Τρίτη, Δεκεμβρίου 26

Διεθνείς διαπιστώσεις και προβλέψεις 2018



Του Βασίλη Βιλιάρδου
 (Το άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)
Η συγκέντρωση ισχύος σε όλο και λιγότερες εταιρείες δρομολογεί μία κεντρικά κατευθυνόμενη, σοβιετικού τύπου οικονομία των ελίτ, με μικρή παραγωγικότητα – ενώ ο πλανήτης θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα εξτρεμιστικά θετικό και με ένα εξτρεμιστικά αρνητικό σενάριο, με τη διάλυση της Ευρώπης πιθανότερη από ποτέ, με τις μάχες του δολαρίου να εντείνονται και με τη σύγκρουση Η.Π.Α., Κίνας και Ρωσίας να παίρνει νέες διαστάσεις. 

«Υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν πως είναι έξυπνοι – ακόμη περισσότερο, είναι πολύ δύσκολο να βρει κανείς κάποιον που να πιστεύει ότι δεν είναι έξυπνος. Εάν μπορέσει και βρει κάποιον που να πιστεύει πως δεν είναι έξυπνος, υπάρχει πιθανότητα να είναι έξυπνος – ενώ σίγουρα η ανθρωπότητα ως σύνολο δεν είναι έξυπνη αλλά μάλλον καθυστερημένη, με κριτήριο τη συμπεριφορά, τις πράξεις, τις συγκρούσεις, τους πολέμους και τη δυστυχία που επικρατεί.
Από την άλλη πλευρά, ότι έχει κάνει ο άνθρωπος στη ζωή του, είναι δική του επιλογή – παντού έχει επιλογή, ακόμη και στην κόλαση. Η ζωή του είναι δικό του δημιούργημα, ενώ όταν το αναγνωρίσει, τότε κάθε αλλαγή είναι δυνατή. Το σχόλιο πάντως του Τσόρτσιλ για τον άνθρωπο, είτε τον συμπαθεί κανείς είτε όχι, ήταν το εξής: «Ο άνθρωπος θα σκοντάψει περιστασιακά στην αλήθεια, αλλά τις περισσότερες φορές θα σηκωθεί και θα συνεχίσει το δρόμο του». Μπορεί μία χώρα ως σύνολο να διδαχθεί από τα παραπάνω; Εξαρτάται από την ατομική, κοινωνική και πολιτική της ωριμότητα».
.

Ανάλυση


Προσπαθώντας κανείς να προβλέψει το μέλλον έρχεται αντιμέτωπος με έννοιες όπως αυτοματοποίηση, ρομποτική, τεχνητή νοημοσύνη, μηχανές που μαθαίνουν μόνες τους, αυτοκίνητα που οδηγούνται χωρίς την ανθρώπινη επέμβαση ή διαδίκτυο των πραγμάτων (Internet of things) – οι οποίες του δίνουν την εντύπωση πως λαμβάνει χώρα μία από τις σημαντικότερες τεχνολογικές επαναστάσεις, με αποτέλεσμα να υπάρχουν αναφορές στην «τέταρτη βιομηχανική επανάσταση» ή σε μία «δεύτερη εποχή των μηχανών». Σύμφωνα δε με μία μελέτη της «McKinsey Global Institute» (πηγή), έως το 2030 σχεδόν το 50% όλων των εργασιών που εκτελούνται από ανθρώπους σήμερα, θα αυτοματοποιηθούν – οπότε θα χαθούν εκατομμύρια θέσεις εργασίας.
