Σάββατο, Αυγούστου 17

Η συμφωνία Smithsonian και το δολάριο

.

Ενώ άλλες χώρες πρέπει να εξάγουν για να πληρώσουν τις εισαγωγές τους, το κράτος που διαθέτει το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, οι Η.Π.Α. σήμερα, δεν είναι υποχρεωμένο να ενεργήσει ανάλογα – οπότε απαλλάσσεται από την τήρηση του πλέον θεμελιώδους νόμου της οικονομικής ανταλλαγής. Το γεγονός αυτό απελευθερώνει πόρους που οδηγούνται στην επέκταση της στρατιωτικής του
δύναμης – ενώ όσο περισσότερο διευρύνεται η στρατιωτική του παρουσία, τόσο πιο πολύ ισχυροποιείται το νόμισμα του ως παγκόσμιο αποθεματικό, οπότε η στρατιωτική του κυριαρχία στον πλανήτη γίνεται αναγκαιότητα. Με την πάροδο του χρόνου όμως διευρύνεται η απόκλιση μεταξύ της αποδυνάμωσης της εγχώριας βιομηχανικής βάσης και του εκτεταμένου παγκόσμιου ρόλου του κράτους – όταν την ίδια στιγμή ο εγχώριος πολιτισμός αλλάζει, κατευθυνόμενος από την ηθική της παραγωγής στον ηδονισμό, στην άμετρη κατανάλωση πολυτελών αγαθών επί πιστώσει, με τελικό αποτέλεσμα την ξαφνική κατάρρευση του αυτοκρατορικού αυτού κράτους.
.

Ανάλυση

Λίγο πριν καταρρεύσει το σύστημα του Bretton Woods (ανάλυση), το Δεκέμβριο του 1971, οι μεγάλες ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη συναντήθηκαν στο αμερικανικό Ινστιτούτο Smithsonian, στην Ουάσιγκτον – στην προσπάθεια τους να διασώσουν το παραπάνω σύστημα των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, το οποίο είχε ένα σημαντικό ελάττωμα που άρχισε να κάνει την εμφάνιση του στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Ειδικότερα, το σύστημα βασιζόταν στο χρυσό, αλλά τα παγκόσμια αποθέματα του δεν ήταν σε θέση να καλύψουν τη διεθνή ζήτηση για συναλλαγματικά αποθεματικά – χωρίς τα οποία οι συναλλαγματικές ισοτιμίες ήταν αδύνατες. Ως εκ τούτου οι Η.Π.Α. παρείχαν αποθεματικά σε δολάρια, έχοντας ένα σταθερό έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών τους – με την υπόσχεση να εξαγοράσουν αυτά τα επί πλέον δολάρια με χρυσό, στην τιμή των 35 $ ανά ουγγιά.
