Τετάρτη, Απριλίου 29

Ποιά φάρμακα για την υπέρταση κάνουν τον Covid-19 θανατηφόρο;

Ποιά φάρμακα για την υπέρταση κάνουν τον Covid-19 θανατηφόρο;
Τα φάρμακα για την αρτηριακή πίεση είναι ένας παράγοντας που κάνει τον ιό COVID-19 θανατηφόρο. Σύμφωνα με νέα έρευνα, τα φάρμακα αυτά αυξάνουν τις πιθανότητες ιογενούς πνευμονίας και θανατηφόρου αναπνευστικής ανεπάρκειας.

Πνευμονία: 20 τρόποι να στηρίξουμε τον οργανισμό 

Οι άνθρωποι που λαμβάνουν αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (ACE inhibitors) ή αναστολείς επιπέδων αγγειοτενσίνης ΙΙ (ARB) για καρδιακά προβλήματα θα πρέπει να μένουν στο σπίτι και να μην συναντώνται με ανθρώπους, λένε ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Λουιζιάνας.
Ο Dr Malcolm Kendrick, γιατρός στο Ηνωμένο Βασίλειο, εκτιμά ότι οι άνθρωποι που παίρνουν ένα από αυτά τα φάρμακα είναι τέσσερις φορές πιο πιθανό να πεθάνουν από τον ιό.

Τα φάρμακα αυξάνουν επίσης τις πιθανότητες να κολλήσουν τον ιό εξαρχής.

Οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (ACE) αυξάνουν ιδιαίτερα τους υποδοχείς γύρω από τους πνεύμονες στους οποίους δεσμεύεται ο κορωνοϊός.
Πολλοί ασθενείς που λαμβάνουν το φάρμακο είναι ηλικιωμένοι και τους συνταγογραφείται για καρδιαγγειακές παθήσεις, όπως καρδιακή προσβολή, υψηλή αρτηριακή πίεση (υπέρταση), διαβήτη ή χρόνια νεφρική νόσο. Οι αναστολείς των υποδοχέων αγγειοτενσίνης (ARB) συνταγογραφούνται επίσης για τη μείωση των επιπέδων της αρτηριακής πίεσης.
Οι αναφορές για 1.099 άτομα με COVID-19 στην Κίνα ανακάλυψαν ότι οι περισσότεροι πάσχουν επίσης από υπέρταση, στεφανιαία νόσο, διαβήτη και νεφρική νόσο, όλα τα προβλήματα υγείας που πιθανώς αντιμετωπίζονται με ένα από αυτά τα φάρμακα.
Παρόμοιες αναφορές προέρχονται από την Ιταλία, όπου εκτιμάται ότι το 52% των θανάτων από τον COVID-19 λάμβαναν επίσης έναν αναστολέα ACE.


Θα εξηγούσε επίσης γιατί τα παιδιά δεν φαίνεται να μολύνονται από τον ιό: έχουν λιγότερους υποδοχείς ACE στα χαμηλότερα αναπνευστικά σημεία τους, λένε οι ερευνητές της Λουιζιάνα.
Απόδοση: Ιορδάνης Βελισσάρης
Πηγή: www.holisticlife.grJournal of Travel Medicine, 2020; doi: 10.1093/jtm.taaa041;