Παρασκευή, Δεκεμβρίου 7

«Οι άνθρωποι ενώνονται για να χωρίσουν»

«Οι άνθρωποι ενώνονται για να χωρίσουν»
Η ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια Έρα Μουλάκη θέτει τις ερωτήσεις και ο Τρύφων Ζαχαριάδης ξεδιπλώνει τη σκέψη του για τις έννοιες της συντροφικότητας και του αποχωρισμού, της αγάπης και της αυτοφροντίδας,της μοναξιάς και της μοναχικότητας.

ΕΡ. : Θα ήθελα να σας ρωτήσω πως αποφασίσατε να γράψετε για τις δύο αυτές συναισθηματικές «έννοιες» και ταυτόχρονα ποιο ρόλο έπαιξε στη συγγραφή τους η ιδιότητα σας ως ψυχοθεραπευτή;
ΤΡΥΦΩΝ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ: Η βιωματική διαδρομή μου με οδήγησε να επιλέξω τις δυο κυρίαρχες συγκινήσεις της ζωής. Η ψυχοθεραπευτική μου ενασχόληση με διευκόλυνε να «οργανώσω» συμπεράσματα και απόψεις για τον ψυχισμό, όταν αυτός καλείται να διαχειριστεί εμπειρίες σαν της συντροφικότητας και του αποχωρισμού.
Το ενδιαφέρον ίσως στο συγκεκριμένο βιβλίο έχει σχέση με τους τρεις βασικούς ρόλους ζωής που διεκπεραιώνουμε. Δηλαδή το πώς συντροφεύουμε και το πώς αποχωριζόμαστε αντίστοιχα τους ρόλους του παιδιού, του εραστή και του γονιού. Η κατεύθυνσή μας θα έπρεπε να διατηρεί συνάφεια με τη συναισθηματική ωριμότητα, ώστε να καταφέρουμε να συντροφεύσουμε με «υγεία» αυτούς που διαλέγουμε και να αποκτήσουμε την ψυχική αντοχή, όταν χρειάζεται, να τους αποχωρισθούμε. Όμως είναι γνωστό ότι δεν λειτουργούμε με ανάλογες προδιαγραφές. Αφήνουμε πολλά περιθώρια επαφής με σκοτεινά, συχνά εχθρικά συναισθήματα, που καθορίζουν δυσάρεστα τις συμπεριφορές της καθημερινότητάς μας.
ΕΡ. :Δύο φράσεις στο βιβλίο σας «Οι άνθρωποι ενώνονται για να χωρίσουν» και «Η συντροφικότητα προσδοκά την κάλυψη της μοναξιάς ενώ ο αποχωρισμός πιστοποιεί τη μοναχικότητα», δεν θεωρείται ότι είναι προκλητικές; Δηλαδή οι φίλοι, οι γονείς, δεν μπορούν να καλύψουν αυτό το κενό;
ΤΡΥΦΩΝ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ: Η πρώτη αναφορά δεν είναι ούτε φιλοσοφική ούτε ψυχολογική. Εμπεριέχει την αλήθεια της ανθρώπινης θνητότητας. Από την ώρα που γεννιόμαστε φέρουμε εντός μας και τη ζωή και το θάνατο. Ο αποχωρισμός επομένως είναι μια αδιαπραγμάτευτη πραγματικότητα. Συμβολικά το ίδιο συναντάμε στις ανθρώπινες σχέσεις. Ο έρωτας έχει αρχή και τέλος. Οι φιλίες δικαιολογημένα διεκδικούν αλληλοτροφοδότηση συναισθηματική και όχι μόνο. Κάποιες περιπτώσεις που μοιάζουν «σχετικά ιδανικές», επειδή είναι σπάνιες, πιστοποιούν τη ματαίωση που εισπράττει η πλειονότητα των ανθρώπων. Αυτοί που αγαπάμε είναι οι υποψήφιοι «Ιούδες» της ζωής μας. Όχι βέβαια γιατί πάντα οι «Άλλοι» είναι κακοί, όσο γιατί μεγαλώνουμε σίγουροι ότι οι άλλοι μας «οφείλουν» περισσότερα από αυτά που μας δίνουν. Πρόκειται για ένα γαϊτανάκι ανωριμότητας, που ο καθένας το ενισχύει με τις διεκδικήσεις του.
Όσο για τους γονείς και τη δυνατότητα να καλύπτουν με την αγάπη τους την μοναχικότητά μας, θα σας έλεγα πως αυτό συμβαίνει στην παιδική ηλικία. Αν στην ενήλικη ζωή, μας αρκεί αυτή η αγάπη, υποδηλώνει ότι δεν έχουμε την συναισθηματική ικανότητα να αγαπήσουμε (συντροφεύσουμε ικανοποιητικά) άλλους ανθρώπους εκτός από τους γονείς μας και να νοιώσουμε μαζί τους σχετική πληρότητα. Επομένως, κάτι βλαπτικό αναπτύχθηκε στη συνάφεια με τους γονείς στη συναισθηματική εκπαίδευση των παιδικών μας χρόνων.
ΕΡ.: «Η ανάγκη να υπάρχουμε στην καθημερινότητα των άλλων με την ελπίδα ότι δεν θα χρειαστεί να τους αποχωριστούμε ποτέ» προκύπτει λόγω της έλλειψης συναισθηματικής ωριμότητας ή είναι μια φυσική μας ανάγκη;
