«Με κουράζει να ζω σε μια πόλη ενώ ο πόλεμος συνεχίζεται. Τουλάχιστον περνά πιο ευχάριστα η ζωή παίζοντας με τον θάνατο», έγραφε σε επιστολή του ο 23χρονος τραυματίας στρατιώτης Β. Καρκαμπάσης
Ο Βενιζέλος Καρκαμπάσης από το Ξηροκάμπι της Λακωνίας ήταν 23 χρόνων παλικαράκι τον Οκτώβριο του 1940. Υπηρετούσε τη στρατιωτική θητεία του στο 11ο Σύνταγμα Πεζικού στην Τρίπολη, στον 5ο Λόχο. Είχε τον βαθμό του υποδεκανέα.
Ετοιμαζόταν να απολυθεί, αφού ανήκε στην κλάση του 1938 και συμπλήρωνε δύο χρόνια στο χακί. Ηταν γεμάτος χαρά όταν σαν κεραυνός έφτασε η διαταγή πως οι απολύσεις από τις τάξεις του στρατεύματος αναστέλλονται και η σειρά του παραμένει στην εφεδρεία.
Ο πόλεμος πλησίαζε και ο Ελληνικός Στρατός ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει τις φάλαγγες του Μουσολίνι.
Είκοσι εννέα γράμματα από το μέτωπο διασώθηκαν στο προσωπικό αρχείο του Παναγιώτη (Πότη) Ματθαίου, ο οποίος ήταν και ο παραλήπτης.
Τα επτά από αυτά ανήκουν στον Βενιζέλο Καρκαμπάση, που παρέμεινε στρατωνισμένος στην Τρίπολη για λίγο ακόμα και στη συνέχεια μετακινήθηκε στα βουνά της Ηπείρου, όπου από την πρώτη γραμμή πολέμησε τους Ιταλούς επιδρομείς.
Εκεί γύρω στα τέλη Δεκεμβρίου με αρχές Ιανουαρίου τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε στα μετόπισθεν για νοσηλεία και θεραπεία: πρώτα στον Ευαγγελισμό και μετά στην Καλαμάτα. Δεν αντέχει να μένει μακριά από το θέατρο των επιχειρήσεων και ανυπομονεί να επιστρέψει στα χαρακώματα.
Είναι χαρακτηριστικά όσα γράφει από το νοσοκομείο της Καλαμάτας, όπου βρισκόταν τον Απρίλιο του 1941:
«Απόψε εξαιρετικά με κατέχει τέτοια μελαγχολία, ώστε σκέπτομαι εάν δεν είναι προτιμότερο να ζητήσω να φύγω για το μέτωπο.
Με κουράζει να ζω σε μια πόλη, ενώ ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει επάνω στο μέτωπο. Τουλάχιστον περνά πιο ευχάριστα η ζωή παίζοντας με τον θάνατο».
Ολα τα γράμματα, ιδιαίτερα εκείνα του Βενιζέλου Καρκαμπάση, έχουν ιστορικό ενδιαφέρον.
Αν και στρατιωτικές πληροφορίες δεν περιέχουν (ούτε ήταν δυνατό να περιέχουν σε καιρό πολέμου), δίνουν άφθονα στοιχεία για το ηθικό του μαχητή, για το κλίμα του μετώπου, για την αντιμετώπιση του εχθρού, για τη νοσταλγία που αποτυπώνουν στο χαρτί, όταν αναφέρονται σε συγγενείς και φίλους ή όταν υπαινίσσονται το νεανικό ερωτικό σκίρτημα για κάποια μοιραία Ξηροκαμπίτισσα.
ΑλληλογραφίαΜέσα από την αλληλογραφία τους τα παιδιά του μετώπου φανερώνονται συνειδητοί πατριώτες και αντιφασίστες με έναν σχεδόν αφτιασίδωτο, σχεδόν πρωτόγονο τρόπο. Γράφει, λοιπόν, ο τραυματισμένος δεκανέας Καρκαμπάσης στις 8 Ιανουαρίου 1941 από το κρεβάτι του Ευαγγελισμού:
«Εγώ ο Βενιζέλος τη λευτεριά την έχω θρησκεία μου. Επολέμησα και θα πολεμήσω ακόμα. Θα πολεμώ το αίσχος του φασισμού και των παρόμοιων ιμπεριαλιστικών συστημάτων, που στερούν τη λευτεριά αδύναμων εθνών».
Το Βενιζέλος ή Μπενιζέλος είναι γνωστό στην ελληνική ονοματολογία είτε συχνότερα ως επώνυμο είτε σπανιότερα ως βαφτιστικό. Παρασκευή Μπενιζέλου ήταν το κοσμικό όνομα της Αγίας Φιλοθέης (1522-1589). Ο Μπενιζέλος Ρούφος (1795-1868) υπήρξε δήμαρχος Πατρέων και δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας.
