Σάββατο, Φεβρουαρίου 2

Αποταμιεύσεις και Πλεονάσματα.-Του οικονομολόγου Βασίλη Βιλιάρδου


Έχοντας την πεποίθηση ότι, η γνώση είναι δύναμη, καθώς επίσης πως όλοι πρέπει να γνωρίζουν τα βασικά στοιχεία της μακροοικονομίας, αφού διαφορετικά δεν κατανοούν τι ακριβώς συμβαίνει, δεν προοδεύει η χώρα τους και δεν αυξάνεται η ευημερία τους, θεωρούμε απαραίτητη τη σωστή ενημέρωση – η οποία όμως απαιτεί κόπο από όλους.

Ανάλυση – οικονομική θεωρία


Εισαγωγικά, από μακροοικονομικής πλευράς, τα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μίας χώρας σημαίνουν πως όλοι οι κλάδοι της οικονομίας της έχουν «καθαρές» αποταμιεύσεις – αφαιρουμένων δηλαδή των υποχρεώσεων τους. Επειδή τώρα οι αποταμιεύσεις του ενός είναι γενικότερα απαιτήσεις απέναντι σε κάποιον άλλο, τότε αυτές οι απαιτήσεις μπορούν να είναι μόνο απέναντι στο εξωτερικό – γνωρίζοντας πως ισχύει το ότι, για κάθε χρηματοπιστωτική απαίτηση υπάρχει πάντοτε μία ανάλογη υποχρέωση. Με άλλα λόγια πως απέναντι στα χρέη υπάρχουν πάντοτε αντίστοιχα περιουσιακά στοιχεία – οπότε δεν χρωστούν τα κράτη σε άλλους πλανήτες, όπως συχνά αναφέρεται, αλλά σε κάποιους που έχουν αντίστοιχες αποταμιεύσεις (χρηματικές και άλλες).
Κατ’ επακόλουθο, ένα κράτος με ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών του, όπως η Μ. Βρετανία ή οι Η.Π.Α., είναι χρεωμένο στο εξωτερικό – ενώ μία χώρα με πλεονάσματα, όπως η Γερμανία ή η Ελβετία, έχει απαιτήσεις από τις άλλες χώρες που είναι αυτόματα οφειλέτες της. Το πρώτο ερώτημα εν προκειμένω είναι σχετικά με το πώς δημιουργούνται τα πλεονάσματα – ή, από μία άλλη οπτική γωνία, πώς συμβαίνει οι Γερμανοί και οι Ελβετοί να είναι καθαροί αποταμιευτές, έχοντας αντίστοιχες απαιτήσεις απέναντι στο εξωτερικό.
Για να απαντήσει κανείς από την πλευρά των ατόμων, οφείλει να αναλύσει το τι συμβαίνει στην Ελβετία, ως αντιπροσωπευτικό δείγμα όλων σχεδόν των κρατών – κάτι που όμως δεν ισχύει απόλυτα για τη Γερμανία, επειδή είναι μέλος της Ευρωζώνης, οπότε υπάρχουν και άλλες ιδιαιτερότητες. Στα πλαίσια αυτά τα εξής:
Το παράδειγμα της Ελβετίας
Περαιτέρω, η ερώτηση εδώ έχει σχέση με το εάν και πώς οι αποφάσεις των εκάστοτε Ελβετών ως άτομα, επηρεάζουν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας τους – όπου προς διευκόλυνση μας τοποθετούμαστε στο έτος 2005, πριν την κρίση του 2008 δηλαδή, παρατηρώντας επακριβώς τις ενέργειες δύο Ελβετών ως παράδειγμα: τον Α και το Β.
Εν προκειμένω, ο «Ελβετός Α» επιθυμεί να αποταμιεύσει σε φράγκα, στο νόμισμα της χώρας του – γεγονός που σημαίνει πως για να τα καταφέρει οφείλει είτε να εργαστεί κάπου, είτε να πουλήσει ένα προϊόν ή μία υπηρεσία. Υποθέτοντας εδώ πως κατασκευάζει ρολόγια, θα πρέπει να πουλήσει το προϊόν του σε έναν άλλο Ελβετό – για παράδειγμα σε μία εταιρία, η οποία για να το αγοράσει παίρνει δάνειο από μία τράπεζα που εξ αυτού δημιουργεί χρήματα από το πουθενά (ανάλυση).
