Τρίτη, Μαρτίου 6

Ανάγκη παραγωγής πλούτου

.
Βασίλης Βιλιάρδος
Το να ενοχοποιεί κανείς το ευρώ ή την ΕΕ για τα δεινά της πατρίδας μας, πόσο μάλλον όταν δεν οφείλονται ούτε στο νόμισμα, ούτε στην Ευρώπη η κομματική ανικανότητα, η διαπλοκή και η διαφθορά που κατέστρεψαν σε μεγάλο βαθμό την οικονομία μας, είναι οξύμωρο – ενώ είναι αδύνατον να πιστεύει κάποιος ότι, η Ελλάδα θα έβγαινε από την κρίση με αυτό το πολιτικό σύστημα, εάν επέστρεφε στη δραχμή ή/και εγκατέλειπε την ΕΕ.
«Στην Ελλάδα ενοχοποιούνται το ευρώ, πολύ σωστά η Γερμανία, η πολιτική διαφθορά, η διαπλοκή και οι τράπεζες – δυστυχώς όμως όχι η μη δημιουργία πλούτου, η απομάκρυνση από τον πρωτογενή τομέα, το προβληματικό δημόσιο, τα θεσμικά μας ελλείμματα, η έλλειψη παιδείας και οι μη παραγωγικές επενδύσεις σε ακίνητα.
Το ευρώ δημιουργεί σίγουρα δυσεπίλυτα προβλήματα, όταν μία χώρα χάσει την ανταγωνιστικότητα της ή βυθιστεί σε μία κρίση – κάτι που όμως σημαίνει πως πρέπει απλά να προσέχει, όταν το υιοθετήσει, για να μην απολέσει την ανταγωνιστικότητα της και να μην οδηγηθεί σε κρίση, εκμεταλλευόμενη σωστά τα πλεονεκτήματα του φθηνού δανεισμού που προσφέρει«.
.

Ανάλυση


Ασφαλώς το νούμερο ένα πρόβλημα της Ελλάδας ήταν και είναι ο ανορθολογισμός, η ανευθυνότητα, η ανικανότητα και η τεράστια διαφθορά των πολιτικών της κομμάτων – τα οποία κατασκεύασαν το επαίσχυντο, αχόρταγο πελατειακό κράτος, το οποίο εμποδίζει την υγιή ατομική πρωτοβουλία, οπότε τη βιώσιμη εξέλιξη της χώρας. Αποτελεί δε μεγάλη προσβολή η δήλωση Ευρωπαίου στους Δελφούς, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα δεν μπορεί να τα καταφέρει μόνη της, οπότε πρέπει να είναι υπό τη διαρκή επιτήρηση των ξένων – χωρίς όμως να είναι σε θέση να τεκμηριώσει κανείς πως έχει άδικο, με κριτήριο αυτά που έχουν συμβεί μέχρι σήμερα από τις κυβερνήσεις της.
Όσον αφορά τα λόγια του πρωθυπουργού, ο οποίος ισχυρίσθηκε πως η Ελλάδα είναι η επόμενη μεγάλη ευκαιρία στον παγκόσμιο επενδυτικό χάρτη (the next big thing!), μόνο ως θλιβερά μπορούν να χαρακτηρισθούν – αφού η αναξιοκρατία, οι προσλήψεις συγγενών και φίλων από τον ίδιο και την κυβέρνηση του, συνεχίζονται όπως από τους προκατόχους του. Πόσο μάλλον όταν το ένα σκάνδαλο διαδέχεται το άλλο στη χώρα μας (επιδοτήσεις ενοικίων σε πάμπλουτους υπουργούς, Novartis κλπ.) – πάντοτε με τη συμμετοχή διεφθαρμένων πολιτικών ένθεν κακείθεν.
Στα πλαίσια αυτά, το να ενοχοποιεί κανείς το ευρώ ή την ΕΕ για τα δεινά της Ελλάδας (στις ευθύνες της Γερμανίας όσον αφορά το ευρώ έχουμε αναφερθεί πολλές φορές – επίσης στο ότι δεν υπάρχει μέλλον για τους Έλληνες Πολίτες χωρίς την ονομαστική διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του χρέους), πόσο μάλλον όταν δεν οφείλονται ούτε στο νόμισμα, ούτε στην Ευρώπη η πολιτική ανικανότητα, η διαπλοκή και η διαφθορά που κατέστρεψαν σε σημαντικό βαθμό την οικονομία μας, είναι οξύμωρο – ενώ είναι αδύνατον να φαντασθούμε πως μπορεί να πιστεύει κάποιος ότι, η χώρα θα έβγαινε από την κρίση με αυτό το πολιτικό σύστημα, εάν επέστρεφε στη δραχμή ή/και εγκατέλειπε την ΕΕ.