Το Ξηροκάμπι είναι ένα χωριό σκαρφαλωμένο στους πρόποδες του Ταϋγέτου.
Στη γενική απογραφή πληθυσμού, που έγινε το 1940, είχαν καταγραφεί 1.938 κάτοικοι. Είναι χτισμένο δίπλα στο χείμαρρο Ρασίνα, όπου από τα ελληνιστικά χρόνια σώζεται ένα μονότοξο γεφύρι. Χρησιμοποιείται ακόμα, πράγμα πρωτοφανές στην Ευρώπη. Από το Ξηροκάμπι υπηρέτησαν στο μέτωπο 118 οπλίτες και αξιωματικοί. Σκοτώθηκαν οκτώ.
25 ΜΑΡΤΙΟΥ 1941
«Γιορτάζουμε την εθνική επέτειο με τους κρότους των πολυβόλων»
Με περιφρόνηση και εθνική υπερηφάνεια αντιμετώπισε ο Ελληνας φαντάρος τον φασίστα εισβολέα. Από αυτόν τον γενικό κανόνα δεν μπορούσαν να εξαιρούνται τα νιάτα από το Ξηροκάμπι της Λακωνίας. Τα γράμματα που έστελναν από το μέτωπο ήταν χαρακτηριστικά.
Ο Βασίλης Καρκαμπάσης, ο Βασιλάκης όπως υπογράφει, ταχυδρομεί την επιστολή στις 25 Μαρτίου 1941, ανήμερα στην εθνική επέτειο. Σημειώνει:
«Φέτος την εθνική μας εορτή εμείς εδώ του μετώπου την εορτάζουμε όχι με παρελάσεις, με ύμνους, με μουσικές και υποσχέσεις στους αθανάτους ήρωας προγόνους μας. Η εθνική μας εορτή εορτάζεται φέτος με πραγματικότητα. Αντί σάλπιγγας ηχεί το πολυβόλο και αντί μουσικής και ύμνων κροτεί το αθάνατο κανόνι.
Ετσι αποδείξαμε κι εμείς στους ηρωικούς προγόνους ότι είμεθα αντάξια αυτών εγγόνια και ότι διατηρήσαμε την ιεράν αυτών παρακαταθήκη της ελευθερίας αμείωτον και ότι και εμείς θα την διαιωνίσουμε στους μεταγενεστέρους μας, όπως και αυτοί μας την κληροδότησαν».
Γράφουν στους συγγενείς και τους φίλους, εν μέσω κανονιοβολισμών. Εχουν εξοικειωθεί με τα όπλα, με τον ήχο τους, με την ίδια την ιδέα του θανάτου. Στις 21 Φεβρουαρίου πάλι ο Βασίλης Καρκαμπάσης στέλνει επιστολή στον Πότη Ματθαίο. Η επιστολή καταλήγει έτσι: «Θέλω να σου γράψω πολλά, πλην όμως δεν έχω καιρό. Βρίσκομαι αυτή τη στιγμή στο ολμοβολείο μου και γύρω μου συρίζουν σαν φαρμακερά φίδια οι οβίδες των θρασύδειλων φρατέλων». Ο Γεώργιος Προκοπίδης είναι αξιωματικός. Δεν αναφέρει τον βαθμό του. Το γράμμα του έχει ημερομηνία 28 Μαρτίου 1941. Σημειώνει δηκτικά:
«Αυτή τη στιγμή που γράφω το ιταλικό πυροβολικό βάλλει στον γάμο του καραγκιόζη. Δεν έχω ακούσει χειρότερο πυροβολικό. Ιδέαν κατευθύνσεως δεν έχουν».
Δεν λείπει και η νοσταλγία για τις χαρούμενες ειρηνικές μέρες στο χωριό. Ο ίδιος γράφει: «Ελπίζω ότι ο μεγάλος Θεός θα βοηθήσει να ξαναϊδωθούμε για να ξαναζήσουμε τις παλιές ημέρες, να ξαναγλεντήσουμε». Στο μέτωπο, όταν δοθεί η ευκαιρία, δεν τη χάνουν. Κάτι κουτσοπίνουν. Στις 16 Μαρτίου 1941 ο υπολοχαγός Κωνσταντίνος Μιχαλακάκος (ο Κωτσάρας με τ όνομα, που λίγο αργότερα πρωταγωνίστησε στην ΕΑΜική αντίσταση στην περιοχή) σημειώνει «κάπου από την Αλβανία»:
Χρόνια πολλά με ρακί«Συγκέντρωσα μερικά παιδιά γύρω από το μετωπικό σπιτάκι και λαβόντες μόνο μία δόση αρβανίτικου ρακιού είπαμε τα χρόνια πολλά». Στις 17 Νοεμβρίου 1940, πέντε μέρες πριν από την κατάληψη της Κορυτσάς, ο υπαξιωματικός Αλέξανδρος Σολωμός βρίσκει το κουράγιο να ρωτήσει τι κάνει ο άγγελός του: «Σπεύδω να σε ρωτήσω τι γίνεται ο άγγελος της ψυχής μου. Πες του πολλούς χαιρετισμούς. Γράψε μου σχετικά όσο μπορείς περισσότερα».
