Τρίτη, Σεπτεμβρίου 20

Ας μιλήσουμε για το Ισλάμ...


Πάνε τρία χρόνια που άρχισα να μελετώ προσεκτικά  τα τεκταινόμενα στην υπόθεση του συνεχιζόμενου πολέμου στην Συρία, για τον οποίο η Ελληνική κοινή γνώμη, δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα.

Του Αλέξανδρου Μούρα

ΕΝΑΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΣΟ ΚΟΝΤΙΝΟΣ...
Σποραδικά ρεπορτάζ στα δελτία ειδήσεων μας ενημέρωναν μονάχα για τις φρικαλεότητες των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Χαλιφάτου (ISIS/ISIL) και λιγότερο για τις υποτιθέμενες βαρβαρότητες του συριακού στρατού, ο οποίος πολεμούσε (και συνεχίζει) όντας πιστός στον Πρόεδρο της χώρας, Μπασάρ αλ Άσαντ (ηγέτης του
εθνοσοσιαλιστικού κόμματος Ba’ath). Οι ¨αντιπολιτευόμενες¨ οργανώσεις, παρουσιάζονταν ως ¨αντάρτικες¨ εκφράσεις, λογικών και δικαιολογημένων αντιδράσεων, καταπιεζόμενων μειονοτήτων. Ουδείς ποτέ δεν αναφέρθηκε στον χαρακτήρα, την πολιτική τοποθέτηση, την στόχευση, την χρηματοδότηση, την διπλωματική κάλυψη, την εκπαίδευση ή τον εξοπλισμό, αυτών των ομάδων. Ούτε και στις σχέσεις που είχαν και έχουν αυτές οι ομάδες μεταξύ τους. Το χειρότερο όμως ήταν ότι κανένας ενημερωτικός οργανισμός δεν πληροφορούσε το κοινό για τον θρησκευτικό χαρακτήρα αυτού του πολέμου. Ο απλός πολίτης έμενε με την εντύπωση ότι στην Συρία, θρησκευτικό πόλεμο διεξάγουν μόνο οι υποστηρικτές του Χαλιφάτου και πως όλοι οι υπόλοιποι μάχονται μεταξύ τους για δυτικού τύπου, πολιτικές επιδιώξεις.


To Ισλαμικό Κράτος (ISIS)...
Όλα αυτά άλλαξαν άρδην με την είσοδο του ISIS στην βόρεια Συρία και την αυξανόμενη παρουσία του σε τέσσερεις τουλάχιστον επαρχίες της κεντρικής και βόρειας Συρίας (Χάμα, Χόμς, Ράκκα, Χαλέπι). Η -με γεωμετρική πρόοδο- αύξηση των δυνάμεων του Χαλιφάτου και μέσα στην Συρία, η εξ ολοκλήρου κατάληψη της επαρχίας αλ Ράκκα και ο ορισμός ως de facto  πρωτεύουσας του Χαλιφάτου, της ομώνυμης μεγαλύτερης πόλης της επαρχίας, βαθμιαία οδήγησε και σε αύξηση της προσοχής του κοινού για τον διεξαγόμενο πόλεμο καθώς και στην αποκάλυψη ότι η κατάσταση αυτή μυρίζει μπαρούτι λόγο θρησκευτικών διχασμών και γεωπολιτικού παιχνιδιού πολλών εκ των μεγάλων δυνάμεων (ΗΠΑ, Ε.Ε., Αραβικού Συνδέσμου και αργότερα Ρωσίας, Κίνας, Τουρκίας κ.α.).
Πλέον είναι κοινός τόπος, το δεδομένο της έναρξης των πολεμικών συγκρούσεων στην Συρία, ως τελική (;) προέκταση των αμερικανοκίνητων «αραβικών ανοίξεων» που έλαβαν χώρα τα προηγούμενα χρόνια σε μια σειρά από αραβικά-μουσουλμανικά κράτη, οδηγώντας τα περισσότερα από αυτά, σε διαρκή εμφύλιο πόλεμο και λουτρό αίματος (Αίγυπτος, Λιβύη, Υεμένη, Τυνησία κ.α.).
Όλο αυτό το αιματηρό παιχνίδι επί χάρτου, βασίστηκε πάνω στην δεδομένη παρουσία και παντοδυναμία του παράγοντα «Ισλάμ» (που σημαίνει ¨υποταγή/πίστη¨) στον αραβικό και όχι μόνο κόσμο. Έναν παράγοντα αστάθμητο ιστορικά και πολύμορφο κοινωνικά και πολιτικά. Ας προσπαθήσω λοιπόν, να παρουσιάσω σε όσο το δυνατόν πιο σύντομο χώρο, τα βασικά στοιχεία αυτού του παγκόσμιου δεδομένου / φαινομένου, με διάθεση να αποφύγω τις δαιδαλώδεις θεολογικές πτυχές του.


Μέλη του Συριακού Εθνικιστικού Κοινωνικού Κόμματος (SSNP).
Ένοπλες μονάδες πολεμούν στο πλευρό του Σύριου Πρέδρου.

ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΙΣΛΑΜ; 
Η Ισλαμική θρησκεία είναι η νεότερη θρησκεία της ανθρωπότητας. Πρόεκυψε μέσα απ’ τις ζυμώσεις της κοιτίδας των μονοθεϊστικών θρησκειών (Ιουδαϊσμός) με την έτερη έκφανση του μονοθεϊσμού (Χριστιανισμός) καθώς και με τις πολλές και διαφορετικές λατρείες της ευρύτερης μέσης ανατολής και βόρειας Αφρικής που είχαν πολυθεϊστικό και παγανιστικό χαρακτήρα (Αιγυπτιακή λατρεία, ζωροαστρισμός στην περιοχή του σημερινού Ιράν και Ιράκ, ηλιακά και χθόνια λατρευτικά συστήματα των Βαβυλωνίων, Χαναανητών, Φιλισταίων κ.α.) στις αρχές του έβδομου αιώνα. Το Ισλάμ πήρε σταδιακά μορφή διαμέσου σκληρών εμφύλιων συρράξεων στην χερσόνησο της Αραβίας και εξαπλώθηκε με ποταμούς αίματος και συνεχείς πολέμους, μέχρι την τελευταία γωνιά του τότε γνωστού κόσμου. Εκμεταλλεύτηκε σύντομα την πολιτιστική παράδοση της ελληνιστικής εποχής, της ρωμαϊκής και βυζαντινής παρουσίας, αποκτώντας περιεχόμενο, το οποίο λίγο αργότερα θα καταβαράθρωνε. Τα μεγάλα κέντρα των επιστημών και των τεχνών στην Δαμασκό, την Αλεξάνδρεια, την Βαγδάτη, την Τεχεράνη και αλλού, έγιναν άθελα τους, ο μοχλός με τον οποίο η ¨βρεφικής ηλικίας¨ νέα θρησκεία, απέκτησε αξιόλογο περιεχόμενο και πολιτιστική υπόσταση.




ΕΚΦΑΝΣΕΙΣ ΚΑΙ ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ
Στις σημερινές μουσουλμανικές κοινωνίες, δύο είναι οι κυρίαρχες τάσεις. Στην μία όχθη βρίσκονται οι οπαδοί της ανεκτικής ισλαμικής παράδοσης προς όλους, ενώ στην αντίπερα όχθη βρίσκονται οι οπαδοί της φονταμενταλιστικής προσέγγισης της ισλαμικής παράδοσης. 
Παρότι το Κοράνι διδάσκει την «από καρδιάς αποδοχή των λαών της Βίβλου», διδασκαλία του Προφήτη Μωάθεμ, δηλαδή των εβραίων και χριστιανών, εντούτοις ο χωρισμός του κόσμου από τον ίδιο τον Προφήτη σε «οίκο του Θεού» (Νταρ αλ Ισλάμ), δηλαδή, κόσμου των πιστών και «οίκο του Πολέμου» (Νταρ αλ Χάρμπ), δηλαδή, κόσμου των απίστων, οδήγησε στην τελολογική αντίληψη ότι μελλοντικά, ολόκληρος ο πλανήτης θα οδηγούνταν στις αγκαλιές του Αλλάχ. 
Καθ΄ όλη την διάρκεια της ζωής των ισλαμικών χωρών, η κυριαρχούσα άποψη ήταν αυτή του «ορθόδοξου σουνιτισμού», ο οποίος είχε τις βάσεις του στις διδαχές μετριοπαθών -σχετικά- νομικών σχολών, όπως της σχολής «Χανάφι» και «Μαλίκι».
Η εκδοχή αυτή επέτρεπε την ειρηνική συμβίωση με τους «απίστους» και δεν απέκλειε, αρχικά, κανέναν. Σχεδόν από την αρχή όμως, υπήρξαν σφοδρές διαφωνίες στις τάξεις των θεωρητικών του ισλαμικού λόγου.
Η πλέον διαδεδομένη ένσταση ήταν αυτή του Ibn Taymiyyah (Ιμπν Ταμιγίγια), ο οποίος έζησε την εποχή της παντοκρατορίας των Μογγόλων και την ολοκληρωτικής καταστροφής της Βαγδάτης. Αυτός ήταν ο πρώτος που κήρυξε τον απόλυτο αποκλεισμό των μη μουσουλμάνων, την παντελή έλλειψη ανοχής προς κάθε άλλη πίστη, καταδικάζοντας μάλιστα με σφοδρότητα, κάθε πολυθεϊστική παρεκτροπή. Η μόνη λύση για την επιβίωση και εξάπλωση του Ισλάμ, κατά την άποψη του Ταμιγίγια, ήταν η επιστροφή στις ρίζες της διδασκαλίας των Σαλαφιστών (των αρχικών αδερφών, δασκάλων και μαθητών του Προφήτη). Ζήτησε τον βίαιο εξοβελισμό, όλων των μνημείων, ιερών και κτισμάτων, κάθε άλλης θρησκείας, ενώ καταφέρθηκε με δριμύτητα και ενάντια στην τάση πολλών μουσουλμάνων να αγιοποιούν ή να αφιερώνουν χώρους στους ιερούς δασκάλους και στους διαδόχους του Προφήτη. Η αυστηρότατη αυτή γραμμή, ήταν συνέχεια της προϋπάρχουσας νομικής σχολής του Ισλάμ «Χανμπάλι».


Ο σεΐχης Ibn Taymiyyah...
Κατά τον 18ο αιώνα στην χερσόνησο της Αραβίας, εμφανίστηκε ο Μωχάμετ Ιμπν Αμπντ Αλ Ουάχαμπ, ο οποίος ακολούθησε την ίδια σκληρή ερμηνεία του Ισλάμ, διαμορφώνοντας μια πλήρως θεοκρατική σέχτα. Πρώτος στόχος της επιθετικότητας του Ουάχαμπ, ήταν οι χριστιανοί, οι εβραίοι αλλά και οι ¨αιρετικοί¨ μουσουλμάνοι (Σιίτες, Ισμαηλίτες, Αλεβήδες κ.α.). Στην πορεία συμμάχησε με τον φανατικό σουνίτη φύλαρχο, Ιμπν Σαούντ, κηρύσσοντας ιερό πόλεμο (Τζιχάντ) προς όλους τους εχθρούς, με τελικό αποτέλεσμα τον κατασφαγιασμό ολόκληρων φυλών, φατριών και σχολών και την δημιουργία του κράτους της Σαουδικής Αραβίας, στο οποίο την πολιτική ηγεσία αναλαμβάνει ο ίδιος ο Σαούντ ως Σεΐχης, ενώ ο Αλ Ουαχάμπ, καταλαμβάνει την θέση του Ιμάμη.