Ειδικά όσον αφορά τις κατηγορίες εναντίον της ΕΕ, σε σχέση με τις ευθύνες της για την αποψίλωση του πρωτογενή μας τομέα, το γεγονός ότι μία τόσο προβληματική από πλευράς κλίματος και στάθμης της θάλασσας χώρα, όπως η Ολλανδία, έχει καταφέρει να είναι η δεύτερη μεγαλύτερη παγκοσμίως στις εξαγωγές τροφίμων (94 δις € το 2016 – πηγή – έναντι περίπου 5 δις € της Ελλάδας), με συνολικές εξαγωγές 526,4 δις $ σε ένα ΑΕΠ ύψους 824,5 δις € (σχεδόν 64% όταν της Ελλάδας είναι κάτω από το 15%), ενώ είναι μέλος τόσο της Ευρωζώνης, όσο και της ΕΕ, με μόλις 3 εκ. εργαζομένους περισσότερους από τους Έλληνες, είναι αρκετό για να «κατατροπώσει» όλα μας τα επιχειρήματα – εκτός εάν μας αρέσουν οι ατεκμηρίωτες αυθαιρεσίες, οι οποίες όμως δεν μας βοηθούν καθόλου.
Περαιτέρω, είναι ίσως «οξύμωρο» να αναφέρεται κανείς σήμερα στην ανάγκη παραγωγής πλούτου, ως πρώτη προτεραιότητα της Ελλάδας – σε μία χώρα που έχουν επιβληθεί υπερβολικοί φόροι και μειώσεις μισθών, που η δημόσια και η ιδιωτική της ακίνητη περιουσία έχει υποστεί μειώσεις της τάξης του 40% (πάνω από 500 δις €), που εφαρμόζεται μία πολιτική άκρατης λιτότητας χωρίς κανένα αναπτυξιακό μέτρο (ακόμη και το σημερινό δημόσιο χρέος των 330 δις € θα ήταν βιώσιμο, εάν το ΑΕΠ είχε εξελιχθεί φυσιολογικά, στα 260 δις € – οπότε θα διαμορφωνόταν στο 127% του ΑΕΠ, ίσο με αυτό της Ιρλανδίας και χαμηλότερο από της Ιταλίας), που οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις της χρεοκοπούν μαζικά, που οι κάτοικοί της ξεπουλούν ή χάνουν τις περιουσίες τους για «ένα πιάτο φαγητό», όπως στην προηγούμενη κατοχή, που οι ικανότεροι νέοι της μένουν άνεργοι, υποχρεωμένοι να μεταναστεύσουν κοκ.
Πόσο μάλλον όταν η κυβέρνηση ισχυρίζεται ανόητα πως η αιτία της μη διενέργειας επενδύσεων είναι η έλλειψη ρευστότητας! Δυστυχώς παρά το ότι αποδεικνύεται πως η ρευστότητα (Μ3) κινείται ανάλογα με το ΑΕΠ μας (γράφημα) – ενώ το μεγαλύτερο μέρος της (90%) δημιουργείται από τις εμπορικές τράπεζες μέσω της παροχής δανείων (ανάλυση), τις οποίες η ίδια έχει αφελληνίσει επιβαρύνοντας μας με περίπου 40 δις €.
Όφειλε τουλάχιστον να γνωρίζει πως ξένες επενδύσεις, όταν μειώνεται συνεχώς η ζήτηση (κατανάλωση) από τα μνημόνια και την υπερβολική φορολόγηση, δεν διενεργούνται, εκτός από τον τουρισμό και τις εξαγωγές που μπορεί κανείς να εκμεταλλευθεί τη ζήτηση των άλλων χωρών – κάτι που όμως απαιτεί υψηλή ανταγωνιστικότητα και άρα ξανά επενδύσεις (δεν αρκούν οι μειώσεις των μισθών), οι οποίες εν προκειμένω προϋποθέτουν λογική και σταθερή φορολογία, φιλικό προς τις επιχειρήσεις δημόσιο, πολιτική σταθερότητα κοκ. που δεν προσφέρει η Ελλάδα.
Δεν διενεργούνται ούτε εγχώριες επενδύσεις, αφενός μεν για τις ίδιες παραπάνω αιτίες, αφετέρου επειδή δεν χρηματοδοτούνται οι ιδιώτες – όχι όμως επειδή δεν έχουν χρήματα οι τράπεζες, αφού για την παροχή δανείων δεν απαιτείται κάτι τέτοιο, αλλά λόγω του ότι υπάρχουν πλέον ελάχιστοι αξιόχρεοι οφειλέτες, μετά από τα οκτώ χρόνια βαθιάς ύφεσης που προκάλεσε η πιο αποτυχημένη (για τους ιθαγενείς) διάσωση όλων των εποχών (ανάλυση).
Ακόμη χειρότερα, οι λίγοι αξιόχρεοι οφειλέτες συγκεντρώνουν πλέον όλα τα χρήματα (παράδειγμα η Μυτιληναίος), οπότε μονοπωλούν σταδιακά την αγορά – με τελικό αποτέλεσμα να καταστρέφεται εντελώς η μεσαία τάξη, απομένοντας μία πολύ πιο φτωχή κατώτερη (99%), καθώς επίσης μία πάμπλουτη ανώτατη (1%).