Οι πολεμιστές αντιμετωπίζουν με θάρρος και τη γερμανική εισβολή, που εκδηλώνεται στις 7 Απριλίου 1941. Πιστεύουν πως και ο νέος επιδρομέας θα έχει την τύχη του Ιταλού συμμάχου του.
Ο Βασίλης Καρκαμπάσης γράφει από το αλβανικό μέτωπο την επομένη της γερμανικής επίθεσης, δηλαδή στις 8 Απριλίου:
«Να δεχτείτε το νέο χτύπημα της πατρίδας μας με το ηθικό πιο ακμαίο από το πρώτο. Και αυτού του εχθρού οι βάρβαρες δυνάμεις θα συντριβούν πάνω στα γρανιτώδη στήθη μας. Και αυτόν θα τον συντρίψουμε. Και αυτόν θα τον νικήσουμε. Ζήτω η πατρίς μας! Ζήτω ο Ελληνικός Στρατός! Ζήτω οι σύμμαχοι της Ελλάδος!».
5 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940
«Θα μείνουμε σε εφεδρεία»
«Αγαπητέ Πότη». Το πρώτο γράμμα του Βενιζέλου Καρκαμπάση, που απευθύνεται στον Παναγιώτη (Πότη) Ματθαίο, έχει ημερομηνία 5 Οκτωβρίου 1940. Προτάσσοντας την κλητική προσφώνηση «Αγαπητέ Πότη» ο επιστολογράφος αναγγέλλει την παράταση της θητείας και ζητεί από τον παραλήπτη να βοηθήσει όσο μπορεί για την έκδοση βιβλιαρίου απορίας για την αδελφή του. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας είναι δύσκολη.
Σημειώνει ο έφεδρος δεκανέας: «Σήμερα το πήρε η διαταγή δι ης παραμένει υπό τα όπλα και εν εφεδρεία η κλάση του 1938 Β. Ακουσον, άκουσον. Δηλαδή δύο χρόνια θητεία και ποιος ξέρει πόση εφεδρεία. Ας είναι. Αυτό με κάνει να ελπίζω στη δική μου απόλυση στας αρχάς του ελευσομένου μηνός. Ας ίδωμεν».
Εκτός από τον Βενιζέλο, φαντάρος είναι και ο αδελφός του ο Βασίλης. Πίσω στο Ξηροκάμπι έχει μείνει η αδελφή τους. Ο Βενιζέλος παρακαλεί μέσω του Πότη τον νονό του να τη φροντίσει. Γράφει: «Στον νουνό μου διαβίβασε, σε παρακαλώ, τα σέβη μου και πες του να φροντίσει να δώσει η επιτροπή, που σχηματίσθη ή θα σχηματισθεί σύμφωνα με τον αναγκαστικό νόμο "περί απόρων εφέδρων", γνωμάτευση απορίας για να μπορέσει η αδελφή μου να προμηθευτεί το σχετικό βιβλιάριο».
13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940
«Ο πόλεμος είναι πλέον πολύ κοντά»
Το δεύτερο γράμμα είναι το τελευταίο που ταχυδρομήθηκε από την Τρίπολη. Εχει ημερομηνία 13 Οκτωβρίου 1940, μόλις 15 μέρες πριν από την έκρηξη του πολέμου.
Καθώς οι ταξιαρχίες του Μουσολίνι βρίσκονται προ των πυλών, οι ελληνικές στρατιωτικές μονάδες προωθούνται στα σύνορα. Ο Βενιζέλος περιγράφει με λακωνικό τρόπο τις ώρες εκείνες:
«Εδώ τελείωσαν πια τα ψέματα. Ο πόλεμος είναι πολύ κοντά. Τόσο κοντά όσο ίσως δεν φαντάζεσθε. Ισως μάλιστα τώρα, που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, να έχει αρχίσει και επισήμως.
Σήμερα έφυγαν όλοι από το Σύνταγμα. Εχουμε μείνει καμιά διακοσαριά αξιωματικοί και οπλίτες για να κάνουμε τη γενική επιστράτευση. Σήμερα έφυγε όλος μου ο Λόχος και έμεινα εγώ και μερικοί ακόμα βαθμοφόροι.
Αυτό με λύπησε αρκετά, γιατί με χώρισαν από τα παιδιά μου, που τα είχα γνωρίσει έναν χρόνο».
Με σφιγμένη καρδιά γράφει για την αναχώρηση των συναδέλφων του:
«Αν ήσουν εδώ θα έβλεπες τους 1.200 απερχόμενους στις 2 μετά τα μεσάνυχτα. Τραγούδια θλιβερά, σάλπιγγες και τη μουσική να παίζει τα μεσάνυχτα "μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά"».
