Τρίτη, Ιουνίου 11

Ο σύγχρονος καπιταλισμός και η Δημοκρατία



Το προτιμώμενο καθεστώς των πλουσίων του 0,1% του πληθυσμού είναι στην πραγματικότητα η «μετά-δημοκρατία». Ένα πολίτευμα δηλαδή, στο οποίο εξακολουθούν να υπάρχουν μεν όλες οι μορφές Δημοκρατίας και κυρίως το Κράτος Δικαίου, αλλά το εκλογικό σώμα είναι παθητικό – αντιδρώντας μόνο στις προσεκτικά εκ μέρους τους διεξαγόμενες εκλογές, έχοντας την ψευδαίσθηση (το εκλογικό σώμα) πως έτσι μπορεί να ορίσει ή/και να αλλάξει το μέλλον του προς όφελος του! Κλασσικό παράδειγμα εδώ οι Έλληνες
που συνεχίζουν ως θύματα να επιλέγουν/ψηφίζουν τους θύτες τους – φυσικά καλοπροαίρετα και πιθανότατα χωρίς καν να το συνειδητοποιούν.
.
«Μπορούμε αλήθεια να μιλάμε για ελεύθερη αγορά που όλοι αγαπάμε, σε καθεστώς Δημοκρατίας, με την Google, με την Apple, με τη Microsoft, με την Exxon Mobil ή με τις χρηματαγορές να κυριαρχούν απόλυτα, ανεβάζοντας και κατεβάζοντας κυβερνήσεις; Με τον όμιλο της Motor Oil στην Ελλάδα και με την πληθώρα των ΜΜΕ που κατέχει ή επηρεάζει έμμεσα; Δεν πρόκειται για μία μεγάλη ψευδαίσθηση το ότι επιλέγουμε και ελέγχουμε εμείς την εκάστοτε πολιτική εξουσία;»