Ανεξάρτητα τώρα από το οξύμωρο του θέματος, θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ξανά τις προϋποθέσεις παραγωγής πλούτου – παρά το ότι στη χώρα μας «καίγεται» καθημερινά ο υφιστάμενος πλούτος, καταρρέουν τα εισοδήματα, ενώ λεηλατείται και εξαθλιώνεται. Ελπίζουμε μόνο να μην περιμένει κανείς πως θα αναφερθούμε στον ενεργειακό μας πλούτο, όπως αρκετοί άλλοι – αφού δεν είμαστε τόσο ανόητοι ώστε να θεωρήσουμε πως μία μικρή και χρεοκοπημένη πλέον χώρα, έρμαιο των πιστωτών της, η οποία δεν έχει τη δυνατότητα ούτε να εξορύξει μόνη της το φυσικό αέριο, ούτε να χρηματοδοτήσει κάτι τέτοιο, ούτε να τον προστατεύσει στρατιωτικά, ευρισκόμενη σε ένα τόσο επικίνδυνο γεωπολιτικό σημείο, μπορεί πραγματικά να ωφεληθεί (αντίθετα, πιστεύουμε πως θα μας κοστίσει πανάκριβα).
Η αιτία της ανανεωμένης υπενθύμισης μας είναι το ότι, θεωρούμε πως η γνώση και η σωστή ενημέρωση συμβάλλουν, μεταξύ άλλων, στην αλλαγή της υφιστάμενης νοοτροπίας και της ηττοπάθειας των Ελλήνων – οπότε κάποια στιγμή θα ανατρέψουν τελικά τα δεδομένα, επαναφέροντας την Ελλάδα σε πορεία ανάπτυξης. Ως εκ τούτου, θα συνεχίσουμε να διαπραγματευόμαστε με θεωρητικά και ιστορικά οικονομικά θέματα, τα οποία επιδέχονται φυσικά αλλαγές με βάση τη σύγχρονη εμπειρία – παραμένοντας αισιόδοξοι για το μέλλον της πατρίδας μας, η οποία έχει καταφέρει να επιβιώσει για πολλές χιλιετίες, βλέποντας αρκετούς «βαρβάρους» να έρχονται και να παρέρχονται.
Ζητάμε συγνώμη βέβαια για το μέγεθος του κειμένου, δηλώνοντας ξανά πως ο σκοπός της σελίδας μας δεν είναι τα «κλικς», αλλά οι ολοκληρωμένες αναλύσεις που προσφέρουν εκείνη τη γνώση που μπορεί να μετατραπεί σε δύναμη – ενώ εάν δεν έχει κανείς την υπομονή να διαβάσει, έτσι και αλλιώς δεν βοηθάει τις γνώσεις του.

Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΠΛΟΥΤΟΥ            

Είναι γνωστό πως το κεφαλαιοκρατικό (καπιταλιστικό) σύστημα, όπως και τα εξ’ ίσου επιτυχημένα «υποσυστήματα» του (επιχειρήσεις, νοικοκυριά κλπ), παράγει πλούτο, στηριζόμενο (α)  στη συσσώρευση κεφαλαίου (μετρητών, παγίων, γνώσεων κλπ), καθώς επίσης (β)  στο συνεχή «ανατοκισμό» του . Οι «αρετές» του ανατοκισμού με την ευρύτερη έννοια του όρου (γνώσεις, δεξιότητες, εμπειρίες κλπ.), θεωρούνται τουλάχιστον ιλιγγιώδεις – αφού οι τόκοι προστίθενται στο κεφάλαιο, τοκίζονται ξανά και το πολλαπλασιάζουν, χωρίς να το καταναλώνουν.
Στα πλαίσια αυτά, η κεφαλαιακή συσσώρευση, μέσα σε μία εθνική Οικονομία, είναι το αποτέλεσμα αφενός μεν ενός τετραπλού συνδυασμού κοινωνικών παραγόντων, αφετέρου δε ενός «νεωτεριστή» επιχειρηματία, ο οποίος προκαλεί στη σωστή χρονική στιγμή τη «δημιουργική καταστροφή» (Schumpeter).
Ο τετραπλός συνδυασμός
Περαιτέρω, ο τετραπλός συνδυασμός κοινωνικών παραγόντων, σε χώρες και εποχές που λειτούργησε ολοκληρωμένα (κυρίως στο τέλος του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα), ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικός – θετικός δηλαδή για την υλική τους πρόοδο, καθώς επίσης για τη δημιουργία πλούτου, ενώ περιγράφεται ως εξής:
(α)  Οι Εργαζόμενες τάξεις: Αποδέχονται μία κατάσταση, στην οποία μπορούν να ονομάσουν «δικό τους» ένα πολύ μικρό μέρος του αποτελέσματος – των κερδών επομένως που αυτοί, η φύση και οι επιχειρηματίες (ιδιοκτήτες του κεφαλαίου) συνεργάζονται για να παράγουν. Για παράδειγμα, θεωρούν δική τους την επιχείρηση στην οποία εργάζονται, χωρίς να έχουν απαιτήσεις ανάλογες με τα κέρδη (υπεραξίες) που παράγουν – περιορίζοντας τις ανάγκες του σήμερα, προς όφελος της μελλοντικής ασφάλειας (διαρκούς εργασίας κλπ.) των ίδιων και των απογόνων τους.
