Κυριακή, Ιουνίου 23

ΣΥΡΙΖΑ - ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΛΗΘΗ

ΣΥΡΙΖΑ - ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΛΗΘΗ   Ο ΣΥΡΙΖΑ και το τραγικό «παιχνίδι» της μνήμης και της λήθης

                      Ας σκεφτούμε, εάν μπορούμε ακόμη να σκεφτόμαστε
                      Τα 40 χρόνια της μεταπολιτευτικής κλεπτοκρατίας
                    και τα 4 χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ είναι μεγέθη ανισότιμα
                                                                                   Κλεάνθης Γρίβας
                                                                                    12 Ιουνίου 2019
Στην εγχώρια πολιτική σκηνή, τα λάθη του ΣΥΡΙΖΑ, που διαχειρίστηκε την εξουσία τα 4 τελευταία χρόνια (συμβιβασμοί, λάθη, παραλείψεις και συμπεριφορές λόγω εξωτερικών πιέσεων, απειρίας, άγνοιας, βλακείας ή ιδιοτέλειας, κατά περίπτωση) είναι πταίσματα σε σύγκριση
με τα ανοσιουργήματα της 40χρονης μεταπολιτευτικής κλεπτοκρατίας, η οποία υιοθέτησε έναν άκρατο φιλελευθερισμό με ό,τι συνεπάγονταν αυτό, εξόγκωσε το σπάταλο και παρασιτικό πελατειακό κράτος των «ημετέρων», έκανε ανεπίτρεπτες και σκανδαλώδεις παρεμβάσεις  στην οικονομία που καλύπτονταν από αλόγιστο δανεισμό και δημιούργησε έναν εσμό από ντόπιους «ολιγάρχες», μέσω μιας (υπό κοινοβουλευτικό μανδύα) μεθοδολογίας που εφαρμόστηκε με «επιτυχία» στη μετασοβιετική Ρωσία και τις αποικίες της με τεράστιο ανθρώπινο κόστος.
Εάν αυτή η σκιαγράφηση είναι σωστή, τότε στην εκλογική αναμέτρηση του Ιουλίου 2019, σημαντικό ρόλο θα παίξει το μείγμα της μνήμης και της λήθης που χαρακτηρίζει με ιδιαίτερο τρόπο κάθε πολίτη.
Ο ανθρωπιστής φιλόσοφος Ernst Fischer έκφραζε την αισιοδοξία του ότι «μέσα στο μπουμπουνητό της βλακείας, βουβαίνεται η λογική. Όταν όμως το μπουμπουνητό γίνει τόσο δυνατό σα να βροντούσε κιόλας η καταστροφή, ακούγεται το ψιθύρισμα. Ένα ψιθύρισμα μέσα στα τείχη της εξουσίας. Και την κρίσιμη στιγμή, πολλοί προτιμούν να ακούσουν τη συμβουλή των σκεπτόμενων παρά τη μπουρδολογία του δαιμονισμένου». (Ernst Fischer, Τέχνη και Ανθρωπισμός)
Δυστυχώς, η αισιοδοξία του Ernst Fischer δείχνει να διαψεύδεται από την εν διαμορφώσει περιρρέουσα πραγματικότητα: Στην κρίσιμη στιγμή, φαίνεται ότι πολλοί προτιμούν να ακούσουν την μπουρδολογία των δαιμονισμένων παρά τη συμβουλή των σκεπτόμενων.
Από τον ναζισμό και τον φασισμό μέχρι τις εξελίξεις στη μετασοβιετική Ρωσία και τις πρώην σοβιετικές αποικίες και το διαιωνιζόμενο δημοκρατικό έλλειμμα στη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της ελπίδας που γεννήθηκε από τις στάχτες της δεύτερης παγκόσμιας ανθρωποσφαγής, όλα δείχνουν ότι το εκκρεμές της ιστορίας κινείται σταθερά προς την κατεύθυνση της λήθης.
Σ’ αντίθεση με όλα τα άλλα είδη του ζωικού βασιλείου, που διαθέτουν έναν ενστικτώδη αυτοπροστατευτικό μηχανισμό που συντηρεί τη «μνήμη» κάθε επώδυνης και καταστρεπτικής εμπειρίας (πράγμα που εξασφαλίζει την αποφυγή της επαναβίωσή της), το εγγενώς σχιζοφρενικό ανθρώπινο είδος, στερούμενο παντελώς ενός αντίστοιχου μηχανισμού, είναι καταδικασμένο να παραπαίει διαρκώς ανάμεσα στη μνήμη και τη λήθη και, ως εκ τούτου, να ξαναζεί εμπειρίες που θα έπρεπε να αποφεύγει για λόγους αυτοπροστασίας του.