Ανάλυση

Σύμφωνα με έναν γνωστό κοινωνιολόγο (Colin Crouch), όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναρωτιούνται εάν ο καπιταλισμός είναι «συμβατός» με τη Δημοκρατία, για τους εξής δύο απλούς λόγους: (α) Ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, ενώ η Δημοκρατία συναντάται κυρίως σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο και (β) Ο σύγχρονος καπιταλισμός κατευθύνεται από τις χρηματαγορές, με αποτέλεσμα να οδηγεί σε μεγάλες και συνεχώς αυξανόμενες εισοδηματικές ανισότητες, οι οποίες με τη σειρά τους θέτουν σε κίνδυνο τη Δημοκρατία. Οι ανισότητες αυτές εμφανίζονται επίσης σε διακρατικό επίπεδο – όπως στην περίπτωση της Γερμανίας και της Ελλάδας, με τελικό αποτέλεσμα την οικονομική κατοχή της δεύτερης από την πρώτη.
Σε κάθε περίπτωση η παγκοσμιοποίηση, μικρογραφία της οποίας είναι η ΕΕ, αποτελεί πρόβλημα για τη Δημοκρατία – αφού η παγκόσμια οικονομία είτε δεν ρυθμίζεται καθόλου (= δεν ελέγχεται), είτε ρυθμίζεται σε κάποιο βαθμό από διεθνείς οργανισμούς που μόνο εν μέρει λογοδοτούν στα όργανα της Δημοκρατίας. Παράδειγμα η ΕΚΤ και οι άλλοι θεσμοί της ΕΕ, όπως η Κομισιόν, το Euro Group ή το ESM – οι επικεφαλείς των οποίων διορίζονται και δεν ελέγχονται από τους Πολίτες, ούτε λογοδοτούν σε αυτούς.
Εκτός αυτού μπορούν οι πολυεθνικές εταιρείες να υπονομεύσουν την εξουσία της εθνικής Δημοκρατίας εύκολα, με το να επενδύουν μόνο σε εκείνες τις χώρες που συμφωνούν με την οικονομική τους πολιτική – εκβιάζοντας τες επί πλέον μέσω της αγοράς ομολόγων ή με άλλου είδους οικονομικά όπλα. Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται ξεκάθαρα από τα μειωμένα δημόσια έσοδα παγκοσμίως, όσον αφορά τη φορολογία των επιχειρήσεων – ενώ τα κράτη ανταγωνίζονται αθέμιτα μεταξύ τους, σε σχέση με τους φορολογικούς τους συντελεστές, με στόχο την προσέλκυση των πολυεθνικών.
Παράδειγμα ξανά η ΕΕ, στην οποία μία χώρα με συντελεστή φορολόγησης 29% συν 29% προκαταβολή όπως η Ελλάδα, είναι αδύνατον να ανταγωνιστεί κάποια άλλη όπως η Ιρλανδία – η οποία όχι μόνο δεν απαιτεί προκαταβολή και έχει συντελεστή 12,5%, αλλά ούτε καν τον τηρεί μέσω κρυφών συμφωνιών με τις διεθνείς εταιρείες που έχουν εκεί μόνο τη φορολογική τους έδρα (εκτός του ότι παίζει βρώμικα στατιστικά παιχνίδια με την ανοχή της Κομισιόν – ανάλυση).
Το αποτέλεσμα τώρα των παραπάνω είναι η μετατόπιση των φορολογικών βαρών από τις πολυεθνικές στις μικρομεσαίες εθνικές επιχειρήσεις και στους απροστάτευτους Πολίτες, ενώ ταυτόχρονα απομένουν όλο και λιγότεροι πόροι για δημόσιες παροχές – οπότε συρρικνώνεται διαρκώς το Κράτος Πρόνοιας, υποφέρουν τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ταμεία, υποχωρεί συνεχώς η μεσαία τάξη που στηρίζει τη Δημοκρατία κοκ.
Περαιτέρω, τα κράτη μπορούν ασφαλώς να αντιδράσουν απέναντι σε αυτές τις συνθήκες, αρκεί να θελήσουν να αντιμετωπίσουν τις εν λόγω προκλήσεις όλα μαζί – κάτι που όμως δεν συμβαίνει, ούτε καν όσον αφορά τον έλεγχο των φορολογικών παραδείσων που υπάρχουν ακόμη και εντός της ΕΕ (Ολλανδία, Λουξεμβούργο κλπ.), ενώ είναι γνωστό πως η Γερμανία παραμένει η πρωταθλήτρια του ξεπλύματος μαύρου χρήματος (άρθρο) και ο αγαπημένος προορισμός της Μαφίας.
Το Ευρωκοινοβούλιο είναι βέβαια το μοναδικό παράδειγμα μίας διακρατικής Δημοκρατίας παγκοσμίως, αλλά η θετική επιρροή του είναι αμελητέα – αφού ελέγχεται ολοκληρωτικά από τα λόμπι των πολυεθνικών. Έτσι, παρά το ότι είναι ξεκάθαρο πως η επιστροφή στα εθνικά κράτη δεν θα προσέφερε κάτι εάν δεν θα ήταν ακόμη χειρότερη, λόγω της αδυναμίας τους να αντιμετωπίσουν μόνα τους τις πανίσχυρες πολυεθνικές, ούτε η ένωση τους είναι θετική – επειδή το κέντρο αποφάσεων της ΕΕ έχει αλωθεί.