(β)  Οι Κεφαλαιοκρατικές τάξεις: Ονομάζουν δικό τους το μεγαλύτερο μέρος του αποτελέσματος που οι ίδιοι, η φύση και οι εργαζόμενοι παράγουν –  θεωρητικά ελεύθεροι να το καταναλώσουν, αλλά με την άρρητη, άγραφη συμφωνία, ότι θα καταναλώνουν μόνο ένα ελάχιστο μέρος του.
Ουσιαστικά λοιπόν, αναλαμβάνουν το ρίσκο με κίνητρο την κοινωνική καταξίωση (επιβεβαίωση των ιδιαίτερων επιχειρηματικών ικανοτήτων τους), ενώ δεν «αφαιρούν» τα κέρδη από τις επιχειρήσεις τους, αλλά τα επανεπενδύουν –  προτιμώντας την ικανοποίηση και τη σιγουριά που τους παρέχει η επένδυση τους, από τις «ηδονές» της άμεσης κατανάλωσης.
Ακριβώς εδώ έγκειται η κύρια «νομιμοποίηση» του καπιταλιστικού συστήματος αφού, εάν οι κεφαλαιοκρατικές τάξεις δαπανούσαν εξ ολοκλήρου το νέο τους πλούτο στις προσωπικές απολαύσεις τους, οι εργαζόμενες τάξεις θα θεωρούσαν από καιρό τώρα ανασφαλές και επομένως ανυπόφορο το καπιταλιστικό καθεστώς (όπως διαπιστώνουμε ότι συμβαίνει σε αρκετές χώρες σήμερα).
(γ)  Το Κράτος: Το δημόσιο στη συνέχεια, οργανώνεται κοινωνικά και οικονομικά με τέτοιον τρόπο, έτσι ώστε να εξασφαλίζει τη μέγιστη δυνατή συσσώρευση κεφαλαίου. Με την οικονομική ανάπτυξη να προσφέρει τη δυνατότητα μίας συνεχούς βελτίωσης των καθημερινών συνθηκών του συνολικού πληθυσμού, το Κράτος διενεργεί ως εξής:
(1)  Μοιράζει πολύ προσεκτικά και μετρημένα ένα μέρος του παραγόμενου πλούτου στις εργαζόμενες τάξεις, κυρίως με τη μορφή κοινωνικών παροχών που λειτουργούν προσθετικά στην ανάπτυξη (παιδεία, με στόχο τη δημιουργία παραγωγικότερου εργατικού δυναμικού) και αφαιρετικά στις δαπάνες (για παράδειγμα, η παροχή σωστών υπηρεσιών υγείας μειώνει το κόστος της νοσηλείας).
(2)  Διατηρεί περιορισμένες τις δαπάνες λειτουργίας του, επιλέγοντας την εθνική ισχύ που προϋποθέτει την οικονομική ισχύ, από την «ικανοποίηση» των ψηφοφόρων («ωφελιμιστικά» κυρίως και όχι ηθικά, προτιμάται η εντιμότητα από τη διαφθορά).
(3) Εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις, με βάση τις οποίες ένα μεγάλο μέρος του αυξημένου εισοδήματος, οδηγείται στον αποκλειστικό έλεγχο εκείνης της τάξης (κεφαλαιοκρατικής), η οποία είναι λιγότερο πιθανόν να το καταναλώσει (μη φορολόγηση του κεφαλαίου που επανεπενδύεται, επιδοτήσεις, άμεσες ενισχύσεις, συλλογικές εξαγωγικές προωθητικές ενέργειες κλπ.).
(δ)  Όλοι μαζί οι συμμετέχοντες (Κράτος, επιχειρήσεις, εργαζόμενοι): Το σύνολο της κοινωνίας έχει άτυπα συνυπογράψει ένα κοινωνικό συμβόλαιο, με βάση το οποίο ένα μέρος του  παραγόμενου πλούτου συσσωρεύεται στο Κράτος (μέσω των ετήσιων φόρων κλπ.) και διαχειρίζεται σε τέτοιο βαθμό χρηστά από τους δύο ουσιαστικά αλληλο-ελεγχόμενους και ανεξάρτητους συντελεστές του (Κυβερνών κόμμα, Δημόσια Διοίκηση), έτσι ώστε να εξασφαλίζει την εθνική ισχύ, τη μεγαλύτερη δυνατή μελλοντική ασφάλεια και τη βελτίωση του «γένους» – αυτό δηλαδή που στην πραγματικότητα θεωρείται «πρόοδος».
Για όλους δε ισχύει το «καθήκον της αποταμίευσης», η οποία τότε αποτελεί αντικείμενο αληθινής θρησκείας. Ο τρόμος που παρατηρείται σήμερα, κυρίως στις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες, όταν μειώνεται το ΑΕΠ τους, είναι χαρακτηριστικός – επειδή στην ανάπτυξη, στη συνεχή αύξηση δηλαδή του ΑΕΠ και στην αποταμίευση, στηρίζεται ολόκληρο το οικονομικό τους σύστημα: ο «κοινωνικός καπιταλισμός».
