Σε περιόδους κρίσης είναι αναμενόμενο να ακούγονται κραυγές του τύπου «το Κράτος πληρώνει τους μισθούς των υπηρετών του Θεού»,
«πουθενά στον κόσμο οι ιερωμένοι δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι» (φυσικά, αφού είναι λειτουργοί, όπως οι δικαστικοί, οι εκπαιδευτικοί κ.λπ.) και αξιώνεται από κάποιους να σταματήσει η μισθοδοσία τους από τον Κρατικό Προϋπολογισμό και τη δαπάνη να αναλάβει η Εκκλησία. Κάνοντας μία σύντομη αναδρομή στο θέμα σημειώνουμε ότι μέχρι το 1945 οι ιερείς αμείβονταν από τη λεγόμενη
εισφορά των ενοριτών. Τότε λοιπόν εκδόθηκε ο Α.Ν. 536/1945 «Περί ρυθμίσεως των αποδοχών του Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου της Ελλάδος, του τρόπου πληρωμής αυτών και περί καλύψεως της σχετικής δαπάνης». Και από την 1.10.1945 άρχισε όχι μόνον η μισθοδοσία αλλά και η «εισφορά 25% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων των ενοριακών και συναδελφικών, ως και των υπό ειδικών νόμων διεπομένων Ναών» (άρθρο 2, § 2Α). Η εισφορά 25% αυξήθηκε σε 35% με διάταξη του Α.Ν. 469/1968, αλλά καταργήθηκε από 1.1.2004 (άρθρο 15 του Νόμου 3220/2004). Σημειώνεται ότι επί 60 χρόνια η εισφορά 25% και 35% καταβαλλόταν από τους Ναούς στα Δημόσια Ταμεία «ανά τρίμηνον».
Υποστηρίζοντας τη θέση ότι το Κράτος οφείλει να μισθοδοτεί τους εφημερίους και επισκόπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, πλήν των άλλων, επικαλούμαστε δύο επιχειρήματα:
α. Αφού το ελληνικό Κράτος απαλλοτρίωσε, ουσιαστικά χωρίς αντάλλαγμα, το μέγιστο μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας, έχει την υποχρέωση να τηρήσει τη δέσμευσή του (βλέπε τη Σύμβαση του έτους 1952, σελ. 16 του παρόντος) ότι θα παρέχει την αναγκαία υποστήριξή του προς την Εκκλησία, όπως ορίζεται και στο Σύνταγμα (ισχύον και προγενέστερα). Άλλωστε, αφού η Εκκλησία απογυμνώθηκε από την περιουσία της, με τον τρόπο που αναφέρθηκε, αντικειμενικά δεν είναι δυνατόν να σηκώσει το βάρος της μισθοδοσίας του Κλήρου.
β. Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών είναι μέλη της Εκκλησίας, χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία πόσο ενεργά η συνειδητά είναι. Παράλληλα τυγχάνουν και φορολογούμενοι πολίτες. Το Κράτος έχει την υποχρέωση, από τους φόρους που εισπράττει, να καλύπτει τις ανάγκες υγείας, εκπαίδευσης, ασφάλειας, πολιτισμού, άθλησης κ.λπ. των πολιτών του. Γι’ αυτό χτίζει και λειτουργεί νοσοκομεία, σχολεία, πολιτιστικά και αθλητικά κέντρα κ.α. Αλλά, εμείς οι φορολογούμενοι πολίτες του, είμαστε και ορθόδοξοι χριστιανοί στην πλειονότητά μας. Και όπως θέλουμε και απαιτούμε από το Κράτος να μας εξασφαλίζει –με τους φόρους μας– το δάσκαλο, το γιατρό, το δικαστή, τον αστυνομικό, το φρουρό της Πατρίδας, έχουμε την αξίωση να μισθοδοτεί και τον ιερέα και επίσκοπό μας, για να καλύπτουν τις ψυχικές, πνευματικές και μεταφυσικές ανάγκες μας. Και αν θελήσει κάποιος να υποστηρίξει το αντίθετο, σημαίνει πως αρνείται την ψυχοπνευματική υπόσταση του ανθρώπου. Δεν μπορεί το Κράτος να διαθέτει μεγάλα ποσά για επιχορηγήσεις ασήμαντων ουσιαστικά δράσεων (δήθεν πολιτιστικών, αθλητικών, καλλιτεχνικών κ.λπ.) και να ψάχνει τρόπους να στερήσει, από τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών του, την πνευματική και θρησκευτική ποδηγέτησή τους.
Πως συντελέστηκε η διαρπαγή της Εκκλησιαστικής περιουσίας:
α. Διάλυση 416 Μοναστηριών και διαρπαγή της περιουσίας τους.
