Η έκρηξη του επιστημονικού ενδιαφέροντος για τη δεκαετία του 1940, παρότι ξεκίνησε με μεγάλη καθυστέρηση λόγω των πολιτικών εξελίξεων στη μεταπολεμική Ελλάδα, συνεχίζει να είναι αμείωτο. Η ιστορική παραγωγή ξεκίνησε κάπως διστακτικά στις δεκαετίες του 1970 και 1980, αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1990, και μετά το 2000 πραγματικά είναι εντυπωσιακή. Χωρίς υπερβολή, την τελευταία δεκαετία, καμιά άλλη περίοδος της ελληνικής ιστορίας δεν έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον των ιστορικών όσο η Κατοχή και ο Εμφύλιος. Σε έναν πρόχειρο υπολογισμό που έκανα, μεταξύ 2000 και 2010 κυκλοφόρησαν πάνω από 30 μονογραφίες και 15 συλλογικοί τόμοι με αντικείμενο αποκλειστικά την Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο. Το ερώτημα που μπαίνει για έναν νέο ιστορικό που αποφασίζει να ασχοληθεί με τη συγκεκριμένηΤο πρώτο σημαντικό στοιχείο, καινοτομία του βιβλίου αφορά αυτό που αναφέρεται και στον τίτλο. Είναι ένα βιβλίο για την Κατοχή και την Αντίσταση στην Αθήνα. Θα φαίνεται ίσως εντυπωσιακό ή περίεργο για όσους δεν ασχολούνται επιστημονικά με τη δεκαετία του 1940 αλλά οι μελέτες για την Αθήνα είναι ελάχιστες. Για πολλούς και διάφορους λόγους η μελέτη για την Αντίσταση στράφηκε περισσότερο στην ύπαιθρο και τη μελέτη του αντάρτικου. Να αναφέρω δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι στη συλλογική συνείδηση η ένοπλη αντίσταση, το «βουνό» καταγράφηκε ως πιο ηρωική μορφή αγώνα, δεν είναι τυχαίο ότι στο μυαλό των περισσοτέρων η Αντίσταση προσωποποιήθηκε στην εμβληματική μορφή του Άρη Βελουχιώτη.
δεκαετία, είναι τι καινούργιο έχει να πει. Εισήγηση στην παρουσίαση του βιβλίου του Μενέλαου Χαραλαμπίδη Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το αντάρτικο ήταν μια νέα μορφή αγώνα, μια νέα μορφή επαναστατικής κινητοποίησης, που μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο θα τη δούμε και σε άλλες γωνιές του πλανήτη, κυρίως στα αντι-αποικιακά και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και βέβαια στην Ελλάδα θα ξαναδούμε το αντάρτικο λίγα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου, στα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ότι η αντίσταση στις πόλεις πέρασε σε δεύτερη μοίρα, ακόμη και η αντίσταση στην Αθήνα. Η έλλειψη αυτή γίνεται ακόμη μεγαλύτερη εάν αντιληφθούμε το μεγάλο ειδικό βάρος της πρωτεύουσας στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας. Εάν παίρναμε μια απόσταση από τα πράγματα, θα βλέπαμε ότι αφενός η Αντίσταση ξεκίνησε από την Αθήνα (π.χ. στην Αθήνα ιδρύονται όλες οι οργανώσεις) και αφετέρου η τελευταία μεγάλη μάχη της Αντίστασης δόθηκε στην Αθήνα, στα Δεκεμβριανά.
Από την άλλη πλευρά, η μελέτη της Αντίστασης στην Αθήνα, όπως πολύ καλά μας δείχνει η μελέτη του Μ.Χ., μας αποκαλύπτει μια αρκετά διαφορετική ιστορία της αντίστασης. Στην Αθήνα, την πρωτοκαθεδρία για το μεγαλύτερο διάστημα της Κατοχής δεν έχει ο ένοπλος αγώνα αλλά η πολιτική κινητοποίηση στις διάφορες μορφές της: από τα συσσίτια και τη δημιουργία συνεταιρισμών, μέχρι τις απεργιακές κινητοποιήσεις και τα συλλαλητήρια, και από την αναγραφή συνθημάτων στους τοίχους μέχρι τα παράνομα δίκτυα πληροφοριών, επαφών με τη Μέση Ανατολή, κλπ.