Στην πραγματικότητα λοιπόν, η ανισότητα της διανομής του παραγομένου αποτελέσματος (κερδών) είναι αυτή που κάνει δυνατή τη συσσώρευση του παγίου πλούτου και των κεφαλαιακών βελτιώσεων μέσα σε μία κοινωνία – όπως και μέσα σε μία ιδιωτική επιχείρηση. Η τεράστια συσσώρευση κεφαλαίων που χαρακτηρίζει πολλές δυτικές χώρες δεν θα μπορούσε ποτέ να προέλθει μέσα από κοινωνίες, σχεδιασμένες έτσι ώστε ο πλούτος να διανέμεται ισότιμα και δίκαια.
Δυστυχώς όμως, η υπερβολική ισχύς του χρηματοπιστωτικού συστήματος σήμερα, με την στρεβλή αναδιανομή που προκαλεί, κυρίως με τη μεταφορά πλούτου από τις κατώτερες και μεσαίες τάξεις προς τις ανώτερες (μεταξύ άλλων με τη βοήθεια των κεντρικών τραπεζών), οι οποίες όμως συσσωρεύουν απλά πλούτο και δεν επενδύουν (γράφημα), έχει αλλάξει εντελώς τα δεδομένα – με τη μικρομεσαία τάξη να χαρακτηρίζεται από χρέη και τις ελίτ από περιουσιακά στοιχεία.
Πρόκειται προφανώς για μία διαστρέβλωση του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο δεν έχει πλέον καμία σχέση με το σύστημα της ελεύθερης αγοράς – έχοντας αναμφίβολα ημερομηνία λήξης, ενώ δεν είναι καθόλου απίθανο να οδηγήσει τελικά τον πλανήτη σε έναν παγκόσμιο πόλεμο.
Ο νεωτεριστής επιχειρηματίας
Συνεχίζοντας από την άλλη πλευρά, ως «συμπλήρωμα» του παραπάνω τετραπλού συνδυασμού, ο νεωτεριστής επιχειρηματίας υπεισέρχεται συνήθως εκείνη τη χρονική στιγμή που η κοινωνία έχει στερέψει από δημιουργικές ιδέες – που η υφιστάμενη κερδοφορία των επιχειρήσεων είναι οριακή, ενώ η αναγκαστική κατανάλωση του συσσωρευμένου κεφαλαίου, ελλείψει νέων επενδυτικών ευκαιριών, εμφανίζεται απειλητική. Οι νεωτεριστικές, κερδοφόρες ιδέες του καταστρέφουν τις παγιωμένες, μη αποτελεσματικές επιχειρησιακές δομές – ενώ απορροφούν το λιμνάζων κεφάλαιο, εμποδίζοντας την κατανάλωση να το εξανεμίσει και ξεκινούν από την αρχή τη διαδικασία της συσσώρευσης.
Απαραίτητη προϋπόθεση της θεραπευτικής εμφάνισης και δραστηριοποίησης του νεωτεριστή επιχειρηματία, είναι ο μέγιστος δυνατός περιορισμός της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς στο δημόσιο – καθώς επίσης η εξασφάλιση της «δεύτερης ευκαιρίας» (ευέλικτο πτωχευτικό δίκαιο και υγιείς θεσμικές-κοινωνικές δομές, οι οποίες δεν καταδικάζουν αξιωματικά τις «έντιμες» φυσικά, αλλά μη επιτυχημένες επιχειρηματικές προσπάθειες).
Εξαιρετικό παράδειγμα της παραπάνω (4+1) διαδικασίας, αποτελεί αναμφίβολα η Γερμανία, ιδιαίτερα πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο – ενώ οι ομοιότητες της εποχής μας με τότε είναι το λιγότερο εντυπωσιακές.
Σε γενικές γραμμές η χώρα αυτή, μετά το 1870, «μετασχηματίσθηκε» από αγροτική και κυρίως αυτοσυντήρητη Οικονομία, σε μία απέραντη και περίπλοκη βιομηχανική μηχανή (Keynes) – εξαρτώμενη για τη λειτουργία της από την ισορροπία πολλών παραγόντων εκτός Γερμανίας, αλλά και εντός αυτής.
Μόνο λειτουργώντας η μηχανή αυτή αδιάκοπα και σε πλήρη δράση, μπορούσε να βρει απασχόληση στο εσωτερικό για τον συνεχώς αυξανόμενο πληθυσμό της (από 40 εκ. το 1870 στα 68 εκ. το 1914), καθώς επίσης τα μέσα για να αγοράζει «τα προς το ζην» από το εξωτερικό. Έμοιαζε δηλαδή με μία «σβούρα» η οποία, για να διατηρήσει την ισορροπία της, έπρεπε να γυρίζει όλο και πιο γρήγορα  – ίσως η Κίνα σήμερα, όπως και η Ιαπωνία μερικές δεκαετίες πριν, να ακολουθεί πιστά τον ίδιο δρόμο.