Εν τούτοις, μετά το 1961 το ποσόν των απαιτήσεων σε δολάρια άρχισε να υπερβαίνει τα αποθέματα χρυσού των Η.Π.Α. – εμφάνιζαν δηλαδή έλλειμμα, γεγονός που σήμαινε ότι, δεν θα μπορούσαν να τηρήσουν την υπόσχεση τους να ανταλλάξουν τα δολάρια με χρυσό, στη συγκεκριμένη, επίσημη τιμή. Η μοναδική λύση τότε θα ήταν η υποτίμηση του δολαρίου – κάτι που αντιλήφθηκαν όλες οι χώρες, με αποτέλεσμα να έχουν ισχυρό κίνητρο ανταλλαγής των αποθεματικών δολαρίων τους με χρυσό.
Οι Η.Π.Α., μαζί με τη Fed που ως γνωστό ανήκει στις μεγάλες αμερικανικές ιδιωτικές τράπεζες, προσπάθησαν να επιλύσουν το πρόβλημα – χωρίς όμως να μπορούν να αντιμετωπίσουν το εξής παράδοξο: χωρίς τα επί πλέον αποθεματικά σε δολάρια, το σύστημα του Bretton Woods δεν ήταν σε θέση να λειτουργήσει, ενώ με τα πρόσθετα δολάρια, το σύστημα ήταν ασταθές. Πολύ περισσότερο μετά το 1965, όπου ο αυξανόμενος πληθωρισμός των Η.Π.Α. (από 2% στις αρχές του 1965 σε 6% στα τέλη του 1969) διεύρυνε το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών τους – με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ζήτηση των δολαρίων από το εξωτερικό.
Στα πλαίσια αυτά, η διατήρηση των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών φαινόταν αδύνατη – ενώ έως το καλοκαίρι του 1971 οι κερδοσκόποι μετέτρεπαν τα δολάρια σε ξένα νομίσματα και οι κεντρικές τράπεζες τα δολάρια μαζικά σε (αμερικανικό) χρυσό. Ως εκ τούτου ο πρόεδρος Νίξον αναγκάσθηκε να κλείσει το «παράθυρο» τον Αύγουστο, καταργώντας μονομερώς τον κανόνα του χρυσού – απαγορεύοντας δηλαδή στις ξένες κεντρικές τράπεζες να ανταλλάσσουν τα δολάρια τους με χρυσό.
Εκτός αυτού, παρά το ότι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο το ελάττωμα του Bretton Woods και η λανθασμένη νομισματική πολιτική της Fed, ο πρόεδρος Νίξον κατηγόρησε για τα ελλείμματα του αμερικανικού ισοζυγίου πληρωμών (ανάλυση) αφενός μεν τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των άλλων χωρών (όπως σήμερα ο πρόεδρος Trump), αφετέρου την απροθυμία τους να μοιραστούν το στρατιωτικό κόστος του ψυχρού πολέμου (επίσης όπως σήμερα ο πρόεδρος Trump για τις δαπάνες του ΝΑΤΟ). Απαιτούσε δε να υποτιμηθούν όλα τα ξένα νομίσματα απέναντι στο δολάριο, επειδή ο ίδιος δεν ήθελε να υποτιμήσει το δολάριο σε σχέση με το χρυσό – παρά το ότι γνώριζε πως η χώρα του ζούσε σε σημαντικό βαθμό εξάγοντας δολάρια αντί προϊόντα (όπως ακριβώς σήμερα).