Η μελέτη του ΜΧ παρουσιάζοντας την πολυσχιδή δράση της Αντίστασης έχει τούτο το πλεονέκτημα, μας δίνει μια εικόνα από τα κάτω, πώς οι άνθρωποι έζησαν και έδρασαν στα χρόνια της Κατοχής, με ποιο τρόπο η ασφυκτικά γερμανοκρατούμενη-ιταλοκρατούμενη Αθήνα μετατράπηκε σε προπύργιο ενός μαζικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Εάν η Ελλάδα με υπερηφάνεια διεκδικεί τη θέση της ανάμεσα στις χώρες με τα πιο μαζικά αντιστασιακά, αντιφασιστικά κινήματα στην κατεχόμενη από τους Ναζί Ευρώπη, το βιβλίο του ΜΧ μας εξηγεί με τεκμηριωμένο τρόπο πώς συνέβη αυτό.
Η ανάπτυξη της Αντίστασης στην Αθήνα ήταν το αποτέλεσμα της «συνάντησης» δύο διαδικασιών. Από τη μια πλευρά ήταν αποτέλεσμα της αυτενέργειας και αυτοοργάνωσης των πολιτών. Νομίζω ότι οι έννοιες της «αυτενέργειας» και της «αυτοοργάνωσης» είναι κεντρικές στην μελέτη του ΜΧ. Το πραγματικά νέο στοιχείο της προσέγγισής του είναι ότι συνδέει αυτές τις έννοιες με τις «παραδόσεις» του Μεσοπολέμου στις προσφυγικές συνοικίες, ειδικά στην Καισαριανή.
Άνθρωποι φτωχοί, ξεριζωμένοι από τις πατρίδες τους στη Μ. Ασία, επειδή ακριβώς συναντούν την αδιαφορία ή και την εχθρότητα της πολιτείας μετά την εγκατάστασή τους, μαθαίνουν αυτό που στη συνέχεια έγινε σύνθημα, «παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους». Χτίζουν τα σπίτια τους μόνοι τους, φτιάχνουν συλλόγους, διεκδικούν από την πολιτεία και όταν χρειάζεται συγκρούονται με την αστυνομία για να υπερασπιστούν το δίκιο τους.
Αυτή η κουλτούρα αυτενέργειας και αυτοοργάνωσης των Καισαριανιωτών θα αποτελέσει και τον οδηγό τους στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Αντιμέτωποι με τον κίνδυνο της βιολογικής εξαφάνισης, δηλαδή του θανάτου από την πείνα, αλλά και με το φάσμα μιας σειράς δυσκολιών, όπως ανεργία, στερήσεις, υψηλός πληθωρισμός, αυθαιρεσίες των κατακτητών, θα αντιτάξουν τη δική τους εφευρετικότητα, καθημερινούς ανοικτούς ή υπόγειους τρόπους επιβίωσης και αντίστασης στη βαρβαρότητα. Από την άλλη πλευρά, η αυτενέργεια-αυτοοργάνωση των κατοίκων θα συναντήσει τις πρωτοβουλίες του ΚΚΕ, κυρίως μέσα από το ΕΑΜ. Το ΕΑΜ θα δώσει σχήμα και περιεχόμενο στον καθημερινό αγώνα των κατοίκων της Καισαριανής για την επιβίωση. Όταν λέω σχήμα, εννοώ την οργάνωση: δημιουργούνται σταδιακά επιτροπές και πυρήνες, στέκια και σύλλογοι που θα επιτρέψουν στους ανθρώπους να ενταχθούν και διεκδικήσουν συλλογικά και οργανωμένα. Επιπλέον δίνει και περιεχόμενο: το ΕΑΜ συνδέει την ατομική επιβίωση με τον αγώνα για το βιοτικό επίπεδο όλων των κατοίκων, συνδέει την επιβίωση με τον αγώνα για εθνική απελευθέρωση και κοινωνική αλλαγή.
Εάν δεν «συναντιόντουσαν» αυτές οι δύο διαδικασίες, δηλαδή η αυτενέργεια των κατοίκων και η οργανωτικότητα του ΕΑΜ αυτό που ονομάζουμε Αντίσταση θα ήταν πολύ διαφορετικό. Η αυτενέργεια θα είχε περιοριστεί μάλλον σε πράξεις όπως η μαύρη αγορά και οι κλοπές από τα στρατεύματα κατοχής. Εάν το ΕΑΜ δεν είχε επιδιώξει να συναντηθεί με την μαζική οργάνωση των κατοίκων, τότε το ΕΑΜ θα ήταν άλλη μια ομάδα γενναίων σαμποτέρ ή έστω κρυπτογράφων και προπαγανδιστών, όπως τόσες άλλες ομάδες της αστικής αντίστασης. Όπως ο ίδιος γράφει στο βιβλίο του: «οι Αθηναίοι για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο της πείνας δημιούργησαν αναρίθμητα δίκτυα επικοινωνίας, μέσα στα οποία καλλιεργήθηκε το απαιτούμενο συλλογικό πνεύμα για την αναπτυξη του αντιστασιακού κινήματος», το οποίο σε συνδυασμό «με την τεχνογνωσία του του ΚΚΕ στη δημιουργία παράνομων μηχανισμών» οδήγησαν στην ανάπτυξη της Αντίστασης.