Η τυπική και η άτυπη Δημοκρατία

Συνεχίζοντας, η Δημοκρατία λειτουργεί θεμελιωδώς σε δύο επίπεδα: (α) στο τυπικό και επίσημο επίπεδο των εκλογών και των κοινοβουλίων, καθώς επίσης (β) στο άτυπο και ανεπίσημο επίπεδο, στο οποίο τα λόμπι ασκούν πιέσεις στις κοινωνίες. Στο πρώτο τώρα επίπεδο είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί στο να φροντίζουμε για τη Δικαιοσύνη – ενώ ο καθένας έχει μία ψήφο, ανεξάρτητα από το εάν είναι πλούσιος ή φτωχός. Στο άτυπο όμως επίπεδο υπάρχουν ελάχιστοι περιορισμοί – ενώ ακριβώς αυτή είναι η βασική αιτία για την ευημερία του εις βάρος της δικής μας και της ελευθερίας μας.
Ειδικότερα, μπορούμε με πολλούς τρόπους να ασκήσουμε πιέσεις για να πείσουμε τις κυβερνήσεις να ακολουθήσουν τη μία ή την άλλη πολιτική – χωρίς να χρησιμοποιούμε τη διαφθορά ή τη βία. Εν τούτοις, το εάν είμαστε σε θέση να ασκήσουμε αυτές τις πιέσεις εξαρτάται από τους πόρους που διαθέτουμε – γεγονός που επεξηγεί γιατί η άτυπη πολιτική ευνοεί τους πλουσίους και παραβιάζει έτσι την αρχή της ισότητας, οπότε τον ακρογωνιαίο λίθο της Δημοκρατίας.
Η συγκεκριμένη ανισορροπία δεν διαδραματίζει βέβαια κάποιον σημαντικό ρόλο, όταν η ανισότητα σε μία χώρα είναι περιορισμένη – ή όταν οι επιρροές που ασκούνται σε κάποιον τομέα της Πολιτικής δεν μπορούν να μεταφερθούν αβίαστα σε κάποιον άλλο. Στα πρώτα τριάντα χρόνια μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο συνέβαινε ακριβώς αυτό – κάτι που όμως άλλαξε μετά την κυριαρχία του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, όπου η ανισότητα άρχισε να αυξάνεται συνεχώς, προς όφελος κυρίως του 0,1% του πληθυσμού και εις βάρος του 99%.
Προφανώς πρέπει να είναι κανείς πολύ πλούσιος για να μπορεί να ασκεί ως άτομο πολιτικές πιέσεις – κάτι που πλέον συμβαίνει σε πολλές χώρες, κυρίως στις Η.Π.Α. αλλά και στην Ευρώπη, αφού το συγκεκριμένο 0,1% του πληθυσμού απέκτησε υπερβολικά πολλά εισοδήματα και περιουσιακά στοιχεία (στην Ελλάδα επίσης ιδίως μετά την κρίση, όπου η εγχώρια Ολιγαρχία έγινε μικρότερη και πολύ ισχυρότερη, ενώ σήμερα διεξάγει αγώνα δρόμου για την εξασφάλιση επιχειρήσεων και περιουσιακών στοιχείων σε εξευτελιστικές τιμές).

