Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 30

Κάποτε αγαπούσα πολύ το χρόνο, τώρα αγαπώ τη ζωή έξω και πέρα από αυτόν!


Κάποτε αγαπούσα πολύ το χρόνο. Τον τιμούσα αγοράζοντας ρολόγια για κάθε περίσταση, για κάθε λεπτό του. Αισθανόμουν πως με κρατούσε στο εδώ και το τώρα μου. Πίστευα πως με κρατούσε ζωντανό! Ο χρόνος κυλούσε συντροφιά μου, μου κρατούσε το χέρι, μου μιλούσε λόγια απλά που νόμιζα πως τα καταλάβαινα…τικ τακ, τικ τακ…

Κι όσο μου μιλούσε, τόσο πιο ασφαλής αισθανόμουν στον ήχο του, στο κοίταγμά του, στο απάντημα με τα μάτια μου. Ο χρόνος ήταν πάντα εκεί! Ποτέ δεν έφευγε κιας μου έλεγαν να τρέξω, να προφτάσω να ζήσω! Να ζήσω μου έλεγαν, κυλά ο χρόνος μου έλεγαν, φεύγει, κοίτα!
Μα κοιτούσα και ξανακοιτούσα κι ο χρόνος ήταν εκεί, μέσα στο ρολόι μου, φυλακισμένος σε έναν κύκλο ατέρμονο, σε έναν καταδικασμένο κύκλο στην αιωνιότητα της κυκλικής του πορείας.
Μαζί με το ρολόι μου προχωρούσαμε! Μαζί, χέρι χέρι σε όλες τις δυσκολίες τον είχα σύμμαχο! Δεν τον έχασα ποτέ από το χέρι μου, τον κρατούσα σφιχτά νύχτα μέρα, νύχτα μέρα, νύχτα μέρα…
Ώσπου ένα πρωινό ή μήπως είχε γίνει μεσημέρι ή μήπως και βράδυ; Τι ήταν Θεέ μου δίχως το ρολόι μου; Μέρα ή νύχτα και με χτυπούσε η λάμψη της πανσελήνου από το παράθυρο, νύχτα ή μέρα και μου έκλειναν τα μάτια οι αχτίδες του ήλιου;
Σηκώθηκα έντρομος και μόνος, το ρολόι μου δεν χτυπούσε πια!
Πήγα στον καθρέπτη, κοίταξα το πρόσωπό μου, δεν ήμουν εγώ, ήμουν ένας άλλος! Είχα αλλάξει, είχα γεράσει! Οι γραμμές στο δέρμα μου πότε εμφανίστηκαν; Μέχρι πριν λίγο καιρό ο χρόνος ζούσε κοντά μου! Τους χτύπους της καρδιάς του, τικ τακ, τικ τακ, τους άκουγα ζωντανούς! Τον άγγιζα τον χρόνο στο χέρι μου, τον χάιδευα σε στιγμές αμηχανίας, ναι είμαι σίγουρος πως ήταν εκεί…
Ξαφνικά δεν με αναγνώριζα, το παιδί είχε γεράσει. Το χαμόγελο είχε σβήσει! Στη θέση του γραμμές κι αυλακώσεις παντού και τα χέρια μου γινήκαν δάκτυλά μεγάλα, με παχιές  φλέβες που μόνο ο χρόνος μπορεί να τις σβήσει ή να τις μεγαλώσει.
Μα εγώ, το χρόνο τόσο καιρό τον κρατούσα στο χέρι μου, τον νόμιζα δικό μου. Τελικά εκείνος ήταν κάπου έξω από το ρολόι μου…
Ανάθεμά σε χρόνε με ξεγέλασες! Μου χάρισες μια εικόνα σου, μα τη ζωή σου την αφοσίωσες αλλού. Την ψυχή σου, την έδωσες στον ήλιο που έπαιρνε μορφές όσο κυλούσες κι έτρεχε να σε πιάσει μέρα νύχτα. Την ψυχή σου την δώρισες σε όλα τα δέντρα και τα λουλούδια να ζωντανεύουν την ζωή τους μέσα από την δική σου. Την ψυχή σου την χάρισες στα δάκρυα που έσταζαν στους ανθρώπους για τα όνειρά τους, για τα θέλω τους! Για την ζωή που έζησαν όταν σταμάτησαν να σε κυνηγούν και ξεκίνησαν να κυνηγούν την ζωή που έχασαν κυνηγώντας σε!
Ανάθεμά σε χρόνε κι εγώ που νόμιζα πως ήσουν δικός μου! Εσύ ανήκες μόνο στην ζωή έξω από εσένα! Ανήκες στην ζωή που δεν σε μετρούσε με τικ τακ, μα με βλέμματα, με αγγίγματα, με σε θέλω εδώ και τώρα, με μην τολμήσεις να φύγεις, με σ´αγαπώ, με αντίο, με συγγνώμη, με είμαι εδώ, με θέλω να σε ζήσω ζωή, να σε νιώσω μέχρι εκεί που δεν θα έχω άλλα συναισθήματα για να τα περιγράψω με λόγια αλλά μόνο με εσένα, με ζωή! Ζωή έξω από τον χρόνο!
Κάποτε αγαπούσα πολύ το χρόνο, τώρα αγαπώ τη ζωή έξω και πέρα από αυτόν!/skepseisselogia.gr/