Πέμπτη, Αυγούστου 8

Τότε που έβλεπες φαντάρους στον δρόμο


Ο στρατός δεν είναι πια η κλειστή κοινότητα που σημαδεύει ανεξίτηλα την ζωή των νεαρών. Πάνε αυτά. Δεν θα ξανακούσουμε καινούρια τραγούδια για φαντάρους, κανένας δεν θα ξανανιώσει την ανάγκη να γράψει ένα φρέσκο διήγημα για την δική του θητεία. Ευτυχώς!


Το τελευταίο διάσημο φανταροτράγουδο που γράφτηκε σε τούτη τη χώρα ήταν το «Διδυμότειχο μπλουζ» το 1991. Το τελευταίο πεζό της στρατιωτικής λεγόμενης λογοτεχνίας, δεν ξέρω πότε γράφτηκε. Ακμάζον είδος προπολεμικής και μετεμφυλιακής γραφής, ξεψύχησε κι αυτό κάπου εκεί στα τέλη του 1990. Από τότε που μειώθηκε δραστικά η θητεία, επιτράπηκε η έξοδος απ’ τα στρατόπεδα με πολιτικά κι έπαψαν οι φανταρίστικες ιστορίες ν’ ακούγονται στις παρέες ως αξεπέραστο αντρικό βίωμα, έσβησαν και τα παρακλάδια λογοτεχνικής και μουσικής έκφρασης που συνόδευαν την «καταραμένη» θητεία.
Μια θητεία που σήμερα είναι μόλις εννιά μήνες (οκτώ με αφαίρεση της άδειας) δεν μπορεί φυσικά να συγκριθεί με την θητεία των 30, 32 ή 36 μηνών που υπηρέτησαν οι σημερινοί εξηντάρηδες. Τα τρία σχεδόν χρόνια που περνούσε ο αντρικός πληθυσμός της χώρας μέσα στα αχανή απομονωμένα στρατόπεδα, πάνω στην καλύτερη ηλικία του και μέσα σε συνθήκες καταναγκαστικού παραλογισμού, δεν μπορούσε να μείνει έξω από το πεδίο ενδιαφερόντων των διηγηματογράφων, των στιχουργών, των μουσικών και των διασκεδαστών. Τα «χαμένα χρόνια» πάντα αποτελούν πρωτόλειο υλικό για την τέχνη.
Οταν ο Σκαρίμπας, ο Μυριβήλης, ο Ιωάννου, ο Σκούρτης, ο Χρυσοβιτσάνος, ο Ψυχάρης, ο Σολδάτος, ο Μωραϊτίνης (για να θυμηθώ μερικούς ανάκατα) και δεκάδες άλλοι απ’ όλες τις δεκαετίες, επιστράτευσαν την γραφίδα τους για να αναφερθούν στο ξυρισμένο με την ψιλή παλικαράκι που ήταν ντυμένο στο χακί, τότε πράγματι χτυπούσαν κάποια φλέβα. Η μοναξιά του φαντάρου, η τρέλα του συστήματος, το μετεμφυλιακό μίσος, το μωσαϊκό των χαρακτήρων που συνωστίζονταν στους στρατώνες, ο παραλογισμός όλης της στρατιωτικής δομής σε συνδυασμό με μια αντιπαραγωγική μακρόσυρτη θητεία που «δεν σταματάει πουθενά», έδωσαν υλικό για χρυσές λογοτεχνικές σελίδες.