7 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1941
«Τον Βενιζέλο τον βλέπω σχεδόν κάθε μέρα. Πηγαίνει όλο και καλύτερα. Είναι, όπως ξέρεις, τραυματισμένος»
Ακολουθεί ο τραυματισμός και τα γράμματα από τον Ευαγγελισμό και το νοσοκομείο της Καλαμάτας. Εχουν σφραγίδες από τις επιτροπές λογοκρισίας, που εδρεύουν στην Αθήνα και τη μεσσηνιακή πρωτεύουσα. Στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Καλαμάτας νοσταλγεί τη Δημητρούλα, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Γράφει στον φίλο του τον Πότη:
«Σε παρακαλώ να δώσεις τη διεύθυνσή μου στη Δημητρούλα, χωρίς εννοείται να το πεις. Οταν τα γράμματά μου θα έχουν κάτω από το όνομά σου το Φ. Ν. (Φοιτητής Νομικής), σε παρακαλώ να μην το ανοίγεις και να το δίνεις κλειστό».
Για τον τραυματισμό το χωριό το έμαθε όχι από τον ίδιο, αλλά από τον Προκόπη Σολωμό, έναν κοινό φίλο του Βενιζέλου και του Πότη, που στις 7 Ιανουαρίου 1940 γράφει στο Ξηροκάμπι από την Αθήνα, όπου βρίσκεται:
«Τον Βενιζέλο τον βλέπω σχεδόν κάθε μέρα. Πηγαίνει όλο και καλύτερα. Είναι, όπως ξέρεις, τραυματισμένος εις το χέρι, άνω από τον καρπό».
Εύχεται στον Πότη Ματθαίο «ευτυχές το έτος 1941», για να καταλήξει: «Και στη Ρώμη. Ζήτω η Ελλάς».
Αυθημερόν ο Πότης ενημερώνει τον Βασίλη Καρκαμπάση, που είναι αδελφός του Βενιζέλου, στρατιώτης κι αυτός στο μέτωπο.
Στους στρατευμένους απαγορεύεται να αποσαφηνίζουν το σημείο του μετώπου που βρίσκεται η μονάδα τους. Ετσι στις επιστολές τους αναφέρουν γενικά και αόριστα «κάπου στο μέτωπο» ή «από το μέτωπο».
«Κάπου στο μέτωπο» εδρεύει και η μονάδα του Βασίλη Καρκαμπάση. Από εκεί γράφει στο χωριό του:
«Πότη, με ανακούφισε πολύ το γράμμα σου όσον αφορά τον τραυματισμό του Βενιζέλου. Είχα μεγάλη ανησυχία για την υγεία του».
Ο Βενιζέλος καθυστερεί να γράψει στον αδελφό του. Αυτός δεν κρύβει την ανησυχία του σε επόμενη επιστολή, που απευθύνει στον Πότη στις 25 Μαρτίου 1941. Ζητεί τη διεύθυνση του τραυματία για να του γράψει ο ίδιος. Με την ευκαιρία θεωρεί απαραίτητο να προσθέσει:
«Και κάτι φήμες που κυκλοφορούν αυτού περί δήθεν τραυματισμού μου να μην τις πιστεύετε. Σου το γράφω αυτό διότι έτσι έμαθα, ότι κυκλοφόρησε μια τέτοια φήμη. Εχω 14 μέρες να πάρω γράμμα της αδελφής μου και φοβάμαι μήπως της είπαν τίποτα και γι αυτό δεν λαβαίνω γράμμα της, ενώ πριν είχα τρεις - τέσσερις φορές την εβδομάδα».
Στη μονάδα του Βενιζέλου είχε τύχει να μαζευτούν άλλοι δύο - τρεις Ξηροκαμπίτες. Ο τραυματισμός του και η αναγκαστική αιφνίδια απομάκρυνσή του από τη συντροφιά έκαναν αίσθηση στους φίλους και συγχωριανούς. Στις 12 Φεβρουαρίου 1941 ο Γιώργος Μακράκος γράφει στον Πότη:
«Αφότου έφυγε ο Βενιζέλος έχω μόνο παρέα τον Σταύρο τον Χριστάκο».
Σε άλλο ένα γράμμα του, στις 25 Μαρτίου, ο δεκανέας Σταύρος Χριστάκος στέλνει μέσω του Πότη Ματθαίου χαιρετίσματα στον Βενιζέλο και τον Λαγάκο.
