Τετάρτη, Αυγούστου 14

Η 75η επέτειος του Bretton Woods


Τόσο το ΔΝΤ, όσο και η Παγκόσμια Τράπεζα, καταχράστηκαν την εξουσία που τους έδωσε η συμφωνία, σε σχέση με τη σταθεροποίηση του παγκοσμίου συστήματος, με την απελευθέρωση των αγορών και με τις ιδιωτικοποιήσεις –  ειδικά μετά την άνοδο του ακραίου νεοφιλελευθερισμού στις Η.Π.Α. και στη Μ. Βρετανία τη δεκαετία του 1980, αφού προηγήθηκε η μονομερής έξοδος των Η.Π.Α. από τον κανόνα του χρυσού το 1971 (=όλα τα νομίσματα είχαν αντίκρισμα
στο δολάριο και το δολάριο σε χρυσό, με μία σταθερή τιμή). Οι επιβληθείσες μεταρρυθμίσεις στις αναδυόμενες οικονομίες, ως αντάλλαγμα για τη στήριξη τους με δάνεια (ανάλογα στην Ελλάδα μετά το 2009, όπου δυστυχώς ελάχιστοι έχουν καταλάβει τι ακριβώς εννοούν με τη λέξη «μεταρρυθμίσεις» οι δανειστές), οδήγησαν σε μία μέση αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους της τάξης του 0,0% για το χρονικό διάστημα μεταξύ 1980 και 1998 – ενώ από το 1960 έως το 1979 η άνοδος ήταν ακόμη στο 2,5%. Από το γεγονός αυτό και μόνο κατανοεί κανείς γιατί δεν αυξάνεται το ελληνικό ΑΕΠ, καθώς επίσης γιατί είναι ανοδικά τα χρέη, παρά τα δήθεν πλεονάσματα, καθώς επίσης το ξεπούλημα της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας – σημειώνοντας πως οι αναδυόμενες οικονομίες βίωσαν πολλές κρίσεις, ως αποτέλεσμα των «λαθών» στο σχεδιασμό και στην εφαρμογή των στρατηγικών μεταρρυθμίσεων, σύμφωνα με την εκτίμηση της ίδιας της Παγκόσμιας Τράπεζας.
.

