Πέμπτη, Απριλίου 2

Εμελλε να το ζήσω κι' αυτό...


Εμελλε να το ζήσω κι' αυτό...
Κυριακάτικο πρωϊνό, με πέντε βαθμούς Κελσίου κι' ενα ψιλό χιονόνερο, να συμβάλλει στην περαιτέρω, λόγω των μέτρων απαγόρευσης, ερήμωση της γειτονιάς.
Με την μακρυά μαύρη παλτουδιά μου εγώ, κασκόλ τυλιγμένο στη μάπα μου εν είδει μάσκας και γαντάκια, βγήκα να πετάξω τα μπουκάλια στον κάδο ανακύκλωσης και κατευθύνθηκα στο γειτονικό βενζινάδικο.

Πήρα την DNA, μιά ολόφρεσκη μπακέτα, ένα κρουασάν και έναν καπουτσίνο στο πλαστικό.
Το "εναλλακτικό" πρωΪνό μου πρόγραμμα, που προέβλεπε να πιώ το καφεδάκι μου, φουμάροντας το πρώτο τσιγάρο της ημέρας, στο παγκάκι, μπροστά από το γειτονικό καφέ, ήταν αδύνατο να εφαρμοσθει λόγω του χιονόνερου.
Οσο έβλεπε το μάτι μου, δεν κυκλοφορούσε ψυχή.
Πήγα, λοιπόν, και κάθησα στα σκαλάκια του κλειστού ταχυδρομείου, που έχει σκεπή από πάνω, εναπόθεσα το πλαστικό με τον καφέ, τούριξα μέσα στην ζάχαρη, τον ανακάτεψα και άναψα θεριακλίδικα το τσιγάρο μου.
Ξαφνικά κι' ενώ έπινα τις πρώτες γουλιές καφέ, βλέπω να έρχεται προς το μέρος της πλατείας, με βήμα γοργό, μία κοπέλλα, γύρω στα τριάντα, με το στενό της παντελονάκι κι' ένα μπουφάν, γάντια κι' αυτή στα χέρια, άνευ όμως μάσκας.
Ομορφη, μού φάνηκε σαν ηλιαχτίδα στο μουντό κυριακάτικο πρωϊνό.
Εφθασε μπροστά μου, στα πέντε μέτρα απόσταση, κοντοστάθηκε, πήρε κάτι ανάσες να ξελαχανιάσει, μούσκασε ένα ατέλειωτο χαμόγελο και με καλημέρισε.
Καλημέρα δεσποινίς αποκρίθηκα και κατέβασα το κασκόλ, για να δεί ότι κι' εγώ της χαμογέλασα.
Στα επόμενα δευτερόλεπτα κι' ενώ εγώ προσπαθούσα να τιθασσεύσω την αχαλίνωτη φαντασία μου, βρέθηκε κοντά μου, στο ένα μέτρο, όπως επιβάλλουν τα μέτρα, έβαλε το χέρι της στη τσέπη, έβγαλε ένα ...πεντάευρο και μου το άφησε δίπλα μου στα σκαλάκια.!
Σταθείτε, της φώναξα, καθώς ήδη είχε αρχίσει να απομακρύνεται.
Δεν είμαι ζητιάνος..
Ούτε κι' εγώ είμαι πλούσια, μου απάντησε και εξακολουθώντας να μου χαμογελά, μου έστειλε κι' ένα φιλί.
Εστριψε στην πλατεία και ...χάθηκε.
Κι' εγώ που, προς στιγμήν, νομισα.....