Η αλλοεθνής και προτεσταντική Αντιβασιλεία του Όθωνος, πρεσβεύοντας την άποψη ότι η εκκλησιαστική περιουσία αποτελεί θησαυρό που κληροδοτήθηκε από τους … προγόνους στο ελληνικό έθνος (!) και διαγράφοντας την ανεκτίμητη προσφορά των Μοναστηριών στους παλαιότερους και τους νωπούς τότε αγώνες, με βασιλικά διατάγματα του 1833 και 1834 διέλυσε 416 Μοναστήρια και διέθεσε την κινητή και ακίνητη περιουσία τους για την ίδρυση του «Εκκλησιαστικού Ταμείου». Αλλά το Ταμείο που ίδρυσε λειτούργησε με τρόπο τόσο αδιαφανή και επιπόλαιο, ώστε τελικά σημειώθηκε διαρπαγή της εκκλησιαστικής περιουσίας, ενώ οι επιτήδειοι της εποχής πωλούσαν στα παζάρια, για λογαριασμό τους, τα ιερά σκεύη, τα κειμήλια και τα λείψανα αγίων (βλέπε Δικ. Βαγιακάκου, Συμβολή εις την εκκλησιασικήν ιστορίαν της Μάνης, 1956, σ. 4 εξ.). Το αμαρτωλό αυτό Ταμείο, το 1843 (δηλαδή δέκα χρόνια μετά την ίδρυσή του) περιήλθε στη διοίκηση και διαχείριση της επί των Οικονομικών Γραμματείας του Κράτους και οι πόροι του διατέθηκαν για την τακτοποίηση δικών του αναγκών… Ακόμα και «άπαντα του Πανεπιστημίου [Αθηνών], τα αναλώματα» (δαπάνες) καλύπτονταν από το Ταμείο τούτο, δηλαδή από το αντίτιμο πώλησης μοναστηριακών κτημάτων.
β. Αναγκαστική απαλλοτρίωση του 1836.
Με το Βασιλικό Διάταγμα της 20.5/1.6.1836 «περί εκκλησιαστικών κτημάτων» έγινε αναγκαστική απαλλοτρίωση (χωρίς καταβολή αντιτίμου) και άλλων τεραστίων σε έκταση κτημάτων και των σε λειτουργία Μονών, δήθεν «χάριν θεαρέστων έργων και προς οικοδομήν ιερών και αγαθοεργών καταστημάτων» (βλέπε Κων. Μ. Ράλλη, Το αναπαλλοτρίωτον της εκκλησ. περιουσίας, 1903, σσ. 28-30, 51-52). Στην περιουσία που απέμεινε επιβλήθηκε βαρύτατη έμμεση φορολογία, που όταν αυτή δεν ήταν δυνατόν να καταβληθεί, οδηγούσε σε δημόσιους πλειστηριασμούς!
αναγνωστης
«πουθενά στον κόσμο οι ιερωμένοι δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι» (φυσικά, αφού είναι λειτουργοί, όπως οι δικαστικοί, οι εκπαιδευτικοί κ.λπ.) και αξιώνεται από κάποιους να σταματήσει η μισθοδοσία τους από τον Κρατικό Προϋπολογισμό και τη δαπάνη να αναλάβει η Εκκλησία. Κάνοντας μία σύντομη αναδρομή στο θέμα σημειώνουμε ότι μέχρι το 1945 οι ιερείς αμείβονταν από τη λεγόμενη
εισφορά των ενοριτών. Τότε λοιπόν εκδόθηκε ο Α.Ν. 536/1945 «Περί ρυθμίσεως των αποδοχών του Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου της Ελλάδος, του τρόπου πληρωμής αυτών και περί καλύψεως της σχετικής δαπάνης». Και από την 1.10.1945 άρχισε όχι μόνον η μισθοδοσία αλλά και η «εισφορά 25% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων των ενοριακών και συναδελφικών, ως και των υπό ειδικών νόμων διεπομένων Ναών» (άρθρο 2, § 2Α). Η εισφορά 25% αυξήθηκε σε 35% με διάταξη του Α.Ν. 469/1968, αλλά καταργήθηκε από 1.1.2004 (άρθρο 15 του Νόμου 3220/2004). Σημειώνεται ότι επί 60 χρόνια η εισφορά 25% και 35% καταβαλλόταν από τους Ναούς στα Δημόσια Ταμεία «ανά τρίμηνον».
Υποστηρίζοντας τη θέση ότι το Κράτος οφείλει να μισθοδοτεί τους εφημερίους και επισκόπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, πλήν των άλλων, επικαλούμαστε δύο επιχειρήματα:
α. Αφού το ελληνικό Κράτος απαλλοτρίωσε, ουσιαστικά χωρίς αντάλλαγμα, το μέγιστο μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας, έχει την υποχρέωση να τηρήσει τη δέσμευσή του (βλέπε τη Σύμβαση του έτους 1952, σελ. 16 του παρόντος) ότι θα παρέχει την αναγκαία υποστήριξή του προς την Εκκλησία, όπως ορίζεται και στο Σύνταγμα (ισχύον και προγενέστερα). Άλλωστε, αφού η Εκκλησία απογυμνώθηκε από την περιουσία της, με τον τρόπο που αναφέρθηκε, αντικειμενικά δεν είναι δυνατόν να σηκώσει το βάρος της μισθοδοσίας του Κλήρου.
β. Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών είναι μέλη της Εκκλησίας, χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία πόσο ενεργά η συνειδητά είναι. Παράλληλα τυγχάνουν και φορολογούμενοι πολίτες. Το Κράτος έχει την υποχρέωση, από τους φόρους που εισπράττει, να καλύπτει τις ανάγκες υγείας, εκπαίδευσης, ασφάλειας, πολιτισμού, άθλησης κ.λπ. των πολιτών του. Γι’ αυτό χτίζει και λειτουργεί νοσοκομεία, σχολεία, πολιτιστικά και αθλητικά κέντρα κ.α. Αλλά, εμείς οι φορολογούμενοι πολίτες του, είμαστε και ορθόδοξοι χριστιανοί στην πλειονότητά μας. Και όπως θέλουμε και απαιτούμε από το Κράτος να μας εξασφαλίζει –με τους φόρους μας– το δάσκαλο, το γιατρό, το δικαστή, τον αστυνομικό, το φρουρό της Πατρίδας, έχουμε την αξίωση να μισθοδοτεί και τον ιερέα και επίσκοπό μας, για να καλύπτουν τις ψυχικές, πνευματικές και μεταφυσικές ανάγκες μας. Και αν θελήσει κάποιος να υποστηρίξει το αντίθετο, σημαίνει πως αρνείται την ψυχοπνευματική υπόσταση του ανθρώπου. Δεν μπορεί το Κράτος να διαθέτει μεγάλα ποσά για επιχορηγήσεις ασήμαντων ουσιαστικά δράσεων (δήθεν πολιτιστικών, αθλητικών, καλλιτεχνικών κ.λπ.) και να ψάχνει τρόπους να στερήσει, από τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών του, την πνευματική και θρησκευτική ποδηγέτησή τους.
Πως συντελέστηκε η διαρπαγή της Εκκλησιαστικής περιουσίας:
α. Διάλυση 416 Μοναστηριών και διαρπαγή της περιουσίας τους.
Η αλλοεθνής και προτεσταντική Αντιβασιλεία του Όθωνος, πρεσβεύοντας την άποψη ότι η εκκλησιαστική περιουσία αποτελεί θησαυρό που κληροδοτήθηκε από τους … προγόνους στο ελληνικό έθνος (!) και διαγράφοντας την ανεκτίμητη προσφορά των Μοναστηριών στους παλαιότερους και τους νωπούς τότε αγώνες, με βασιλικά διατάγματα του 1833 και 1834 διέλυσε 416 Μοναστήρια και διέθεσε την κινητή και ακίνητη περιουσία τους για την ίδρυση του «Εκκλησιαστικού Ταμείου». Αλλά το Ταμείο που ίδρυσε λειτούργησε με τρόπο τόσο αδιαφανή και επιπόλαιο, ώστε τελικά σημειώθηκε διαρπαγή της εκκλησιαστικής περιουσίας, ενώ οι επιτήδειοι της εποχής πωλούσαν στα παζάρια, για λογαριασμό τους, τα ιερά σκεύη, τα κειμήλια και τα λείψανα αγίων (βλέπε Δικ. Βαγιακάκου, Συμβολή εις την εκκλησιασικήν ιστορίαν της Μάνης, 1956, σ. 4 εξ.). Το αμαρτωλό αυτό Ταμείο, το 1843 (δηλαδή δέκα χρόνια μετά την ίδρυσή του) περιήλθε στη διοίκηση και διαχείριση της επί των Οικονομικών Γραμματείας του Κράτους και οι πόροι του διατέθηκαν για την τακτοποίηση δικών του αναγκών… Ακόμα και «άπαντα του Πανεπιστημίου [Αθηνών], τα αναλώματα» (δαπάνες) καλύπτονταν από το Ταμείο τούτο, δηλαδή από το αντίτιμο πώλησης μοναστηριακών κτημάτων.
β. Αναγκαστική απαλλοτρίωση του 1836.
Με το Βασιλικό Διάταγμα της 20.5/1.6.1836 «περί εκκλησιαστικών κτημάτων» έγινε αναγκαστική απαλλοτρίωση (χωρίς καταβολή αντιτίμου) και άλλων τεραστίων σε έκταση κτημάτων και των σε λειτουργία Μονών, δήθεν «χάριν θεαρέστων έργων και προς οικοδομήν ιερών και αγαθοεργών καταστημάτων» (βλέπε Κων. Μ. Ράλλη, Το αναπαλλοτρίωτον της εκκλησ. περιουσίας, 1903, σσ. 28-30, 51-52). Στην περιουσία που απέμεινε επιβλήθηκε βαρύτατη έμμεση φορολογία, που όταν αυτή δεν ήταν δυνατόν να καταβληθεί, οδηγούσε σε δημόσιους πλειστηριασμούς!
αναγνωστης
ksipnistere.com