Αντιστοίχως, τα σχετικά νέα «Ελα στην παρέα μας φαντάρε» της Αλεξίου, «Είμαι φίνο φανταράκι» του Ζαμπέτα ή το «Φαντάρος» του Διονυσίου, δεν ήταν παρά στάσεις σε μια ατέλειωτη σειρά τραγουδιών που αναφέρθηκαν σε φαντάρους, τραγουδήθηκαν και χορεύτηκαν από φαντάρους. Ο Ανδρέου, στο γράμμα του προς τον Νίκο Γκάτσο τοποθετεί την φανταρίστικη φιγούρα ως ένα από τα σήματα κατατεθέντα της μεταπολεμικής ρημαγμένης Ελλάδας: «…φαντάροι χορεύουν τις νύχτες, σε άδειες ταβέρνες / δελφίνια στο πέλαγο μόνα, νεράκι στις στέρνες». Ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο αυθεντικότερος μελετητής και μύστης του ρεμπέτικου, θεωρεί την τελευταία σειρά του Εθνικού Στρατού που απολύθηκε στο τέλος του Εμφυλίου, ως την έσχατη κοινωνική ομάδα που τίμησε βιωματικά το ρεμπέτικο πριν αυτό μεταβληθεί σε μαυσωλειακό μουσικό είδος.
Από τη μια ήταν οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού που με υψωμένη την γροθιά τραγουδούσαν τα (βόρειας κατά βάση προέλευσης) «βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιώνα» και θεωρούσαν το λαϊκορεμπέτικο βρώμικη έκφραση ενός παραβατικού και αποπροσανατολισμένου λούμπεν-προλεταριάτου. Απέναντί τους ήταν τα κουτσαβάκια των αστικών φτωχογειτονιών και τα ακατέργαστα αγροτόπαιδα που, ντυμένα στο χακί, κέρδισαν τον Εμφύλιο και  αντιπαρέθεσαν στον εχθρό ένα βαρύ μεταμεσονύκτιο ζεϊμπέκικο σε άδεια σουβλατζίδικα, υπό τους ήχους του μπουζουκιού και του μπαγλαμά. Καταραμένοι φτωχοδιάβολοι αμφότεροι, αλληλοσκοτώθηκαν δίχως να καταλαβαίνουν γιατί, όμως είχαν (και τράβηξαν) διαφορετικούς δρόμους έκφρασης.
Η στρατιωτική λογοτεχνία και το φανταρίστικο τραγούδι άνθισαν για τρεις δεκαετίες (1950-80), τότε που μεγάλο κομμάτι της ελληνικής νεολαίας ήταν στρατευμένο λόγω μεγάλης θητείας. Τότε που οι κάτοικοι των ελληνικών πόλεων ήταν συνηθισμένοι να βλέπουν παρέες φαντάρων, αεροπόρων και ναυτών να περιφέρονται άσκοπα στις πλατείες τους (κάθε πόλη είχε το στρατόπεδο της), να πίνουν, να φωνάζουν και να πειράζουν τις γυναίκες. Παιδιά μιας αγροτικής Ελλάδας που έφευγαν απ’ το χωριό τους, υπηρετούσαν τρία χρόνια στον Έβρο, στα νησιά ή στα ελληνοβουλγαρικά κι έπειτα ξαναγύριζαν στα χωράφια τους ή ξέμεναν στις παρυφές της Αθήνας για να γίνουν οικοδόμοι, πλακάδες και μωσαϊκτζήδες. Για πολλά απ’ αυτά τα παιδιά, ο στρατός (μέσα στον παραλογισμό του) ήταν το ισχυρότερο προσωπικό τους βίωμα. Υπήρχε λοιπόν υλικό για να αναδειχθεί και κοινό για να το αγοράσει.
Τώρα πια, αυτά αποτελούν παρελθόν. Ως μαζικό βίωμα φυσικά, διότι πάντα ο στρατός θα συμβαδίζει με την ασυναρτησία ως προσωπικό αίσθημα του στρατευμένου. Απλώς σήμερα ο φαντάρος περνά καλύτερα, τελειώνει την θητεία του πριν το καταλάβει, δεν ξεχωρίζει απ’ τους υπόλοιπους όταν είναι εκτός στρατοπέδου και δεν είναι διόλου απομονωμένος στην άκρη του κόσμου όπως κάποτε. Οι άδειες είναι ευκολότερες, τα αεροπλάνα πηγαινοέρχονται μέσα στην φτήνια, το FB υπάρχει  για όλους. Φυσικά, πάντα θα υπάρχει ο αυταρχικός διοικητής, ο αγράμματος λοχίας, ο χαβαλές δεκανέας, ο μάγκας παλιός, ο ψαρωμένος νέος, ο παλαβός που κοιμάται στο διπλανό κρεβάτι, ο γκαρδιακός που γίνεστε φίλοι, ο υπερφίαλος και το ερείπιο. Όμως πια ο στρατός δεν είναι η κλειστή κοινότητα που σημαδεύει ανεξίτηλα την ζωή των νεαρών, άρα χρειάζεται δικούς του κώδικες και δικό του εσωτερικό πολιτισμό. Πάνε αυτά. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, που το τελευταίο μεγάλο φανταρίστικο τραγούδι, το «Διδυμότειχο μπλουζ» δεν είχε μπουζούκι αλλά ηλεκτρική κιθάρα. Το κύκνειο άσμα των στρατιωτικών τραγουδιών ήταν μια καθαρή ροκιά απ’ το μέλλον.
Δεν θα ξανακούσουμε καινούρια τραγούδια για φαντάρους, κανένας δεν θα ξανανιώσει την ανάγκη να γράψει ένα φρέσκο διήγημα για την δική του θητεία. Ευτυχώς. Έστω κι αν έτσι θα χάσουμε κάποια λογοτεχνικά διαμάντια που γράφονταν άλλες εποχές. Σαν εκείνο το υπέροχο (σπάω το κεφάλι μου τίνος ήταν) για τον σχιζοφρενιασμένο μετεμφυλιακό συνταγματάρχη στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα του ’60, που έμαθε απ’ τους ρουφιάνους του ότι ένας φαντάρος έφευγε απ’ την σκοπιά, περνούσε απέναντι έρποντας και πηδούσε μια Βουλγάρα που είχε πιάσει γκόμενα. Τον έβγαλε στην αναφορά και του έριξε σαράντα μέρες φυλακή για εγκατάλειψη θέσης. Κι αμέσως μετά, του έγραψε και σαράντα μέρες τιμητική άδεια επειδή εισέβαλε επιτυχώς σε εχθρικό έδαφος και βίαζε μια κομμουνίστρια.

***

Δημήτρης Ευθυμάκης
Πηγή: Protagon
Αντικλείδι , https://antikleidi.com