Κυριακή, Σεπτεμβρίου 29

Ο Έλληνας που έφτιαξε με τα χέρια του την ιστορία της χώρας μας σε κέρινα ομοιώματα


Σαν να το θέλησε λες η μοίρα, ο άνθρωπος που θα αναβίωνε με κερί και τέχνη ζηλευτή τον αγώνα του έθνους μας το 1821 γεννήθηκε ανήμερα της επετείου της εθνικής μας παλιγγενεσίας, 25η του Μαρτίου.


Κι έτσι σήμερα, λίγα χιλιόμετρα έξω από τα Γιάννενα, μας περιμένει μια αξέχαστη περιπλάνηση στη νεοελληνική ιστορία μέσα από τα κέρινα ομοιώματα του Παύλου Βρέλλη, ένα έργο ζωής για τον ίδιο και μια εμπειρία μνήμης για τον επισκέπτη.

Ο γλύπτης Βρέλλης αναπαρέστησε τις μεγάλες στιγμές του τόπου μας υπενθυμίζοντας τις μορφές που σημάδεψαν
 τους αγώνες μας, αφήνοντάς μας να μένουμε με το στόμα ανοιχτό μπροστά στα κέρινα ομοιώματά του.


Για τον ίδιο βέβαια μόνο ρόδινη δεν ήταν η όλη περιπέτειά του, καθώς εργάστηκε κάτω από αντίξοες συνθήκες για να στήσει αυτό το μουσείο-στολίδι λαογραφίας, χτίζοντάς το κυριολεκτικά με τα χέρια του. Δεν ήταν μόνο το πάθος και το μεράκι του, ήταν και η έμφαση που ήθελε να δώσει στην ακρίβεια των αναπαραστάσεών του, σεβόμενος την πραγματική ιστορία.
 
Ο Βρέλλης, απόφοιτος του τμήματος Γλυπτικής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, ήταν στα 60 του και συνταξιούχος γυμνασιάρχης το 1983 όταν αγόρασε μια άγονη έκταση 17 στρεμμάτων στο Μπιζάνι των Ιωαννίνων με το εφάπαξ επίδομα που πήρε από το ελληνικό Δημόσιο, κι αυτό για να δώσει υπόσταση στο όνειρο της ζωής του.

Τα επόμενα 13 χρόνια θα τα περνούσε δουλεύοντας ακατάπαυστα διαμορφώνοντας τόσο τον εξωτερικό όσο και τον εσωτερικό χώρο του μουσείου του, σχεδιάζοντας και χτίζοντάς το από την αρχή για να μοιάζει με αυθεντικό ηπειρώτικο οικοδόμημα του 18ου αιώνα. Δεν ήταν έτσι μόνο γλύπτης, καθώς λειτούργησε αναγκαστικά ως αρχιτέκτονας, ζωγράφος, ενδυματολόγος, λαογράφος, μιας και όλα μόνος του τα έκανε!
 
Η συγκέντρωση του ιστορικού και λαογραφικού υλικού για τα θέματα των κέρινων ομοιωμάτων του ήταν μια διαχρονική εξάλλου αναζήτηση για τον Παύλο Βρέλλη, μια κοπιώδης εργασία που κράτησε περισσότερο από τρεις δεκαετίες ενδελεχούς μελέτης. «Ευχαριστώ αυτούς που κράτησαν τη Θρησκεία μου, τη Γλώσσα μου και την Εθνικότητά μου, για να είμαι Χριστιανός και να λέγομαι Έλληνας.

Η αγάπη και η λατρεία που είχα, από μικρό παιδί, στους ήρωες της προεπανάστασης και της επανάστασης του 1821, έγινε αγάπη και θαυμασμός για τους μετέπειτα ήρωες. Αυτοί σφάχτηκαν, κρεμάστηκαν, γδάρθηκαν, ταπεινώθηκαν, για να κερδίσουμε εμείς σήμερα τον τόπο τούτο ελεύθερο, χωρίς σκλαβιά», γράφει τον χειμώνα του 1994/5 στο συνοδευτικό υπόμνημα του μουσείου του, για να συνεχίσει:
 


«Αυτός ο μικρός λαός της γης, έδειξε την ανδρεία του σε όλες τις εποχές. Αντικατέστησε το δόρυ με το καριοφίλι ή το σύγχρονο όπλο και βροντοφώναξε προς όλους τους λαούς της γης, “η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει”. Σα φόρο τιμής, αγάπης και πίστης, στους ανώνυμους και επώνυμους ήρωές μας, έφτιαξα τούτο το Μουσείο Ελληνικής Ιστορίας με κέρινα ομοιώματα, στο χωριό Μπιζάνι Ιωαννίνων».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