Η χρηματιστικοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας

Περαιτέρω, η σημαντικότερη «ατμομηχανή» της ανισότητας είναι η χρηματιστικοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας – με την έννοια πως όποιος κατέχει και μπορεί να χειραγωγεί τους οικονομικούς πόρους, δημιουργεί έσοδα που δεν μπορούν ποτέ να επιτευχθούν με καμία άλλη μορφή ανθρώπινης δραστηριότητας.
Εάν λοιπόν κάποιος καταφέρει προηγουμένως να συσσωρεύσει μεγάλο πλούτο, άτομο ή επιχειρηματικός όμιλος, μπορεί να διαθέσει ένα μέρος του για την άσκηση πολιτικών πιέσεων – επηρεάζοντας τις αποφάσεις που λαμβάνει η εκάστοτε κυβέρνηση προς όφελος του, όπως είναι η φορολογική πολιτική, οι νομοθετικές αλλαγές, τα δημόσια έργα κοκ. Έτσι κερδίζει ακόμη περισσότερα χρήματα και αυξάνει εκθετικά τον πλούτο του – οπότε διευρύνονται οι εισοδηματικές ανισότητες και «αδυνατίζει» η Δημοκρατία. Το γεγονός αυτό σημαίνει πως ο περιορισμός της Δημοκρατίας είναι στενά συνδεδεμένος με την ανισότητα και οδηγούν μαζί σε ένα καταστροφικό καθοδικό σπιράλ – το οποίο δεν αποφεύγεται ποτέ.   
Υπάρχει όμως ένα ακόμη σπιράλ προς την αντίθετη κατεύθυνση – αφού ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι εξαρτημένος από τη μαζική κατανάλωση που με τη σειρά της έχει σχέση με την αύξηση των εισοδημάτων της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Εν προκειμένω, σε ένα έγγραφο του ΟΟΣΑ από το 2014 για την απασχόληση και τη μετανάστευση (πηγή), υπολογίσθηκε πως το ανώτατο 1% των Αμερικανών «εισέπραττε» από το 1975 έως το 2007 το 50% της αύξησης του ΑΕΠ των Η.Π.Α. – ενώ ένα συνεχώς μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είχε είτε στάσιμα, είτε χαμηλότερα εισοδήματα!
Εν τούτοις η κατανάλωση συνέχισε να αυξάνεται με τη βοήθεια του δανεισμού και της υπερχρέωσης των Πολιτών – αφού παρά τα μεγάλα ρίσκα που συνεπάγεται για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, προωθούταν από τον ανεξέλεγκτο μετά το 1990 τραπεζικό τομέα, έως ότου έσπασε η φούσκα το 2008. Η κρίση δε που προκλήθηκε δεν έχει ακόμη καταπολεμηθεί, αλλά επιμηκύνθηκε στο μέλλον με τη βοήθεια των κεντρικών τραπεζών – έχοντας δημιουργήσει πολύ περισσότερες και μεγαλύτερες φούσκες σήμερα.
Εδώ τίθεται υποχρεωτικά το ερώτημα, εάν σε ένα καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο είναι εξαρτημένο από τη μαζική κατανάλωση και παράγει συνεχώς ανισότητες, υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος για να επιβιώσει – εκτός από το να ενθαρρύνει ξανά τα νοικοκυριά (ή τα κράτη) να αυξήσουν τα χρέη τους σε μη βιώσιμα επίπεδα. Σήμερα πάντως η Δημοκρατία δεν είναι σε θέση να απαντήσει στο συγκεκριμένο ερώτημα – ενώ είναι ξεκάθαρο πως ο παγκόσμιος καπιταλισμός μπορεί μόνο να ελεγχτεί σε διακρατικό επίπεδο και όχι σε εθνικό.
Εν προκειμένω τα πολιτικά κόμματα είναι διαιρεμένα σε δύο ομάδες: (α) σε αυτά που επιθυμούν γενικότερα το άνοιγμα των συνόρων και τη διεθνή διακυβέρνηση τύπου ΕΕ, καθώς επίσης (β) σε εκείνα που θέλουν να επιστρέψουν στο περιορισμένο εύρος των εθνικών κρατών, χωρίς όμως να αντιλαμβάνονται τους κινδύνους που απορρέουν από την επικράτηση του παγκόσμιου καπιταλισμού. Με δεδομένο δε το ότι, η ΕΕ είναι η μικρογραφία της παγκοσμιοποίησης και του παγκόσμιου καπιταλισμού, ανάλογα ερωτηματικά και διχασμένες απόψεις υπάρχουν τόσο για την ίδια, όσο και για την Ευρωζώνη – η ισχύς εν τη ενώσει αλλά πώς εξασφαλίζεται δημοκρατικά σε μία γερμανική Ευρώπη ή ο καθένας το δρόμο του;