Ανάλυση


«Οι ζητιάνοι δεν μπορούν να διαλέγουν» (beggars can’t be choosers) συνηθίζουν να λένε οι Άγγλοι – ενώ πολλοί Έλληνες πιστεύουν πως είναι νομοτελειακό και δεν αποφεύγεται το ξεπούλημα, η υφαρπαγή της χώρας καλύτερα και η συνέχιση της ληστείας της, αφού αυτή είναι η μοίρα των κρατών που χρεοκοπούν. Εάν δεχθεί κανείς τώρα πως έχουν δίκιο, δεν θα έπρεπε να μας ενδιαφέρουν γεγονότα όπως η συστηματική, σκόπιμη απαξίωση της ΔΕΗ, η αλλαγή διοίκησης των ΕΛΠΕ για να δοθούν δώρο στο μνηστήρα του Ελληνικού, η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΣΦΑ, των πολυτίμων δικτύων όπως ο ΑΔΜΗΕ ή ο ΔΕΔΔΗΕ κοκ. – αφού ως ζητιάνοι δεν έχουμε την πολυτέλεια να διαλέγουμε.
Ένα κράτος όμως δεν είναι το ίδιο με μία επιχείρηση, αφού είναι υποχρεωμένο να προστατεύει την εθνική του κυριαρχία και να φροντίζει για την ευημερία των Πολιτών του – ενώ διαφορετικά χαρακτηρίζεται ως αποτυχημένο, οπότε το λιγότερο που πρέπει να κάνει είναι να αλλάζει τις κυβερνήσεις του ξανά και ξανά, έως ότου βρεθεί η κατάλληλη. Εδικά όταν συμπεριφέρονται ως ζητιάνοι, όπως όλες οι κυβερνήσεις μας μετά το 2010 – κάτι για το οποίο δεν αμφιβάλλει πλέον κανείς.
Ανεξάρτητα τώρα από όλα αυτά και παρά τις θριαμβολογίες της νέας κυβέρνησης που προσπαθεί να εντυπωσιάσει με την ψήφιση αλλεπάλληλων νομοσχεδίων με την παράνομη διαδικασία του κατεπείγοντος, ο Αύγουστος υπήρξε εξαιρετικά ζημιογόνος για το ελληνικό χρηματιστήριο – ιδιαίτερα για τις τραπεζικές μετοχές που έως χθες είχαν απώλειες της τάξης του 21%, όταν ο γενικός δείκτης 9% (γράφημα). Αυτό σημαίνει πως χάθηκε αξία 4,7 δις € ή 7,6% της συνολικής – κάτι που ασφαλώς δεν συνάδει με τους ισχυρισμούς, σύμφωνα με τους οποίους η ΝΔ ανάκτησε την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Θα μπορούσε βέβαια να θεωρήσει κανείς πως η πτώση οφείλεται στις διεθνείς συγκυρίες που θεωρούνται ως η αντίστροφη μέτρηση του αναμενόμενου παγκοσμίου κραχ – όπως στην υποχώρηση της γερμανικής οικονομίας που ευρίσκεται πλέον επίσημα σε ύφεση (-0,1%), στους δικαιολογημένους φόβους που προκαλεί το BREXIT, στις προσπάθειες του Salvini να επιβάλει πρόωρες εκλογές για να αναλάβει την ηγεσία της Ιταλίας (αν και δύσκολα θα τα καταφέρει, αφού εμποδίζεται από την εγχώρια Τρόικα με μέλη της τον πρόεδρο της χώρας, τον πρωθυπουργό και τον υπουργό οικονομικών – μία πέμπτη φάλαγγα φιλική προς τη γερμανική Ευρώπη), στη σύγκρουση των Η.Π.Α. με την Κίνα, στο χάος που έχει επικρατήσει στο Χονγκ Κονγκ ενδεχομένως με αμερικανικό δάκτυλο, στην επιστροφή της Ισπανίας και της Αργεντινής σε συνθήκες πολιτικής αστάθειας, με την τελευταία να κινδυνεύει ξανά να χρεοκοπήσει κοκ.
Εν τούτοις, μία χώρα με μη βιώσιμο δημόσιο χρέος και με επίσης μη βιώσιμο κόκκινο ιδιωτικό, με κατεστραμμένο τον παραγωγικό της ιστό μετά από δέκα χρόνια κρίσης και με μηδενική φοροδοτική ικανότητα των Πολιτών της, δεν είναι λογικό να ενοχοποιεί τις διεθνείς συγκυρίες για τα προβλήματα της – πόσο μάλλον όταν επιδεινώνονταν συνεχώς τα τελευταία χρόνια ανεξαρτήτως κυβερνήσεων και παρά την ανοδική πορεία των άλλων κρατών ιδίως μετά το 2012, ως αποτέλεσμα της εγκληματικής πολιτικής των μνημονίων.
Με απλά λόγια, θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού οι αιτίες της επιστροφής του χρηματιστηρίου σε πτώση, όπως επίσης των τραπεζών (γράφημα) – ενώ δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να καταλάβει πως όσο η Ελλάδα δεν έχει ένα δικό της σχέδιο εξόδου από την κρίση, εκμεταλλευόμενη τα δικά της ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, η κατάσταση της θα βαδίζει από το κακό στο χειρότερο. Ο χρόνος δε που έχει στη διάθεση της είναι ελάχιστος, ενώ όσο περισσότερο αργεί τόσο πιο πολύ θα «γκριζάρουν» οι προϋποθέσεις – έως ότου σκοτεινιάσουν εντελώς.