Η κρίση του δολαρίου

Περαιτέρω, οι ενέργειες του προέδρου Νίξον προκάλεσαν τις αντιδράσεις των άλλων κρατών, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει μία μεγάλη κρίση – όπου αρκετά από αυτά άρχισαν να υποτιμούν το δολάριο, δημιουργώντας προβλήματα στις διασυνοριακές χρηματοοικονομικές ροές. Εύλογα δε οι υπεύθυνοι της νομισματικής πολιτικής ανά τον πλανήτη άρχισαν να φοβούνται πως οι διεθνείς νομισματικές σχέσεις θα κατέρρεαν – λόγω της αβεβαιότητας σχετικά με τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, της επικείμενης εξάπλωσης του προστατευτισμού και των προοπτικών μίας σοβαρής ύφεσης (επίσης όπως σήμερα).
Για να αποφευχθεί τώρα η κρίση, το ΔΝΤ πίεσε για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων, τόσο όσον αφορά την αναμόρφωση των συναλλαγματικών ισοτιμιών, όσο και για την αντιμετώπιση άλλων καταγγελιών, σε σχέση με το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα (de Vries 1976, 531-556). Έτσι οργανώθηκε η συνάντηση στο Ινστιτούτο Smithsonian, όπου οι Η.Π.Α. συμφώνησαν τελικά να υποτιμήσουν το δολάριο έναντι του χρυσού κατά περίπου 8,5% στα 38 $ ανά ουγγιά – ενώ οι άλλες χώρες προσφέρθηκαν να επανεκτιμήσουν τα νομίσματά τους σε σχέση με το δολάριο, με τελικό αποτέλεσμα την υποτίμηση του δολαρίου κατά 10,7% (μέσος όρος).
Μία επόμενη συμφωνία την ίδια ημέρα ήταν η διεξαγωγή μελλοντικών συνομιλιών, με στόχο τις ευρύτερες μεταρρυθμίσεις του διεθνούς νομισματικού συστήματος – με θέματα τον κεντρικό ρόλο του δολαρίου, την από κοινού ευθύνη για τη σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών, το ρόλο του χρυσού, την εύρεση ενός μέσου για τη διευκόλυνση της προσαρμογής των συναλλαγματικών ισοτιμιών, καθώς επίσης μέτρα για την αντιμετώπιση των ευμετάβλητων χρηματοοικονομικών ροών. Εκτός αυτού, τα κράτη που συμμετείχαν συμφώνησαν να συμμορφωθούν με το αίτημα του προέδρου Νίξον – όσον αφορά τη μείωση των υφισταμένων εμπορικών περιορισμών και την ανάληψη μεγαλύτερου μεριδίου του στρατιωτικού κόστους (ΝΑΤΟ).
Συνεχίζοντας, η συμφωνία Smithsonian δεν κατάφερε τελικά να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στο σύστημα του Bretton Woods – αφού κατά τη διάρκεια του 1972 οι κερδοσκόποι επιτέθηκαν ουσιαστικά στο δολάριο, οδηγώντας πολλά ευρωπαϊκά νομίσματα στα ανώτατα όρια των διευρυμένων συναλλαγματικών διακυμάνσεων τους έναντι του δολαρίου, υποτιμώντας το στην πραγματικότητα.
Για να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις, οι κορυφαίες κεντρικές τράπεζες αγόραζαν μεγάλες ποσότητες των ανεπιθύμητων δολαρίων, με αποτέλεσμα την πρόκληση πληθωριστικών πιέσεων – έως ότου η Γερμανία και η Ιαπωνία, παραδόξως οι δύο ηττημένοι του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, ενέτειναν τους περιορισμούς τους στις οικονομικές ροές, ενώ πολλές άλλες χώρες άρχισαν να ακολουθούν το παράδειγμα τους.
Στη συνέχεια το βαρόμετρο της αβεβαιότητας, οι τιμές του χρυσού, αυξήθηκαν στα 60 $ ανά ουγγιά στα μέσα του 1972 – ενώ αμέσως μετά, στις αρχές του 1973, αναρριχήθηκαν στα 90 $, με την κερδοσκοπία να κορυφώνεται. Αργότερα, στις 12 Φεβρουαρίου του 1973, όταν οι αγορές συναλλάγματος στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία ήταν κλειστές, οι Η.Π.Α. υποτίμησαν ξανά το δολάριο απέναντι στο χρυσό, αλλά μόλις κατά 10% στα 42 $ η ουγγιά – με αποτέλεσμα, όταν οι αγορές άνοιξαν, να ενταθούν οι κερδοσκοπικές επιθέσεις εναντίον του δολαρίου, σε σημείο που να μην γίνεται αποδεκτό ούτε καν από τα ευρωπαϊκά εστιατόρια.
