. Δάγκωσε τα χείλη της. Η σκέψη ότι θα της έφευγε τώρα, ήταν τρομερή, τα χεριά της έτρεμαν, το πρόσωπο της συννέφιασε θλιμμένα. «Μείνε εδώ μαζί μου». Του είπε με σπασμένη φωνή .
Κούνησε το κεφάλι του. « Αντζελίνα ακόμη κι’ αν έσκιζα την καρδιά μου στα δυο, δεν θ’ άλλαζε σε τίποτα η κατάσταση. Δεν μπορώ να μείνω εδώ στα νησιά του πράσινου ακρωτηρίου. Πρέπει να γυρίσω πίσω στο πλοίο μου. Ούτε και εσύ μπορείς να ‘ρθεις μαζί μου». Της είπε, και προχώρησε με αργά βήματα προς την πόρτα. Εκείνη κοιτάζοντας τον με δακρυσμένα τα γκριζοπράσινα μάτια της  έτρεξε κοντά του και τον αγκάλιασε. «Περίμενε λίγο ακόμη» του είπε. Εκείνος δίστασε μια στιγμή και μετά έσκυψε και τη φίλησε.  Η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα τώρα, όπως ακριβώς την ώρα που έκαναν έρωτα χθες το βράδυ. Έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι αρκετά. «Θα σε ξαναδώ;». Τον ρώτησε. Αυτός της είπε θλιμμένα. «Δεν μπορώ να σου πω, το ελπίζω στο μέλλον. Πολλά μπορεί να συμβούν».  Κι αναχώρησε, βγήκε από το σπίτι.
Στην επιστροφή για το πλοίο μέσα από τα χαμηλά σπίτια στο χωματόδρομο, ένα βαθύ κενό, ένα κομμάτι της ψυχής του έμεινε πίσω μαζί της, σαν σκιά ονείρου, για να του την θυμίζει.
Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του τραβηγμένα, το βλέμμα του χαμηλωμένο και άδειο, σημάδι πόνου που κουβαλούσε από τις εικόνες της χθεσινής βραδιάς.
Δεν κοίταξε πίσω του καθώς απομακρυνόταν από το χωριό, ισιώνοντας το κορμί του, τράβηξε το σκονισμένο δρόμο βαδίζοντας ολόισια, χωρίς να σταματήσει.
Στην αρχή οι σκέψεις τις νύχτες σαν έπεφτε στο κρεβάτι να κοιμηθεί έρχονταν να τον τριβελίζουν μέχρι που τον έπνιγε μια μελαγχολία. Οι μέρες διαδέχονταν η μια την άλλη συνεχίζοντας τα ταξίδια τους, είχε συμβιβαστεί με το αναπόφευκτο, μ’ αυτό που ήταν αδύνατον να γίνει. Το πλοίο ήταν ήδη χιλιάδες λεύγες μακριά, ο χρόνος κυλούσε και οι μελαγχολικές αναμνήσεις έγιναν αέρας, καπνός , λησμονιά στον πάτο του πηγαδιού.
http://katianouba.blogspot.gr/