Η 75η επέτειος του Bretton Woods

Περαιτέρω σε διεθνές επίπεδο, τον Ιούλιο συμπληρώθηκαν 75 χρόνια από τη σύσκεψη του Bretton Woods – κατά τη διάρκεια της οποίας (1 έως 22 Ιουλίου του 1944) και ενώ μαινόταν ακόμη ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος, οι 44 χώρες που συμμετείχαν συμφώνησαν στη δημιουργία ενός νέου χρηματοπιστωτικού συστήματος, με βασικούς «φύλακες» του την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ. Βασικοί ομιλητές ήταν ο J.M. Keynes από την πλευρά της Μ. Βρετανίας και ο H.D. White από τις Η.Π.Α. – ενώ ο στόχος του ήταν η επιστροφή στον κανόνα του χρυσού, η κατάργηση του οποίου στο μεσοπόλεμο διάστημα ήταν η γενεσιουργός αιτία των συναλλαγματικών πολέμων, με τελικό αποτέλεσμα το συμβατικό παγκόσμιο.
Η Σοβιετική Ένωση, η οποία συμμετείχε στην ίδρυση των θεσμών του Bretton Woods, δεν ακολούθησε την πρόσκληση να γίνει μέλος των «Μεγάλων πέντε» (Big Five) στο κυβερνητικό σύστημα του μεταπολεμικού κόσμου – το οποίο αντιστοιχούσε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. Ο κύριος στόχος των δύο θεσμών (Παγκόσμια Τράπεζα και ΔΝΤ, σε συνδυασμό με τη διεθνή τράπεζα ανοικοδόμησης και ανάπτυξης – IBRD), ήταν η δημιουργία των προϋποθέσεων μίας διαρκούς ειρήνης – με τη βοήθεια ενός καινούργιου νομισματικού συστήματος με σταθερά νομίσματα, με ένα αποτελεσματικό συναλλαγματικό σύστημα και χωρίς τις σκόπιμες υποτιμήσεις που διαστρεβλώνουν την ανταγωνιστικότητα των χωρών μεταξύ τους (οι εσωτερικές υποτιμήσεις, με τη συνδρομή των μισθολογικών dumping όπως στην περίπτωση της Γερμανίας μετά την υιοθέτηση του ευρώ, διαστρεβλώνουν επίσης την ανταγωνιστικότητα των οικονομιών – με αποτέλεσμα το γερμανικό ευρώ, για παράδειγμα, να είναι υποτιμημένο πάνω από 20% σε σχέση με το ιταλικό, καταστρέφοντας την ανταγωνιστικότητα της ιταλικής οικονομίας).
Ειδικότερα το ΔΝΤ όφειλε να επιβλέπει τις ισοτιμίες των νομισμάτων και να στηρίζει τα κράτη που αντιμετώπιζαν προσωρινές δυσκολίες στο ισοζύγιο πληρωμών τους, με την παροχή αποθεματικών συναλλαγμάτων – κατά κανόνα με δολάρια. Όσον αφορά την IBRD, είχε προβλεφθεί για να παρέχει δάνεια και άλλου είδους βοήθεια για την στήριξη των κατεστραμμένων οικονομιών από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο – καθώς επίσης για να προωθεί την ανάπτυξη των φτωχών χωρών στην εποχή μετά την αποικιοκρατία.
Εν προκειμένω, ο J.M. Keynes επιθυμούσε την ίδρυση ενός τρίτου «οργάνου», ενός τρίτου θεσμού: του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου (ΙΤΟ). Ο οργανισμός αυτός όφειλε να διευκολύνει το παγκόσμιο εμπόριο, να το ρυθμίζει και να το προωθεί – έτσι ώστε να εξασφαλισθεί η οικονομική ανάπτυξη, ο «μετασχηματισμός» και η σταθερότητα της μεταπολεμικής εποχής. Η πρόταση του όμως αυτή απορρίφθηκε αργότερα από το Κογκρέσο των Η.Π.Α., επειδή οι Αμερικανοί προτίμησαν να συνεχίσουν την πρακτική του προστατευτισμού που είχαν υιοθετήσει από το 19ο αιώνα. Υπενθυμίζουμε εδώ τα εξής:
«Καμία χώρα δεν έχει οδηγηθεί στην κορυφή της παγκόσμιας οικονομίας με το ελεύθερο εμπόριο, με τις ανοιχτές αγορές – παρά το ότι γίνεται προσπάθεια να πεισθούν οι άνθρωποι ότι, η ευημερία των πλούσιων κρατών είναι το αποτέλεσμα του ελεύθερου ανταγωνισμού. Η αλήθεια, τεκμηριωμένη από την οικονομική ιστορία, είναι πως κάθε οικονομικά επιτυχημένη χώρα, κατά τη διάρκεια του σχηματισμού της, στα πρώτα της βιομηχανικά βήματα, είχε υιοθετήσει τον προστατευτισμό» (πηγή).
Περαιτέρω, στο ξεκίνημα της συμφωνίας του Bretton Woods το βασικό πλαίσιο ήταν «μία χώρα, μία ψήφος» – όσον αφορά το 50% των δικαιωμάτων ψήφου στο ΔΝΤ. Με την πάροδο όμως των δεκαετιών το μερίδιο του «μία χώρα, μία ψήφος» μειώθηκε στο 12% περίπου – ενώ τα υπόλοιπα δικαιώματα ψήφου καθορίσθηκαν από μία πολύπλοκη εξίσωση που διατήρησε την ευρωπαϊκή κυριαρχία, χάρη στο ενδοευρωπαϊκό εμπόριο που διατηρήθηκε σταθερό για πολλά χρόνια. Η χώρα με τη μεγαλύτερη επιρροή στους θεσμούς του Bretton Woods ήταν οι Η.Π.Α., οι οποίες κυριαρχούσαν μαζί με τη δυτική Ευρώπη – έχοντας συμφωνήσει μεταξύ τους έτσι ώστε, ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας να είναι πάντοτε Αμερικανός, ενώ ο διευθύνων σύμβουλος του ΔΝΤ Ευρωπαίος (αν και με Αμερικανό αντικαταστάτη του).
Αν και υπήρξαν τώρα ορισμένες συγκρατημένες μεταρρυθμίσεις, η «κυβέρνηση» των θεσμών του Bretton Woods παραμένει υπό την βορειοατλαντική συμμαχία – χωρίς να δίνεται καμία σημασία στις αλλαγές που έχουν μεσολαβήσει παγκοσμίως, ούτε στις ανερχόμενες οικονομικές δυνάμεις. Ενώ λοιπόν οι Ευρωπαίοι κατέχουν ακόμη το 33% των δικαιωμάτων ψήφου του ΔΝΤ, το μερίδιο της Κίνας είναι μόλις 6,09%, της Βραζιλίας 2,2% και της Ινδίας 2,64% – λιγότερο από αυτό του Βελγίου, της Ολλανδίας και του Λουξεμβούργου.
Ως εκ τούτου δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι, οι θεσμοί του Bretton Woods συνεχίζουν να βοηθούν μόνο εκείνες τις φτωχές χώρες που συμφωνούν με τις μεταρρυθμίσεις που τους επιβάλλονται – με το άνοιγμα των οικονομιών τους, ουσιαστικά για τη διευκόλυνση της ληστείας τους από τις πλούσιες χώρες (βιβλίο).

