Τρίτη, Ιουλίου 9

ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ: Παναγιά

ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ:  Παναγιά
 (μια σειρά που παρουσιάζεται αλφαβητικά κάθε Σάββατο.
Επόμενο χωριό: Πεδινό)
 Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
 Το χωριό Παναγιά βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά της Λήμνου, 42 χλμ από την Μύρινα, ανάμεσα στα χωριά Κοντοπούλι και Πλάκα. Ο ενοριακός ναός του χωριού είναι της Παναγιάς ρυθμού βασιλικής με τρούλο και με εξωνάρθηκα. Η ονομασία του χωριού προήλθε από το
μοναστήρι, το οποίο ήταν αφιερωμένο στην Παναγιά. Το χωριό ιδρύθηκε το 1865 από κατοίκους του Αγίου Υπατίου και του Κοντοπουλίου, που είχαν κτήματα στην περιοχή. Κοντά στο χωριό βρίσκεται η λίμνη Αλυκή και οι παραλίες Σαράβαρι και Ζεματάς. Είναι ένα από πιο ζωντανά χωριά του νησιού και εκεί δραστηριοποιούνται πολλοί σύλλογοι με αξιόλογη δράση.

 Σύμφωνα με την τοπική παράδοση το τοπωνύμιο Παναγία προϋπήρχε του χωριού και προήλθε από κάποιο παλιό μοναστήρι. Όντως, το 1355 αναφέρεται σε έγγραφο της μονής Μεγ. Λαύρας η μικρή μονή Θεοτόκος Σεργουνιώτισσα κοντά στο χωριό Καστρίν, το οποίο εντοπίζεται στη γειτονική Πλάκα. Η μονή αυτή είχε ιδιοκτησίες σε διάφορα σημεία της Λήμνου, όπως στις θέσεις: Πολύφυλλονχωρίον του ΠετζέαΜαγειρίδιο και Γούδηλα.
Μεταγενέστερα, η μονή αναφέρεται ως μετόχι της Μεγ. Λαύρας, η οποία το 1380 διεκδικούσε την εικόνα της Παναγίας Σερβουνιωτίσσης από μια οικογένεια Κονδύλη της Λήμνου.

Στα δυτικά του χωριού, στο λιμανάκι του όρμου Σωτήρας, έχει εντοπιστεί αρχαία θέση. Συγκεκριμένα στα νότια του ομώνυμου ακρωτηρίου έχει βρεθεί μια επιτύμβια στήλη του 4ου αιώνα π.Χ. που γράφει: «ΒΕΝΔΙΔΩΡΑ ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥ ΓΕΡΓΙΣΙΟΥ».
Σε παλιά κείμενα η τοποθεσία αναφέρεται ως «αυλάκι του Αγίου Σωτήρος», ενώ το εκκλησάκι Sotira σημειώνεται σε χάρτη Ιταλού περιηγητή (1418).
Το 1858, που ο αρχαιολόγος Conze επισκέφτηκε το ακρωτήριο και το λιμανάκι της Sotiras, παρατήρησε μια παλιά κατεστραμμένη λίθινη προκυμαία και το ξωκλήσι της Agias Sotiras. Ο αρχαίος αυτός μώλος ξεκινά από το ακρωτήριο κι εκτείνεται νότια ως 400 μ. μέσα στη θάλασσα.