ΤΡΥΦΩΝ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ: Αυτό που στο ερώτημά σας ονομάζετε «φυσική ανάγκη», είναι διαφορετικό ως διεκδίκηση στην παιδική ηλικία και άλλο στην ενήλικη ζωή. Πρόκειται για το αυτονόητο αίτημα «του ατελεύτητου, του αιώνιου, του αθάνατου» που ζητά το βρέφος από τη μητέρα του και που «δεν συμφέρει να την αποχωριστεί ποτέ», μια και η αιώνια παρουσία της επιβεβαιώνει την ικανοποίηση των αναγκών του και καλύπτει το αίσθημα της επιβίωσής του.
Αργότερα όταν έρθει κάποιος σε επαφή με την έννοια ή την αίσθηση-φόβο του τέλους ή του θανάτου, συνειδητοποιώντας τη θνητότητα, «παίζει παιχνίδια ουτοπίας» με το συναίσθημά του. Υπόσχεται ότι θα «αγαπά κάποιον για πάντα», λέει «δεν θα σε προδώσω ποτέ» και ελπίζει ότι έτσι θα πουν και θα πράξουν και οι άλλοι. Δηλαδή λειτουργεί με μια συνειδητή ψευδαίσθηση «συνεχούς διάρκειας». Θέλει να πείσει τον εαυτό του για το «μη τέλος».
Δεν πιστεύω ότι η πλειονότητα των ανθρώπων επιλέγει την αφέλεια. Γνωρίζω όμως ότι αν χρειάζεται να ευτυχήσουμε στιγμιαία, δεν είναι φοβερό να «κάνουμε» τους αφελείς!
ΕΡ.: Η «αυτοφροντίδα» που σχολιάζετε σε κάποια σημεία του βιβλίου, μπορεί να σημαίνει ότι δεν έχουμε ανάγκη τους άλλους;
ΤΡΥΦΩΝ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ: Όχι δεν έχει σχέση με αίσθημα ή κατεύθυνση «παντοδυναμίας». Τους άλλους τους έχουμε ανάγκη και πρακτικά και συναισθηματικά. Είναι κοινή στην ανθρώπινη φύση η ανάγκη όλων να αγαπηθούν από το «σημαντικό άλλο». Στην βρεφική ηλικία αν δεν με ταΐσουν, δεν με φροντίσουν, θα μαραζώσω και θα πεθάνω. Στην ενήλικη ζωή αν δεν με «ταΐσουν και δεν με φροντίσουν», θα πρέπει να επιβιώσω αυτοφροντιζόμενος. Σε διαφορετική περίπτωση, θα τριγυρνώ ως ανήμπορο βρέφος γύρω από το «στεγνό στήθος» διεκδικώντας μίζερα ένα «ντάντεμα» που κάποιος αρνείται ή δεν μπορεί να μου το προσφέρει. Η γνώση και η ενεργοποίηση της αυτοφροντίδας είναι το αντίδοτο στο «διαρκές τραύμα».
Η αυτοφροντίδα είναι ο πυρήνας της ωριμότητας και έχει διάφορες εκφάνσεις. Μια διάστασή της έχει σχέση με την ψυχολογική προετοιμασία μας από τους γονείς, να τους αποχωριζόμαστε. Μια άλλη είναι να αντέξουμε εμείς ως γονείς να διευκολύνουμε τα παιδιά μας να μας αποχωριστούν… Αυτή είναι η έντιμη φροντίδα προς τη ζωή και τη συνέχειά της!
ΕΡ.: Η τελευταία ενότητα του βιβλίου σας ονομάζεται «επιμύθιο αγάπης». Συνδέστε μας λίγο τις δύο εμπειρίες της συντροφικότητας και του αποχωρισμού με την αγάπη.
ΤΡΥΦΩΝ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ: Θα σας απαντήσω με ένα μικρό απόσπασμα από την σελ., 161 «..Και τα δύο βασικά ένστικτα, έρωτας-θάνατος, συνδέονται εξίσου με την αγάπη. Στον έρωτα είσαι το αγαπημένο πρόσωπο ή προσδοκάς να αγαπηθείς από τον άλλο, ενώ στο θάνατο η διακοπή της φυσικής παρουσίας του άλλου ματαιώνει την αγάπη του προς εσένα ή την προσδοκία σου να αγαπηθείς στο μέλλον από αυτόν».
Η ποιότητα όμως αυτής της ανθρώπινης συναλλαγής έχει συγγένεια και με το πώς αγαπήθηκε κάποιος ως βρέφος ή πιο απλά με το τι έχει περισσέψει από την αλληλοτροφοδοτούμενη σχέση με τους πρώτους «άλλους», τους γονείς. Ανάλογα με αυτό το «περίσσευμα», αρκετές φορές βαφτίζουμε αγάπη τη συνήθεια, το φόβο της μοναχικότητας, το άγχος ένταξης στο κοινωνικό «πρέπει», την ανασφάλεια ή κάποια μορφή εξάρτησης.
Γι’ αυτό μια «συντροφική σχέση» μπορεί να στηρίζεται σε λαθεμένες ανάγκες, ενώ ένας χωρισμός να αποτελεί ασυνείδητη έκφραση ενός φόβου για την εγγύτητα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν.

Ηλεκτρονικό Περιοδικό «Ψυχολογικές Γνώμες»