Στην περίπτωση αυτή δεν αλλάζει τίποτα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας – αφού δημιουργούνται εντός της Ελβετίας νέες χρηματοπιστωτικές υποχρεώσεις, τα χρέη της εταιρείας δηλαδή, καθώς επίσης νέες αποταμιεύσεις (του «Ελβετού Α»). Η εταιρεία γίνεται καθαρός οφειλέτης και ο «Ελβετός Α» καθαρός αποταμιευτής – ενώ μπόρεσε να γίνει καθαρός αποταμιευτής, επειδή κάποιος χρεώθηκε, μετατρεπόμενος σε καθαρό οφειλέτη. Κατά σειρά δε ξεκινάμε από την επένδυση, συνεχίζουμε στη χρέωση και τελειώνουμε στην αποταμίευση, όσον αφορά τους παραπάνω συντελεστές.
Στο σημείο αυτό συμπεραίνεται πως αν και ο «Ελβετός Α»  έχει υψηλότερες αποταμιεύσεις, στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελβετίας δεν άλλαξε τίποτα – οπότε οι ισχυρισμοί, σύμφωνα με τους οποίους η αιτία των πλεονασμάτων της Ελβετίας είναι η αποταμιευτική αντίληψη των Πολιτών της, είναι ξεκάθαρα λανθασμένοι.
Οι εξαγωγές
Εναλλακτικά τώρα ο «Ελβετός Α» θα μπορούσε να προσπαθήσει να πουλήσει το προϊόν του σε κάποιον στο εξωτερικό – σε έναν Αμερικανό για παράδειγμα. Επειδή όμως θέλει να αποταμιεύσει τα χρήματα του σε φράγκα, ο Αμερικανός θα πρέπει να τον πληρώσει σε αυτό το νόμισμα – οπότε είναι υποχρεωμένος να αναζητήσει εν πρώτοις κάποιον που θα του αλλάξει τα δολάρια με φράγκα. Εάν τώρα ένας «Ελβετός Β» είναι πρόθυμος να αλλάξει τα φράγκα του με δολάρια, τα προσφέρει στον Αμερικανό που με τα φράγκα πλέον αγοράζει το προϊόν από τον «Ελβετό Α».
Στο σημείο αυτό η Ελβετία έχει καθαρές εξαγωγές, αφού ο «Ελβετός Α» πούλησε το προϊόν του, το ρολόι που παρήγαγε, σε έναν Αμερικανό – οπότε είναι αυτόματα καθαρός αποταμιευτής απέναντι στο εξωτερικό. Επομένως η Ελβετία έχει απαιτήσεις απέναντι στις Η.Π.Α., με την έννοια πως ο «Ελβετός Β» κατέχει πλέον δολάρια – τα οποία ισοδυναμούν με μία απαίτηση απέναντι στο αμερικανικό τραπεζικό σύστημα (τα χρήματα είναι πάντοτε μία απαίτηση απέναντι στην κεντρική τράπεζα που τα εκδίδει).
Συμπερασματικά λοιπόν, επειδή ο «Ελβετός Α» πούλησε το προϊόν του σε έναν Αμερικανό, ενώ ταυτόχρονα ο «Ελβετός Β» ήταν πρόθυμος να ανταλλάξει τα φράγκα του με δολάρια, δημιουργήθηκε ένα πλεόνασμα στο εμπορικό ισοζύγιο της Ελβετίας και άρα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της που το συμπεριλαμβάνει (ο τουρισμός είναι μία εξαγόμενη υπηρεσία που δεν συμπεριλαμβάνεται μεν στο εμπορικό ισοζύγιο, αλλά όμως στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών).
Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ πως το πλεόνασμα δημιουργήθηκε επειδή ο «Ελβετός Α» μπόρεσε να πουλήσει το προϊόν του σε έναν Αμερικανό – ενώ ο Αμερικανός το αγόρασε, επειδή πίστευε πως η ποιότητα και η τιμή του προϊόντος ήταν ανταγωνιστικά. Ότι ήταν φθηνότερο δηλαδή το ρολόι σε σχέση με την ποιότητα του, συγκριτικά με το παρόμοιο ρολόι ενός άλλου κράτους. Σημαντικό εν προκειμένω είναι το γεγονός πως ο Αμερικανός εξετάζει την τιμή σε δολάρια – οπότε είναι ελκυστικό για αυτόν εφόσον ισχύουν τα εξής:
(α)  εάν για τα δολάρια του μπορεί να αποκτήσει σχετικά πολλά φράγκα, καθώς επίσης
(β)  εάν για αυτά τα φράγκα που αγοράζει με δολάρια, μπορεί να αποκτήσει σχετικά φθηνό το ελβετικό προϊόν.
Με άλλα λόγια, ο Αμερικανός αγόρασε το ελβετικό ρολόι, επειδή πίστευε πως η ισοτιμία δολαρίου/φράγκου και η τιμή του ρολογιού σε φράγκα τον συνέφεραν. Από την άλλη πλευρά, η τιμή σε φράγκα εξαρτάται κυρίως από το κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος – το οποίο αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα κόστους μίας εταιρίας, επειδή συνήθως όλοι οι άλλοι παράγοντες δεν διαφοροποιούνται μεταξύ των επιχειρήσεων διαφόρων χωρών.
Η Ελλάδα όμως, υπό τις σημερινές συνθήκες, αποτελεί μία μεγάλη εξαίρεση – επειδή δεν διενεργούνται επενδύσεις σε νέα μηχανήματα και μεθόδους παραγωγής όπως σε άλλες χώρες, η φορολογία είναι υπερβολική, η γραφειοκρατία αυξάνει δυσανάλογα το κόστος, η χρηματοδότηση είναι δύσκολη, καθώς επίσης ακριβή κοκ.
Επομένως, παρά το ότι το κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος έχει μειωθεί σε μεγάλο βαθμό μετά το 2010, η χώρα μας παραμένει μη ανταγωνιστική – ως εκ τούτου με περιορισμένες εξαγωγές και με υψηλή ανεργία (ενώ οι χαμηλοί μισθοί δεν επιτρέπουν την άνοδο του ΑΕΠ, των εσόδων του δημοσίου βιώσιμα κλπ.).
Η νομισματική κερδοσκοπία
Συνεχίζοντας στο παράδειγμα της Ελβετίας, εάν η ισοτιμία του νομίσματος αφεθεί στις διαθέσεις της αγοράς, τότε εμφανίζει μεγάλες διακυμάνσεις και ευρίσκεται στο έλεος των κερδοσκόπων – κάτι που θα ερμηνευθεί από τις ενέργειες του «Κερδοσκόπου Α», ο οποίος υποθέτουμε πως θα ήταν πρόθυμος να αλλάξει τα δολάρια του Αμερικανού με φράγκα.
Εν προκειμένω, ο «Κερδοσκόπος Α» είναι υποθετικά ένας έξυπνος Ελβετός, ο οποίος όμως εισπράττει ελάχιστους τόκους από τις καταθέσεις του στην Ελβετία – υπενθυμίζοντας πως το παράδειγμα μας λαμβάνει χώρα το έτος 2005. Οι συνάδελφοί του τώρα κερδοσκόποι στις Η.Π.Α., αναφέρουν πως εισπράττουν μεγάλες αποδόσεις από τα χρήματα τους, επενδύοντας τα στο χρηματιστήριο – οπότε εύλογα ο Ελβετός «Κερδοσκόπος Α» αποφασίζει να αλλάξει τα φράγκα που έχει κατατεθειμένα στην ελβετική τράπεζα σε δολάρια, για να αγοράσει μετοχές στη Wall Street που υπόσχονται κέρδη (εν προκειμένω πουλάει φράγκα και αγοράζει δολάρια – οπότε αποδυναμώνεται το φράγκο και ενισχύεται η ισοτιμία του δολαρίου).
Με απλά λόγια, ο «Κερδοσκόπος Α» προβαίνει σε ανάληψη των αποταμιεύσεων του σε φράγκα και αγοράζει αποταμιεύσεις σε δολάρια (πρόκειται για το γνωστό carry trade, όπου μπορεί ακόμη και να δανεισθεί κανείς σε ένα νόμισμα που οι τόκοι είναι χαμηλοί, για να επενδύσει τα χρήματα του σε ένα άλλο που οι τόκοι είναι υψηλοί, κερδίζοντας τη διαφορά – με το ρίσκο βέβαια της ισοτιμίας).
