Τρίτη, Ιουνίου 18

Αρένα η κάλπη - Γιατί το 33% της Ν.Δ. δεν είναι αρκετό για να την καταστήσει κυρίαρχη


Γράφει ο Σταύρος Χριστακόπουλος

Προς το τέλος του πολιτικού σκηνικού των τελευταία οκτώ ετών βαδίζει η χώρα, και μάλιστα με ρυθμό διαρκώς επιταχυνόμενο μετά την τυπική λήξη των μνημονίων. Οι δε τελευταίες ευρωπαϊκές και αυτοδιοικητικές εκλογές έχουν ανατρέψει άρδην τις σταθερές με τις οποίες είχαμε μάθει να ζούμε τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια.

Ακολουθήστε μας στο Facebook Τελευταία Έξοδος 

Η ανατροπή στην κορυφή της πολιτικής πυραμίδας δεν ξάφνιασε κάποιον, πλην ίσως λίγων που βρίσκονταν σε ύπνο βαθύ, αφού ήταν προεξοφλημένη από καιρό και το μόνο που έλειπε ήταν να μάθουμε το μέγεθος της ποσοστιαίας διαφοράς μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων. Σε έναν βαθμό, όσον αφορά τις εθνικές κάλπες, αυτή παραμένει άγνωστη, καθώς δεν είναι βέβαιο ότι το 9,4% θα εξακολουθήσει να χωρίζει την πρώτη Ν.Δ. από τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ, αν θα συρρικνωθεί ή θα διευρυνθεί.


Πολύ πιο σημαντική είναι η συνολική κατάσταση του πολιτικού συστήματος, το οποίο, με αφετηρία τις ευρωεκλογές, έχει περάσει σε φάση ευρείας αναδιαμόρφωσης. Πολιτικά κόμματα και ιδεολογικοί χώροι έχουν ήδη περάσει στη φάση του επαναπροσδιορισμού ρόλων και στόχων.

Οι αγωνίες της Ν.Δ.

Η Ν.Δ., ύστερα από αρκετά χρόνια ταλαιπωρίας σε ποσοστά κάτω του 30%, επιχειρεί να αποκαταστήσει την επαφή της με την εξουσία, αλλά και να διευρύνει τα παραταξιακά της όρια, τα οποία είχαν συρρικνωθεί επικίνδυνα μετά την αποχώρηση του Κώστα Καραμανλή από την ηγεσία. 



Το γεγονός ότι η αξιωματική αντιπολίτευση κατάφερε στις ευρωεκλογές να αυξήσει κατά 350.000 τις ψήφους που είχε λάβει τον Σεπτέμβριο του 2015 (και μάλιστα σε ένα εκλογικό σώμα επίσης αυξημένο κατά τον ίδιο αριθμό), παρά το πλήθος λευκών και άκυρων ψηφοδελτίων, και να ξεπεράσει κατά τι το 33% αποτελεί, θεωρητικά, βατήρα για το άλμα προς την αυτοδυναμία, η οποία ωστόσο εξακολουθεί να παραμένει ένας αβέβαιος στόχος.



Το πατατράκ του ΣΥΡΙΖΑ, άλλωστε, δεν μετουσιώθηκε σε απόλυτη κυριαρχία της Ν.Δ., η οποία, παρά την πλήρη επικράτησή της και σε επίπεδο αυτοδιοικητικών εκλογών, με το ζόρι ξεπέρασε το 33% στην ευρωκάλπη, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβριο του 2015, ύστερα από το φιάσκο της αντιστροφής του δημοψηφίσματος, το τρίτο μνημόνιο και τη διάσπασή του είχε φτάσει στο 35,46%. Άρα, για την ώρα, η Ν.Δ. επικρατεί διά της απόρριψης και θα πρέπει, έως τις 7 Ιουλίου, να δημιουργήσει και θετικό ρεύμα για να επιτύχει την αυτοδυναμία.



Εκτός όμως από την κατάκτηση της εξουσίας, πολύ σημαντική υπόθεση θα είναι επιπλέον το μοντέλο διακυβέρνησης, αλλά και ο ίδιος ο χαρακτήρας του κόμματος, το οποίο σήμερα διατρέχουν πολλές και συχνά αντικρουόμενες ιδεολογικές κατευθύνσεις που είναι μάλλον δύσκολο να βρουν συνισταμένη. 