Έτσι, γύρω από τη Γερμανία (σαν κεντρικό «υποστύλωμα»), συγκεντρώθηκε τότε το υπόλοιπο του ευρωπαϊκού οικονομικού συστήματος – αφού, από την ευημερία και την επιχειρηματικότητα της εξαρτιόταν κυρίως η ευημερία των υπολοίπων κρατών της Ευρώπης. Ο αυξανόμενος βηματισμός της Γερμανίας τότε έδωσε στους γείτονες της διέξοδο για τις εξαγωγές των προϊόντων τους – σε αντάλλαγμα για την οποία η ορθολογική επιχειρηματικότητα του Γερμανού εμπόρου, τους εφοδίαζε για τις βασικές ανάγκες τους σε χαμηλές τιμές (βλέπε σήμερα τις γερμανικές εκπτωτικές αλυσίδες λιανικού εμπορίου, όπως τις Aldi, Lidl κλπ).
Οι χαμηλές αυτές τιμές προέρχονταν αφενός μεν από την διαπραγματευτική ισχύ των μετρητών χρημάτων (του πλούτου δηλαδή), αφετέρου από το γεγονός ότι, η αγοραστική δύναμη της μίας γερμανικής εργατοώρας αυξανόταν συνεχώς, σε σχέση με την αγοραστική δύναμη της εργατοώρας των υπολοίπων χωρών.
Για παράδειγμα, η παραγωγή ενός προϊόντος (συνήθως μηχανημάτων) στη Γερμανία κόστιζε συνεχώς λιγότερες ώρες εργασίας, αφού ήταν το αποτέλεσμα όλο και πιο εξελιγμένων μεθόδων (οργανωτικών, γνωστικών, κεφαλαιουχικών κλπ). Αντίθετα, η παραγωγή των προϊόντων που εισήγαγε (αντάλλασσε τρόπον τινά με τα δικά της), κόστιζε στις άλλες χώρες σχετικά σταθερές (γεωργικά προϊόντα κλπ) ή φθηνότερες ώρες εργασίας (καταναλωτικά προϊόντα από χώρες φθηνού εργατικού δυναμικού). Ακόμη πιο απλά σήμερα, με ένα αυτοκίνητο ή με ένα φάρμακο αγοράζεις όλο και πιο πολλούς τόνους ντομάτας ή όλο και περισσότερα κινέζικα προϊόντα.
Επί πλέον, η Γερμανία δεν τροφοδοτούσε μόνο το εμπόριο των συγκεκριμένων χωρών, αλλά, στην περίπτωση μερικών από αυτές, προμήθευε ένα μεγάλο μέρος του απαιτούμενου για την ανάπτυξη τους κεφαλαίου. Τέλος, μέσω του συστήματος της «ειρηνικής διείσδυσης», έδινε σε αυτές τις χώρες όχι μόνο κεφάλαιο, αλλά και κάτι που δεν είχαν λιγότερο ανάγκη: οργάνωση  (ακολούθησαν βέβαια οι δύο καταστροφικοί παγκόσμιοι πόλεμοι, οι οποίοι «αποκάλυψαν» σε όλους τα προβλήματα της εθνικής εξάρτησης – το που δηλαδή μπορεί να οδηγήσει μία χώρα, η εξάρτηση της οικονομίας της αποκλειστικά από μία άλλη).
Συμπερασματικά λοιπόν, η επιτυχία του κεφαλαιοκρατικού συστήματος οφείλεται στην αυταπάρνηση (εκ μέρους όλων – εργαζομένων, επιχειρηματιών και πολιτικών) των υπερβολών του παρόντος για χάρη του μέλλοντος, ενώ στηρίζεται στην αρχή «μίας μέγιστης συσσώρευσης κεφαλαίου», βασισμένης στην άνιση κατανομή των πόρων –  στην πολύ περιορισμένη δηλαδή αναδιανομή των εισοδημάτων.
Η αντιστροφή αυτής της αρχής (γεγονός που συμβαίνει όταν οι εργαζόμενες τάξεις δεν είναι πλέον πρόθυμες να απέχουν σε τόσο μεγάλο βαθμό από τις ανάγκες του παρόντος, ενδεχομένως «υποκινούμενες» από συντεχνίες, από συνδικαλιστικές οργανώσεις, αλλά και από τις ίδιες τις κεφαλαιοκρατικές τάξεις που, αβέβαιες για το μέλλον, επιδιώκουν να απολαύσουν πληρέστερα τις ελευθερίες της κατανάλωσης στο παρόν), σημαίνει προφανώς την αρχή του τέλους για το δημοκρατικό καπιταλιστικό σύστημα (κοινωνικός καπιταλισμός).
