Τετάρτη, Φεβρουαρίου 27

Η ανάπτυξη και οι τράπεζες Του οικονομολόγου Βασίλη Βιλιάρδου

.
Η μοναδική λύση είναι η δημιουργία μίας κρατικής επενδυτικής τράπεζας, η οποία (α) θα δανείζει την πραγματική οικονομία (β) θα κεφαλαιοποιήσει τις τράπεζες και (γ) θα μειώσει αμέσως μετά τα κόκκινα δάνεια τους, μεταφέροντας τα σε μία εταιρεία διαχείρισης δανείων που πρέπει επίσης να ιδρύσει το δημόσιο – ενώ φυσικά η κρατική επενδυτική εταιρεία θα εθνικοποιήσει τις τράπεζες που θα διασώσει, θα τις εξυγιάνει και στη συνέχεια θα τις πουλήσει με κέρδος. 

Ανάλυση


Από όποια πλευρά και αν το εξετάσει κανείς, το βασικό πρόβλημα της Ελλάδας παραμένει η ανάπτυξη – η οποία, χωρίς τη δημιουργία χρημάτων από το πουθενά που εξασφαλίζονται από τις τράπεζες, είναι εντελώς αδύνατον να υπάρξει.
Η βασική αιτία, λόγω της οποίας η δημιουργία νέων χρημάτων διαδραματίζει έναν τόσο αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη, είναι το ότι, εάν σε μία οικονομία δεν δημιουργούνται χρήματα μέσω της παροχής δανείων (ανάλυση), τότε μπορεί να διατεθούν μόνο εκείνα τα χρήματα, τα οποία έχουν προηγουμένως εισπραχθεί.
Επομένως, εάν πρέπει να διενεργηθούν επενδύσεις, χωρίς τις οποίες είναι αδύνατη η αύξηση του ΑΕΠ και η μείωση της ανεργίας, τότε η μοναδική δυνατότητα που απομένει είναι η μείωση της κατανάλωσης – επειδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αύξηση των επενδύσεων μπορεί να χρηματοδοτηθεί μόνο από την επί πλέον αποταμίευση.
Όταν όμως μειώνεται η κατανάλωση, έτσι ώστε να μπορούν οι άνθρωποι να αποταμιεύουν περισσότερο, τότε αφενός μεν περιορίζεται το ΑΕΠ, αφετέρου η ζήτηση – οπότε οι επιχειρήσεις, ακόμη και αν έχουν τη δυνατότητα της χρηματοδότησης, δεν επενδύουν (με εξαίρεση την αυξημένη ζήτηση από τις αγορές του εξωτερικού, οπότε διενεργούνται επενδύσεις στον εξαγωγικό τομέα). Ο μαθηματικός τύπος που ακολουθεί περιγράφει καλύτερα τον οικονομικό προβληματισμό (πηγή):
.

Ιδιωτική αποταμίευση + Δημόσια Αποταμίευση = Καθαρές επενδύσεις + Καθαρές εξαγωγές

 .
Στα πλαίσια αυτά, όταν οι τράπεζες δεν δημιουργούν νέα χρήματα από το πουθενά, λόγω της απώλειας της πιστοληπτικής ικανότητας των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων (η οποία προκλήθηκε από την επιβολή των μνημονίων), οι ιδιώτες δεν μπορούν να αποταμιεύσουν εξαιτίας των μειώσεων μισθών, συντάξεων και εισοδημάτων, των υπερβολικών φόρων κοκ., ενώ το κράτος είναι ελλειμματικό και δεν μπορεί να αυξήσει τις δαπάνες του αδυνατώντας να τις χρηματοδοτήσει, είναι αδύνατον να διενεργηθούν επενδύσεις (ακόμη και αν οι υπόλοιπες συνθήκες, όπως το φορολογικό πλαίσιο κλπ., είναι ιδανικές).
Όσον αφορά δε τις καθαρές εξαγωγές (πλεόνασμα στο εμπορικό ισοζύγιο), απαιτούν την ανταγωνιστικότητα της χώρας στις διεθνείς αγορές – η οποία δεν εξασφαλίζεται μόνο από τις μειώσεις των μισθών (εσωτερική υποτίμηση), αλλά, επίσης, από τις επενδύσεις, κυρίως στη σύγχρονη τεχνολογία. Με δεδομένο δε το ότι, το εμπορικό μας ισοζύγιο είναι σταθερά ελλειμματικό (γράφημα), άρα η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας είναι ανύπαρκτη, οδηγούμαστε ξανά σε αδιέξοδο – οπότε όλα όσα εφαρμόζονται στην πατρίδα μας είναι ακριβώς τα αντίθετα, από αυτά που απαιτούνται.