Η μικρή σκηνή: Ελλάδα
Στην εγχώρια πολιτική σκηνή, τα λάθη του ΣΥΡΙΖΑ, που διαχειρίστηκε την εξουσία τα 4 τελευταία χρόνια (συμβιβασμοί, λάθη, παραλείψεις και συμπεριφορές λόγω εξωτερικών πιέσεων, απειρίας, άγνοιας, βλακείας ή ιδιοτέλειας, κατά περίπτωση) είναι πταίσματα σε σύγκριση με τα ανοσιουργήματα της 40χρονης μεταπολιτευτικής κλεπτοκρατίας, η οποία υιοθέτησε έναν άκρατο φιλελευθερισμό με ό,τι συνεπάγονταν αυτό, εξόγκωσε το σπάταλο και παρασιτικό πελατειακό κράτος των «ημετέρων», έκανε ανεπίτρεπτες και σκανδαλώδεις παρεμβάσεις στην οικονομία που καλύπτονταν από αλόγιστο δανεισμό και δημιούργησε έναν εσμό από ντόπιους «ολιγάρχες», μέσω μιας (υπό κοινοβουλευτικό μανδύα) μεθοδολογίας που εφαρμόστηκε με «επιτυχία» στη  μετασοβιετική Ρωσία και τις αποικίες της με τεράστιο ανθρώπινο κόστος.
Πριν από την επιβολή των μνημονίων, οι μεγάλες ληστρικές επιχειρήσεις (σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο και, κυρίως, κατά την κρίσιμη εικοσαετία πριν από την επιβολή των Μνημονίων), στο πεδίο των επικοινωνιών (Siemens), των τηλεοπτικών μέσων μαζικής αποβλάκωσης, της φούσκας του χρηματιστηρίου με την τρομοκρατική κυβερνητική προτροπή «πλουτίστε» (που είχε ως αποτέλεσμα μια αναδιανομή του πλούτου που μόνο σε πολεμικές περιόδους μπορούσε να επιτευχθεί), της τουρκο-μπαρόκ φιέστας των ολυμπιακών αγώνων (του Καραγκιόζη), του C4I, των δυσβάστακτων εξοπλιστικών προγραμμάτων (που μόνο την άμυνα δεν εξυπηρετούσαν), και ένα πλήθος άλλων παρεμβάσεων στην οικονομία, που η προφανής αντικοινωνική λειτουργία τους επικαλύπτονταν τεχνηέντως μέσω ενός ανεξέλεγκτου δανεισμού (με επιτόκια από 5% έως 9% μέχρι το 2009) που δημιουργούσε μια πλασματική ευφορία (ως αεί προάγγελος καταστροφών), οδήγησαν αναπόφευκτα στην τραγωδία των Μνημονίων.
Μετά την επιβολή των Μνημονίων, ακολούθησε η υπεξαίρεση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων (PSI) που οδήγησε στην κατάρρευση της συνταξιοδοτικής ικανότητάς τους για τη «σωτηρία» των χρεωκοπημένων τραπεζών), η «αιμοδοσία» αυτών των τραπεζών με την παροχή κρατικής εγγύησης στα ομόλογα-σκουπίδια που εξέδιδαν (σε βάρος των φορολογούμενων), η υπαγωγή του χρέους της χώρας από το ελληνικό στο αγγλικό δίκαιο (επίσης, για την σωτηρία των χρεωκοπημένων τραπεζών), και άλλα συναφή.
Η μεγάλη σκηνή: Κόσμος
Οι θρησκευτικές σταυροφορίες του ύστερου Μεσαίωνα ήταν τυπικές ιμπεριαλιστικές εκστρατείες που κάλυπταν τους ανομολόγητους οικονομικούς και πολιτικούς στόχους τους (μαζικούς φόνους, λεηλασίες, καταστροφές, κατακτήσεις, εκμετάλλευση) με μια θρησκευτική ιδεολογία η οποία αποσκοπούσε στη βίαιη επιβολή της τυραννίας της μιας «μόνης αληθινής» θρησκείας και στην (αδύνατο να ικανοποιηθεί ποτέ) ακόρεστη απληστία, στην οποία ενσωματώνονται όλα τα θανάσιμα αμαρτήματα.