Muhammad ibn Abd al-Wahhab
Την ίδια εποχή περίπου, στην υπό βρετανική κυριαρχία Ινδία, οι ίδιες ακραίες θεωρήσεις, θα αποκτήσουν δύναμη, μέσω του Σαγέντ Αχμέτ Κχάν, ο οποίος μυήθηκε στις απόψεις του Ουαχάμπ από τον ίδιο. Πολύ σύντομα κυριάρχησε στις μεγάλες περιοχές της Πεσαβάρ και αύξησε την επιρροή του και προς το σημερινό Πακιστάν και Μπαγκλαντές. Λίγο αργότερα, θα ιδρυθεί ένα έντονα «ουαχαμπίτικο» ιεροδιδασκαλείο, αυτό των Ντεομπαντιστών (από την πόλη στην οποία ιδρύθηκε). Στην πορεία, το πλήρως μουσουλμανικό Πακιστάν θα αποκτήσει την δική του εκδοχή  αυτής της επιθετικής μορφής ισλαμισμού, με την ίδρυση του ισλαμιστικού κόμματος "Τζαμαάτ αλ Ισλαμί" από τον Μαουλάνα Μαουντούντι.


H σημαία του πακιστανικού κόμματος "Jamaat-e-Islami"
Σημαντικότατο ρόλο στην διάδοση και επικράτηση αυτών των ερμηνειών, είχε και η δημιουργία της γνωστής μέχρι σήμερα «Μουσουλμανικής Αδελφότητας», από τον  Χασάν αλ Μπάνα, αλλά και ο Μοχάμεντ Μπακίρ αλ Χακίμ. Ο τελευταίος ήταν αυτός που προώθησε την άποψη, που βρίσκει μέχρι σήμερα εφαρμογή στο Ιράν, του συνδυασμού εκλογικών διαδικασιών και ισλαμικού νόμου (σαρία), υπό την εποπτεία, πάντοτε, κάποιου συμβουλίου θεολόγων. Από την μεριά των Σιιτών, ιδιαίτερη μορφή  της ¨σκληρής¨ ισλαμιστικής γραμμής, υπήρξε ο Αγιατολάχ Σιστανί στην περιοχή του σημερινού Ιράκ.


Συγκέντρωση οπαδών της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Αίγυπτο.

ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ… 
Τα πρώτα βήματα της νέας θρησκείας σημαδεύτηκαν από τον ίδιο τον Προφήτη Μωάμεθ, τους μαθητές και τους συντρόφους του, τους λεγόμενους «Σαλάφις». Κομβικό σημείο της μετέπειτα εξέλιξης του Ισλάμ, είναι μια αμφιλεγόμενη φράση που λέγεται ότι είπε ο ίδιος ο Μωάμεθ λίγο πριν τον θάνατο του. Φέρεται να συμβούλεψε ο ιδρυτής της θρησκείας, τους συμμαχητές του «να πολεμούν όλους τους άπιστους, μέχρι να ομολογήσουν ότι δεν υπάρχει άλλος Θεός εκτός απ΄ τον Αλλάχ». Με βάση αυτή την προτροπή (η οποία έγινε κομμάτι των παραδόσεων – Χαντίθ) ο αιώνιος πόλεμος των μουσουλμάνων δεν θα τελειώσει μέχρι το Ισλάμ να γίνει κυρίαρχο επί «του κόσμου όπου ο Προφήτης περπάτησε και εδίδαξε». 
Μετά τον θάνατο του Μωάμεθ, οι πιστοί του δεν έμειναν ενωμένοι. Αμέσως ξέσπασε μια βίαιη διαμάχη λόγο της απουσίας ενός αδιαμφισβήτητου διαδόχου. Οι Σουνίτες δέχτηκαν ως ηγέτη τους, τον πιο ενάρετο από αυτούς, ο οποίος θα ασκούσε την θρησκευτική και πολιτική εξουσία βασισμένος στις διδασκαλίες του Προφήτη (Σούνα) και στα «Χαντίθ» (στις θεολογικές ερμηνείες αυτής της διδασκαλίας). Οι Σιίτες από την άλλη, έμειναν αφοσιωμένοι στην γραμμή αίματος του Προφήτη ο οποίος δεν είχε αποκτήσει αρσενικό απόγονο. Έτσι δέχθηκαν ως ηγέτη τους τον σύζυγο της κόρης του Μωάμεθ, τον Αλί. Οι ακόλουθοι του Αλί (Σίαχ Αλί) ονομάστηκαν ¨Σιίτες¨. Κατά την οπτική τους, ο Ιμάμης είναι ο υπέρτατος αρχηγός της θρησκείας και ο Εμίρης, ανώτατος πολιτικός παράγων. Ο Αλί, κατείχε και τις δύο θέσεις ισχύος ταυτόχρονα. Έτσι, σε  αντίθεση με τους Σουνίτες, οι Σιίτες θεωρούν πως οι ιερωμένοι, ως οι μόνοι που ερμηνεύουν αυθεντικά την «Σούνα», μπορούν να αποκτήσουν και πολιτικές εξουσίες.


O ιστορικός ηγέτης των Σιιτών, Ιμάμης Αλί...
Άσβεστο μίσος γεννήθηκε ανάμεσα στις δυο αυτές μουσουλμανικές κοινότητες. Το οριστικό σχίσμα ανάμεσα τους ήρθε με την εκτέλεση από τον ηγέτη των Σουνιτών  Ουμαγιάδων, του εγγονού του Προφήτη, Χουσεΐν στην πόλη Καρμπάλα του Ιράκ. Από τότε οι Σιίτες ανά τον κόσμο, μνημονεύουν το μαρτύριο του Χουσεΐν, ορκιζόμενοι εκδίκηση, στην ετήσια «Ασούρα», όπου δημόσια αυτομαστιγώνονται μέχρι αιμορραγίας ώστε να αισθανθούν λίγο από τον πόνο του δολοφονημένου ιστορικού ηγέτη τους.  Οι Σουνίτες, επίσης μισούν βαθιά τους αντιπάλους τους, θεωρώντας τους ειδωλολάτρες, πολυθεϊστές και προδότες των παραδόσεων, εξαιτίας της λατρείας προς τους ιστορικούς Ιμάμηδες τους.


Aσούρα... μια ματωμένη μνήμη...

ΔΙΑΜΕΣΟΥ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ… 
Οι Σουνίτες Ουμαγιάδες θα γίνουν οι πρώτοι που με κέντρο τους την Δαμασκό, θα δημιουργήσουν μουσουλμανική δυναστεία και με σειρά πολεμικών συγκρούσεων θα «απλωθούν» στην ανατολή μέχρι και την επαρχία Σιντ της Ινδίας αλλά και στην δύση καταλαμβάνοντας τις χώρες του Μαγρέμπ (Βόρεια Αφρική πλην Αιγύπτου) και  τελικά κατακτώντας για μερικούς αιώνες και τις ισπανικές επαρχίες της Γρενάδας και της Ανδαλουσίας. Θα αναχαιτιστεί αυτή η προέλαση στην νοτιοδυτική Γαλλία από τις ενωμένες δυνάμεις της δυτικής και ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με ιστορικό ηγέτη τον Γάλλο Κάρολο Μαρτέλ το 732 μ.χ.  
Λίγο αργότερα θα  ιδρυθεί και η δυναστεία των Αμπασσιδών. Οι άρχοντες αυτής της ¨φατρίας¨ απέκτησαν ουσιαστική εξουσία όταν ο γιος του Χασέμ (απ’ όπου και η ονομασία Χασεμίτες, απόγονος των οποίων είναι μέχρι σήμερα ο Βασιλιάς Αμπντάλα της Ιορδανίας) παρέδωσε τα δικαιώματα του στην οικογένεια του Αμπασσίντ. Με τις νέες εξουσίες, θα ανατρέψουν τους Ουμαγιάδες παντού εκτός από τις κτήσεις της Ιβηρικής χερσονήσου (Ισπανία), όπου και παρέμειναν για μερικούς αιώνες ακόμα, μέχρι τα ενωμένα Ισπανικά βασίλεια να απελευθερώσουν ολόκληρη την χερσόνησο κατά την επιχείρηση που έμεινε στην ιστορία ως «επανάκτηση – reconquista».


Η εξάπλωση των Μουσουλμάνων Αράβων...
Οι Αμπασσίδες είχαν ως κέντρο τους την Βαγδάτη και η εξουσία τους έφτανε μέχρι την κεντρική Ασία. Η περίοδος της Χαλιφείας τους όμως ήταν ταραγμένη. Οι Χασεμήτες τους πολεμούσαν σε όλα τα μέτωπα της Ασίας, ενώ και οι ανερχόμενοι Φατιμίδες εξεγέρθηκαν στις χώρες του Μαγρέμπ.  Τον μεγαλύτερο τους όμως αντίπαλο τον γνώρισαν στους Σιίτες. Στην περιοχή Χιτζάζ και στην Μπάσρα, δισέγγονοι του Αλί ξεσηκώθηκαν, αναγκάζοντας την δυναστεία να στείλει σχεδόν το σύνολο του στρατού της για να τους καθυποτάξει. Το ίδιο συνέβη και στην Μεδίνα όπου ένας άλλος δισέγγονος του Αλί, ο Ιντρίς, επαναστάτησε και τελικά υποχρεώθηκε να καταφύγει στο Μαρόκο, ιδρύοντας την δική του δυναστεία, των Ιντρισιδών (πολλούς αιώνες μετά, απόγονο αυτής της οικογένειας θα ανατρέψει ο Συνταγματάρχης Μουαμάρ Καντάφι στην Λιβύη). 
Στο πέρασμα των ετών, οι Σιίτες θα καταφέρουν να αποσπάσουν από τους Αμπασσίδες, ολόκληρο το Μαγρέμπ, την αραβική χερσόνησο, την Υεμένη, την Αίγυπτο, μέχρι και την ιδία την Βαγδάτη με το μεγαλύτερο μέρος του σημερινού Ιράκ. Από την περίοδο εκείνη και τις συγκρούσεις εκείνης της εποχής, στις περιοχές αυτές υπάρχουν πλειοψηφικοί ή ισχυροί πληθυσμοί Σιιτών, αν και στο σύνολο του μουσουλμανικού κόσμου είναι περίπου το 20% έναντι περίπου 80% που είναι οι Σουνίτες.  
Στην περίοδο αυτή είναι που θα δημιουργηθεί και το μυθικό αλλά εξόχως πραγματικό, «βασίλειο των Ασσασίνων (απ’ όπου και η λέξη assassin-δολοφόνος)», στους ορεινούς όγκους μεταξύ Συρίας και Ιράκ, με ηγέτη τον ¨Γέρο του Βουνού¨. Οι λιγοστοί αλλά καλά εξοπλισμένοι, εκπαιδευμένοι και φανατικοί πολεμιστές του βασιλείου, θα γίνουν οι καλύτεροι μισθοφόροι και οι πλέον ξακουστοί φονιάδες και θα καταφέρουν με διάφορους τρόπους να κρατούν το βασίλειο εξαιρετικά πλούσιο, όσο και ανέγγιχτο. Από αυτούς τους «ιερούς πολεμιστές» θα προκύψουν και οι πρώτες επιθέσεις αυτοκτονίας καθώς και η αντίστοιχη κουλτούρα της «θρησκείας του θανάτου», η οποία μεταγγίστηκε σε όλους τους ισλαμικούς πληθυσμούς μέχρι και σήμερα. Από τους ίδιους θα διαδοθεί και η χρήση ναρκωτικών ουσιών κατά την προετοιμασία των μαχών, που θα οδηγήσει μετέπειτα ιστορικούς να τους ονομάσουν και «χασισίνους ή χασασίνους», από το φυτό «χασίς – ινδική κάνναβη».