Μέσα σε ένα μήνα όλα σχεδόν τα ισχυρά νομίσματα ανατιμήθηκαν απέναντι στο δολάριο, οπότε κατέρρευσε εντελώς το σύστημα του Bretton Woods (ΔΝΤ 1973, 2-8) – ενώ το αμερικανικό νόμισμα θα αποτελούσε παρελθόν, εάν δεν είχε επιτευχθεί η συμφωνία με τη Σαουδική Αραβία (πετροδολάριο).
Μεσολάβησε η πετρελαϊκή κρίση, η ραγδαία πτώση της ισοτιμίας του δολαρίου, η κορύφωση του πληθωρισμού στις Η.Π.Α., η αντιμετώπιση του με την κατακόρυφη αύξηση των επιτοκίων από τη Fed που οδήγησε στην υπερχρέωση πολλών χωρών της Λατινικής Αμερικής, τα νομισματικά προβλήματα αρκετών κρατών της Ευρώπης (Μ. Βρετανία, Ιταλία, Σουηδία κλπ.), η χρεοκοπία του Μεξικού, η ασιατική κρίση, η χρεοκοπία της Ρωσίας, η φούσκα του διαδικτύου και η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 – όλα δείγματα της αστάθειας έκτοτε του παγκοσμίου συστήματος, όπως είναι επίσης η χειραγώγηση των τιμών του χρυσού (ανάλυση). Παραδόξως όμως η κρίση του 2008 στήριξε το δολάριο, αυξάνοντας την ισοτιμία του παρά τα τερατώδη δίδυμα ελλείμματα της υπερδύναμης – επειδή θεωρήθηκε ως ασφαλές καταφύγιο από τους επενδυτές.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία σχετικά με το ότι, τόσο οι Η.Π.Α., όσο και το δολάριο ευρίσκονται σε πολύ δύσκολη θέση μετά το 2008 – ενώ οι επιθέσεις εναντίον του αμερικανικού νομίσματος εντείνονται, κυρίως από την Κίνα και τη Ρωσία.
Η εξέλιξη άλλωστε της καθαρής διεθνούς επενδυτικής θέσης των Η.Π.Α. από το 1976 και μετά επιδεινώνεται συνεχώς (γράφημα), λόγω των υψηλών εμπορικών ελλειμμάτων της υπερδύναμης – επιβεβαιώνοντας πως ο εκδότης ενός παγκοσμίου αποθεματικού νομίσματος έχει μεν τεράστια οφέλη, τα οποία όμως συνοδεύονται από μία μεγάλη κατάρα. Ειδικότερα, οι αυξημένες δυνατότητες ιδιωτικής και δημόσιας κατανάλωσης προέρχονται από το προνόμιο της απόκτησης αγαθών από το εξωτερικό,  χωρίς την ανάγκη παραγωγής ισοδύναμου ποσού προϊόντων στο εσωτερικό – για την εξαγωγή και πληρωμή των εισαγωγών.
Με απλά λόγια, ενώ άλλες χώρες πρέπει να εξάγουν για να πληρώσουν τις εισαγωγές τους, το κράτος που διαθέτει το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα δεν είναι υποχρεωμένο να ενεργήσει ανάλογα – οπότε απαλλάσσεται από την τήρηση του πλέον θεμελιώδους νόμου της οικονομικής ανταλλαγής. Το γεγονός αυτό απελευθερώνει πόρους που οδηγούνται στην επέκταση της στρατιωτικής του δύναμης – ενώ όσο περισσότερο διευρύνεται η στρατιωτική του παρουσία, τόσο πιο πολύ ισχυροποιείται το νόμισμα του ως παγκόσμιο αποθεματικό, οπότε η στρατιωτική του κυριαρχία στον πλανήτη γίνεται αναγκαιότητα.
Με την πάροδο του χρόνου όμως διευρύνεται η απόκλιση μεταξύ της αποδυνάμωσης της εγχώριας βιομηχανικής βάσης και του εκτεταμένου παγκόσμιου ρόλου του κράτους – όταν την ίδια στιγμή ο εγχώριος πολιτισμός αλλάζει, κατευθυνόμενος από την ηθική της παραγωγής στον ηδονισμό, στην άμετρη κατανάλωση πολυτελών αγαθών επί πιστώσει, με τελικό αποτέλεσμα την ξαφνική κατάρρευση του αυτοκρατορικού αυτού κράτους. Πότε θα συμβεί κάτι τέτοιο; Πιθανότατα όταν ξεσπάσει η επόμενη παγκόσμια κρίση, η οποία προβλέπεται ήδη ως η καταιγίδα των καταιγίδων – ενώ όλοι έχουν κατανοήσει τις ομοιότητες της σημερινής εποχής  με τη δεκαετία του 1960-70.
analyst.gr