Τα παιδιά αυτά έχουν ήδη αντιμετωπίσει την εαρινή επίθεση του Μουσολίνι. Οχι μόνο έχουν αποκρούσει τις ιταλικές δυνάμεις, αλλά τις έχουν απωθήσει βαθύτερα στο αλβανικό έδαφος. Σε 13 μέρες, το πρωί της 6ης Απριλίου, θα αρχίσει η γερμανική επίθεση στο μακεδονικό μέτωπο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΡΟΥΜΠΑΝΗΣ
Ο Βενιζέλος Καρκαμπάσης από το Ξηροκάμπι της Λακωνίας ήταν 23 χρόνων παλικαράκι τον Οκτώβριο του 1940. Υπηρετούσε τη στρατιωτική θητεία του στο 11ο Σύνταγμα Πεζικού στην Τρίπολη, στον 5ο Λόχο. Είχε τον βαθμό του υποδεκανέα.
Ετοιμαζόταν να απολυθεί, αφού ανήκε στην κλάση του 1938 και συμπλήρωνε δύο χρόνια στο χακί. Ηταν γεμάτος χαρά όταν σαν κεραυνός έφτασε η διαταγή πως οι απολύσεις από τις τάξεις του στρατεύματος αναστέλλονται και η σειρά του παραμένει στην εφεδρεία.
Ο πόλεμος πλησίαζε και ο Ελληνικός Στρατός ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει τις φάλαγγες του Μουσολίνι.
Είκοσι εννέα γράμματα από το μέτωπο διασώθηκαν στο προσωπικό αρχείο του Παναγιώτη (Πότη) Ματθαίου, ο οποίος ήταν και ο παραλήπτης.
Τα επτά από αυτά ανήκουν στον Βενιζέλο Καρκαμπάση, που παρέμεινε στρατωνισμένος στην Τρίπολη για λίγο ακόμα και στη συνέχεια μετακινήθηκε στα βουνά της Ηπείρου, όπου από την πρώτη γραμμή πολέμησε τους Ιταλούς επιδρομείς.
Εκεί γύρω στα τέλη Δεκεμβρίου με αρχές Ιανουαρίου τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε στα μετόπισθεν για νοσηλεία και θεραπεία: πρώτα στον Ευαγγελισμό και μετά στην Καλαμάτα. Δεν αντέχει να μένει μακριά από το θέατρο των επιχειρήσεων και ανυπομονεί να επιστρέψει στα χαρακώματα.
Είναι χαρακτηριστικά όσα γράφει από το νοσοκομείο της Καλαμάτας, όπου βρισκόταν τον Απρίλιο του 1941:
«Απόψε εξαιρετικά με κατέχει τέτοια μελαγχολία, ώστε σκέπτομαι εάν δεν είναι προτιμότερο να ζητήσω να φύγω για το μέτωπο.
Με κουράζει να ζω σε μια πόλη, ενώ ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει επάνω στο μέτωπο. Τουλάχιστον περνά πιο ευχάριστα η ζωή παίζοντας με τον θάνατο».
Ολα τα γράμματα, ιδιαίτερα εκείνα του Βενιζέλου Καρκαμπάση, έχουν ιστορικό ενδιαφέρον.
Αν και στρατιωτικές πληροφορίες δεν περιέχουν (ούτε ήταν δυνατό να περιέχουν σε καιρό πολέμου), δίνουν άφθονα στοιχεία για το ηθικό του μαχητή, για το κλίμα του μετώπου, για την αντιμετώπιση του εχθρού, για τη νοσταλγία που αποτυπώνουν στο χαρτί, όταν αναφέρονται σε συγγενείς και φίλους ή όταν υπαινίσσονται το νεανικό ερωτικό σκίρτημα για κάποια μοιραία Ξηροκαμπίτισσα.
ΑλληλογραφίαΜέσα από την αλληλογραφία τους τα παιδιά του μετώπου φανερώνονται συνειδητοί πατριώτες και αντιφασίστες με έναν σχεδόν αφτιασίδωτο, σχεδόν πρωτόγονο τρόπο. Γράφει, λοιπόν, ο τραυματισμένος δεκανέας Καρκαμπάσης στις 8 Ιανουαρίου 1941 από το κρεβάτι του Ευαγγελισμού:
«Εγώ ο Βενιζέλος τη λευτεριά την έχω θρησκεία μου. Επολέμησα και θα πολεμήσω ακόμα. Θα πολεμώ το αίσχος του φασισμού και των παρόμοιων ιμπεριαλιστικών συστημάτων, που στερούν τη λευτεριά αδύναμων εθνών».
Το Βενιζέλος ή Μπενιζέλος είναι γνωστό στην ελληνική ονοματολογία είτε συχνότερα ως επώνυμο είτε σπανιότερα ως βαφτιστικό. Παρασκευή Μπενιζέλου ήταν το κοσμικό όνομα της Αγίας Φιλοθέης (1522-1589). Ο Μπενιζέλος Ρούφος (1795-1868) υπήρξε δήμαρχος Πατρέων και δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας.
Το Ξηροκάμπι είναι ένα χωριό σκαρφαλωμένο στους πρόποδες του Ταϋγέτου.