Η δολοφονία του Nizam al-Mulk από δολοφόνους Χασασσίνους.
Το τέλος της περιόδου κυριαρχίας των Αμπασσίδων, θα έρθει με την έλευση από τα βάθη της Ασίας, της «Σκιάς του Θεού», των Σελτζούκων Τούρκων, οι οποίοι θα κατακτήσουν την Βαγδάτη και όλα τα γύρω εδάφη, καταλύοντας κάθε εξουσία και λεηλατώντας τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της αυτοκρατορίας. Η κατάσταση αυτή δεν επέζησε πολύ καθώς οι βάρβαροι Μογγόλοι του Τζένκις Χαν, θα εισβάλουν από τις ασιατικές στέπες και θα καταλάβουν την πρωτεύουσα Βαγδάτη γρήγορα, καταγράφοντας την πρώτη μουσουλμανική συντριβή, από «άπιστο κατακτητή».  Αυτή η ήττα θα οδηγήσει πολλούς θεολόγους και θεωρητικούς του Ισλάμ, να κινηθούν προς την λογική της «επιστροφής στις ρίζες» και τμηματικά προς την θεοκρατία.  
Αν και οι Μογγόλοι είχαν την εξουσία, εντούτοις ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν για την διοίκηση των κατακτημένων. Αυτό έδωσε το ελεύθερο στους Σελτζούκους να συνεχίσουν να εξουσιάζουν τις περιοχές των μουσουλμάνων με τοπικές αρχές. Αυτό το status διατηρήθηκε μέχρι ο ¨οίκος του Οσμάν¨ να κυριαρχήσει ανάμεσα στους τούρκους και να οδηγήσει στην απόσυρση των Μογγόλων και την ίδρυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αμέσως η έδρα του Χαλιφάτου μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, καθώς ο πατέρας του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, Σελίμ,  κατατρόπωσε τους Μαμελούκους Τούρκους στην Αίγυπτο και επανέκτησε τα ιερά αντικείμενα του Ισλάμ, μεταξύ των οποίων και τον αμφιλεγόμενο «μανδύα του Προφήτη». Η Οθωμανική αυτοκρατορία, χαρακτηρίζεται ήπια από θρησκευτικής άποψης και σε σύγκριση με τα ακραία χαλιφάτα μέχρι τότε. Με την κατάρρευση της και την άνοδο του Μουσταφά Κεμάλ και των «νεότουρκων», η θρησκεία θα περιπέσει σε λήθαργο και οι εξουσίες της θα περιοριστούν στο ελάχιστο. Παρόλα αυτά, στις μεγάλες αμόρφωτες μάζες των μουσουλμάνων της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα δράσουν οι «ουαχαμπιστές» της Αραβίας αλλά και η Μουσουλμανική Αδελφότητα στην μέση ανατολή και την Αίγυπτο, με αποτέλεσμα, το ακραίο Ισλάμ, να μην πάψει ποτέ να λειτούργει έστω και υπό πίεση.


Οθωμανοί στρατιώτες...

ΤΟ ΚΤΗΝΟΣ ΑΝΑΔΥΕΤΑΙ…  
Στην αραβική χερσόνησο, η οικογένεια του Σαούντ σε συνεργασία με την θρησκευτική σέχτα των Ουαχαμπιστών, εξουδετερώνουν κάθε άλλη παρουσία και υποχρεώνουν τους μέχρι τότε πανίσχυρους Χασεμίτες να περιοριστούν στα εδάφη της Ιορδανίας, της Παλαιστίνης και της Συρίας. Άμεσα ξεκινά εκκαθάριση των Σιιτικών κοινοτήτων οι οποίες χαρακτηρίζονται ειδωλολατρικές και πλέον αναδεικνύεται μια νέα δύναμη στην Μέση Ανατολή, με πυλώνα την διαχείριση του πετρελαίου που αφθονεί στην περιοχή.  Μάλιστα, μαζί με μικρότερου βεληνεκούς, σουνιτικές οικογένειες, θα κυριαρχήσουν θρησκευτικά και πολιτικά και στα υπόλοιπα κράτη της περιοχής του Κόλπου (Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Κατάρ, Ομάν, Μπαχρέιν και Κουβέιτ).
Η επιρροή της Ουαχαμπίστικης σχολής ισλαμικής σκέψης, θα αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε πολλοί θεολόγοι και πολιτικοί, να  γίνουν κοινωνοί αυτής της στρατηγικής και να γίνουν γνωστοί ως «σαλαφιστές», ομάδες πιστών –δηλαδή- που πιστεύουν στην αυστηρή τήρηση των διδασκαλιών του Προφήτη και των στενών συνεργατών και μαθητών του, χωρίς απαραίτητα να ανήκουν στην σέχτα που σχημάτισε ο Αλ Ουαχάμπ.
Από την άλλη πλευρά, οι διδαχές των Ουαχαμπιστών βρήκαν απήχηση μεγάλη, στους φανατικούς μουσουλμάνους του ¨Ινδουστάν¨. Μάλιστα πολλοί από τους ηγέτες αυτών των κοινοτήτων, εκπαιδεύτηκαν και φοίτησαν στις Ουαχαμπίτικες σχόλες στην Σαουδική Αραβία. Κυριάρχησαν επάνω στους υπόλοιπους μουσουλμάνους της Ινδίας και ανέπτυξαν πολυεπίδεδη δραστηριότητα τόσο στο θρησκευτικό, όσο και στο πολιτικοστρατιωτικό πεδίο και κατάφεραν να γίνουν καταλύτες των εξελίξεων. Έπαιξαν δε πρωταγωνιστικό ρόλο στην επονομαζόμενη «Ινδική ανταρσία», κατά την οποία Ινδοί (ινδουιστές και μουσουλμάνοι) εξεγέρθηκαν ενάντια στην βρετανική αποικιοκρατική εξουσία. Αργότερα ο ρόλος τους ήταν κεντρικός και στον πόλεμο ενάντια στην σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν και στις επαναστάσεις ισλαμιστών στο Πακιστάν αλλά και στην μέχρι σήμερα ενεργή σύγκρουση, στην Ινδική επαρχία Κασμίρ.