Λόγω αυτού ακριβώς του «Κερδοσκόπου Α» μπόρεσε ο Αμερικανός του παραδείγματος μας να αποκτήσει σχετικά φθηνά τα φράγκα με τα δολάρια του, αγοράζοντας το ρολόι του «Ελβετού Α» – όπου όμως ο «Κερδοσκόπος Α» δεν έδωσε την απαραίτητη σημασία στο ρίσκο της ισοτιμίας (όπως όλοι οι Έλληνες που έπαιρναν δάνεια σε ελβετικά φράγκα), ούτε στη φούσκα ακινήτων που είχε δημιουργηθεί τότε στις Η.Π.Α.
Έτσι το 2008, όταν είδε τις αμερικανικές μετοχές του να καταρρέουν, από φόβο μήπως χάσει όλα του τα χρήματα τις πούλησε – σχεδιάζοντας να ανταλλάξει τα δολάρια που θα εισέπραττε ξανά και γρήγορα σε φράγκα. Εν τούτοις, δεν υπήρχε κάποιος που να του αγόραζε τα δολάρια με φράγκα, στην ίδια ισοτιμία που τα είχε ανταλλάξει ο ίδιος το 2005 – αφού κάτι ανάλογο συνέβαινε με άλλους Ελβετούς και διεθνείς κερδοσκόπους, οι οποίοι είχαν κάνει λάθος επενδύσεις.
Τελικά όμως είχε την τύχη να βρει την Ελβετική Κεντρική Τράπεζα, η οποία ήταν πρόθυμη να του αγοράσει τα δολάρια με φράγκα, σε μία αποδεκτή ισοτιμία – κάτι που ήταν εφικτό επειδή η κεντρική τράπεζα το έκανε με νέα, φρέσκα τυπωμένα χρήματα. Χωρίς την κεντρική τράπεζα η ισοτιμία ανταλλαγής θα ήταν πολύ χειρότερη – ή, από την άλλη πλευρά, η ζημία του «Κερδοσκόπου Α», όσον αφορά τις ξένες αποταμιεύσεις του, θα ήταν πολύ μεγαλύτερη.
Συνεχίζοντας, το ίδιο χρονικό διάστημα, το 2008 δηλαδή και όχι πια το 2005, ο «Ελβετός Α» προσπαθεί να αυξήσει ξανά τις αποταμιεύσεις του – οπότε να πουλήσει τα προϊόντα του και να αφήσει τα έσοδα στον τραπεζικό του λογαριασμό ως καταθέσεις. Εν τούτοις, δεν βρίσκει ξαφνικά κανέναν πελάτη στο εξωτερικό – επειδή οι κατά τα άλλα πρόθυμοι αγοραστές δεν είναι σε θέση να αποκτήσουν φράγκα σε μία συμφέρουσα τιμή, για να τον πληρώσουν. Επομένως, μπορεί να θέλει να αυξήσει τις αποταμιεύσεις του, αλλά δεν τα καταφέρνει – οπότε, παρά το ότι συνεχίζει να εργάζεται σκληρά, όπως στο παρελθόν, δεν αυξάνει τις καταθέσεις του, αλλά τα προϊόντα του στην αποθήκη (με αποτέλεσμα να πέφτουν οι τιμές τους αφού αυξάνεται η προσφορά και μειώνεται η ζήτηση).
Συμπερασματικά λοιπόν οι αποταμιεύσεις του «Ελβετού Α» δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα της δικής του εργασίας και δραστηριότητας – αλλά, επί πλέον, των μακροοικονομικών συνθηκών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι μακροοικονομικές συνθήκες άλλαξαν από την ισχυροποίηση του φράγκου. Όμως, θα μπορούσαν επίσης να αλλάξουν από τη μικρότερη ζήτηση στο εσωτερικό, εξαιτίας των χαμηλότερων δημοσίων δαπανών ή των μισθών των εργαζομένων – όπως στην περίπτωση της Ελλάδας μετά το 2010.