Η κατάχρηση εξουσίας

Συνεχίζοντας τόσο το ΔΝΤ, όσο και η Παγκόσμια Τράπεζα, καταχράστηκαν την εξουσία που τους έδωσε η συμφωνία του Bretton Woods, σε σχέση με τη σταθεροποίηση του παγκοσμίου συστήματος, με την απελευθέρωση των αγορών και με τις ιδιωτικοποιήσεις –  ειδικά μετά την άνοδο του ακραίου νεοφιλελευθερισμού στις Η.Π.Α. και στη Μ. Βρετανία το 1980, αφού προηγήθηκε η μονομερής έξοδος των Η.Π.Α. από τον κανόνα του χρυσού το 1971 (=όλα τα νομίσματα είχαν αντίκρισμα στο δολάριο και το δολάριο σε χρυσό, με μία σταθερή τιμή).
Οι επιβληθείσες μεταρρυθμίσεις στις αναδυόμενες οικονομίες, ως αντάλλαγμα για τη στήριξη τους με δάνεια (ανάλογα στην Ελλάδα μετά το 2009, όπου δυστυχώς ελάχιστοι έχουν καταλάβει τι ακριβώς εννοούν με τη λέξη «μεταρρυθμίσεις» οι δανειστές), οδήγησαν σε μία μέση αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους της τάξης του 0,0% για το χρονικό διάστημα μεταξύ 1980 και 1998 – ενώ από το 1960 έως το 1979 η άνοδος ήταν ακόμη στο 2,5%.
Από το γεγονός αυτό και μόνο κατανοεί κανείς γιατί δεν αυξάνεται το ελληνικό ΑΕΠ, καθώς επίσης γιατί είναι ανοδικά τα χρέη, παρά τα δήθεν πλεονάσματα, καθώς επίσης το ξεπούλημα της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας – σημειώνοντας πως οι αναδυόμενες οικονομίες βίωσαν πολλές κρίσεις, ως αποτέλεσμα των «λαθών» στο σχεδιασμό και στην εφαρμογή των στρατηγικών μεταρρυθμίσεων, σύμφωνα με την εκτίμηση της ίδιας της Παγκόσμιας Τράπεζας (υπενθυμίζουμε εδώ την παραδοχή των «λαθών» εκ μέρους του ΔΝΤ, όσον αφορά τους πολλαπλασιαστές κοκ. – πηγή).
Με απλά λόγια, ενώ οι εισοδηματικές ανισότητες (γράφημα) και τα παγκόσμια χρέη έχουν εκτοξευθεί στα ύψη σε πολλά κράτη (μελέτη), δεν θα είχε μειωθεί ούτε καν η παγκόσμια φτώχεια εάν δεν είχε αναπτυχθεί η Κίνα, παρά τις μεταρρυθμίσεις του ΔΝΤ – ενώ η κακοδιαχείριση του ΔΝΤ, όσον αφορά την Ασιατική κρίση του 1997, έχει τεκμηριωθεί πλέον επαρκώς.
Το συμπέρασμα δε ήταν πως τα μέτρα που επέβαλε το ΔΝΤ, οι γνωστές «μεταρρυθμίσεις», ενέτειναν την κρίση αντί να την καταπολεμήσουν, ιδιαίτερα στην Ινδονησία – ενώ πολλά κράτη πλέον έχουν δηλώσει πως δεν θα θελήσουν ποτέ ξανά να καλέσουν το ΔΝΤ, όσο μεγάλα προβλήματα και αν αντιμετωπίσουν. Εξαίρεση η ελληνική κυβέρνηση που αρνείται να καταλάβει ότι, είναι αδύνατον να ελπίζει σε διαφορετικά αποτελέσματα, διενεργώντας για τέταρτη φορά το ίδιο πείραμα – κάτι που θεωρείται ως ο ορισμός της ηλιθιότητας.
Στο αποκορύφωμα της ασιατικής κρίσης πάντως, η Ιαπωνία απαίτησε την ίδρυση ενός ασιατικού ΔΝΤ, επειδή το Ταμείο δεν γνώριζε την οικονομία της περιοχής – ενώ τα μέτρα του θα μπορούσαν να προκαλέσουν μεγάλες ζημίες στην Ασία. Η πρόταση της όμως απορρίφθηκε από τις Η.Π.Α. – οι οποίες δεν ήθελαν να θέσουν σε κίνδυνο το σύστημα του χρέους, μέσω του οποίου απομυζούν τους πάντες.