Οι νεοφιλελεύθερες σταυροφορίες της σύγχρονης εποχής, που ξεκίνησαν επιθετικά μετά τη νομισματική κρίση του Μαΐου 1971, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά την δεύτερη παγκόσμια ανθρωποσφαγή, είναι τυπικές ιμπεριαλιστικές εκστρατείες που καλύπτουν τους ανομολόγητους οικονομικούς και πολιτικούς στόχους τους  (μαζικούς φόνους, λεηλασίες, καταστροφές, κατακτήσεις, εκμετάλλευση) με μια κοσμικού χαρακτήρα θρησκεία που εκφράζεται με οικονομικούς όρους («ελεύθερη αγορά», «εκσυγχρονισμός», «διαρκής ανάπτυξη»), που αποσκοπεί στην (αδύνατο να ικανοποιηθεί ποτέ) ακόρεστη απληστία, με την υπεξαίρεση των βασικών δημόσιων αγαθών και στην υποκλοπή σημαντικών λειτουργιών και αρμοδιοτήτων του κράτους, πράγμα που σηματοδοτεί μια επιστροφή στον Μεσαίωνα.
Το κράτος δικαίου και πρόνοιας, το μεγάλο επίτευγμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας κατά την πρώτη μεταπολεμική 25ετία, εκθεμελιώθηκε συστηματικά κατά τα επόμενα 30 χρόνια,, με την συνεργασία της ίδιας της σοσιαλδημοκρατίας  η οποία,  ασπαζόμενη εν μέρει ή εν όλο την οικονομική και πολιτική ατζέντα των αντιπάλων της, οδηγήθηκε στην αυτοκτονία: Υιοθετώντας την οικονομική ατζέντα των πολιτικών της αντιπάλων, δημιούργησε ένα κακέκτυπο αντίγραφό τους, πράγμα που συντέλεσε στην ενίσχυσή τους. Γιατί, η επιλογή ανάμεσα σε ένα «πρωτότυπο» και σε ένα «αντίγραφό» του, με τη βοήθεια της μνημονικής υπολειμματικότητας, λειτουργεί σχεδόν πάντοτε υπέρ του «πρωτοτύπου».
Η επιτυχία των νεοφιλελεύθερων «σταυροφοριών» προϋποθέτει τον, εξ’ ασιτίας, θάνατο της δημοκρατίας και τον θρίαμβο ενός μεταμοντέρνου πολιτικού και ψυχικού ολοκληρωτισμού, με εργαλεία του τη θρησκεία (στις μεταφυσικές και κοσμικές εκφάνσεις της) και τις, κατά καιρούς, διαθέσιμες ψυχοτεχνικές μαζικής χειραγώγησης, ως βασικές μεθόδους διευθέτησης των ανθρώπινων υποθέσεων σε βάρος και εναντίον των ανθρώπων.
Ο πολιτικός ολοκληρωτισμός στηρίζεται, κυρίως, στην άσκηση της ανοικτής ή επαπειλούμενης φυσικής βίας. Ο ψυχικός ολοκληρωτισμός βασίζεται στις διανοητικές και ψυχολογικές λοβοτομές, που αλλοιώνουν ύπουλα την ανθρώπινη βούληση μέχρι τον τελικό εκμηδενισμό της.
Η ενοποίηση του πολιτικού και ψυχικού ολοκληρωτισμού διαμορφώνει ένα νέο εργαλείο καταναγκασμού, χειραγώγησης και ελέγχου, που επιτρέπει την προγραμματισμένη διαστροφή του ανθρώπινου ψυχισμού, με βάση το οργουελιανό μοντέλο που περιγράφεται από τον Τζόρτζ Οργουελ στο «1984»:
«Η διαταγή του παλιού Δεσποτισμού ήταν: Δεν θα θέλεις. Η προσταγή των οπαδών του Ολοκληρωτισμού ήταν: Θα θέλεις. Η δικής μας είναι: Θέλεις».