Εν τούτοις, παρά τις πράγματι δραματικές αυτές αλλαγές, στις οικονομικές στατιστικές δεν φαίνεται να συμβαίνει κάτι συνταρακτικό – αφού η αυτοματοποίηση και η ψηφιοποίηση των εργασιών που προηγουμένως εκτελούνταν από ανθρώπους, δεν έχει αυξήσει την παραγωγικότητα της παγκόσμιας οικονομίας. Αντίθετα, στις ανεπτυγμένες δυτικές χώρες η παραγωγικότητα μειώνεται συνεχώς από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 – ενώ κάτι ανάλογο παρατηρείται τα τελευταία δέκα χρόνια στις αναπτυσσόμενες. Το γεγονός αυτό υπενθυμίζει το παράδοξο του R. Solow, ο οποίος το 1987 είχε πει ότι βλέπει κανείς παντού την εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών, αλλά όχι στις στατιστικές που έχουν σχέση με την παραγωγικότητα.
Στα πλαίσια αυτά, μία πρόσφατη μελέτη με την ονομασία «Τεχνητή νοημοσύνη και το σύγχρονο παράδοξο της παραγωγικότητας» (πηγή), ασχολήθηκε εντατικά με το φαινόμενο – όπως στο παράδειγμα του γραφήματος, στο οποίο αναφέρεται το ετήσιο ποσοστό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, σε επιλεγμένες περιοχές του πλανήτη. Όπως διαπιστώνεται, υπήρξε πτώση στις Η.Π.Α. (κόκκινη καμπύλη), στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία (πράσινη), από τις αρχές περίπου της χιλιετίας – ενώ στις αναπτυσσόμενες οικονομίες (κίτρινη καμπύλη) από το 2008.
Η ερώτηση επομένως που προέκυψε ήταν γιατί, παρά την τεράστια τεχνολογική πρόοδο και την ψηφιοποίηση των τελευταίων ετών, δεν υπήρξε άνοδος του ρυθμού της παραγωγικότητας – όπου δόθηκαν τέσσερις πιθανές εξηγήσεις: (α) Υπήρξαν πολύ μεγάλες προσμονές και λανθασμένες ελπίδες, (β) Μεσολάβησαν λάθη στον τρόπο μέτρησης, (γ) Επικράτησαν συνθήκες μεγάλης συγκέντρωσης στις αγορές, (δ) Είναι απλά θέμα χρονικών καθυστερήσεων.
Στην πρώτη ερμηνεία δεν δόθηκε ιδιαίτερη σημασία, επειδή οι μεγάλες προσμονές και οι λανθασμένες ελπίδες αποτελούν πάντοτε ένα συνοδευτικό φαινόμενο των νέων τεχνολογιών – όπως στην περίπτωση της πυρηνικής ενέργειας που στο ξεκίνημα της δημιούργησε την εντύπωση μίας ενεργειακής επανάστασης, η οποία δεν συνέβη ποτέ. Ούτε στη δεύτερη, επειδή η ανάπτυξη (ΑΕΠ) στον τομέα των ψηφιακών υπηρεσιών δεν προσμετρείται επαρκώς – οπότε ίσως υπάρχουν λάθη, αλλά όχι τόσο μεγάλα.
Αντίθετα, δόθηκε μεγάλη σημασία στην τρίτη ερμηνεία, στην συγκέντρωση ισχύος σε όλο και λιγότερες εταιρείες, η οποία δρομολογεί μία κεντρικά κατευθυνόμενη, σοβιετικού τύπου οικονομία των ελίτ – όπως στο παράδειγμα της τεχνητής νοημοσύνης, στις μηχανές που μαθαίνουν μόνες τους ή στη ρομποτική, όπου οι τεχνολογίες που έχουν ήδη μετατραπεί σε παραγωγικές διαδικασίες, ευρίσκονται μονοπωλιακά στα χέρια λίγων τεχνολογικών ομίλων. Εν προκειμένω, η Google έχει καταφέρει με τη χρήση των μηχανών που μαθαίνουν μόνες τους να κυριαρχήσει εντελώς στην αγορά της ψηφιακής διαφήμισης – εξολοθρεύοντας κυριολεκτικά τον ανταγωνισμό των «συμβατικών» ΜΜΕ, όπως άλλωστε συμβαίνει επίσης με τη Facebook.
