Η συχνότερη αιτία της οισοφαγίτιδας είναι η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση. Στην πάθηση αυτή, το περιεχόμενο του στομαχιού επανέρχεται πίσω στον οισοφάγο. Επειδή το περιεχόμενο αυτό περιλαμβάνει πεπτικά οξέα, προκαλεί χημικές βλάβες στη βλεννογόνο του οισοφάγου.
Ασθενείς με συχνούς εμετούς, παρουσιάζουν συχνότερα οισοφαγίτιδα. Ορισμένα φάρμακα μπορούν να επηρεάζουν τον οισοφάγο και να είναι αιτία οισοφαγίτιδας.
Στην κατηγορία των φαρμάκων που μπορούν να προκαλέσουν οισοφαγίτιδα, περιλαμβάνονται η ασπιρίνη, τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, τα σκευάσματα που περιέχουν κάλλιο ή σίδηρο, φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την οστεοπόρωση όπως η αλενδρονάτη.
Τα κυριότερα συμπτώματα της οισοφαγίτιδας είναι:
- Πόνος πίσω από το στέρνο ή επιγαστρικός. Ο πόνος μπορεί να είναι
συνεχής ή επαναλαμβανόμενος. Στις περιπτώσεις που οφείλεται σε
γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, ο πόνος χειροτερεύει μετά από το φαγητό ή
όταν ο ασθενής ξαπλώνει
- Δυσφαγία με πόνο που επιδεινώνεται κατά την κατάποση
- Καούρα και ξινίλες
- Αιμορραγία που μπορεί να εμφανιστεί με αιματέμεση ή με αίμα στα κόπρανα που παίρνουν χρώμα μαύρο.
Στους ανοσοκατασταλμένους ασθενείς, η οισοφαγίτιδα λόγω ευκαιριακών λοιμώξεων, είναι πιο ανθεκτική στη θεραπεία. Για το λόγο αυτό χρειάζεται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για να υποχωρήσει.
Η αντιμετώπιση και πρόληψη της οισοφαγίτιδας εξαρτάται από την αιτία που προκαλεί τη νόσο στον κάθε ασθενή.
Στη γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση που είναι η συχνότερη αιτία οισοφαγίτιδας, είναι σημαντικό να αποφεύγονται το κάπνισμα και το αλκοόλ. Επίσης ο καφές, η σοκολάτα, τα φαγητά ψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά, πρέπει να καταναλώνονται με μέτρο.
Η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση επιδεινώνεται από το υπερβολικό βάρος σώματος ή την παχυσαρκία. Επίσης πριν από τον ύπνο πρέπει να αποφεύγονται τα μεγάλα γεύματα. Είναι προτιμότερο ο ασθενής να μην τρωει τίποτα κατά τις 2 ή 3 ώρες πριν από τον ύπνο.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η απώλεια των περιττών κιλών μπορεί να βοηθήσει σε υπέρβαρους ή παχύσαρκους ασθενείς με οισοφαγίτιδα λόγω παλινδρόμησης του γαστρικού περιεχομένου.
Στις περιπτώσεις που τα μέτρα πρόληψης δεν είναι αρκετά, μπορούν να χρησιμοποιηθούν φάρμακα που μειώνουν ή καταστέλλουν την έκκριση οξέων από το στομάχι.
Τα φάρμακα αυτά είναι οι ανταγωνιστές των υποδοχέων Η2 της ισταμίνης όπως η σιμετιδίνη, ρανιτιδίνη, φαμοτιδίνη και η νιζατιδίνη. Χρησιμοποιούνται επίσης οι ανταγωνιστές της αντλίας πρωτονίων, που πετυχαίνουν περισσότερη καταστολή της όξινης έκκρισης του στομάχου. Τέτοια φάρμακα είναι η ομεπραζόλη, λανσοπραζόλη και η ραμπεπραζόλη
Μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν φάρμακα που καλύπτουν και προστατεύουν τη βλεννογόνο. Τέτοια φάρμακα είναι τα αντιόξινα, το βισμούθιο, η σουκραλφάτη και άλλα.
www.medlook.net