Η σημασία των τραπεζών στην ανάπτυξη
Συνεχίζοντας, οφείλουμε να τονίσουμε αρχικά πως οι ελληνικές τράπεζες ήταν ανέκαθεν οι πλέον τοκογλυφικές στην Ευρώπη – ενώ δημιούργησαν μεγάλα προβλήματα στην οικονομική εξέλιξη της χώρας μας, καθώς επίσης στους δανειολήπτες τους. Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι, θεωρούταν πριν το 2010 οι πλέον υγιείς, συγκριτικά με όλες τις άλλες χώρες – ενώ δεν ήταν καθόλου εκτεθειμένες στους κινδύνους που προκάλεσαν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Στα πλαίσια αυτά, όλοι γνωρίζουν πως ήταν τα θύματα δύο πολύ μεγάλων εγκλημάτων εκ μέρους της πολιτικής, λόγω των οποίων χρεοκόπησαν δύο φορές. Το πρώτο ήταν το αποτέλεσμα της υπογραφής του PSI – όπου έχασαν το μεγαλύτερο μέρος της αξίας των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου που κατείχαν υποχρεωτικά.
Το δεύτερο, όταν η ΕΚΤ τις οδήγησε παράνομα στο κλείσιμο το 2015 – αν και έκανε τεράστια λάθη ο τότε υπουργός οικονομικών, μεταξύ άλλων μη εμποδίζοντας τις μεγάλες εκροές καταθέσεων προς στο εξωτερικό, με την έγκαιρη επιβολή ελέγχων κεφαλαίων.
Έτσι «κάηκαν» τα τεράστια ποσά με τα οποία είχαν κεφαλαιοποιηθεί από τους φορολογουμένους (της τάξης των 41 δις €, σημειώνοντας πως είχαν επί πλέον δύο φορές κεφαλαιοποιηθεί από τους μετόχους τους και τους είχαν δοθεί θηριώδεις εγγυήσεις από το κράτος, πηγή) – ενώ επιβλήθηκαν εκ των υστέρων έλεγχοι κεφαλαίων, οι οποίοι μετέτρεψαν τη χώρα μας σε τριτοκοσμική.
Η θέση κλειδί των τραπεζών
Περαιτέρω, σύμφωνα με τον Keynes, «Οι τράπεζες έχουν μία θέση-κλειδί, όσον αφορά τη μετάβαση από ένα χαμηλότερο, σε ένα υψηλότερο επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας. Η αγορά των επενδύσεων μπορεί να καταρρεύσει εάν υπάρξει έλλειψη χρημάτων – ποτέ όμως εάν υπάρξει έλλειψη στις αποταμιεύσεις. Η αύξηση των τραπεζικών δανείων δεν αποτελεί μία εναλλακτική λύση για την αύξηση των αποταμιεύσεων, αλλά την απαραίτητη προετοιμασία τους. Οι περισσότερες επενδύσεις μπορεί να συνοδεύονται από περισσότερες αποταμιεύσεις, αλλά οι επενδύσεις προηγούνται πάντοτε«.
Με απλά λόγια, σύμφωνα με τον οικονομολόγο δεν οδηγούν οι αποταμιεύσεις σε περισσότερες επενδύσεις, αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: οι επενδύσεις οδηγούν σε αυξημένες αποταμιεύσεις, υπό την προϋπόθεση όμως ότι, οι εμπορικές τράπεζες δημιουργούν νέα χρήματα.
Αυτά τα νέα χρήματα «παράγονται» από τη χρηματοδότηση των επενδύσεων με τραπεζικά δάνεια – τα οποία οδηγούνται στη συνέχεια στο κυκλοφοριακό σύστημα της οικονομίας, φτάνοντας στο τέλος του έτους στο λογαριασμό ενός πελάτη της τράπεζας, ο οποίος δεν θα τα καταναλώσει τον ίδιο χρόνο.
Αυτό το παραπάνω εισόδημα καταχωρείται από τις εκάστοτε οικονομίες ως μία επί πλέον αποταμίευση – μέσω της οποίας διενεργούνται επενδύσεις, οπότε αυξάνεται η συνολική αποταμίευση (από τα κέρδη των επιχειρήσεων, από τους μεγαλύτερους μισθούς των εργαζομένων κοκ.).
Κάτι ανάλογο αναφέρει και ο Schumpeter, σύμφωνα με τον οποίο οι τράπεζες καθιστούν δυνατή την ανάπτυξη, όταν λειτουργούν ως παραγωγοί χρημάτων – δημιουργώντας μέσω των δανείων την απαραίτητη αγοραστική ικανότητα, για να χρηματοδοτηθούν οι νέες επενδύσεις. Χωρίς την ικανότητα δε των τραπεζών να δημιουργούν αγοραστικές δυνατότητες από το πουθενά, θα ήταν αδύνατη η χρηματοδότηση της βιομηχανικής επανάστασης – η οποία κατέστησε τελικά τη Δύση κυρίαρχο του πλανήτη.