Πακιστανοί και Ινδοί ισλαμιστές κάτω απο λάβαρο ισλαμιστικής οργάνωσης.

Η ΤΖΙΧΑΝΤ ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΕΙΤΑΙ… 
Το λεγόμενο «πολιτικό Ισλάμ», υπήρξε η άμεση αντίδραση των σουνιτών μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής κυριαρχίας και του μουσουλμανικού Χαλιφάτου. Σίγουρα υπήρξε και μια διέξοδος στον αποκλεισμό των κανόνων της θρησκείας από πολλές σημαντικότατες πτυχές της ζωής, στην σύγχρονη εποχή, όπως η οικονομία, η επικοινωνία, οι επιστήμες, η τεχνολογία κ.α.
Σε παγκόσμια κλίματα, ο μουσουλμανικός κόσμος γνώρισε την πρώτη πολιτική του έκφραση με την δυναμικότερη επανεμφάνιση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, η οποία κινητοποίησε μεγάλο όγκο πιστών και εξασφάλισε τεράστια χρηματοδότηση από μουσουλμανικά κράτη και εύπορους θρησκευόμενους ανά τον κόσμο. Η αρχή έγινε από την Αίγυπτο και γρήγορα εξαπλώθηκε όπου υπήρχαν οργανωμένες μουσουλμανικές κοινότητες. Προχώρησαν στην ίδρυση σχολείων, ιεροδιδασκαλείων, νοσοκομείων, αθλητικών και πολιτιστικών συλλόγων και διάφορων ακόμα ιδρυμάτων, εισχωρώντας ακόμα και σε μη θρησκευτικά πολιτικά κόμματα και κοινωνικά κινήματα κυρίως στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Το σαράκι του διχασμού, αφυπνίστηκε και πάλι, με τα κοσμικά αραβικά κράτη και τις στρατιωτικές δυνάμεις να αντιδρούν στην αυξανόμενη επιρροή της Αδελφότητας. Υπήρξε διάχυτη η αίσθηση ότι οι ακραίοι θύλακες του φονταμενταλισμού, έβρισκαν εύφορο έδαφος μέσω της Αδελφότητας και απειλούσαν την εξουσία που είχε επικρατήσει σε πολλά αραβικά κράτη και είχε εθνικιστικά και σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά (Αίγυπτος, Συρία, Ιράκ, Αλγερία, Υεμένη, Λιβύη, Λίβανος κ.α.), τα οποία βρίσκονταν εκ φύσεως, απέναντι στις θεοκρατικές ιδεοληψίες. Γρήγορα τα κράτη αυτά πέρασαν στην αντεπίθεση και έθεσαν εκτός νόμου την Αδελφότητα και τις ομάδες που δρούσαν κάτω από την ομπρέλα της. Αυτή η αντίδραση έφερε αποτελέσματα που οδήγησαν σε οπισθοχώρηση προσωρινή και ανάγκασε τους ηγέτες της Αδελφότητας να βρουν καταφύγιο στην Σαουδική Αραβία, κάτι που πολλές φορές οδήγησε τις σχέσεις μεταξύ των αραβικών χωρών και της Σαουδικής Αραβίας, σε κρίση.