Στη γενική απογραφή πληθυσμού, που έγινε το 1940, είχαν καταγραφεί 1.938 κάτοικοι. Είναι χτισμένο δίπλα στο χείμαρρο Ρασίνα, όπου από τα ελληνιστικά χρόνια σώζεται ένα μονότοξο γεφύρι. Χρησιμοποιείται ακόμα, πράγμα πρωτοφανές στην Ευρώπη. Από το Ξηροκάμπι υπηρέτησαν στο μέτωπο 118 οπλίτες και αξιωματικοί. Σκοτώθηκαν οκτώ.
25 ΜΑΡΤΙΟΥ 1941
«Γιορτάζουμε την εθνική επέτειο με τους κρότους των πολυβόλων»
Με περιφρόνηση και εθνική υπερηφάνεια αντιμετώπισε ο Ελληνας φαντάρος τον φασίστα εισβολέα. Από αυτόν τον γενικό κανόνα δεν μπορούσαν να εξαιρούνται τα νιάτα από το Ξηροκάμπι της Λακωνίας. Τα γράμματα που έστελναν από το μέτωπο ήταν χαρακτηριστικά.
Ο Βασίλης Καρκαμπάσης, ο Βασιλάκης όπως υπογράφει, ταχυδρομεί την επιστολή στις 25 Μαρτίου 1941, ανήμερα στην εθνική επέτειο. Σημειώνει:
«Φέτος την εθνική μας εορτή εμείς εδώ του μετώπου την εορτάζουμε όχι με παρελάσεις, με ύμνους, με μουσικές και υποσχέσεις στους αθανάτους ήρωας προγόνους μας. Η εθνική μας εορτή εορτάζεται φέτος με πραγματικότητα. Αντί σάλπιγγας ηχεί το πολυβόλο και αντί μουσικής και ύμνων κροτεί το αθάνατο κανόνι.
Ετσι αποδείξαμε κι εμείς στους ηρωικούς προγόνους ότι είμεθα αντάξια αυτών εγγόνια και ότι διατηρήσαμε την ιεράν αυτών παρακαταθήκη της ελευθερίας αμείωτον και ότι και εμείς θα την διαιωνίσουμε στους μεταγενεστέρους μας, όπως και αυτοί μας την κληροδότησαν».
Γράφουν στους συγγενείς και τους φίλους, εν μέσω κανονιοβολισμών. Εχουν εξοικειωθεί με τα όπλα, με τον ήχο τους, με την ίδια την ιδέα του θανάτου. Στις 21 Φεβρουαρίου πάλι ο Βασίλης Καρκαμπάσης στέλνει επιστολή στον Πότη Ματθαίο. Η επιστολή καταλήγει έτσι: «Θέλω να σου γράψω πολλά, πλην όμως δεν έχω καιρό. Βρίσκομαι αυτή τη στιγμή στο ολμοβολείο μου και γύρω μου συρίζουν σαν φαρμακερά φίδια οι οβίδες των θρασύδειλων φρατέλων». Ο Γεώργιος Προκοπίδης είναι αξιωματικός. Δεν αναφέρει τον βαθμό του. Το γράμμα του έχει ημερομηνία 28 Μαρτίου 1941. Σημειώνει δηκτικά:
«Αυτή τη στιγμή που γράφω το ιταλικό πυροβολικό βάλλει στον γάμο του καραγκιόζη. Δεν έχω ακούσει χειρότερο πυροβολικό. Ιδέαν κατευθύνσεως δεν έχουν».
Δεν λείπει και η νοσταλγία για τις χαρούμενες ειρηνικές μέρες στο χωριό. Ο ίδιος γράφει: «Ελπίζω ότι ο μεγάλος Θεός θα βοηθήσει να ξαναϊδωθούμε για να ξαναζήσουμε τις παλιές ημέρες, να ξαναγλεντήσουμε». Στο μέτωπο, όταν δοθεί η ευκαιρία, δεν τη χάνουν. Κάτι κουτσοπίνουν. Στις 16 Μαρτίου 1941 ο υπολοχαγός Κωνσταντίνος Μιχαλακάκος (ο Κωτσάρας με τ όνομα, που λίγο αργότερα πρωταγωνίστησε στην ΕΑΜική αντίσταση στην περιοχή) σημειώνει «κάπου από την Αλβανία»:
Χρόνια πολλά με ρακί«Συγκέντρωσα μερικά παιδιά γύρω από το μετωπικό σπιτάκι και λαβόντες μόνο μία δόση αρβανίτικου ρακιού είπαμε τα χρόνια πολλά». Στις 17 Νοεμβρίου 1940, πέντε μέρες πριν από την κατάληψη της Κορυτσάς, ο υπαξιωματικός Αλέξανδρος Σολωμός βρίσκει το κουράγιο να ρωτήσει τι κάνει ο άγγελός του: «Σπεύδω να σε ρωτήσω τι γίνεται ο άγγελος της ψυχής μου. Πες του πολλούς χαιρετισμούς. Γράψε μου σχετικά όσο μπορείς περισσότερα».