Εάν τώρα τόσο ο «Ελβετός Α», όσο και οι υπόλοιποι συμπατριώτες του, προσπαθούσαν να αυξήσουν τις αποταμιεύσεις τους αντί με τις πωλήσεις, μέσω της μείωσης των εξόδων τους, τότε η εγχώρια ζήτηση θα κατέρρεε – οπότε θα συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο, από αυτό που επεδίωκε: με την έννοια πως κανένας δεν μπορεί να αποταμιεύει περισσότερο, όταν κανένας δεν χρεώνεται και κανένας δεν επενδύει. Με απλά λόγια, αυτά που ισχύουν για ένα συνετό νοικοκυριό που θέλει να ξοδεύει συνεχώς λιγότερα και να αποταμιεύει περισσότερα, δεν ισχύουν για μία Οικονομία στο σύνολο της – έτσι όπως το φανταζόταν ανέκαθεν η βερολινέζα νοικοκυρά κυρία Merkel.
Επίλογος
Η Ελβετία μπορεί ως συνολική Οικονομία να έχει πλεονάσματα, όσο οι Πολίτες της (επιχειρήσεις) όπως ο «Ελβετός Α» είναι σε θέση να πουλούν τα προϊόντα τους στο εξωτερικό – καθώς επίσης όσο οι Πολίτες της, όπως ο «Κερδοσκόπος Α» ή η κεντρική της τράπεζα, είναι πρόθυμοι να έχουν στην κατοχή τους ξένες χρηματοπιστωτικές αποταμιεύσεις (καταθέσεις).
Με απλά λόγια, τα πλεονάσματα δεν δημιουργούνται αυτόματα από τις αποταμιεύσεις και διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο οι μακροοικονομικές συνθήκες – ενώ μπορούν να επιτευχθούν κυρίως από μία αδύναμη πραγματική νομισματική ισοτιμία. Δηλαδή, από πολύ χαμηλό κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος, εάν όλοι οι υπόλοιποι συντελεστές (κόστος χρήματος, ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου  κλπ.) είναι σχετικά σταθεροί – καθώς επίσης από μία πολύ χαμηλή ονομαστική νομισματική ισοτιμία.
Εκτός αυτού, πολύ σπάνια είναι πρόθυμος ο ιδιωτικός τομέας να αυξάνει τις χρηματοπιστωτικές του θέσεις στο εξωτερικό – ενώ ιστορικά τέτοιου είδους θέσεις δημιουργούνται συνήθως από κρατικές ρυθμίσεις (όπως από τα συνταξιοδοτικά ταμεία που υποχρεώνονται να επενδύσουν στο εξωτερικό), από την κρατική πολιτική των ανοιχτών αγορών (Laissez-Faire), για παράδειγμα από τις μη ρυθμισμένες (ελεύθερες) αγορές συναλλάγματος και κεφαλαίου, καθώς επίσης από κερδοσκόπους, όπως αυτός στο παράδειγμα μας.
Επομένως τα πλεονάσματα αντικατοπτρίζουν τις αθέμιτες, μέσω του κράτους ή των κερδοσκόπων, διαστρεβλώσεις του ανταγωνισμού, καθώς επίσης ένα πολύ μεγάλο χρέος άλλων χωρών – των ελλειμματικών απέναντι στις πλεονασματικές, αφού τα πλεονάσματα του ενός είναι ελλείμματα του άλλου.
Στα πλαίσια αυτά η καλή μακροοικονομική πολιτική, ιδίως αυτή που είναι πραγματικά φιλελεύθερη, με την έννοια πως έχει στόχο το θεμιτό ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων, οφείλει να επιβάλλει σε διεθνές επίπεδο έναν συντονισμό του κόστους εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος, των δημοσίων δαπανών και των νομισματικών ισοτιμιών – κάτι που, εάν δεν συμβαίνει, όπως στην περίπτωση της Ευρωζώνης και ειδικά όσον αφορά τη Γερμανία που εκμεταλλεύεται ασύστολα τους εταίρους της, προκαλεί τεράστια προβλήματα που καταλήγουν σε συγκρούσεις και σε πολέμους κάθε είδους.
Βιβλιογραφία: makrokop

 analyst.gr