Το ολιγαρχικό πολιτικό σύστημα (μονοπωλιακός καπιταλισμός), στο οποίο βασιλεύει η υπερκατανάλωση (=σπατάλη φυσικού και υλικού πλούτου), ο υπερδανεισμός, η «κλοπή» των απρόσωπων επιχειρήσεων από τα στελέχη τους, οι διεθνείς ληστείες, η διαφθορά και η αδιαφορία για το μέλλον, φαίνεται να είναι μία ενδιάμεση εξέλιξη του – ενώ το δικτατορικό (απολυταρχικός καπιταλισμός) θα είναι η τελική του μορφή (υποθέτοντας βέβαια ότι η κομμουνιστική λύση είναι παρελθόν ή, έστω, πολύ μακρινό μέλλον).
Οι σημερινές ιδιαιτερότητες
Περαιτέρω οι εξελίξεις που προβλέπονται, με κριτήριο τη σπατάλη πλούτου που παρατηρείται, καθώς επίσης την αθέτηση του κεφαλαιοκρατικού συμβολαίου από όλους τους άρρητα συμβαλλομένους (εργαζομένους, επιχειρηματίες, κράτη), επιταχύνονται παρά επιβραδύνονται, με τη σοσιαλιστική λύση που τυχόν προκρίνεται από συγκεκριμένες κοινωνίες και η οποία εκφράζεται από την (έντιμη και κοινωνικά σωστή βέβαια) αναδιανομή των εισοδημάτων, προς όφελος των ασθενέστερων τάξεων – αυτών δηλαδή που, φυσικά από σχετική ανάγκη, είναι προσανατολισμένες στην κατανάλωση και όχι στη συσσώρευση του κεφαλαίου.
Με απλά λόγια, η αναδιανομή εισοδημάτων, η αφαίρεση δηλαδή των χρημάτων από αυτούς που τα επενδύουν και η ταυτόχρονη απόδοση τους σε αυτούς που τα καταναλώνουν (προφανώς σε ξένα, εισαγόμενα προϊόντα, αφού μειώνονται οι εσωτερικές επενδύσεις, ενώ «υποδαυλίζεται» η ανεργία), όσον αφορά τουλάχιστον τις υπερχρεωμένες Οικονομίες, δεν επιλύει το πρόβλημα – αλλά ουσιαστικά το μεταφέρει επαυξημένο στο μέλλον.
Αντί δηλαδή ο πληθυσμός τους να στερηθεί εντελώς κάποια αγαθά, πόσο μάλλον κάποιες απολαύσεις στο παρόν, προς όφελος της μελλοντικής του προόδου, επιλέγει την περιορισμένη στέρηση – αδιαφορώντας έτσι για τη μελλοντική, ανεξάρτητη από αβέβαιες εξωτερικές συνθήκες,  ευημερία του.
Από καθαρά δημοσιονομική σκοπιά τώρα (Keynes πάντοτε), χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, μία φορολογική μείωση του βιοτικού επιπέδου των πλουσιότερων (αριθμητικά περιορισμένων) τάξεων δεν είναι τόσο επωφελής (επομένως ουτοπική, αν όχι σκόπιμη εξαπάτηση ή «παραπλάνηση» των μαζών), όσο αυτού των κατωτέρων και μικρομεσαίων – αφού είναι αριθμητικά πολυπληθέστερες, συνιστώντας μία κατά πολύ μεγαλύτερη, αλλά και πολύ πιο ανυπεράσπιστη «φορολογική» βάση (όσον αφορά τουλάχιστον την κάλυψη υπερβολικά μεγάλων δημοσιονομικών αναγκών, οι οποίες προέρχονται από ουσιώδη και μακρόχρονη «εκτροπή» του κρατικού συστήματος).
Επομένως η «αναδιανεμητική», αριστερόστροφη συνήθως λύση, είναι η πλέον αναποτελεσματική, όταν μία Οικονομία είναι έντονα υπερχρεωμένη και αναζητούνται τρόποι επίλυσης των δημοσιονομικών προβλημάτων της – ιδιαίτερα μέσα σε μία «κεφαλαιοκρατικά» οργανωμένη, πλειοψηφικά «φιλελεύθερη» Ευρώπη.
Όταν δε αυτή η Οικονομία δεν έχει καθόλου εκπαιδευθεί στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, πόσο μάλλον όταν όπως η Ελλάδα έχει απογοητευθεί εντελώς από το παρελθόν της (κυβερνητική διαφθορά, διοικητική ανεπάρκεια, επιχειρηματική υπερκατανάλωση, εγωπαθής πλούτος με έντονες τάσεις αυτοπροβολής, «αλλοτριωμένα» ΜΜΕ κλπ), η χρεοκοπία είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένη και πιθανόν αδύνατον να αποφευχθεί – εκτός εάν η παραπαίουσα Οικονομία «υποστεί» ή αποδεχθεί τελικά, σαν αντάλλαγμα βέβαια για την επιβίωση της, την «ειρηνική διείσδυση» ενός ισχυρού άλλου Κράτους (ή μίας ομάδας κρατών), του οποίου ενδεχομένως αποτελούσε απώτερο στόχο.