Οι πολεμιστές αντιμετωπίζουν με θάρρος και τη γερμανική εισβολή, που εκδηλώνεται στις 7 Απριλίου 1941. Πιστεύουν πως και ο νέος επιδρομέας θα έχει την τύχη του Ιταλού συμμάχου του.
Ο Βασίλης Καρκαμπάσης γράφει από το αλβανικό μέτωπο την επομένη της γερμανικής επίθεσης, δηλαδή στις 8 Απριλίου:
«Να δεχτείτε το νέο χτύπημα της πατρίδας μας με το ηθικό πιο ακμαίο από το πρώτο. Και αυτού του εχθρού οι βάρβαρες δυνάμεις θα συντριβούν πάνω στα γρανιτώδη στήθη μας. Και αυτόν θα τον συντρίψουμε. Και αυτόν θα τον νικήσουμε. Ζήτω η πατρίς μας! Ζήτω ο Ελληνικός Στρατός! Ζήτω οι σύμμαχοι της Ελλάδος!».
5 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940
«Θα μείνουμε σε εφεδρεία»
«Αγαπητέ Πότη». Το πρώτο γράμμα του Βενιζέλου Καρκαμπάση, που απευθύνεται στον Παναγιώτη (Πότη) Ματθαίο, έχει ημερομηνία 5 Οκτωβρίου 1940. Προτάσσοντας την κλητική προσφώνηση «Αγαπητέ Πότη» ο επιστολογράφος αναγγέλλει την παράταση της θητείας και ζητεί από τον παραλήπτη να βοηθήσει όσο μπορεί για την έκδοση βιβλιαρίου απορίας για την αδελφή του. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας είναι δύσκολη.
Σημειώνει ο έφεδρος δεκανέας: «Σήμερα το πήρε η διαταγή δι ης παραμένει υπό τα όπλα και εν εφεδρεία η κλάση του 1938 Β. Ακουσον, άκουσον. Δηλαδή δύο χρόνια θητεία και ποιος ξέρει πόση εφεδρεία. Ας είναι. Αυτό με κάνει να ελπίζω στη δική μου απόλυση στας αρχάς του ελευσομένου μηνός. Ας ίδωμεν».
Εκτός από τον Βενιζέλο, φαντάρος είναι και ο αδελφός του ο Βασίλης. Πίσω στο Ξηροκάμπι έχει μείνει η αδελφή τους. Ο Βενιζέλος παρακαλεί μέσω του Πότη τον νονό του να τη φροντίσει. Γράφει: «Στον νουνό μου διαβίβασε, σε παρακαλώ, τα σέβη μου και πες του να φροντίσει να δώσει η επιτροπή, που σχηματίσθη ή θα σχηματισθεί σύμφωνα με τον αναγκαστικό νόμο "περί απόρων εφέδρων", γνωμάτευση απορίας για να μπορέσει η αδελφή μου να προμηθευτεί το σχετικό βιβλιάριο».
13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940
«Ο πόλεμος είναι πλέον πολύ κοντά»
Το δεύτερο γράμμα είναι το τελευταίο που ταχυδρομήθηκε από την Τρίπολη. Εχει ημερομηνία 13 Οκτωβρίου 1940, μόλις 15 μέρες πριν από την έκρηξη του πολέμου.
Καθώς οι ταξιαρχίες του Μουσολίνι βρίσκονται προ των πυλών, οι ελληνικές στρατιωτικές μονάδες προωθούνται στα σύνορα. Ο Βενιζέλος περιγράφει με λακωνικό τρόπο τις ώρες εκείνες:
«Εδώ τελείωσαν πια τα ψέματα. Ο πόλεμος είναι πολύ κοντά. Τόσο κοντά όσο ίσως δεν φαντάζεσθε. Ισως μάλιστα τώρα, που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, να έχει αρχίσει και επισήμως.
Σήμερα έφυγαν όλοι από το Σύνταγμα. Εχουμε μείνει καμιά διακοσαριά αξιωματικοί και οπλίτες για να κάνουμε τη γενική επιστράτευση. Σήμερα έφυγε όλος μου ο Λόχος και έμεινα εγώ και μερικοί ακόμα βαθμοφόροι.
Αυτό με λύπησε αρκετά, γιατί με χώρισαν από τα παιδιά μου, που τα είχα γνωρίσει έναν χρόνο».
Με σφιγμένη καρδιά γράφει για την αναχώρηση των συναδέλφων του:
«Αν ήσουν εδώ θα έβλεπες τους 1.200 απερχόμενους στις 2 μετά τα μεσάνυχτα. Τραγούδια θλιβερά, σάλπιγγες και τη μουσική να παίζει τα μεσάνυχτα "μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά"».
