Δευτέρα, Οκτωβρίου 22

Πολιτικό "σαμποτάζ" σε τράπεζες και επενδύσεις

Αντιμέτωπη με μια νέα απειλή βρίσκεται η ελληνική οικονομία, καθώς, σε μια εξαιρετικά κρίσιμη χρονική συγκυρία, κλυδωνίζεται εκ νέου από το ρίσκο της πολιτικής αστάθειας, που έρχεται να προστεθεί στο ήδη αρνητικό κλίμα που υπονομεύει τις όποιες δειλές προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας και τις προσπάθειες των ελληνικών επιχειρήσεων να κερδίσουν την άνιση μάχη με τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους.

Η εκπαραθύρωση του υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Κοτζιά, και η ταυτόχρονη παραμονή του Π. Καμμένου στο υπουργικό συμβούλιο έδωσαν προσωρινό τέλος στον συναγερμό για την κυβερνητική συνοχή.

Εντούτοις, η επιλογή του πρωθυπουργού εκλαμβάνεται όχι μόνο σε πολιτικό επίπεδο, αλλά και από την αγορά, ως υποχώρηση στον εκβιασμό του κυβερνητικού εταίρου υπό την απειλή της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες.

Και μπορεί ο κ. Καμμένος, μετά την απόφαση του πρωθυπουργού, να παραμένει στη θέση του (απομένει να φανεί στην πράξη μέχρι πότε), ωστόσο η ζημιά έχει ήδη γίνει και ο κίνδυνος της πολιτικής αβεβαιότητας και αστάθειας έχει ήδη επιστρέψει, αποτελώντας βαρίδι και συστημικό ρίσκο που συνυπολογίζεται σε όλους τους τομείς της οικονομίας, από το τραπεζικό σύστημα μέχρι τις επενδύσεις και, πρωτίστως, την αγορά των ομολόγων.

Το κλίμα αβεβαιότητας επιτείνεται και από το γεγονός ότι έχουμε εισέλθει σε de facto προεκλογική περίοδο, η οποία, ανάλογα με τις προθέσεις και τους σχεδιασμούς του πρωθυπουργού, μπορεί να "σέρνεται" επί μακρό χρονικό διάστημα, εξέλιξη η οποία βεβαίως αποτελεί το χειρότερο δυνατό σενάριο για την οικονομία και τις επιχειρήσεις, οι οποίες επωμίζονται και το μεγαλύτερο βάρος της αδιέξοδης κυβερνητικής επιλογής για υπερπλεονάσματα, "στην πλάτη" της παραγωγικής οικονομίας.

Η νάρκη του πολιτικού ρίσκου, που προστίθεται στις απειλές για την ελληνική οικονομία, δεν αφήνει ανεπηρέαστο το κλίμα στην αγορά, όπου καταγράφονται αλλεπάλληλα κρούσματα δυσπιστίας και ανησυχίας των επενδυτών, που αντιμετωπίζουν ως βαρίδι οτιδήποτε σχετίζεται με την ελληνική οικονομία, είτε είναι ελληνικό ομόλογο είτε είναι επιχείρηση με έδρα την Ελλάδα.

Δυσπιστία και καθυστερήσεις

Το γεγονός ότι η παραίτηση Κοτζιά εξελήφθη, εκτός των συνόρων, ως αρνητικό μήνυμα και ρίσκο πολιτικής αστάθειας για την ελληνική οικονομία φάνηκε στο ράλι που κατέγραψαν τα ελληνικά ομόλογα από την ημέρα παραίτησης του υπουργού Eξωτερικών. Αν και γενικά η πολιτική αλλαγή δεν αξιολογείται ως ρίσκο από τους επενδυτές, ιδιαίτερα όταν η Νέα Δημοκρατία έχει δεσμευτεί ότι θα κινηθεί στην κατεύθυνση της επίσπευσης των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων για την ανάκαμψη της οικονομίας και των επενδύσεων, εντούτοις όσο το πολιτικό πεδίο δεν ξεκαθαρίζει τόσο οι αγορές θα δυσπιστούν.

Την κατάσταση έρχεται να επιτείνει η αναβλητικότητα που επιδεικνύει η κυβέρνηση σε όλα τα μέτωπα που σχετίζονται με τις επενδύσεις και τις αποκρατικοποιήσεις. Όλα τα μεγάλα projects βρίσκονται σε τέλμα, η κυβέρνηση συνεχίζει να παίζει κλεφτοπόλεμο καθυστερήσεων σε κορυφαίες επενδύσεις που εν δυνάμει μπορούν να αλλάξουν το κλίμα στην αγορά και οι αποκρατικοποιήσεις έχουν βαλτώσει, με αποκλειστική ευθύνη και επιλογή της κυβέρνησης. Μάλιστα, οι αλλεπάλληλες αναβολές σε κρίσιμα projects αποκρατικοποιήσεων δημιουργούν προϋποθέσεις ώστε η κυβέρνηση να πάει στις κάλπες, όποτε και εάν γίνουν αυτές, χωρίς να έχει προχωρήσει ούτε μ;iα σοβαρή πώληση εταιρείας του Δημοσίου.

Τράπεζες και ομόλογα στη "μέγκενη"

Ενδεικτική των πιέσεων που ασκούνται λόγω της πολιτικής αβεβαιότητας στις τιμές των μετοχών του τραπεζικού συστήματος, αλλά και των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων, είναι η διακύμανση των τελευταίων εβδομάδων.

Δύο γεγονότα επηρέασαν άμεσα τη διαμόρφωσή τους, φέρνοντας στην επιφάνεια με τον πλέον σαφή και άμεσο τρόπο την "ευπάθεια" του τραπεζικού συστήματος αλλά και τις αντιδράσεις των αγορών χρέους στο πολιτικό περιβάλλον της χώρας.

Όταν κατατέθηκαν στις συγκεκριμένες προβλεπόμενες ημερομηνίες οι Προϋπολογισμοί των χωρών-μελών της Ευρωζώνης στην Κομισιόν, για να διαπιστωθεί σύμφωνα με το υπάρχον κανονιστικό πλαίσιο η συμβατότητά τους με τους κοινοτικούς κανόνες, εμφανίστηκαν σχεδόν αμέσως πιέσεις τόσο στις τιμές των τραπεζικών μετοχών όσο και στις αποδόσεις των ομολόγων.

Όταν από τις σχετικές δηλώσεις των κοινοτικών αξιωματούχων, αλλά και τις σχετικές συζητήσεις στο Eurogroup, φάνηκε καθαρά ότι ο ελληνικός Προϋπολογισμός, ακόμα και με τα διλήμματα της περικοπής ή μη των συντάξεων, δεν θα αντιμετωπίσει προβλήματα, αυτό αποτυπώθηκε σχεδόν άμεσα στη βελτίωση των τιμών τόσο στις τραπεζικές μετοχές όσο και στις αποδόσεις των ομολόγων.

Η "διαφορά" φάνηκε σχεδόν αμέσως στις αντίθετες τάσεις που ακολουθούσαν οι τιμές των ελληνικών και των ιταλικών ομολόγων, όταν η Κομισιόν άρχισε να διατυπώνει τις αρνητικές προθέσεις της για τον ιταλικό Προϋπολογισμό.

Προς στιγμή, μάλιστα, δημιουργήθηκαν βάσιμες προσδοκίες ότι αυτή η τάση θα μπορούσε να οδηγήσει στη διαφοροποίηση της στάσης των αγορών απέναντι στα ελληνικά και τα ιταλικά assets και την "απαγκίστρωση" των μεν από τα δε.

Όμως τίποτα από αυτά δεν συνέβη. Και αυτό γιατί ήρθε η ενδοκυβερνητική κρίση και η παραίτηση Κοτζιά για να αποσταθεροποιήσει και πάλι την κατάσταση. Και να ακυρώσει τις όποιες θετικές εξελίξεις είχαν αρχίσει να αποτυπώνονται είτε στο τραπεζικό "rebound" είτε στις κινήσεις των ομολογιακών αποδόσεων.

Η πολιτική αβεβαιότητα, όπως υποστηρίζεται από παράγοντες της τραπεζικής αγοράς, έχει παγιδεύσει την οικονομία και, κατά συνέπεια, το τραπεζικό σύστημα σε μια "ασταθή κατάσταση".

Από αυτήν είναι αδύνατο να βγει χωρίς έναν ξεκάθαρο οικονομικό και πολιτικό ορίζοντα μέσα στον οποίο να μπορεί να τρέξει η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και μαζί της η δυναμική "εξόδου" από το ναρκοπέδιο των "κόκκινων" δανείων. Μέσα σε ένα κλίμα αβεβαιότητας υπάρχει σοβαρός κίνδυνος, στα τέλη του μήνα, ο νέος κύκλος των συζητήσεων με τους παράγοντες της ΕΚΤ να οδηγήσει σε περισσότερες πιέσεις για κεφαλαιακές διασφαλίσεις.

Ανάλογη είναι η κατάσταση και στην αγορά ομολόγων, όπου η έλλειψη ενός μακροπρόθεσμου ορίζοντα πολιτικής σταθερότητας δεν επιτρέπει να δρομολογηθεί ένας σχεδιασμός αναχρηματοδότησης του χρέους αποδεκτός από τις αγορές, αλλά ταυτόχρονα ανεκτός όσον αφορά το κόστος δανεισμού για το Δημόσιο.

Η απόφαση του Τιτάνα και το βάρος της Ελλάδας στις ελληνικές επιχειρήσεις

Εδώ και αρκετά χρόνια αποτελεί κοινή παραδοχή ότι η παραμονή στην Ελλάδα κοστίζει, σε επίπεδο λειτουργίας, φορολογικά και χρηματοδοτικά. Ειδικά σε ό,τι αφορά το κόστος εξασφάλισης κεφαλαίων, αυτό είναι πολλαπλά υψηλότερο σε σχέση με τους όρους που εξασφαλίσουν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Όταν ένα επιτόκιο της τάξης του 2,3% –πραγματικά χαμηλό για τις ελληνικές επιχειρήσεις– μεταφράζεται σε επιπλέον κόστος εξυπηρέτησης δανεισμού της τάξης των 100-120 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό, τότε κάποιες αποφάσεις αποτελούν μονόδρομο.

Εμβληματικοί για την ελληνική οικονομία όμιλοι, όπως η ΦΑΓΕ, η Coca-Cola, η Βιοχάλκο, έχουν ήδη αποφασίσει να μεταφέρουν την έδρα τους εκτός Ελλάδας. Ωστόσο, η νέα εξέλιξη με τον Τιτάνα δείχνει ότι ο συστημικός κίνδυνος και οι απειλές για τη χρηματοδότηση και την απρόσκοπτη λειτουργία μεγάλων ελληνικών επιχειρηματικών ομίλων με διεθνή δραστηριότητα παραμένουν στο ακέραιο.

Στην περίπτωση του Τιτάνα, από το 2015 και μετά η διοίκηση αλλά και οι ιστορικοί μέτοχοι του ομίλου, που μετρά ιστορία 116 ετών, είχαν αναφερθεί πολλάκις στα προβλήματα της ελληνικής αγοράς, τα εμπόδια στη χρηματοδότηση και το υψηλό κόστος που πληρώνει ο Τιτάνας, μια καθ' όλα υγιής και κερδοφόρα εταιρεία, επειδή παραμένει στην Ελλάδα. Προχθές το πλήρωμα του χρόνου ήρθε και ανακοινώθηκε η απόφαση για τη μετακόμιση της εταιρείας στο Χρηματιστήριο Euronext των Βρυξελλών, με την εκκίνηση των σχετικών διαδικασιών για την προαιρετική δημόσια πρόταση προς τους μετόχους, που καλούνται να ανταλλάξουν τις μετοχές της Τιτάν με μετοχές της Titan Cement International.


Σε τέλμα ιδιωτικοποιήσεις και επενδύσεις

Από τον Δημήτρη Δελεβέγκο

Πολυάριθμες είναι οι περιπτώσεις μεγάλων επενδύσεων που παραμένουν μακέτα ή ιδιωτικοποιήσεων που είναι τελματωμένες, παρά το γεγονός ότι θα μπορούσαν να αλλάξουν το κλίμα για την ελληνική οικονομία. Τα Μεταλλεία Κασσάνδρας στη Χαλκιδική, η μεγαλύτερη επένδυση στον εγχώριο ορυκτό πλούτο, προϋπολογισμού της τάξης των 2 δισ. ευρώ, παραμένουν σε διαρκή ομηρία, με την ελληνική Πολιτεία να αρνείται να χορηγήσει τις απαιτούμενες άδειες ρουτίνας.

Ακόμα ένα κρούσμα έρχεται από τον τομέα ανάπτυξης ακινήτων, όπου, έπειτα από χρόνιες καθυστερήσεις και εμπόδια, ο επενδυτικός κολοσσός BlackRock αποφάσισε την αναστολή της επένδυσης ύψους 300 εκατ. ευρώ για την κατασκευή του εμπορικού κέντρου Academy Gardens. Το υπουργείο Περιβάλλοντος χρειάστηκε τουλάχιστον δύο χρόνια για να υπογράψει τα απαιτούμενα Προεδρικά Διατάγματα για την έναρξη υλοποίησης του έργου.

Κρίσιμες, ακόμα, ιδιωτικοποιήσεις παραμένουν σε "ομηρία". Εκτός από το Ελληνικό, η πώληση του 50,1% των ΕΛΠΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με την τορπίλη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Προβλήματα και εμπόδια συναντούν και άλλες κομβικές αποκρατικοποιήσεις (ΔΕΠΑ, Περιφερειακά), αλλά και η πώληση του ΔΕΣΦΑ. Την ίδια στιγμή, σε τέλμα βρίσκεται και η υπόθεση της ΔΕΗ, η οποία εξελίσσεται σε συστημικό κίνδυνο για την οικονομία εξαιτίας της κακοδιαχείρισης και των αδιέξοδων κυβερνητικών επιλογών.


Κλονίζεται το οικονομικό κλίμα - Πιέσεις σε ανταγωνιστικότητα και επενδύσεις

Από τη Δήμητρα Καδδά
dimitra.kadda@capital.gr

Οι πιέσεις που δέχεται η ελληνική οικονομία γίνονται ξεκάθαρες μέσα από όλες τις ανακοινώσεις εγχώριων και ξένων ιδρυμάτων, "θεσμών", ακόμα και από τις επίσημες ανακοινώσεις της κυβέρνησης. Πλέον, αρμόδια στελέχη εκφράζουν την ανησυχία τους ότι ενδεχομένως οι εν λόγω τριγμοί μπορεί να ενταθούν μετά το νέο κρούσμα πολιτικής κρίσης στην κυβέρνηση.

Η "εικόνα" της ελληνικής οικονομίας ήταν ιδιαίτερα εύθραυστη, όπως αποτυπωνόταν στα τελευταία στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας: στο οικονομικό κλίμα, στην παγκόσμια ανταγωνιστική της κατάταξη, στις δυσμενέστερες προοπτικές για ανάκαμψη των επενδύσεων και στο (άπιαστο πλέον) όνειρο της πραγματικής σύγκλισης.

Το οικονομικό κλίμα, ο πρόδρομος δείκτης για την οικονομική ανάπτυξη που μετράται από τον ΙΟΒΕ, δέχτηκε πιέσεις για δύο συνεχείς μήνες (Αύγουστο, Σεπτέμβριο), αποδεικνύοντας την ανησυχία του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας για την "επόμενη μέρα" της εξόδου από τα Μνημόνια. Αλλά και ο ΣΕΒ επαναλαμβάνει διαρκώς τις εκκλήσεις τους για την πορεία της οικονομίας, ενώ τις προηγούμενες μέρες έκανε και πάλι σαφές ότι η οικονομία μπορεί να στηριχθεί μόνο στην επιτάχυνση της ανάπτυξης.

Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF), στη νέα του έκθεση για την ανταγωνιστικότητα της παγκόσμιας οικονομίας, κατέγραψε τις πιέσεις που δέχεται η Ελλάδα. Ειδικότερα, για το 2018 (δηλαδή το έτος κατά το οποίο ολοκλήρωσε τα 450 προαπαιτούμενα του 3ου Μνημονίου) το WEF υπολογίζει ότι η χώρα μας υποχώρησε σε ανταγωνιστικότητα σε μια σειρά από δείκτες αναφορικά με: το αίσθημα ασφάλειας που αποπνέουν οι θεσμοί, τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, την εταιρική διακυβέρνηση, την ποιότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου (λόγω, προφανώς, και της ροής εργαζομένων στο εξωτερικό), αλλά και το παρόν και τις προοπτικές της αγοράς εργασίας. Μειωμένες ήταν οι επιδόσεις και στο πεδίο των φραγμών που υπάρχουν στο εμπόριο, στην κεφαλαιοποίηση της αγοράς (μετά και τις κακές επιδόσεις του Χρηματιστηρίου), στην ευμάρεια των τραπεζών, αλλά και στην καινοτομία.

Πριν από λίγες ημέρες επίσης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο παραδέχτηκε ότι είναι μεν εφικτό να επιταχυνθεί η ανάπτυξη (σε ρυθμό περί το 2% φέτος και 2,4% το 2019), αλλά εκτίμησε ότι στη συνέχεια η οικονομία θα εγκλωβιστεί σε έναν φαύλο κύκλο χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης και απουσίας επενδύσεων. Έναν ρυθμό που θα καταστήσει ακόμα και έπειτα από πολλά χρόνια άπιαστο όνειρο την επιστροφή του ΑΕΠ και των επενδύσεων στα προ κρίσης επίπεδα.

Το ίδιο, άλλωστε, παραδέχεται και η ίδια η κυβέρνηση στον Προϋπολογισμό που κατέθεσε τη Δευτέρα στις Βρυξέλλες στο πλαίσιο του "Εαρινού Εξαμήνου" και ο όποιος δείχνει ότι η ανάπτυξη βασίζεται πλέον σχεδόν αποκλειστικά στην ιδιωτική κατανάλωση και στην εγχώρια ζήτηση. Οι εξαγωγές αναπτύσσονται μεν, αλλά με βραδύ ρυθμό, και οι εισαγωγές θα ανακάμψουν "πνίγοντας" τα όποια οφέλη του εξωτερικού τομέα από πλευράς ανάπτυξης και ευημερίας.

Όσον αφορά τις επενδύσεις, ακόμα και στην πιο αισιόδοξη εκδοχή του, το υπουργείο Οικονομικών εκτιμά ότι το 2019 θα συνδράμουν κατά 1,5% στην ανάπτυξη, φτάνοντας (ακόμα και αν επιτευχθεί ο φιλόδοξος αυτός στόχος) στο όριο των δυνατοτήτων τους να στηρίξουν την αναπτυξιακή πορεία της χώρας…

Ο επόμενος απολογισμός θα φανεί μέσα στον Νοέμβριο, με την έκθεση που συντάσσουν ήδη οι υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά με την πρώτη μετα-μνημονιακή εποπτεία της Ελλάδος.

Ήδη υπάρχουν ενστάσεις αναφορικά με την πορεία των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που έχουν "ξεμείνει" από τον καιρό του Μνημονίου και έχουν ενταχθεί στην Ενισχυμένη Εποπτεία. Κυρίως τα "φώτα" επικεντρώνονται στην πρόοδο των παρεμβάσεων στην αγορά ενέργειας, στις ιδιωτικοποιήσεις, στην ολοκλήρωση της ταχύτερης αδειοδότησης αλλά και στις παρεμβάσεις που έχουν σχέση με το εργασιακό και το Δημόσιο και καθυστερούν, στερώντας και αυτές από την ελληνική οικονομία και αγορά το περιθώριο ταχύτερης ανέλιξης.



Από τους Γ. Αγγέλη και Χάρη Φλουδόπουλο
Αναδημοσίευση από το "Κεφάλαιο" που κυκλοφορεί
capital.gr

 politika-gr.