(Τζορτζ Οργουελ, 1984, Αθήνα, Διεθνή Βιβλία, 1970, σελ. 248)
Αυτή η ενοποίηση εγκαινίασε μια περίοδο κρίσης κατά την οποία ο άνθρωπος όπως τον γνωρίζαμε μέχρι σήμερα (ως βιολογική και ψυχοδιανοητική ενότητα) βαθμιαία υποκαθίσταται από ένα νέο ανθρωποειδικό τύπο με προβλεπτά και διαμορφώσιμα ψυχικά γνωρίσματα, ο οποίος είναι κατάλληλος να λειτουργήσει στις νέες συνθήκες του παγκοσμιοποιημένου εταιρικού καπιταλισμού, στον οποίο εισήλθε ολόκληρος ο κόσμος μετά τη νομισματική κρίση του 1971: Μια περίοδο βαθιάς κρίσης που θίγει όλους τους τομείς της κοινωνικής και ατομικής ζωής.
Με βασικά εργαλεία το «Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (ΔΝΤ), την «Παγκόσμια Τράπεζα», τον «Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου» και τα καταστρεπτικά ιδεολογήματα της «ελεύθερης αγοράς», του «εκσυγχρονισμού» και της «απεριόριστης ανάπτυξης» (που είναι εξ’ ορισμού αδύνατη σε κάθε κλειστό σύστημα όπως ο πλανήτης Γη), η ανθρωπότητα βιώνει μια χωρίς προηγούμενο πολύπλευρη υπαρξιακή κρίση: κοινωνική, οικονομική, βιολογική και ψυχική.
1) Στο πεδίο της υλικής παραγωγής, συνειδητοποιείται με όλο και πιο τραγικό τρόπο το γεγονός ότι ο βιομηχανικός «πολιτισμός» έφτασε στα φυσικά όρια της «ανάπτυξής» του, εξαντλώντας με μη-αντιστρεπτό τρόπο τις υλικές προϋποθέσεις της επιβίωσης του ανθρώπινου είδους (ενώ παράλληλα, η αυξανόμενη εξάντληση των πρώτων υλών εισάγει στην καθημερινότητά μας ένα πλήθος, όλο και πιο άγριων, πολεμικών συγκρούσεων για των έλεγχο των όλο και πιο σπάνιων αποθεμάτων τους).
2) Στο πεδίο της οικολογικής ισορροπίας επιτελείται μια μη-αντιστρεπτική καταστροφή που οδηγεί στην (ορατή, πλέον) ολοσχερή κατεδάφιση της οικόσφαιρας, του σπιτιού της ζωής που έχτιζε η φύση σ’ αυτόν τον πλανήτη επί τρισεκατομμύρια χρόνια, μέσα στις μόλις μερικές δεκαετίες που διαρκεί η τελευταία εκδήλωση της σχιζοφρενικής κρίσης του ανθρώπου που πυροδοτείται από την απληστία.
3) Στο πεδίο της οικονομίας, επιτελείται μια πλήρης ανατροπή όλων των έλλογων ρυθμιστικών κανόνων που καθόριζαν τις σχέσεις εργασίας και κεφαλαίου, με αποτέλεσμα:
• Την μετατροπή του εργαζόμενου σε «πράγμα», με το νομικό περιεχόμενο του όρου.
• Την αλλοίωση του περιεχόμενου της εργασίας.
• Την δραματική αύξηση της ανεργίας στον «αναπτυγμένο» κόσμο.
• Την (εξ’ αυτής), επίταση όλων των φαινομένων της κοινωνικής παθολογίας.
• Την επιδείνωση της ανελέητης εκμετάλλευσης του «τρίτου» κόσμου.
4) Στο πολιτιστικό πεδίο, συντελείται μια χωρίς προηγούμενο διάλυση της «πολιτιστικής δημιουργίας της θεσμισμένης κοινωνίας» με τη συστηματική καταστροφή της κριτικής λειτουργίας και τη διαμόρφωση ενός «υπερεκπολιτισμένου και νεοαναλφάβητου κοινού» προορισμένου να καταναλώνει σκουπίδια:
«Αυτό που ψυχορραγεί σήμερα -ή που τουλάχιστον αμφισβητείται βαθιά- είναι ο δυτικός πολιτισμός. Ο καπιταλιστικός πολιτισμός, ο πολιτισμός της καπιταλιστικής κοινωνίας... πεθαίνει ως σύνολο από νόρμες και αξίες, ως κοινωνικο-ιστορικός τύπος ατόμων, ως σημασία σχέσης της συλλογικότητας με τον εαυτό της, με τις συνιστώσες της, με το χρόνο και με τα ίδια της τα έργα».