7 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1941
«Τον Βενιζέλο τον βλέπω σχεδόν κάθε μέρα. Πηγαίνει όλο και καλύτερα. Είναι, όπως ξέρεις, τραυματισμένος»
Ακολουθεί ο τραυματισμός και τα γράμματα από τον Ευαγγελισμό και το νοσοκομείο της Καλαμάτας. Εχουν σφραγίδες από τις επιτροπές λογοκρισίας, που εδρεύουν στην Αθήνα και τη μεσσηνιακή πρωτεύουσα. Στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Καλαμάτας νοσταλγεί τη Δημητρούλα, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Γράφει στον φίλο του τον Πότη:
«Σε παρακαλώ να δώσεις τη διεύθυνσή μου στη Δημητρούλα, χωρίς εννοείται να το πεις. Οταν τα γράμματά μου θα έχουν κάτω από το όνομά σου το Φ. Ν. (Φοιτητής Νομικής), σε παρακαλώ να μην το ανοίγεις και να το δίνεις κλειστό».
Για τον τραυματισμό το χωριό το έμαθε όχι από τον ίδιο, αλλά από τον Προκόπη Σολωμό, έναν κοινό φίλο του Βενιζέλου και του Πότη, που στις 7 Ιανουαρίου 1940 γράφει στο Ξηροκάμπι από την Αθήνα, όπου βρίσκεται:
«Τον Βενιζέλο τον βλέπω σχεδόν κάθε μέρα. Πηγαίνει όλο και καλύτερα. Είναι, όπως ξέρεις, τραυματισμένος εις το χέρι, άνω από τον καρπό».
Εύχεται στον Πότη Ματθαίο «ευτυχές το έτος 1941», για να καταλήξει: «Και στη Ρώμη. Ζήτω η Ελλάς».
Αυθημερόν ο Πότης ενημερώνει τον Βασίλη Καρκαμπάση, που είναι αδελφός του Βενιζέλου, στρατιώτης κι αυτός στο μέτωπο.
Στους στρατευμένους απαγορεύεται να αποσαφηνίζουν το σημείο του μετώπου που βρίσκεται η μονάδα τους. Ετσι στις επιστολές τους αναφέρουν γενικά και αόριστα «κάπου στο μέτωπο» ή «από το μέτωπο».
«Κάπου στο μέτωπο» εδρεύει και η μονάδα του Βασίλη Καρκαμπάση. Από εκεί γράφει στο χωριό του:
«Πότη, με ανακούφισε πολύ το γράμμα σου όσον αφορά τον τραυματισμό του Βενιζέλου. Είχα μεγάλη ανησυχία για την υγεία του».
Ο Βενιζέλος καθυστερεί να γράψει στον αδελφό του. Αυτός δεν κρύβει την ανησυχία του σε επόμενη επιστολή, που απευθύνει στον Πότη στις 25 Μαρτίου 1941. Ζητεί τη διεύθυνση του τραυματία για να του γράψει ο ίδιος. Με την ευκαιρία θεωρεί απαραίτητο να προσθέσει:
«Και κάτι φήμες που κυκλοφορούν αυτού περί δήθεν τραυματισμού μου να μην τις πιστεύετε. Σου το γράφω αυτό διότι έτσι έμαθα, ότι κυκλοφόρησε μια τέτοια φήμη. Εχω 14 μέρες να πάρω γράμμα της αδελφής μου και φοβάμαι μήπως της είπαν τίποτα και γι αυτό δεν λαβαίνω γράμμα της, ενώ πριν είχα τρεις - τέσσερις φορές την εβδομάδα».
Στη μονάδα του Βενιζέλου είχε τύχει να μαζευτούν άλλοι δύο - τρεις Ξηροκαμπίτες. Ο τραυματισμός του και η αναγκαστική αιφνίδια απομάκρυνσή του από τη συντροφιά έκαναν αίσθηση στους φίλους και συγχωριανούς. Στις 12 Φεβρουαρίου 1941 ο Γιώργος Μακράκος γράφει στον Πότη:
«Αφότου έφυγε ο Βενιζέλος έχω μόνο παρέα τον Σταύρο τον Χριστάκο».
Σε άλλο ένα γράμμα του, στις 25 Μαρτίου, ο δεκανέας Σταύρος Χριστάκος στέλνει μέσω του Πότη Ματθαίου χαιρετίσματα στον Βενιζέλο και τον Λαγάκο.
Τα παιδιά αυτά έχουν ήδη αντιμετωπίσει την εαρινή επίθεση του Μουσολίνι. Οχι μόνο έχουν αποκρούσει τις ιταλικές δυνάμεις, αλλά τις έχουν απωθήσει βαθύτερα στο αλβανικό έδαφος. Σε 13 μέρες, το πρωί της 6ης Απριλίου, θα αρχίσει η γερμανική επίθεση στο μακεδονικό μέτωπο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΡΟΥΜΠΑΝΗΣ