Δευτέρα, Νοεμβρίου 5

Καταργεί ο ΣΥΡΙΖΑ τον θρησκευτικό όρκο: Θα ορκίζονται με πολιτικό όρκο στην τιμή και στη συνείδησή τους.

Με το Νέο Σύνταγμα που ψηφίζει ο Τσίπρας παύει η Ελλάδα να είναι στο  Χριστιανικό Έθνος



Την κατάργηση του θρησκευτικού όρκου για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τους βουλευτές και τους κυβερνητικούς αξιωματούχους, αλλά και την θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ άλλων για την αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος.
Αναλυτικά, ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει κατοχυρωθεί συνταγματικά ο πολιτικός όρκος, ως έκφραση της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους». Σύμφωνα με την πρόταση, «η ορκωμοσία όλων ανεξαιρέτως των κρατικών αξιωματούχων και των δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων θα γίνεται υποχρεωτικά με πολιτικό όρκο, δηλαδή με διαβεβαίωση στην τιμή και τη συνείδησή τους».
Σημειώνεται ότι μεταξύ των 16 προτάσεων αναθεώρησης του Συντάγματος που κατέθεσε η Κ.Ο του ΣΥΡΙΖΑ περιλαμβάνεται επίσης η καθιέρωση της απλής αναλογικής, η δυνατότητα εκλογής του Ανώτατου Άρχοντα και από τον λαό, η αλλαγή της νομοθεσίας για την ποινική ευθύνη των υπουργών, με κατάργηση της σύντομης παραγραφής των αδικημάτων και με επεξήγηση ότι δεν περιλαμβάνονται τα αδικήματα που τελέσθηκαν επ” ευκαιρία της άσκησης των υπουργικών καθηκόντων τους .
Αναλυτικά η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με τον θρησκευτικό όρκο και την  θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους.
Ειδικό μέρος
1. Άρθρο 3
Προτείνουμε την αναδιατύπωση και τον εκσυγχρονισμό του άρθρου 3, προκειμένου να
κατοχυρωθεί ρητά η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους, με διατήρηση πάντως, για ιστορικούς
και πραγματολογικούς λόγους, της αναγνώρισης της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως επικρατούσας
θρησκείας.
Με την πρότασή μας, το άρθρο 3 συμπτύσσεται σε μία παράγραφο. Προτάσσεται η
διακήρυξη ότι η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη και ακολουθεί η αναγνώριση της
Ορθόδοξης Εκκλησίας ως επικρατούσας θρησκείας. Για την οποία διευκρινίζεται περιγραφικά, για
ιστορικούς λόγους, ότι είναι δογματικά ενωμένη με το Οικουμενικό Πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως και τις άλλες ορθόδοξες εκκλησία, τηρεί τους αποστολικούς και συνοδικούς
κανόνες και την εκκλησιαστική παράδοση, είναι αυτοκέφαλη και διοικείται σύμφωνα με τον
Καταστατικό Χάρτη της, τον Πατριαρχικό Τόμο του 1850 και τη Συνοδική Πράξη του 1928.
Διευκρινίζεται επίσης ότι δεν θίγεται το εκκλησιαστικό καθεστώς της Κρήτης και των Δωδεκανήσων.
Κατά τα λοιπά, από τη διάταξη απαλείφονται οι θεολογικού χαρακτήρα αναφορές, όπως και
η αναφορά στα όργανα διοίκησης της Εκκλησίας, ως ασύμβατες με την καθιέρωση της θρησκευτικής
ουδετερότητας, και καταργείται η σημερινή παράγραφος 3 σχετικά με το κείμενο της Αγίας Γραφής.
Το άρθρο συμπληρώνεται από ερμηνευτική δήλωση, με την οποία διευκρινίζεται ότι ο όρος
«επικρατούσα θρησκεία» δεν αποτελεί αναγνώριση επίσημης κρατικής θρησκείας και, κυρίως, δεν
συνεπάγεται δυσμενείς συνέπειες σε βάρος άλλων θρησκευμάτων και γενικότερα στην απόλαυση του
δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας.
2. Άρθρα 13 παρ. 5, 33 παρ. 2 και 59 παρ. 1 και 2
Προτείνουμε την προσθήκη εδαφίων στην παρ. 5 του άρθρου 13, προκειμένου να
κατοχυρωθεί συνταγματικά ο πολιτικός όρκος, ως έκφραση της θρησκευτικής ουδετερότητας του
κράτους, σε εναρμόνιση προς την προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 3. Ο θρησκευτικός όρκος, εάν είναι υποχρεωτικός, αντίκειται στην αρνητική θρησκευτική ελευθερία, δηλαδή στο δικαίωμα του καθενός να μη γίνονται γνωστές οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις, εάν δεν το επιθυμεί ο ίδιος.
Με την πρότασή μας, η ορκωμοσία όλων ανεξαιρέτως των κρατικών αξιωματούχων και των
δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων θα γίνεται υποχρεωτικά με πολιτικό όρκο, δηλαδή με
διαβεβαίωση στην τιμή και τη συνείδησή τους. Ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις που επιβάλλεται
όρκος, ο υπόχρεος θα έχει τη δυνατότητα να επιλέγει ελεύθερα αν θα δώσει όρκο πολιτικού ή
θρησκευτικού τύπου.
Σε εναρμόνιση με την πρόταση αυτή, είναι αναγκαίο να απαλειφθεί η θρησκευτική
καθομολόγηση από τον όρκο του Προέδρου της Δημοκρατίας (άρθρο 33 παρ. 2) και των βουλευτών
(άρθρο 59 παρ. 1) και να αντικατασταθεί με διαβεβαίωση στην τιμή και τη συνείδησή τους. Επίσης
καταργείται, ως περιττή πλέον, και η παρ. 2 του άρθρου 59 για τον όρκο αλλόθρησκων ή ετερόδοξων
βουλευτών.