(Κ. Καστοριάδης: Το περιεχόμενο του Σοσιαλισμού. Υψιλον, 1986).
Μέσα σε 30 μόλις χρόνια, όλες οι προηγούμενες βεβαιότητες και οι σταθεροποιητικές αξίες αποδεικνύονται ανενεργές και ανατρέπονται.
1) Οι κοινωνικοποιητικοί θεσμοί (οικογένεια, σχολείο, γειτονιά) προβάλλουν απολύτως ανεπαρκείς να λειτουργήσουν αποτελεσματικά στις νέες δραστικά μεταλλαγμένες συνθήκες και υποβαθμίζονται ή εξαφανίζονται:
• Η οικογένεια ως θεσμός της πρωτογενούς κοινωνικοποίησης, αυτο-υπονομεύθηκε δραστικά από τη στιγμή που εκχώρησε την βασική κοινωνικοποιητική της λειτουργία (που έγκειται στη διαμόρφωση των «προτύπων» που εσωτερικεύονται από το αναπτυσσόμενο άτομο) στην τηλεόραση, έναν απρόσωπο, ανεξέλεγκτο και σκοτεινό μηχανισμό.
• Το σχολείο ως θεσμός της δευτερογενούς κοινωνικοποίησης δυσλειτουργεί.
• Η γειτονιά, ως συμπληρωματικό και ενοποιητικό στοιχείο αυτών των δύο κοινωνικοποιητικών θεσμών, εξαφανίστηκε (χωρίς να αντικατασταθεί από κάτι ανάλογό της).
2) Παράλληλα, οι άλλοι ρυθμιστικοί θεσμοί (δίκαιο, οικονομία, εκπαίδευση, επιστήμη) που επί αιώνες συντελούσαν στη διατήρηση και την αναπαραγωγή της κοινωνικής συνοχής, μεταμορφώνονται «ανεξήγητα» σε παράγοντες της κοινωνικής αποσάθρωσης.
Ολόκληρο το ψυχοδιανοητικό, φαντασιακό και υλικό σύμπαν που καθόριζε τη διάπλαση και τη νοηματοδότηση της ανθρώπινης ύπαρξης, αποσυντίθεται ταχύτατα και καμιά προοπτική ή διεκδίκηση μιας άλλης, καινούργιας (και ποιοτικά διαφορετικής) ανασυγκρότησής του δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Και σ' αυτό ακριβώς έγκειται η ιστορικά μοναδική τραγωδία της εποχής μας. Η ελπίδα δεν έχει αύριο.
Η μεγάλη ληστρική επιχείρηση «αναδιαμόρφωσης» της παγκόσμιας οικονομίας με την καθολική επικράτηση του εταιρικού καπιταλισμού (τόσο με την κρατική όσο και με την ιδιωτική αμφίεσή του), καλύπτοντας τον παραλογισμό που ενυπάρχει στην επιδίωξη (που είναι αδύνατο να επιτευχθεί) της ικανοποίησης της ακόρεστης απληστίας για πλουτισμό και εξουσία, με το λάβαρο του τρίπτυχου «ελεύθερη αγορά», «εκσυγχρονισμός», «διαρκής ανάπτυξη», απλώς επαλήθευσε μετά από μισό αιώνα, την «προφητική» προειδοποίηση του Karl Polanyi, ότι:
«Το να αφήνεις το μηχανισμό της αγοράς να είναι ο μόνος διευθυντικός παράγοντας της μοίρας των ανθρώπων και του φυσικού τους περιβάλλοντος... θα οδηγήσει σε κατεδάφιση της κοινωνίας».
(Karl Polanyi: Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός, Νησίδες, 2001).
Ο θαυμαστός καινούριος κόσμος
Ο παγκοσμιοποιημένος εταιρικός καπιταλισμός (που αποτελεί συνέχεια και, συγχρόνως, άρνηση του κλασικού καπιταλισμού)  είναι η οικονομική βάση και η πιο συνεπής μορφή του ολοκληρωτικού αυτοκρατορικού μοντέλου που αναπτύσσεται σήμερα ως κακοήθης νεοπλασία σε πλανητικό επίπεδο. Οι κοινωνικές λειτουργίες των καπιταλιστικών ελίτ (που στην προηγούμενη φάση επιτελούνταν από ένα σώμα δημοσίων υπαλλήλων οι οποίοι λογοδοτούσαν στο κράτος), εκτελούνται σήμερα από μια στρατιά έμμισθων δουλοπρεπών υπαλλήλων των πολυθενικών εταιρικών ομίλων οι οποίοι λογοδοτούν μόνο στ’ αφεντικά τους.