Το ΕΑΜ σε σύντομο χρονικό διάστημα γίνεται η μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση, επειδή εκμεταλλεύεται το κενό που δημιουργεί η απουσία του αστικού πολιτικού κόσμου (Λαϊκών και Φιλελευθέρων) και επειδή μπορεί να ανταποκριθεί στις κοινωνικές ανάγκες που δημιουργεί η Κατοχή. Το ΕΑΜ καλλιεργεί τον πατριωτρισμό, το μίσος για τον κατακτητή, την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή μετά την απελευθέρωση και το σημαντικότερο είναι δίπλα στους απλούς ανθρώπους που υποφέρουν. Όπως λέει ένας από αγωνιστής της Αντίστασης με τον οποίο μίλησε ο συγγραφέας: «καμιά προπαγάνδα δεν πιάνει, τίποτα δεν πιάνει αν στην πράξη δεν βοηθήσεις τον άλλον να επιβιώσει».
Η ανάπτυξη της Αντίστασης θα οδηγήσει και την αιματηρή απάντηση της δωσίλογης κυβέρνησης και των Γερμανών. Ο ΜΧ με πολύ καλό τρόπο δείχνει την ανάπτυξη του ένοπλου αγώνα στις προσφυγικές συνοικίες. Η απόφαση για τη στροφή στην ένοπλη αντίσταση και την υπεράσπιση των συνοικιών, ήταν αποτέλεσμα της βίαιης καταστολής των κινητοποιήσεων και της δράσης των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Οι κατοχικές εμφύλιες συγκρούσεις στην Αθήνα ήταν σκληρές και πολύ βίαιες, όπως άλλωστε και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου φαίνονται καθαρά οι διαφορές με τις εμφύλιες συγκρούσεις στην ύπαιθρο. Το περιβάλλον της πόλης και η πυκνή παρουσία των κατοχικών δυνάμεων έδινε αυτόματα άλλο χαρακτήρα στον ένοπλο αγώνα. Δεν υπήρχαν εύκολοι οδοί διαφυγής των ένοπλων αντιστασιακών, ενώ ο κίνδυνος των αντιποίνων ήταν άμεσος.
Για το ΕΑΜ η υπεράσπιση των συνοικιών, ήταν αγώνας υπεράσπισης των κατοίκων τους από την εκδικητικότητα των αντιπάλων, η υπεράσπιση των δρόμων ήταν υπεράσπιση του δικαιώματος των κατοίκων να συνεχίσουν να ζουν. Επίσης, ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο που αναδεικνύεται στη μελέτη του ΜΧ είναι η πολιτισμική διαφορά σε αυτήν την εμφύλια σύγκρουση. Όπως πολύ καθαρά λέει υπάρχει μια τοπική διάσταση (οι Καισαριανιώτες υπερασπίζουν τη συνοικία τους απέναντι στους «ξένους» στους μη-Καισαριανιώτες) η οποία διαπλέκεται με μια πολιτισμική: οι πρόσφυγες ενάντια στους παλαιοελλαδίτες. Είναι μια διάσταση που μέχρι τώρα δεν έχει προσεχθεί όσο πρέπει: η Αντίσταση αναπτύσσεται κυρίως στις προσφυγικές συνοικίες της Αθήνας, ενώ τα Τάγματα Ασφαλείας στελεχώνονται κυρίως από ντόπιους παλαιοελλαδίτες.
Με άλλα λόγια, η ατελής ενσωμάτωση των προσφύγων στο Μεσοπόλεμο επανεμφανίζεται ως διαιρετική τομή στα χρόνια της Κατοχής. Τέλος, η πολιτισμική διαφορά τις περισσότερες φορές συμπίπτει και με μια ταξική διάσταση. Οι προσφυγικές συνοικίες είναι οι πιο φτωχές και εξαθλιωμένες, οι οποίες μέσα από την ένταξή τους προσβλέπουν και σε μια κοινωνική αλλαγή που θα αποκαταστήσει την κοινωνική δικαιοσύνη και θα σταματήσει την ταξική εκμετάλλευση.