Λαϊκή Δεξιά και νεοφιλελεύθεροι, μετριοπαθείς πατριώτες και ακροδεξιοί, παλαιοκομματικοί και φιλόδοξοι ελεύθεροι σκοπευτές, ξεσαλωμένοι και νουνεχείς, καραμανλικοί, μητσοτακικοί και σαμαρικοί ανταγωνίζονται σκληρά ψάχνοντας μια θέση στον κομματικό «ήλιο» και ταυτοχρόνως δίνουν ισχυρές και αντικρουόμενες αποχρώσεις σε ένα κόμμα του οποίου η ηγεσία προσπαθεί να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο.



Η Ν.Δ. είχε συγκροτηθεί προ δεκαετιών σε μια... άλλη χώρα, το έλλειμμα ιδεολογικής συνοχής είναι εμφανές και η επίκληση της κυβερνητικής «αποτελεσματικότητας» επ’ ουδενί αποτελεί συνεκτικό πολιτικό δεσμό. Θα χρειαστούν πολλά περισσότερα για να ανανεωθεί και να αποκτήσει μια ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της χώρας την περίοδο μετά τη χρεοκοπία και τα μνημόνια.

Το σοκ του ΣΥΡΙΖΑ

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ύστερα από τη ραγδαία άνοδο των ετών 2012 - 2015, τους τέσσερις συνεχείς εκλογικούς θριάμβους και τα τεσσεράμισι χρόνια της «πρώτη φορά αριστερής» διακυβέρνησης, ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσει την πρώτη του μεγάλη ήττα και να περάσει την πρώτη του σοβαρή κρίση προσανατολισμού και ταυτότητας, απόρροια του σοκ που επέφερε η συντριβή στις ευρωεκλογές.



Ήδη τα πρώτα συμπεράσματα από τη στοιχειώδη ανάλυση της ήττας – η οποία πάντως θα αργήσει στο εσωτερικό του – δείχνουν ότι υπάρχει σοβαρή ανάγκη το κυβερνών κόμμα να διερευνήσει ορισμένα κρίσιμα πολιτικά στοιχεία, όπως είναι η σύνθεση του κοινωνικού μείγματος που το έφερε στην εξουσία. 



Η εξοντωτική για τα μεσαία στρώματα πολιτική του, η οποία συνετέλεσε τα μέγιστα στην εκλογική συντριβή, καταδεικνύει ότι αυτή η διερεύνηση έλειψε με συνέπεια να κυριαρχήσουν στην οικονομική και κοινωνική πολιτική του προκάτ αντιλήψεις, των οποίων το πολιτικό αποτέλεσμα υπήρξε καταστρεπτικό.

Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχθηκε από το 4,60% του 2009 στο 35,46% του Σεπτεμβρίου του 2015, όφειλε προφανώς να αναρωτηθεί ποια στρώματα τον ανέδειξαν πρώτη πολιτική δύναμη και ποιο ήταν το κύριο αίτημά τους. Δεν το έκανε και το πληρώνει πολύ ακριβά. Τώρα, εντελώς άστοχα, ψάχνει να βρει ποια... μεμονωμένα πρόσωπα και ποιες επικοινωνιακές επιλογές τον έφεραν 12 μονάδες χαμηλότερα και έδιωξαν από κοντά του κάπου 600.000 ψηφοφόρους.



Πάντως ο Αλέξης Τσίπρας, στη συνέντευξή του στην ΕΡΤ, φάνηκε να κατάλαβε – έστω και με καθυστέρηση – τον καταλυτικό ρόλο της σφαγής της μεσαίας τάξης και της Συμφωνίας των Πρεσπών στην εκλογική του κατάρρευση. Το ερώτημα είναι αν μπορεί να διαχειριστεί εσωκομματικά αυτή τη διαπίστωση, δεδομένου ότι και τα δύο αυτά ζητήματα «ακουμπούν» στον σκληρό ιδεολογικό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ.



Το επόμενο (μετεκλογικό) διάστημα θα αναδυθεί με ένταση η ανάγκη πολιτικού επαναπροσδιορισμού και, πιθανότατα, σοβαρών «ανοιγμάτων» – προφανώς σοβαρότερων από αυτό που αποτυπώνει η σημερινή Προοδευτική Συμμαχία. Ούτως ή άλλως ένα γενναίο άνοιγμα στη Σοσιαλδημοκρατία θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο, έχει ήδη προετοιμαστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά το κρίσιμο ερώτημα είναι αν ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίσει με τη σημερινή του μορφή ή θα υποστεί μεταλλαγή. Απαντήσεις προσεχώς.