Η επιβολή του αυτοκρατορικού μοντέλου προϋποθέτει την ικανότητα της μητρόπολης να επιβάλλει διεθνώς μια ριζική αναδιάταξη των σχέσεων μητρόπολης και περιφέρειας και των σχέσεων εργασίας και κεφαλαίου.
Αλλά για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, πρέπει να διασφαλιστεί η χειραγώγηση της ανθρώπινης βούλησης, πράγμα που σημαίνει τη διαμόρφωση ενός νέου ανθρωποειδικού τύπου κατάλληλου να λειτουργεί στο πλαίσιο της καινούριας κοινωνικής και ιστορικής πραγματικότητας του εταιρικού καπιταλισμού.
Αυτός ο στόχος τείνει να επιτευχθεί: Μέσω της ομογενοποίησης των διαφορετικών τρόπων ύπαρξης των ανθρώπινων κοινωνιών, των ομάδων και των ατόμων επέρχεται μια ριζική ανατροπή στην τεράστια ποικιλία των στοιχείων που χαρακτηρίζουν, συνθέτουν και νοηματοδοτούν τις κοινωνίες: Τα συστήματα αξιών, οι τρόποι ύπαρξης, οι στάσεις ζωής, οι ιστορικές μνήμες, οι τρόποι παραγωγής, διατροφής, ένδυσης και ψυχαγωγίας, η ιατρική πρακτική, η σχέση εργασίας, ελεύθερου χρόνου και ανάπαυσης, όλα ομογενοποιούνται σε ενιαία μοντέλα που εφαρμόζονται αδιακρίτως σε όλη την έκταση του πλανήτη.
Από τη στιγμή που θα ολοκληρωθεί αυτή η πορεία. ο άνθρωπος, απογυμνωμένος από την ιστορική του διάσταση, θα «υφίσταται» σαν ένα απλό αν-ιστορικό είδος πλάι στα άλλα είδη του ζωικού βασιλείου. Το πρόβλημα για την εξουσία ήταν πάντοτε «η κατασκευή ενός πράγματος που δεν υπάρχει, ενός ανθρώπινου είδους το οποίο θα μοιάζει με τα άλλα ζωικά είδη και του οποίου η μόνη ελευθερία θα συνίσταται στη διατήρηση του είδους». (Η. Arendt) Και, όπως φαίνεται, αυτό το πρόβλημα τείνει να λυθεί οριστικά.
Είναι ευνόητο ότι για να ολοκληρωθεί αυτή η εξέλιξη, απαιτείται μια βαθιά, προγραμματισμένη και συστηματική επέμβαση στον πυρήνα των ψυχικών λειτουργιών του ανθρώπου (αντίληψη, βούληση, εναισθησία, κρίση, μνήμη, νοημοσύνη, προσανατολισμός, προσοχή, σκέψη, συγκέντρωση, συναίσθημα, συνείδηση, τάση για ενέργεια).
Όλα αυτά τα στοιχεία πρέπει να διαφοροποιηθούν, σε διαφορετικό βαθμό και με διαφορετικούς τρόπους. Και διαφοροποιούνται με δραστικές παρεμβάσεις στα μέσα με τα οποία συλλαμβάνουμε τον κόσμο, επικοινωνούμε με τον κόσμο και ενεργούμε στον κόσμο:
Στο επίπεδο της αντίληψης, με τον εκτοπισμό της έννοιας από την εικόνα.
Στο επίπεδο της γλώσσας, με τη διαστροφή του περιεχομένου των λέξεων και των εννοιών (όπως π.χ. η μεταποίηση της εργασίας σε απασχόληση, του εργαζόμενου σε απασχολήσιμο, της ανεργίας σε φτώχεια, κ.α.).
Στο επίπεδο της δράσης, με την τροποποίηση της είδους και του περιεχομένου της βούλησης και της τάση για ενέργεια.