Οι εμφύλιες συγκρούσεις υπακούουν σε μια ιδιαίτερη λογική της βίας: την εξόντωση των ηγετικών στελεχών της κάθε πλευράς, την τρομοκράτηση του αντιπάλου, την εκδίκηση, την απόκτηση πληροφοριών, την υπεράσπιση «ζωτικού χώρου» από τον αντίπαλο. Ωστόσο μέσα από τις δολοφονίες, τις μάχες, τα μπλόκα, τη σύλληψη ομήρων φαίνεται και μια συνολικότερη διάσταση των εμφύλιων συγκρούσεων στην Αθήνα, αλλά και στην Ελλάδα γενικότερα. Όπως σωστά επισημαίνει ο συγγραφέας «η κυβέρνηση Ράλλη συνέδεσε τον αντικομμουνιστικό αγώνα των γερμανικών δυνάμεων κατοχής με τον εσωτερικό αγώνα για την αποτροπή της επικράτησης του ΕΑΜ στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο».
Οι συγκρούσεις της άνοιξης και του καλοκαιριού του 1944 δείχνουν ότι το ζήτημα ήταν διπλό: η απελευθέρωση της χώρας και το μεταπολεμικό καθεστώς. Το ΕΑΜ μέσα από την ανάπτυξή του και τις σκληρές συγκρούσεις δεν ήταν πλέον ένα απλά και μόνο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα αλλά και ένα επαναστατικό κίνημα. Γι’ αυτό άλλωστε οι συγκρούσεις μόνο προσωρινά θα σταματήσουν τον Οκτώβριο του 1944, για να κορυφωθούν τον Δεκέμβριο.
Η μελέτη του ΜΧ δεν είναι μόνο μια άρτια ιστορική μελέτη, βασισμένη σε έναν πλούτο πηγών και τεκμηρίων. Δεν είναι μόνο μια πρωτότυπη δουλειά, που μας επιτρέπει να δούμε την κοινωνία στη μικροκλίμακα, και να δούμε με ποιο τρόπο οι καθημερινοί άνθρωποι έζησαν την Κατοχή, γιατί αντιστάθηκαν, με ποιο τρόπο αγωνίστηκαν για την απελευθέρωση της πόλης και της χώρας. Αυτό που καθιστά το βιβλίο τρομερά ενδιαφέρον είναι ότι με μια έννοια είναι επίκαιρο.
Επίκαιρο ένα βιβλίο που αναφέρεται σε πράγματα που συνέβησαν πριν σχεδόν 70 χρόνια; Θα εξηγήσω τι εννοώ. Από τη μια πλευρά μας δείχνει τι είναι ικανοί οι άνθρωποι να πετύχουν ακόμα και κάτω από αφάνταστα δύσκολες συνθήκες. Μας δείχνει ότι η αυτενέργεια και η αυτοοργάνωση των ανθρώπων γύρω από τα απλά, πιεστικά ζητήματα της καθημερινότητας μπορεί να τους οδηγήσει όχι μόνο στη βελτίωση της ζωής τους αλλά σε μεγάλες ιστορικές αλλαγές.
Η φτώχεια, η πείνα, η ανεργία θα μπορούσαν να είχαν οδηγήσει τους Αθηναίους στην Κατοχή στον κοινωνικό κανιβαλισμό, στην εγκληματικότητα, το θάνατο. Ευτυχώς, επέλεξαν τον άλλο δρόμο: της συλλογικής δράσης, της αλληλεγγύης, της διεκδίκησης μιας ζωής με αξιοπρέπεια. Από την άλλη, είναι επίκαιρο γιατί ξαναφέρνει στο προσκήνιο τον αγώνα του ελληνικού λαού ενάντια στο φασισμό.
Ο αγώνας του ελληνικού λαού δεν ήταν μόνο για την απελευθέρωση της πατρίδας του αλλά ήταν και αγώνας όλων των Ευρωπαίων ενάντια στο φασισμό, ένα σύστημα που εξαπέλυσε τον καταστροφικότερο πόλεμο στην ανθρώπινη ιστορία, ένα καθεστώς βαρβαρότητας, ρατσισμού, εθνικισμού, το οποίο κατέστρεψε την ελευθερία, τη δημοκρατία και την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη στο σκοπευτήριο της Καισαριανής, στα Καλάβρυτα, στα στρατόπεδα εξόντωσης των Εβραίων. Στις εποχές που ζούμε, αυτά δεν θα πρέπει να τα ξεχνάμε.
* Ο Πολυμέρης Βόγλης (Επίκουρος Καθηγητής Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οιοσδήποτε θίγεται από άρθρο ή σχόλιο που έχει αναρτηθεί στο oxafies.com , μπορεί να μας ενημερώσει, στο oxafies@gmail.com ώστε να το αφαιρέσουμε άμεσα. Ομοίως και για φωτογραφίες που υπόκεινται σε πνευματικά δικαιώματα.
Στo oxafies.com ακούγονται όλες οι απόψεις . Αυτό δε σημαίνει ότι τις υιοθετούμε η ότι συμπίπτουν με τις δικές μας .