Ως τα μέσα του 19ου αιώνα στην περιοχή της ΒΑ Λήμνου ανάμεσα στο χωριό Κοντοπούλι και στο ακρωτήριο Πλάκα δεν υπήρχε χωριό. Υπήρχαν μόνο μερικές απομονωμένες καλύβες τσιφλικιών, που ανήκαν σε Τούρκους αγάδες του Ανυπάτη. Το χωριό Παναγία ιδρύθηκε γύρω στα 1865 από κατοίκους του Αγίου Υπατίου και του Κοντοπουλίου που είχαν κτήματα στην περιοχή. Ως πρώτοι οικιστές θεωρούνται οι: Κομνηνός Κατωγούδης, Ιωάννης Λαγός, Εμμανουήλ Παξιμαδάς, Δημήτριος Τσαγδής και Ιωάννης Κεχαγιάς.
Επιλέχθηκε η θέση «Παναγία», όπου βρισκόταν η παλιά βυζαντινή μονή, στους πρόποδες του λόφου «Αλεπότρυπες», πιθανόν επειδή βρισκόταν σε ίση περίπου απόσταση από τις δυτικές και τις ανατολικές ακτές, άρα παρείχε μεγαλύτερη ασφάλεια από τους πειρατές.
Το 1874 υπήρχαν 30 οικογένειες και σε ένα έγγραφο η Παναγία σημειώνεται με το όνομα Τσηφτλίκια.
 Από το 1865 οι πρώτοι κάτοικοι είχαν κτίσει ναΐσκο της Παναγίας, στη θέση της ερειπωμένης μονής. Ο τόπος ανήκε σε κάποιον Τούρκο τσιφλικά, τον Αλί. Αυτός προσπάθησε δύο φορές να τους εμποδίσει και κτύπησε άγρια κάποιον ηλικιωμένο. Όμως, σαν από θεία δίκη, το άλογό του αφήνιασε, τον ανέτρεψε και τον παρέσυρε μακριά σκοτώνοντάς τον. Έτσι οι κάτοικοι ολοκλήρωσαν την εκκλησία. Αργότερα κτίστηκε νεότερος ναός με δωρεά 6.500 δολαρίων του Αναστάσιου Διαμαντή, μετανάστη στιε ΗΠΑ. Ο ναός γιορτάζει το δεκαπενταύγουστο, οπότε διοργανώνεται μεγάλο πανηγύρι.
 Ενδιαφέρων είναι και ο κοιμητηριακός ναός του Αγίου Δημητρίου, που έχει ξύλινη οροφή διακοσμημένη με λαϊκά μοτίβα και χρωματιστό ξυλόγλυπτο τέμπλο, ενώ παλιότερα είχε μεταλλικό καμπαναριό.
 Το 1887, έπειτα από κοινό διάβημα των κατοίκων Παναγίας και Πλάκας, ιδρύθηκε κοινοτικό σχολείο στην Πλάκα, στο οποίο φοιτούσαν έξι μαθητές από την Παναγία. Από το 1903 λειτούργησε σχολείο και στην Παναγία με 20 μαθητές στην αρχή, αλλά με ένα ιδιόρρυθμο καθεστώς. Συγκεκριμένα, ως το 1925 το μισθό του δασκάλου πλήρωναν οι κάτοικοι. Συνήθως, ήταν είτε ο ιερέας είτε ο ψάλτης της ενορίας, οι οποίοι συχνά δεν είχαν γνώσεις πέραν της Β΄ τάξης, οπότε για τις υπόλοιπες τάξεις οι μαθητές πήγαιναν στο χωριό Κοντοπούλι.
Το σχολικό κτίριο κτίστηκε το 1929-32. Μακροχρόνια υπηρεσία στο σχολείο του χωριού πρόσφεραν οι εκπαιδευτικοί Ιορδάνης Αλευρόπουλος (1946-69), Ηρακλής Κοντέλλης (1963-;) και Κωνσταντίνα Καλογιάννη (1963-;).

Στα χρόνια του μεσοπολέμου το χωριό, αν και απομονωμένο στην εσχατιά της Λήμνου, αναπτύχθηκε σταδιακά με τη βοήθεια και των προσφυγικών οικογενειών που εγκαταστάθηκαν εκεί. Το 1925 χτίστηκαν 80 διπλές προσφυγικές κατοικίες. Το έτος αυτό είχε συνδεθεί με αμαξιτό δρόμο με το υπόλοιπο νησί. Το χωριό αναπτύχθηκε πληθυσμιακά, οικονομικά και πολιτιστικά με ταχείς ρυθμούς. Η ανάπτυξη αυτή, εκτός από την ευφορία των εδαφών, οφείλεται στην εργατικότητα και στη σύμπνοια των κατοίκων. Το 1928 απογράφηκαν 406 άτομα, ενώ το 1938 κατοικούσαν 500, υπήρχαν 125 σπίτια και διθέσιο σχολείο με 100 μαθητές.
Μεταπολεμικά στην εύφορη πεδιάδα παρήγαγαν ετησίως 407 τόνους βαμβάκι και 700 τόνους σιτάρι.
Το 1961 είχε 697 κατοίκους και από το 1963 ως το 1974 τριθέσιο σχολείο. Στη συνέχεια άρχισε μια αργή συρρίκνωση, το σχολείο υποβαθμίστηκε σε διθέσιο, χωρίς όμως να χαθεί ο δυναμισμός του χωριού. Το 1991 είχε 448 κατοίκους.