Επίλογος

Κλείνοντας, είναι φανερό πως τα στρατηγικά ενδιαφέροντα των μεγάλων δυνάμεων έχουν επηρεάσει και συνεχίζουν να επηρεάζουν την παροχή πιστώσεων εκ μέρους των θεσμών του Bretton Woods στις χώρες που τις έχουν ανάγκη – ενώ με τη δικαιολογία της μη υιοθέτησης των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων δεν βοηθήθηκαν πολλές κυβερνήσεις που ήταν εχθρικά διακείμενες απέναντι στις πλούσιες χώρες. Εκτός αυτού, οι ίδιοι θεσμοί στήριζαν στο παρελθόν αιμοβόρα δικτατορικά καθεστώτα, αρκεί να υπηρετούσαν τα συμφέροντα τους – όπως στο παράδειγμα της Χιλής, της Βραζιλίας, της Νικαράγουα, των Φιλιππίνων, της Ινδονησίας ή της Ρουμανίας, παρά το ότι δεν εκπλήρωναν τα επίσημα κριτήρια του ΔΝΤ, ενώ δεν σεβόντουσαν καθόλου τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Μεταξύ άλλων το γνωστό «Doing Business Report» που επικαλείται ακόμη και η ελληνική κυβέρνηση για να τεκμηριώσει πως η Ελλάδα δεν είναι ιδανικός προορισμός ξένων επενδύσεων, παραποίησε την κατάταξη της Χιλής – με στόχο να δυσφημίσει την αριστερή κυβέρνηση της και να στηρίξει το δεξιό δισεκατομμυριούχο S. Pinera στη διεκδίκηση της δεύτερης προεδρικής του εκλογής.
Όταν δε ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας κ. P. Romer ζήτησε συγνώμη για την απαράδεκτη συμπεριφορά των θεσμών του Bretton Woods, ακολούθησε η ακούσια παραίτηση του – κάτι που είχε συμβεί στο παρελθόν με τον κ. J. Steglitz, όταν απομακρύνθηκε μετά την κριτική που άσκησε στο ΔΝΤ σε σχέση με την ασιατική κρίση. Παρόλα αυτά όμως και οι δύο πήραν βραβείο νομπέλ στην οικονομία – ο πρώτος το 2018 και ο δεύτερος το 2001.
Στα πλαίσια αυτά, το να ισχυρίζεται κανείς πως ήταν εύλογη η επιβολή του εκ προμελέτης εγκλήματος των μνημονίων στην Ελλάδα λόγω των λαθών της, ότι πρέπει να συνεχιστούν ή πως οι ζητιάνοι δεν μπορούν να διαλέγουν, ισοδυναμεί με το άκρον άωτο της ανοησίας – εάν όχι της δειλίας ή/και της άγνοιας.
Βιβλιογραφία: J. Sundaram, A. Choudy, N. 

 analyst.gr