Ορκομωσία νέων κρατικών δημίων στην Σαουδική Αραβία.
Η πρώτη πολιτική παρουσία σε υπερεθνικό πεδίο, του πολιτικού Ισλάμ, έγινε με την πανωλεθρία που υπέστησαν οι ενωμένες αραβικές δυνάμεις, ενάντια στο Ισραήλ, κατά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ. Την ίδια περίοδο ο Σάχης του Ιράν ανατρέπεται με δραματικά γεγονότα και στην εξουσία ανεβαίνει το θεολογικό συμβούλιο των Αγιατολάχ, το οποίο κυβερνά μέχρι και σήμερα. Τα γεγονότα αυτά, έδωσαν στις μουσουλμανικές μάζες την πεποίθηση, ότι τα αμιγώς θρησκευτικά κινήματα μπορούν να λειτουργήσουν και σε πολιτικό επίπεδο με θεαματικά αποτελέσματα. Λίγους μήνες αργότερα (1979) θα προστεθεί και η τραγωδία με την κατάληψη του Μεγάλου Τεμένους της Μέκκα από φανατικούς προσκυνητές και η σφαγή που ακολούθησε θα σημάνει την έναρξη μιας ανοδικής πορείας του Πολιτικού Ισλάμ στην περιοχή. Όλα αυτά τα γεγονότα θα οδηγήσουν σε κάποιες αλλαγές (ακόμα και σε συντάγματα κοσμικών κρατών όπως της Αιγύπτου) με τις οποίες η κατά τόπους νομοθεσία, προσαρμόζεται στις ισλαμιστικές επιταγές της Σαρία.  
H σφαγή στο Μεγάλο Τέμενος της Μέκκα στην Σαουδική Αραβία το 1979.
Η δεκαετία του 1980 θα σημαδευτεί από βίαιες ενέργειες φανατικών ισλαμιστών, κυρίως με επιθέσεις αυτοκτονίας και βόμβες κατά δυτικών (ως επί τω πλείστων) στόχων. Πρωταγωνιστές όλη αυτή την περίοδο και στις περισσότερες αιματηρές ενέργειες, είναι οι Σιίτες οι οποίοι ήταν περισσότερο επηρεασμένοι από τα κηρύγματα περί «μαρτυρίου». Εκτός από το Ιράν και στον Λίβανο εκδηλώθηκαν σημαντικές ταραχές και ανακατατάξεις, με την ίδρυση της σιιτικής «Χεζμπολάχ» στην αρχή και της σουνίτικης «ισλαμικής τζιχάντ» στην συνέχεια. Παράλληλα, οι μυστικές υπηρεσίες του Ισραήλ, ευνόησαν την δημιουργία της σουνίτικης οργάνωσης «Χαμάς» ως προσπάθεια να διασπαστεί η κυριαρχία της «Φατάχ» στην Παλαιστίνη. Ο έλεγχος της «Χαμάς» χάθηκε λίγο αργότερα και πέρασε σε ποιο σκληρές θρησκευτικές γραμμές.
Αυτό που προκάλεσε την συσπείρωση των σουνιτών ανά τον κόσμο όμως ήταν η εισβολή στο Αφγανιστάν από την Σοβιετική Ένωση. Η επέμβαση αυτή έδωσε την ευκαιρία στους ακραίους ισλαμιστές να δημιουργήσουν βάσεις εκπαίδευσης, να οργανώσουν μικρούς και καλά εξοπλισμένους (από τις δυτικές δυνάμεις) στρατούς φανατικών καθώς και να στρατολογήσουν χιλιάδες νέους μουσουλμάνους. Σε σύντομο διάστημα, η σύγκρουση μεταφέρθηκε στις σοβιετικές δημοκρατίες του Καυκάσου, στην Οσσετία, το Νταγκεστάν, την Τσετσενία αλλά και στα κεντρικά βαλκάνια, όπου οι μικροί μουσουλμανικοί πληθυσμοί στην Ερζεγοβίνη και στην Αλβανία, που μέχρι τότε ήταν μετριοπαθείς και επηρεασμένες από την εσωτερική φιλοσοφία των «σούφις», πλέον δέχτηκαν την επίδραση των Ουαχαμπιστων.


Αντάρτες με την σημαία του "Εμιράτου του Καυκάσου" στην Τσετσενία.
Τα επόμενο βήμα του ¨πολιτικού Ισλάμ¨ ήταν κατά την δεκαετία του 1990, η μαζική ίδρυση ισλαμικών κομμάτων σε πολλές χώρες του αραβικού κόσμου και όχι μόνο. Το ξεκίνημα έγινε στην Αλγερία με την δημιουργία του ISF (Ισλαμικό Μέτωπο Σωτηρίας), το οποίο πέτυχε μεγάλη εκλογική νίκη και κηρύχτηκε παράνομο, με συνέπεια να περάσει στην ένοπλη δράση με την νέα ονομασία «Ένοπλο Ισλαμικό Σώμα» και να προκληθεί ένας εμφύλιος πόλεμος που μέχρι σήμερα συνεχίζεται με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς. Η ισλαμιστική παρουσία πλέον γίνεται καθεστώς σε περιοχές της Ρωσίας (Τσετσενία, Ιγκουσετία, Νταγκεστάν αλλά και σε περιοχές πέριξ του Καυκάσου και της Κασπίας θάλασσας), την Μαλαισία, σε κάποιες βαλκανικές χώρες, στις Φιλιππίνες, την Ινδονησία αλλά και σε αφρικανικές χώρες όπως  η Μαυριτανία, η Νιγηρία, ο Νίγηρας, η Ζάμπια κ.α. Δραματική ήταν η αύξηση της επιρροής του πολιτικού Ισλάμ και στις χώρες του αραβικού κόλπου, στην Αίγυπτο και σε χώρες της Μέσης Ανατολής.  
Η πολλαπλή επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου στις Η.Π.Α. έβαλε σε νέες βάσεις την δραστηριότητα του «επαναστατικού ή ριζοσπαστικού Ισλάμ». Κύματα επιθέσεων ενάντια σε πολύμορφους στόχους πραγματοποιούνται από τότε σε εβδομαδιαία βάση ανά τον πλανήτη. Υπολογίζεται ότι περισσότερες από δέκα χιλιάδες ακραίοι ισλαμιστές έχουν σκοτωθεί σε ένοπλα χτυπήματα, βομβιστικές ενέργειες και επιθέσεις αυτοκτονίας. Μια μικρή μειοψηφία μουσουλμάνων λόγιων, διαχώρισαν την θέση τους και προσπάθησαν να αντιστρέψουν την «κουλτούρα του θανάτου», αλλά η απήχηση τους υπήρξε μικρή. Το μεγαλύτερο ποσοστό των μουσουλμάνων ενθάρρυναν ή αποδέχτηκαν με την σιωπή τους, την επιθετική αυτή στάση των ακραίων σουνιτών (κυρίως). Παρόλα αυτά, στον χώρο των Σιιτών, αργά αλλά σταθερά, αναπτύσσεται ένα ρεύμα πολιτικών που προωθεί την συνδιαλλαγή, τις πολιτικές διαδικασίες αλλά και τον διάλογο.


Αλγερινοί αντάρτες του "Ισλαμικού Μετώπου Σωτηρίας"...

ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ… 
Η ιστορία συνεχίζει την πορεία της και σήμερα το Ισλάμ, εμφανίζει πλέον ξεκάθαρα τα στοιχεία που θα απασχολήσουν τον πλανήτη ολόκληρο, τον αιώνα που διανύουμε. Το λεγόμενο «παραδοσιακό Ισλάμ» φαίνεται να κυριαρχεί ως αντίληψη στα μεγαλύτερα μουσουλμανικά κράτη. Εμφανίζεται ως μετριοπαθής (moderate) εκδοχή των παλαιότερων μορφών του πολιτικού ισλαμισμού. Θέλει να δίνει την εικόνα μιας πιο ανεκτικής και προσαρμοστικής λειτουργίας. Όμως δεν διστάζει να δείξει τα δόντια του και να αφαιρέσει το προσωπείο, κάθε φορά που θεωρεί ότι κάποιος προσβάλει τα σύμβολα ή την ιστορικότητα του Ισλάμ. Οι αντιδράσεις για τις γελοιογραφίες του Μωάμεθ, οι δολοφονίες σκηνοθετών και καλλιτεχνών που παράγουν έργα που κριτικάρουν ή σατιρίζουν τον Προφήτη και την διδασκαλία του, οι αυστηρότητα με την οποία ζουν την καθημερινότητα τους οι μουσουλμανικές κοινότητες της δύσης, σηματοδοτούν την πραγματικότητα, που δεν είναι άλλη από τον φανατισμό και την μισαλλόδοξη, έως και εγκληματική, φύση του φονταμενταλισμού του Ισλάμ.  


Μία από τις γελοιογραφίες του Μωάμεθ που προκάλεσαν σφοδρές αντιδράσεις και ένοπλες επιθέσεις από φανατικούς ισλαμιστές.
Σήμερα η κυρίαρχη χώρα στον αραβικό κόσμο, με την μεγαλύτερη επιρροή σε κάθε γωνιά του πλανήτη, παραμένει η Σαουδική Αραβία και ο ελεγχόμενος από αυτήν «Αραβικός Σύνδεσμος». Η σχολή σκέψης των Ουαχαμπιστών, διαθέτει άφθονα κεφάλαια και ισχυρότατες «ομάδες πίεσης» (λόμπι), καταφέρνοντας να διατηρεί και να αυξάνει τον έλεγχο στους σουνίτες μουσουλμάνους ανά τον κόσμο. Δεδομένος είναι και ο ρόλος του Ισραήλ στην όξυνση του μίσους μεταξύ σιιτών και σουνιτών. Αστάθμητος παράγοντας ήταν και παραμένει η ημιισλαμική Τουρκία και οι μόνιμα εμπόλεμες χώρες της Μέσης Ανατολής. Οι σιίτες αν και τρείς φορές λιγότεροι από τους σουνίτες, φαίνεται να ελέγχουν τις κυβερνήσεις του Ιράν, του Ιράκ, της Συρίας και του Λιβάνου. Ισχυρά ερείσματα σιιτών, υπάρχουν πλέον και μέσα στην Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο και το Μαγρέμπ (βόρεια Αφρική). Σε στρατιωτικό επίπεδο, οι σιίτες «Χούθις» στην Υεμένη, αποκρούουν την επίθεση της Σαουδικής Αραβίας και αντεπιτίθενται εντός των συνόρων της. Οι πολιτοφυλακές στο Ιράκ ελευθερώνουν ολοένα και μεγαλύτερο μέρος από τα εδάφη που κατέχει το Χαλιφάτο. Με την υποστήριξη της Ρωσίας, η ισλαμιστική εξέγερση στην Συρία, φαίνεται να μην μπορεί να ανατρέψει τον πρόεδρο Άσσαντ. Στην Αίγυπτο και στην Λιβύη, οι ¨αραβικές ανοίξεις¨ που έφεραν στην εξουσία την μουσουλμανική αδελφότητα, ανετράπησαν είτε από τον στρατό της χώρας, είτε από το ξέσπασμα μιας εμφύλιας σύρραξης. Σε μια σειρά από χώρες, οι ένοπλες συμμορίες των σουνιτών ισλαμιστών, ελέγχουν σημαντικά κομμάτια εδάφους (Σουδάν, Νιγηρία, Μαλαισία, Ινδονησία κ.α.) ενώ σχεδόν σε όλα τα μουσουλμανικά κράτη τρομοκρατικές οργανώσεις, πραγματοποιούν πολύνεκρες επιθέσεις κατά δυτικών στόχων αλλά και αντίπαλων μουσουλμανικών κοινοτήτων. 
Κανείς δεν μπορεί με σχετική ασφάλεια να προβλέψει που θα οδηγήσει αυτή η αναταραχή και το φρέσκο αίμα που χύνεται απ’ άκρη σε άκρη, στον κόσμο, για θρησκευτικούς λόγους. Ακόμα και τα μέτωπα των δυνάμεων, είναι επισφαλή, μιας και τα μέλη που τα αποτελούν, μεταπηδούν από το ένα στρατόπεδο στο άλλο, χωρίς εμφανείς λόγους. Προβοκάτσιες και καθοδηγούμενα περιστατικά βίας, δημιουργούν ένα περιβάλλον εκρηκτικό, ενώ το ενεργειακό παιχνίδι, εξελίσσεται πάνω σε μια φωτιά που όλο και περισσότερο μοιάζει ανεξέλεγκτη. Πλέον οι «Θεοί» του καθενός, δεν παίζουν πόλεμο με σπαθιά, τόξα και πανοπλίες, αλλά με καλάσνικοφ, ρουκέτες και εκρηκτικά. Με τον πυρηνικό κίνδυνο, να είναι πάντοτε, το πιο εφιαλτικό τελολογικό σενάριο…


Απανθρακωμένα πτώματα χριστιανών στην Νιγhρία μετά από επίθεση της Ισλαμιστικής Οργάνωσης "Boko Haram".