Ο μοναδικός, ο «ύστατος» καλύτερα τρόπος για να ξεφύγει ένα τέτοιο κράτος από τη «μοίρα» του, την οποία έχει δυστυχώς το ίδιο προκαλέσει, είναι η επαναφορά των βασικών αρχών του κεφαλαιοκρατικού συστήματος – το οποίο όμως, στη σημερινή εποχή, μπορεί να αποδώσει περισσότερο μέσα από την καθιέρωση της «συμμετοχικής», άμεσης Δημοκρατίας (ειδικά σε μικρές χώρες, όπου η υιοθέτηση της είναι πρακτικά ευκολότερη).
Η αιτία είναι το ότι, μόνο μέσα σε μία πραγματική δημοκρατία είναι πρόθυμοι οι άνθρωποι να υποστούν τις απαραίτητες θυσίες για την ευημερία της χώρας τους – αφού, περισσότερο από ότι στα άλλα καθεστώτα, κατανοούν απόλυτα και αντιμετωπίζουν άφοβα την πραγματικότητα.
Απαραίτητη προϋπόθεση είναι βέβαια η δημιουργία συνθηκών εμπιστοσύνης μεταξύ όλων των «συναλλασσομένων» (εργατική τάξη, επιχειρηματίες, κράτος) – έτσι ώστε να επανιδρυθεί συμμετοχικά η Οικονομία της χώρας τους, να λειτουργήσει ορθολογικά (παραγωγικά, οικονομικά, με αυξημένες αποταμιεύσεις κλπ), μέσα σε ένα Κράτος Δικαίου, να παράγει πλούτο και να ανεξαρτητοποιηθεί, χωρίς βέβαια να απομονωθεί, από τρίτους.
Η συνεχής εκπαίδευση των Πολιτών, η σωστή ενημέρωση τους, η συμμετοχή τους στις σημαντικές εθνικές αποφάσεις, ο διαχωρισμός των τεσσάρων εξουσιών, ο δημόσιος έλεγχος, η χρηματοδότηση της χώρας τους με τη βοήθεια «Εθνικών ομολόγων» και όχι με υπερβολικούς, νέους φόρους (υπενθυμίζουμε ότι ήδη από το 13ο αιώνα οι Βενετοί «ανακάλυψαν» ότι η χρηματοδότηση των πολέμων τους ήταν ευκολότερη μέσω του δανεισμού από τους Πολίτες τους, παρά μέσω νέων φόρων – ουσιαστικά εδώ «γεννήθηκε» η αγορά των ομολόγων), είναι μερικά μόνο από τα μέσα, τα οποία έχει στη διάθεση της και οφείλει να αξιοποιήσει σωστά η εκάστοτε κυβέρνηση (λίγα χρόνια πριν, μία μικρή κοινότητα εξέδωσε ομόλογα για τη χρηματοδότηση της, με επιτόκιο 3%, τα οποία αγοράστηκαν από τους ίδιους τους κατοίκους της).
Όλες οι άλλες μέθοδοι, όπως η «χρηματοπιστωτική καταστολή» (financial repression), η αντιμετώπιση δηλαδή της υπερχρέωσης μέσω των χαμηλών επιτοκίων, η οποία επιχειρείται σήμερα, δεν οδηγούν πουθενά – αφού αυξάνουν ακόμη περισσότερο τις εισοδηματικές ανισορροπίες, οι οποίες δεν οδηγούν σε αυξημένες επενδύσεις των ελίτ, επειδή η προβλεπόμενη ζήτηση είναι χαμηλότερη, αλλά σε φυγή κεφαλαίων.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας ο «διάβολος» του Malthus, η απόκλιση δηλαδή μεταξύ του ρυθμού αναπαραγωγής των μέσων επιβίωσης (αναπαραγωγή με αριθμητικό τρόπο, 1-2-3-4…) και του ρυθμού αναπαραγωγής του ανθρώπινου είδους (αναπαραγωγή με γεωμετρικό τρόπο, 2-4-8-16…), έστω και με δύο αιώνες καθυστέρηση, φαίνεται πλέον να «αντικρίζει» απειλητικά την ανθρώπινη κοινότητα.
Το γεγονός αυτό συμπεραίνεται από το ότι, αυξάνεται υπερβολικά τόσο ο παγκόσμιος πληθυσμός (υπολογίζεται ότι θα ανέλθει στα 9 δις σε λίγες δεκαετίες), όσο και ο πληθυσμός που υπεισέρχεται στο καπιταλιστικό σύστημα (= φυσική αναδιανομή εισοδημάτων) – ενώ, αντίθετα, η Φύση (ενέργεια, αγροτική παραγωγή, περιβάλλον κλπ), υποχωρεί με συνεχώς αυξανόμενο, σχεδόν άτακτο ρυθμό.
Προφανώς και από εδώ, όπως από αρκετές άλλες πλευρές, φαίνεται ο κίνδυνος ενός τρίτου παγκόσμιου πολέμου – τον οποίο όμως δεν θα ακολουθούσε ο τέταρτος, κατά τον Αϊνστάιν.
viliardos@analyst.gr
Οικονομολόγος
Face book  Twitter