Αυτές οι διαφοροποιήσεις συνεπάγονται μια ριζική αποδυνάμωση και, συνεπώς, αλλοίωση και ρηχότητα της κρίσης, της μνήμης, της δυνατότητας προσανατολισμού (σε σχέση με το χώρο, το χρόνο, τον εαυτό μας και τους άλλου), του συναισθήματος και της συνείδησης, και κατατείνουν στη διαμόρφωση ενός νέου τύπου ανθρώπου ο οποίος, έχοντας εσωτερικεύσει τη δουλεία του (ως μια δήθεν αδήριτη «αναγκαιότητα» που υπερβαίνει τη θέλησή του) παραιτείται από το δικαίωμά του να δημιουργεί τον κόσμο, την ιστορία και τον εαυτό του, και έτσι μετασχηματίζεται από ενεργός κινητήρια δύναμη της ιστορίας σε παθητικό ενεργούμενο μιας ιστορίας που γράφουν άλλοι για λογαριασμό του και εναντίον του.
«Αυτός ο τύπος ανθρώπου έχει υλοποιηθεί ιστορικά: Είναι ο άνθρωπος της σύγχρονης εποχής, είναι ο άνθρωπος της μάζας, ο ικανοποιημένος με την ευτελή του μόρφωση, τις ασήμαντες αρετές του, την ευτυχία που του προκαλεί η μέτρια τοξικομανία του... Είναι ένας άνθρωπος αδύναμος, αφοπλισμένος, ευνουχισμένος, απομονωμένος. Είναι ο άνθρωπος της ψυχρής τεχνολογίας και των κομματιασμένων συναισθημάτων. είναι ο άνθρωπος που έχει εξοριστεί μέσα στον εαυτό του. Σχιζοειδικός έξω απ' τους τοίχους του ψυχιατρείου. Σχιζοφρενικός μέσα σ' αυτούς...»
(R. Jaccard: Η εξορία μέσα μας. Χατζηνικολή, 1981, σ. 11).
Στον ιστορικό ορίζοντα του ανθρώπου προβάλλει ήδη το φάσμα μιας ομογενοποιημένης στρατοπεδικής, κοινωνίας που ευαγγελίζεται η αυτοκρατορική παράνοια των παραφρόνων που κυβερνούν τον κόσμο. Μιας κοινωνίας που το πειραματικό της μοντέλο έχει δοκιμαστεί μαζικά με «επιτυχία» στα εργαστήρια της «ολοκληρωτικής κυριαρχίας» της Εξουσιαστικής Διεθνούς:
Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα δικτατορικά και στρατοκρατικά καθεστώτα σε όλη την έκταση του πλανήτη αποτελούν το ήδη βιωθέν εξουσιαστικό προείκασμα της αποτρόπαιης κατάστασης η οποία θα βιωθεί σ’ ένα πολύ κοντινό μέλλον από τις ανθρώπινες κοινωνίες που θα συντίθενται από μια ομοιογενή μάζα ανιστορικών ανθρωποειδών, προγραμματισμένων να μην παρεκκλίνουν ποτέ από τον «κανόνα». Ένα άθυρμα από ιδεώδεις μέσους «πολίτες» για τους οποίους δεν έχει καμιά σημασία εάν φορούν την ομοιόμορφη στολή των φυλακισμένων ή εάν βολεύονται με ένα συμβατικό ζουρλομανδύα.
Η ολοκληρωτική χειραγώγηση της ανθρώπινης βούλησης και ο συνακόλουθος οριστικός θρίαμβος της εταιρικού καπιταλισμού, δεν αποτελεί μια μακρινή αποκρουστική προοπτική, αλλά την οδυνηρή πραγματικότητα μιας ιστορίας που τείνει στην αυτοαναίρεσή της.
Κι όπως σηματοδοτείται από τις εξελίξεις, ο άνθρωπος, εάν δεν αντιδράσει (πράγμα, που δεν φαίνεται ότι θα συμβεί) θα υποστεί σύντομα την οριστική «λύση» αυτού του προβλήματος, με την αμετάκλητη απώλεια του δικαιώματός του να νοηματοδοτεί την κοινωνία, την ιστορία και τη ζωή του.
Ζώντας στην εποχή της ομογενοποιημένης συνείδησης, διαπιστώνουμε καθημερινά ότι οι προοπτικές είναι απελπιστικές. Αλλά παράλληλα, ανακαλύπτουμε ότι υπάρχουν ελπιδοφόρες νησίδες αμφισβήτησης που θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε μέτωπα αντίστασης.