Η διαδικασία αυτή οδηγεί στην οικονομία που χαρακτηρίζεται ως εκείνη που ο νικητής παίρνει τα πάντα (Winner takes all) – με την έννοια πως η επιχείρηση που πετυχαίνει να έχει ηγετικό ρόλο στην αγορά κατακτά μία τόσο κυρίαρχη θέση, η οποία της επιτρέπει να εισπράττει σε μόνιμη βάση μονοπωλιακά έσοδα. Φυσικά κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά επικερδές για τους μετόχους της, αλλά δεν ωφελεί καθόλου την οικονομία ως σύνολο – αφού καταστρέφει μία σειρά μικρομεσαίων ή/και μεγάλων επιχειρήσεων, παράγει ανεργία, αποκτά τεράστια πολιτική ισχύ, πολλαπλές δυνατότητες αποφυγής φόρων εις βάρος των απλών φορολογουμένων κοκ.
Οι επιστήμονες όμως έδωσαν μεγαλύτερη σημασία στην τέταρτη ερμηνεία – σύμφωνα με την οποία η πιθανότερη αιτία της χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας (από την οποία εξαρτώνται οι μισθοί, οι συντάξεις, η μείωση των δημοσίων και ιδιωτικών χρεών, ο πληθωρισμός, η κοινωνική συνοχή και μία σειρά άλλων πραγμάτων), είναι το ότι οι νέες τεχνολογίες χρειάζονται πολύ περισσότερο χρόνο, για να φανούν τα αποτελέσματα τους.
Η εξήγηση αυτή φαίνεται πιθανότερη με κριτήριο την τεχνητή νοημοσύνη και τις μηχανές που μαθαίνουν μόνες τους, οι οποίες θεωρούνται τεχνολογίες «γενικού σκοπού» – με την έννοια πως τα αποτελέσματα τους επέρχονται σε συνδυασμό με μία σειρά καινοτομιών, μέσω των οποίων ευρίσκουν πρακτική χρήση. Παραλληλίζονται με τον ηλεκτρικό κινητήρα, ο οποίος ανακαλύφθηκε μεν το 1880, αλλά λειτούργησε πρακτικά στην οικονομία γύρω στο 1920 – επίσης με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, οι οποίοι χρειάστηκαν σχεδόν τριάντα χρόνια για να έχουν πρακτικά αποτελέσματα στην πραγματική οικονομία.
Ίσως λοιπόν εδώ να οφείλεται η μειωμένη παραγωγικότητα, η οποία τότε θα αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου – παρά το ότι υπάρχουν πολλές αμφιβολίες. Εν τούτοις, εμείς πιστεύουμε πως αυτό που οφείλει να μας απασχολήσει περισσότερο είναι η τρίτη ερμηνεία – η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μία δικτατορία λίγων μονοπωλιακών επιχειρήσεων, ειδικά εάν ή όταν καταφέρουν να ελέγξουν πλήρως το χρηματοπιστωτικό σύστημα του πλανήτη, ενδεχομένως μέσω των κεντρικών τραπεζών ή με τη δημιουργία δικών τους νομισματικών συστημάτων, με τη συνδρομή της τεχνολογίας Block chain.
Στα πλαίσια αυτά, είναι μεν σαφείς οι επενδυτικές επιλογές, η τοποθέτηση δηλαδή στις μετοχές αυτών των εταιριών, αλλά όχι η σημασία τους για τις ανθρώπινες κοινωνίες – οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγηθούν σε καταστάσεις που θα θυμίζουν το 1984 του Orwell, αν και από διαφορετικό δρόμο, όχι το σοβιετικό. Κατά το 1984,
«Το ολοκληρωτικό καθεστώς του Μεγάλου Αδελφού, παρακολουθώντας συνεχώς τους πάντες και τα πάντα, ασκεί τον απόλυτο έλεγχο στις πράξεις και στις συνειδήσεις – ενώ όλα προσανατολίζονται σε μία και μοναδική αλήθεια, αυτήν που πρεσβεύει το Κόμμα (οι πολυεθνικές στην εποχή μας), ο μόνος αλάθητος μηχανισμός, του οποίου προσωποποίηση είναι ο Μεγάλος Αδελφός. Όλα, ακόμη και το παρελθόν: Όποιος ελέγχει το παρελθόν ελέγχει το μέλλον και όποιος ελέγχει το παρόν ελέγχει το παρελθόν».