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, ο σύγχρονος καπιταλισμός εμποδίζει την αποτελεσματικότητα της Δημοκρατίας, όπως αναλύσαμε – κάτι που όμως δεν αποτελεί λόγο για να μην είναι ικανοποιημένοι οι καπιταλιστές, με αυτόν τον τρόπο διακυβέρνησης. Γιατί άλλωστε, αφού η Δημοκρατία εξασφαλίζει το Κράτος Δικαίου και προδιαγράφει επακριβώς με ποιές διαδικασίες μπορούν να αλλάζουν οι νόμοι και πώς μία αλλαγή που προτείνεται μπορεί να στηριχθεί από τα δικά τους λόμπι; Προφανώς είναι ελκυστικές αυτές οι συνθήκες για τους καπιταλιστές που είναι σε θέση ακόμη και να αλλάζουν κυβερνήσεις όταν δεν τους εξυπηρετούν, απλά και μόνο χειραγωγώντας τους Πολίτες με τα μέσα που διαθέτουν.
Από την άλλη πλευρά όμως η Δημοκρατία μπορεί να δρομολογήσει μαζικά νόμους και κανόνες, για να προστατεύσει τους Πολίτες από τους καπιταλιστές. Ως εκ τούτου, το προτιμώμενο καθεστώς των καπιταλιστών είναι στην πραγματικότητα η «μετά-δημοκρατία». Ένα πολίτευμα δηλαδή, στο οποίο εξακολουθούν να υπάρχουν όλες οι μορφές Δημοκρατίας και κυρίως το Κράτος Δικαίου, αλλά το εκλογικό σώμα είναι παθητικό – αντιδρώντας μόνο στις προσεκτικά εκ μέρους τους διεξαγόμενες εκλογές, έχοντας την ψευδαίσθηση (το εκλογικό σώμα) πως έτσι μπορεί να ορίσει ή/και να αλλάξει το μέλλον του προς όφελος του. Κλασσικό παράδειγμα εδώ οι Έλληνες που συνεχίζουν ως θύματα να ψηφίζουν τους θύτες τους (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ) – φυσικά καλοπροαίρετα και πιθανότατα χωρίς καν να το συνειδητοποιούν.
Ο ακτιβισμός και η δυναμικές κοινωνικές συνθήκες δεν είναι προφανώς επιθυμητά, επειδή θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ανησυχητικές, αντίθετες ομάδες συμφερόντων που θα ανταγωνίζονταν την ήσυχη δραστηριότητα των επιχειρηματικών λόμπι – των εκπροσώπων δηλαδή των συμφερόντων των οικονομικών ελίτ στους «διαδρόμους» των κυβερνήσεων. Τέλος, η αναζωπύρωση του εθνικισμού ή των πατριωτικών δημοκρατικών κομμάτων (ανάλυση) τους ενοχλεί – επειδή όμως επικεντρώνονται στο εκάστοτε Έθνος, δεν επηρεάζουν σχεδόν καθόλου αυτά που συμβαίνουν σε παγκόσμιο επίπεδο, αφού ευρίσκονται πολύ μακριά από τα διεθνώς τεκταινόμενα.
Βέβαια δεν έχουμε φτάσει ακόμη στο σημείο ολοκλήρωσης της κυριαρχίας των ομίλων στην Πολιτική, της αποκρατικοποίησης της εξουσίας – αφού τότε όλοι οι νόμοι για την προστασία των καταναλωτών και των εργαζομένων θα είχαν ήδη καταργηθεί. Εκεί όμως μας οδηγεί το ταξίδι – ωθούμενο από την αυξανόμενη ανισότητα, καθώς επίσης από το γεγονός ότι, η πολιτική και η οικονομική εξουσία ισχυροποιούνται μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση, θεωρείται πως η (κατ’ επίφαση) Δημοκρατία θα προσφέρει επίσης στο μέλλον το καλύτερο πλαίσιο για τον καπιταλισμό – κάτι που όμως δεν ισχύει από την αντίθετη πλευρά, με την έννοια πως ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν είναι το καλύτερο πλαίσιο για τη Δημοκρατία.

Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.