«Αυτά τα μέτωπα της αντίστασης βρίσκονται παντού υπό διαμόρφωση. Και πρέπει να τα χτίσουμε, καθένα μας χωριστά και όλοι μαζί», εξεγειρόμενοι, γράφει ο Jean Jiegler.
[Jean Jiegler: Στρέψτε τα όπλα: Εγχειρίδιο Αντιπολιτευτικής Κοινωνιολογίας. Μαλλιάρης, 1983, σ. 256].
Γιατί η εξέγερση είναι το δέλεαρ της ιστορίας: Είναι η πρώτη πράξη της ζωής (με το βιολογικό και το ψυχικό της περιεχόμενο). Είναι η κεντρική έννοια της διανοητικής παραγωγής, της επιστήμης, της λογοτεχνίας, της μουσικής, των εικαστικών τεχνών. Μ’ άλλα λόγια, είναι το βασικό εργαλείο της επιβίωσής μας.
Στην εποχή του παγκοσμιοποιημένου εταιρικού καπιταλισμού, η εξέγερση ξεκινάει από την εναντίωση στην εφιαλτική οργουελιανή γλώσσα που τείνει να μας καταστήσει ανίκανους να συλλαμβάνουμε, να στοχαζόμαστε, να κριτικάρουμε και να εναντιωνόμαστε στην πραγματικότητα όπως αυτή ορίζεται από τον εσμό των κομισάριων οι οποίοι βρίσκονται στην υπηρεσία του αυτοκρατορικού καθεστώτος και έχουν ως υπηρεσιακό καθήκον να μας αναγκάσουν να εσωτερικεύσουμε τις συντελούμενες μεταβολές ως κάτι το αναπόφευκτο, το αναπότρεπτο και το μοιραίο.
Σήμερα, για πρώτη φορά στην ιστορία, είμαστε αντιμέτωποι με την καθολική κυριαρχία ενός παραλογισμού που τείνει να μεταλλάξει την ανθρώπινη φύση μας και να καταστρέψει τον πλανήτη.
Αυτός «ο παραλογισμός δεν βρίσκεται στο γεγονός ότι οι μηχανισμοί που δημιούργησε ο άνθρωπος είναι κάτω από ορισμένες συνθήκες πιο δυνατοί και μάλιστα πιο έξυπνοι από τον άνθρωπο. Βρίσκεται στο γεγονός ότι οι μηχανισμοί αυτοί δημιουργούν αναγκαστικά καταστάσεις που υποχρεώνουν τον άνθρωπο να παίζει σ' ένα παιχνίδι όπου οι πιθανότητες της ολοκληρωτικής συντριβής του αυξάνουν συνεχώς...».
[Jan Kott, Σαίξπηρ, ο σύγχρονός μας. Αθήνα, Ηριδανός, χχ]
Επιστροφή στη μικρή σκηνή
ΜΕ ΕΝΑ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ΕΝ ΕΙΔΕΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΟΣ
(πάντοτε αμφισβητήσιμου):
Προσπαθώντας να προσανατολιστώ ανάμεσα στις αντιφάσεις που κυριαρχούν στην Ελλάδα εν όψει των επικείμενων εκλογών, θα έλεγα ότι εάν «τα μέτωπα της αντίστασης βρίσκονται παντού υπό διαμόρφωση» (όπως διατείνεται ο Jean Jiegler), τότε λογικά η επιλογή θα πρέπει να γίνει ανάμεσα σ’ εκείνους που ευαγγελίζονται την επιστροφή στο παρελθόν (τους) και σ’ εκείνους που αφήνουν κάποια περιθώρια στην κοινωνία να δημιουργεί ορισμένα «μέτωπα αντίστασης», που προς το παρόν αφορούν κάποιες μειοψηφικές ομάδες που ενεργοποιούνται για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου σε ορισμένους ειδικούς τομείς.
Κι αυτό, ας μου επιτραπεί η επανάληψη, χωρίς να υποβαθμίζεται η αναγκαία αυστηρή κριτική στους όποιους συμβιβασμούς, τα λάθη, τις παραλείψεις και τις συμπεριφορές τους κατά την τετράχρονη άσκηση της εξουσίας, λόγω απειρίας ή άγνοιας ή βλακείας ή ιδιοτέλειας, κατά περίπτωση.
Και στην επιλογή αυτή, σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει η σχέση μνήμης και λήθης που χαρακτηρίζει τον καθένα μας.
Κλεάνθης Γρίβας