Αν σκεφθούμε εδώ τη σημασία της Google, όσον αφορά τη συλλογή πληροφοριών και γνώσεων, της Wikipedia σε σχέση με τις ιστορικές «αλήθειες» ή την πολιτική, τη θέση  που έχουν κατακτήσει τα ελεγχόμενα από λίγους μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς επίσης αυτά που σύντομα θα ακολουθήσουν προς την ίδια κατεύθυνση με τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης, της ρομποτικής κλπ., θα κατανοήσουμε πως οι κίνδυνοι αυτού του είδους δεν είναι απλές θεωρίες συνομωσίας – αλλά πολύ πιθανά και ρεαλιστικά ενδεχόμενα.
Αλλαγή παραδείγματος
Συνεχίζοντας, η εποχή που ξεκίνησε το 2009 με την ονομασία «Νέο Φυσιολογικό» (New Normal, ElErian), χαρακτηριζόμενη από ένα καινούργιο οικονομικό περιβάλλον με αδύναμη ανάπτυξη και με ιστορικά χαμηλά επιτόκια, φαίνεται πως φτάνει στο τέλος της – όπου ο παραπάνω οικονομολόγος θεωρεί ότι, θα βρεθούμε σύντομα αντιμέτωποι με ένα «εξτρεμιστικά θετικό» και με ένα «εξτρεμιστικά αρνητικό» σενάριο (διτροπική κατανομή). Πως είμαστε δηλαδή σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, όπου η επιλογή της σωστής κατεύθυνσης θα είναι καθοριστική για το μέλλον του πλανήτη – με την έννοια πως οι θεμελιώδεις αλλαγές στην οικονομία και στην πολιτική που αναγκαστικά θα δρομολογηθούν, θα οδηγήσουν τις αγορές σε μία ισχυρή άνοδο ή ξανά σε αναταραχές και παγκόσμια κραχ.
Ειδικότερα οι βιομηχανικές χώρες είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από την ισχυρή ανάπτυξη των οικονομιών τους – πόσο μάλλον αυτές που έχουν σημαντικά αυξημένα χρέη, τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τους τομέα (οι συντριπτικά περισσότερες). Εάν λοιπόν ο ρυθμός ανάπτυξης είναι χαμηλός, καθώς επίσης εάν ωφελεί μόνο λίγους όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια (γράφημα), τότε θα υπάρξουν μεγάλα κοινωνικά και πολιτικά «ρήγματα», όπως ήδη παρατηρείται – αν και οι τέσσερις μεγάλες «ατμομηχανές» του πλανήτη δείχνουν άνοδο, όπως οι Η.Π.Α. (3,3%), η ΕΕ (2 – 2,5%), η Κίνα (5 – 6%) και η Ιαπωνία (2,1% πρόσφατα).
Επειδή όμως η άνοδος αυτή δεν είναι σαφές εάν διατηρηθεί, αφού είναι σε κάποιο βαθμό το αποτέλεσμα προσωρινών παραγόντων, μεταξύ άλλων της μη συμβατικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών, κανένας δεν είναι σίγουρος τι θα ακολουθήσει στο μέλλον – ενώ το γεγονός ότι, οι πιθανότητες ενός κακού σεναρίου (ύφεση, κραχ) και ενός καλού (ανάπτυξη) είναι σχεδόν οι ίδιες (50%), καθιστά πολύ δύσκολη την απαιτούμενη προετοιμασία από τα κράτη και τις κεντρικές τράπεζες (γράφημα, εκτιμήσεις 2017, προβλέψεις 2018).