Μία ανάλογη διαπίστωση προέρχεται από τον αμερικανό οικονομολόγο E. Domar, κατά τον οποίο «Δεν είναι αρκετή η επένδυση των χθεσινών αποταμιεύσεων σήμερα ή, όπως λέγεται, να είναι ίσες οι αποταμιεύσεις με τις επενδύσεις. Οι σημερινές επενδύσεις πρέπει να είναι πάντοτε μεγαλύτερες από τις χθεσινές αποταμιεύσεις – οπότε πρέπει να εισρέουν διαρκώς νέα χρήματα στις οικονομίες, μέσω της δημιουργίας τους από τις τράπεζες«. Φυσικά τα δάνεια δεν πρέπει να εξυπηρετούν καταναλωτικούς στόχους, αλλά επενδυτικούς – έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η επιστροφή τους από τα κέρδη των οφειλετών.
Ολοκληρώνοντας, με βάση όλα τα παραπάνω φαίνεται πόσο σημαντικές είναι οι τράπεζες, καθώς επίσης η δημιουργία χρημάτων από το πουθενά μέσω της παροχής δανείων, για την οικονομία μίας χώρας και για την ανάπτυξη της.
Επομένως, όταν οι τράπεζες παύουν να δραστηριοποιούνται στο συγκεκριμένο τομέα ή, ακόμη χειρότερα, όταν καίνε παλαιότερα χρήματα αντί να παράγουν καινούργια, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα (ανάλυση), τότε η χώρα είναι καταδικασμένη – οπότε όλα τα μέτρα που λαμβάνονται δεν έχουν στόχο τη διάσωση της αλλά, αντίθετα, την ολοκληρωτική λεηλασία της.
Την υφαρπαγή της από τη Γερμανία, όπως έχουμε τονίσει επανειλημμένα, η οποία προϋποθέτει την αφαίρεση της ρευστότητας από το σύστημα – μέσω των τραπεζών φυσικά που «καίνε» μεθοδικά όλα τα χρήματα που τους επιστρέφονται από τις εξοφλήσεις των δανείων των Ελλήνων.
Η εξυγίανση των τραπεζών
Παραμένοντας τώρα εντός της Ευρωζώνης, στην οποία είμαστε άλλωστε εγκλωβισμένοι (ανάλυση), ο μοναδικός τρόπος για να εξυγιανθούν οι τράπεζες χωρίς να υποφέρει η ελληνική οικονομία περισσότερα χρόνια ακόμη από την ύφεση, καθώς επίσης από τη συνεχή αύξηση του δημοσίου χρέους (εκτοξεύτηκε ήδη στα 359 δις €, με το κόκκινο ιδιωτικό να πλησιάζει τα 300 δις €), δεν είναι άλλος από την ονομαστική διαγραφή μέρους του δημοσίου χρέους.
Μόνο έτσι είναι δυνατόν να καταστεί εφικτή μία ανάλογη διαγραφή του ιδιωτικού χρέους, καθώς επίσης των κόκκινων δανείων των τραπεζών  – οπότε θα ήταν δυνατόν να  αποκατασταθεί η πιστοληπτική ικανότητα και των δύο τομέων, να αρχίσουν ξανά να δημιουργούνται χρήματα μέσω των τραπεζικών δανείων, να διενεργηθούν παραγωγικές επενδύσεις και να ακολουθήσει η ανάπτυξη (άρθρο).
Εν προκειμένω, εύλογα θα μπορούσε να μας αντικρούσει κανείς με το ότι, κανένας δανειστής δεν είναι πρόθυμος να διαγράψει χρέος, ενώ η Ελλάδα έχασε το 2012, με την υπογραφή του εγκληματικού PSI, τα μεγαλύτερα διαπραγματευτικά της χαρτιά: τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζαν οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες εάν έχαναν τα χρήματα τους (αυτές διασώθηκαν από το PSI), την επιστροφή στο εθνικό της νόμισμα οπότε την εξυπηρέτηση των χρεών της με το απλό τύπωμα νέων χρημάτων, την ελεύθερη υποθηκών δημόσια περιουσία της, το εθνικό δίκαιο αντί για το αγγλικό κοκ.
Όλα αυτά είναι σωστά, αλλά η Ελλάδα διαθέτει σήμερα ένα νέο όπλο: τη δυνατότητα κατάθεσης αγωγής αποζημίωσης εναντίον της Τρόικα (ΔΝΤ, ESM, ΕΚΤ), για τις ζημίες που της προκάλεσαν τα μνημόνια, ύψους άνω του 1 τρις € – ενώ έχουν αποδεχθεί τα τεράστια λάθη των μνημονίων τόσο το ΔΝΤ (πηγή), όσο και η Κομισιόν.