Σήμερα η Παναγιά εξακολουθεί να είναι από τα πιο ζωντανά χωριά του νησιού. Τα σπίτια με τις κατακόκκινες στέγες αναπτύσσονται γύρω από την εκκλησία και δημιουργούν ένα γραφικό τοπίο. Λειτουργεί ο "Αλιευτικός Σύλλογος Πλάκας-Παναγιάς", το ποδοσφαιρικό σωματείο "Αετός Πλάκας-Παναγιάς", υπάρχει δραστήριος πολιτιστικός σύλλογος και στην Αθήνα σύλλογος αποδήμων με πολύ αξιόλογη δράση.
Η θέα από το χωριό προς το φάρο της Πλάκας και το τοπίο είναι εντυπωσιακή.
Σε μικρή απόσταση από την Παναγιά μπορεί κανείς να επισκεφθεί τον αρχαιολογικό χώρο των Καβείρων, την Αλυκή, αλλά και την παραλία Ζεματά.
 Φέτος το χειμώνα η Παναγιά έγινε γνωστή στα μέσα μαζικής ενημέρωσης για τους ζωόφιλους κατοίκους της, και πιο συγκεκριμένα για τη γάτα Λουλού, που ταξίδεψε κατά λάθος και χωρίς να θέλει από την Παναγιά στη Μύρινα, κλεισμένη μέσα στο σκοτεινό πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου του αφεντικού της, όπου είχε τρυπώσει κατά λάθος.
Να σημειωθεί ότι μέχρι τότε ποτέ δεν είχε απομακρυνθεί από το χωριό.
Η γάτα λοιπόν αυτή, μόλις το αυτοκίνητο έφτασε στη Μύρινα στην πλατεία των ΚΤΕΛ και ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου άνοιξε το πορτ-μπαγκάζ, πετάχτηκε έξω αλαφιασμένη σε έξαλλη κατάσταση από όλη την σκοτεινή περιπέτεια της, έτρεξε και χάθηκε στα στενά της Μύρινας, μάλλον σκαρφαλωμένη σε κανένα δέντρο.
Μάταια το αφεντικό της, το ΡΑΔΙΟ ΑΛΦΑ με ανακοινώσεις, οι ταξιτζήδες και πολλοί άλλοι φιλόζωοι έψαξαν να την βρουν. Είχε πάθει τέτοια μεγάλη λαχτάρα, που εξαφανίστηκε και δεν έδωσε σημάδια ζωής. Έτσι, το αφεντικό της το πήρε απόφαση ότι δεν πρόκειται να την ξαναδεί και το απόγευμα, μετά τα ψώνια που έκανε στη Μύρινα, περίλυπος επέστρεψε στην Παναγιά.
 Μια βδομάδα μετά, όμως, με μεγάλη έκπληξη είδε τη Λουλού πίσω στο σπίτι στην Παναγιά να λιάζεται αμέριμνη στην αυλή, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα!
Και γεννήθηκε τότε το μεγάλο ερώτημα, πώς κατάφερε να διανύσει με τα πόδια μια τόσο μεγάλη και άγνωστη διαδρομή 40 χιλιομέτρων και να επιστρέψει;
Πολλά ειπώθηκαν για το ένστικτο προσανατολισμού των ζώων, καμία όμως εξήγηση δεν δίνει ικανοποιητική απάντηση. Ούτε, βέβαια αυτό που είπαν μερικοί, ότι δηλαδή “έκανε ωτοστόπ” και κάποιος την περιμάζεψε και την μετέφερε.
 Μία από αυτές τις ερμηνείες είναι και η ακόλουθη:
Η γάτα κατέγραψε στο μυαλό της τις πιο έντονες οσφρητικές και ακουστικές εμπειρίες, καθώς μέσα στο πορτ-μπαγκάζ και το σκοτάδι δεν μπορούσε ούτε να δει ούτε να κάνει κάτι άλλο.
Καθώς, λοιπόν, το αυτοκίνητο περνούσε μέσα από το Κοντοπούλι, πήρε μυρωδιά τα φρεσκοτηγανισμένα ψάρια από τις ταβέρνες στην πλατεία του χωριού.
Στη συνέχεια, όταν έφτασαν στη στροφή της Ατσικής, άκουσε την καμπάνα του χωριού – που είναι η μεγαλύτερη στο νησί – και στην ευθεία του αεροδρομίου ένα αεροπλάνο που προσγειωνόταν.
Καθώς, στη συνέχεια περνούσαν από τον Αη-Δημήτρη, μύρισε το ούζο, το κρασί και τους μεζέδες από τα καφενεία. Τέλος, όταν κατηφόριζαν για τα Θέρμα, της χτύπησε στη μύτη η βανίλια από τον χαλβά και τα γλυκά κουταλιού του Αιλλαδέλη.
Κι όταν στη Μύρινα ηρέμησε κάπως από τη λαχτάρα της και ξεκίνησε πίσω για την Παναγιά, ακολούθησε αυτά τα οσφρητικά και ακουστικά σημάδια που είχε βάλει!
 Βιβλιογραφία
  • Θ. Μπελίτσου, Η Λήμνος και τα χωριά της, 1994.
  • Τουρπτσόγλου-Στεφανίδου Βασιλική, «Ταξιδιωτικά και γεωγραφικά κείμενα για τη νήσο Λήμνο (15ος-20ος αιώνας)», Θεσσαλονίκη 1986.
  • Cdrom Επαρχείου Λήμνου: "Λήμνος αγαπημένη".
  • "ΛΗΜΝΟΣ: Ιστορική & Πολιτιστική Κληρονομιά", εκδ. Γ. Κωνσταντέλλης, 2010.