Τα διλήμματα της Φώφης 

Το ΚΙΝΑΛΛ, αμέσως ύστερα από μια σαφή αύξηση των ψηφοφόρων του κατά 95.000, βρίσκεται στην εξαιρετικά ευαίσθητη θέση να επιχειρεί ένα πρώτο εσωτερικό «ξεκαθάρισμα», το οποίο σε πολύ μεγάλο βαθμό αποτελεί το πρώτο βήμα προς τη συγκρότηση μιας στρατηγικής επιβίωσης σε βάθος χρόνου.



Η άνοδός του κατά λιγότερο από 2% συγκριτικά με τον Σεπτέμβριο του 2015 είναι επιτυχία, αλλά δεν συνιστά θρίαμβο – αντιθέτως το 8,02% υπολείπεται σοβαρά του στόχου για διψήφιο ποσοστό. Υπάρχει δε η ανησυχία ότι η Ν.Δ. θα επιχειρήσει να αντλήσει από τον χώρο του ΚΙΝΑΛΛ ένα μέρος από τους ψηφοφόρους που απαιτούνται για να φτάσει στην αυτοδυναμία. 



Από την άλλη πλευρά η απότομη προσγείωση του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργεί στο ΚΙΝΑΛΛ ελπίδες για περαιτέρω πτώση του κυβερνώντος κόμματος, από την οποία θα μπορούσε να επωφεληθεί. Δεν εξέλιπε ωστόσο ο κίνδυνος μιας αμφίπλευρης απώλειας εφόσον προεκλογικά πρυτανεύσουν ισχυρότερα διλήμματα από αυτά που επικράτησαν στις ευρωεκλογές. Το ποσοστό του ΚΙΝΑΛΛ είναι πολύ σημαντικό και για τον ΣΥΡΙΖΑ και για τη Ν.Δ., οι οποίοι θα επιχειρήσουν να το συμπιέσουν.



Παράλληλα, την επομένη των βουλευτικών εκλογών καραδοκεί ένα δίλημμα, το οποίο ενδέχεται να αποτελέσει σοβαρό κρας τεστ για την ενότητα και το μέγεθος της επιρροής του στην περίπτωση που η Ν.Δ. αποτύχει να κατακτήσει την αυτοδυναμία. Δεδομένου ότι δεν θα υπάρχει καμιά άλλη δυνατότητα πολιτικά συμβατής συγκυβέρνησης, το βάρος θα πέσει στο ΚΙΝΑΛΛ, το οποίο θα πρέπει να αποφασίσει αν μπορεί να αποτελέσει τον δεύτερο κυβερνητικό εταίρο.



● Αν συγκυβερνήσει, αυτομάτως τίθεται το ερώτημα τι θα γίνει με τους «παπανδρεϊκούς», καθώς ο Γιώργος Παπανδρέου και οι δικοί του διαμηνύουν ότι αποκλείουν τη σύμπραξη με τη Δεξιά.

● Σε αυτή την περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ θα μείνει ουσιαστικά μόνος, χωρίς σοβαρό ανταγωνιστή, στην αντιπολίτευση και θεωρητικά θα έχει την ευχέρεια να «τρυγήσει» ό,τι θα απομείνει στο τέλος αυτής της συγκυβέρνησης στον βασικό φορέα της Κεντροαριστεράς.

● Αν δεν συγκυβερνήσει, θα υπάρξει το αντίστροφο πρόβλημα με τα στελέχη του βενιζελικού πόλου, τα οποία διακηρύσσουν την ανάγκη μη αυτοδυναμίας ώστε να υπάρξει συμμαχική κυβέρνηση με τους όρους του ΚΙΝΑΛΛ και γενικώς επιθυμούν τη σύγκλιση με τη Ν.Δ. ανεξαρτήτως συνθηκών.

● Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, επιπλέον, το ΚΙΝΑΛΛ αυτομάτως θα χρεωθεί πολιτικά και την απόφαση για δεύτερες εκλογές, και μάλιστα με απλή αναλογική, οι οποίες σε κάθε περίπτωση θα μειώσουν το πολιτικό του βάρος.
Σε πρώτη φάση το «επεισόδιο» μεταξύ Φώφης Γεννηματά και Ευάγγελου Βενιζέλου, το οποίο οδήγησε τον δεύτερο στην έξοδο από τα ψηφοδέλτια, σηματοδοτεί την ανάγκη της προέδρου του Κινήματος να αποφασίσει η ίδια, με τους δικούς της όρους και τους ανθρώπους της εμπιστοσύνης της, χωρίς αυτόκλητους κηδεμόνες, την πορεία του. Σε δεύτερο επίπεδο αναδύεται το ερώτημα αν η σύγκρουση με τον Βενιζέλο αποτελεί 
● «προειδοποίηση» και προς άλλους μεγαλόσχημους πολιτικούς παράγοντες που επενδύουν σε σύγκλιση με τον ΣΥΡΙΖΑ
● ή δέλεαρ προς κεντροαριστερούς ψηφοφόρους που είχαν μεταναστεύσει στον ΣΥΡΙΖΑ και δυσκολεύονταν λόγω Βενιζέλου και συνοδοιπόρων να επιστρέψουν στο ΚΙΝΑΛΛ
● ή ένα «σήμα» προς το κυβερνών κόμμα ότι τα φιλο-Ν.Δ. «βαρίδια» βρίσκονται σε πορεία εξόδου και άρα εν ευθέτω χρόνω θα μπορούσε – αργά, βασανιστικά και υπό πολλές προϋποθέσεις – να αρχίσει ένας διάλογος μεταξύ των δύο χώρων με αντικείμενο έναν ευρύ αριστερόστροφο σοσιαλδημοκρατικό φορέα.

Ο ρόλος των μικρών

Η επίτευξη των στόχων του ΣΥΡΙΖΑ για ανάκαμψη, της Ν.Δ. για αυτοδυναμία και του ΚΙΝΑΛΛ για άνοδο ποσοστών θα κριθεί, σε μεγάλο βαθμό, από την εκλογική συμπεριφορά των μικρότερων κοινοβουλευτικών κομμάτων, από τη συμπεριφορά των 274.000 που έριξαν λευκό και άκυρο στην ευρωκάλπη, από τους εκατοντάδες χιλιάδες πρώην του ΣΥΡΙΖΑ που έμειναν στο σπίτι τους, αλλά και από τους ψηφοφόρους... ελευθέρας βοσκής, οι οποίοι επέλεξαν κόμματα που δεν έχουν καμιά προοπτική εισόδου στη Βουλή ή δεν πρόκειται να κατέβουν στις επόμενες εκλογές.



Για το τι γίνεται με τα κόμματα που δεν υπάρχει πιθανότητα είτε να κατέβουν είτε να διεκδικήσουν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση γράψαμε εκτενώς την προηγούμενη εβδομάδα. Μεγάλο ενδιαφέρον όμως εμφανίζουν επίσης τα εντός Βουλής, αλλά και όσα βρίσκονται στα πρόθυρά της.

● Το ΚΚΕ, επί παραδείγματι, το οποίο έμεινε στάσιμο στις ευρωεκλογές παρά την καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ, είναι άγνωστο αν μπορεί να συμπιεστεί υπό τον φόβο έλευσης της Ν.Δ. ή αν, αντίθετα, θα αντλήσει αριστερούς ψηφοφόρους που δεν ποντάρουν πια στην ανάκαμψη του κυβερνώντος κόμματος.

● Το ΜέΡΑ25 του Γιάνη Βαρουφάκη, απομυζώντας κυρίως την καταρρεύσασα Λαϊκή Ενότητα, έδειξε μια δυναμική εισόδου στη Βουλή, αλλά αποτελεί ερώτημα το αν αποτελεί ευκαιριακή διέξοδο διαμαρτυρίας ή θα αποτελέσει τη νέα στέγη των εκτός ΣΥΡΙΖΑ παλαιών «συριζαίων».

● Η Χρυσή Αυγή, ύστερα από την καταβαράθρωσή της και τη μετακόμιση σοβαρού ποσοστού ψήφων προς την Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου, δεν είναι φανερό αν θα αποσυντεθεί ή αν θα διατηρήσει τον σκληρό της πυρήνα. 
Είναι όμως βέβαιο ότι η Χρυσή Αυγή, η Ελληνική Λύση και τα υπολείμματα των ΑΝΕΛΛ, της Ένωσης Κεντρώων και του Ποταμιού έχουν προσδιοριστεί από τη Ν.Δ. ως μια μεγάλη «λίμνη», στην οποία θα προσπαθήσει να ψαρέψει τις ψήφους που είναι αναγκαίες για τον περιορισμό των εντός Βουλής κομμάτων, τη συνεπακόλουθη αύξηση του ποσοστού των εκτός Βουλής και, συνεπώς, την επίτευξη της αυτοδυναμίας.
Με άλλα λόγια η προεκλογική περίοδος, παρά τους χαμηλούς τόνους που φαίνεται ότι επικρατούν προς το παρόν εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ και της Ν.Δ., θα εξελιχθεί σε μια αρένα στην οποία κάθε μονομάχος θα έχει πολύ περισσότερους από έναν αντίπαλο…