Εν τούτοις η κυβέρνηση, η σκιώδης διακυβέρνηση της χώρας καλύτερα που την ελέγχει, δεν έχει αυτήν την πρόθεση. Αντίθετα, σχεδιάζει να αγοράσει ολόκληρη την Ελλάδα με τα 250 δις € δάνεια που της έχει εγκρίνει – γεγονός που απαιτεί την αδυναμία της πατρίδας μας να υιοθετήσει άλλες λύσεις, καθώς επίσης την πλήρη εξαθλίωση της.
Στα πλαίσια αυτά, θέλει να υποχρεώσει την κυβέρνηση να δανειστεί ακόμη μία φορά για να κεφαλαιοποιήσει τις τράπεζες (πιθανός στόχος το μαξιλάρι των 24 δις €), οι οποίες ανήκουν ήδη στην ίδια (μέσω του ΤΧΣ), καθώς επίσης να εισπράξει βίαια τα επισφαλή τους δάνεια μέσω κατασχέσεων, πλειστηριασμών κοκ. – με εγκληματικές μεθόδους δηλαδή, αφού η υπερχρέωση των νοικοκυριών, όπως και των επιχειρήσεων, οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην πολιτική των μνημονίων.
Οι ενέργειες αυτές θα προκαλέσουν φυσικά μία ακόμη μεγαλύτερη ύφεση, οδηγώντας την Ελλάδα στην άκρη του γκρεμού – χωρίς καμία απολύτως δυνατότητα να αποφύγει την καταστροφή. Προφανώς δε οι τιμές της ακίνητης περιουσίας των Ελλήνων, καθώς επίσης των επιχειρήσεων δεν θα ανακτήσουν την πραγματική τους αξία – αφού θα πλημμυρίσει η αγορά από χιλιάδες σπίτια και εταιρίες προς πώληση που τελικά θα αγοραστούν από τους διεθνείς κερδοσκόπους, σε εξευτελιστικές τιμές.
Ως εκ τούτου, η μοναδική λύση είναι η δημιουργία μίας κρατικής επενδυτικής τράπεζας από μία πατριωτική κυβέρνηση μη υποχείριο των δανειστών, με αληθινά κεφάλαια και όχι με αέρα, με περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου δηλαδή – η οποία (α) θα δανείζει την πραγματική οικονομία, (β) θα κεφαλαιοποιήσει τις τράπεζες και (γ) θα μειώσει αμέσως μετά τα κόκκινα δάνεια τους, μεταφέροντας τα σε μία εταιρεία διαχείρισης δανείων που πρέπει επίσης να ιδρύσει το δημόσιο.
Έτσι θα εμποδιστούν τα ξένα «κοράκια» (ή οι θυγατρικές των τραπεζών, ανάλυση), όσον αφορά τη ληστεία των Ελλήνων – ενώ φυσικά η κρατική επενδυτική εταιρεία θα εθνικοποιήσει τις τράπεζες που θα διασώσει, θα τις εξυγιάνει και στη συνέχεια θα τις πουλήσει με κέρδος.
Επίλογος
Ο συνδυασμός της κατακόρυφης αύξησης του κόστους ζωής, κυρίως μέσω των φόρων, με τις μειώσεις μισθών και εισοδημάτων, καθώς επίσης η μη ύπαρξη προοπτικής για το μέλλον, οι κατασχέσεις, οι πλειστηριασμοί και η λοιπή ληστεία που διενεργείται, είναι αδύνατον να μην πυροδοτήσουν μαζικές αντιδράσεις – ακόμη και σε λαούς που δεν έχουν καν μία στοιχειώδη αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια, δειλιάζοντας να προστατεύσουν αυτά που τους ανήκουν.
Βέβαια, η στρατηγική του φόβου που εφαρμόζεται, ιδιαίτερα με τη σημερινή μορφή του «αστραπιαίου πολέμου», είναι ίσως σε θέση να καταστείλει τις οποιεσδήποτε αντιστάσεις των Ελλήνων – πόσο μάλλον όταν το σύνολο σχεδόν των κομμάτων δεν έχουν καμία αντίρρηση (οπότε οι Πολίτες καμία ασφαλή εναλλακτική πολιτική επιλογή), όσον αφορά την εφαρμογή των μνημονίων.
Παραμένει βέβαια ο κίνδυνος για τους «δανειστές» να οδηγηθούν μαζικά οι Έλληνες σε ακραία κινήματα, κατανοώντας πως δεν είναι λογικό να συμπεριφέρονται όπως τα πρόβατα που οδηγούνται στη σφαγή – κάτι που μέλει να αποδειχθεί σύντομα, αφού ο χρόνος που έχουν στη διάθεση τους τελειώνει.