Σάββατο, Ιανουαρίου 4

ΠΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ, ΕΛΛΗΝΟΠΟΙΕΙ ΤΟ ΞΕΝΟ ΓΑΛΑ


  ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΠΟΙΗΣΕΙΣ  ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΣ  ΚΑΙ ΤΟΥ… «ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ» ΓΙΑΟΥΡΤΙΟΥ.

του Ανδρέα Κλαυδιανού
«Στο πλαίσιο λειτουργίας της χώρας μας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) εσωτερική αγορά νοείται όλη η Ε.Ε. και τα αγαθά διακινούνται ελεύθερα. Η χρήση γάλακτος από άλλα κράτη- μέλη για τη μεταποίηση και παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων δεν αντίκειται στην εθνική και ενωσιακή νομοθεσία» (ΥπΑΑΤ)*
Η παραπάνω θέση του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥπΑΑΤ) αποτελεί καθαρή ομολογία της ελληνικής κυβέρνησης, ότι δεν υφίσταται θέμα ελέγχου
των ποσοτήτων του εισαγόμενου από την Ε.Ε. γάλακτος γιατί «τα αγαθά (εντός της Ε.Ε.) διακινούνται ελεύθερα». Το δε γάλα, μπορεί να προέρχεται από οποιοδήποτε κράτος-μέλος και να χρησιμοποιείται από οποιοδήποτε άλλο κράτος- μέλος για μεταποίηση ή παραγωγή προϊόντων ανεμπόδιστα και χωρίς κανένα νομικό κώλυμα. Είναι αυταπόδεικτο, ότι έτσι ωφελούνται οι χώρες της Β. Ευρώπης με τα μεγάλα αποθέματα και το φθηνότερο σε σχέση με την Ελλάδα κόστος παραγωγής. Οι όποιες δε δυνατότητες ανταγωνισμού από τους έλληνες παραγωγούς, όσο φιλότιμες προσπάθειες και αν καταβάλλουν, εξανεμίζονται όταν έρχεται το κράτος και με κάθε λογής άμεσους και έμμεσους φόρους ή άλλες μεθοδεύσεις τους αδειάζει το ταμείο.
Ο όρος «ελληνοποίηση» είναι αδιάφορος για το κράτος, γιατί όλη η ουσία της πολιτικής του είναι η «ελεύθερη διακίνηση των αγαθών» και η ευθυγράμμισή της με την πολιτική της Ε.Ε. Έτσι αδιαφορεί και στην ποσότητα των εισροών γάλακτος από την Ε.Ε. αφού στο ίδιο έγγραφο, καταγράφονται μόνο 115.909 τόνοι(**) εισαγόμενου αγελαδινού γάλακτος. Με ετήσια εγχώρια παραγωγή 600.000 τόνων περίπου και κατανάλωση 1,3 εκ. τόνων, αναζητούνται άλλοι 600.000 τόνοι. Οι αριθμοί αυτοί δείχνουν ότι, οι εισαγωγές αποκρύπτονται ή ότι οι έλεγχοι είναι υποτυπώδεις και για το θεαθήναι.
Ο όρος «ελληνοποίηση», βολεύει το κράτος γιατί μπορεί μεν να στοχοποιείται και να του καταλογίζονται ευθύνες για ελλιπείς ελέγχους, του δίνει όμως το άλλοθι να ρίχνει τις ευθύνες σε κάποιες «κακές» εταιρείες που κάνουν παράνομες εισαγωγές, και επιπλέον αρέσκεται  να ρίχνει στάχτυ στα μάτια του κόσμου ότι δήθεν αντιστέκεται.
Οι διάφοροι φορείς (παραγωγών, καταναλωτών κλπ) που διαμαρτύρονται για τις «ελληνοποιήσεις», αερολογούν, συζητούν χωρίς ουσία και περιεχόμενο, αν δεν τις συνδέουν με την ρίζα του προβλήματος που είναι ακριβώς η «ελεύθερη διακίνηση των αγαθών». Δηλαδή η κατάργηση των εθνικών συνόρων για το γάλα και για κάθε είδους αγαθό που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση, όπως συγκεκριμένα και εξειδικευμένα την εκφράζει η Ε.Ε. Επιβάλλεται έτσι η κατάργηση της «εθνικής» και η ισχύς της «ενωσιακής» (ή «παγκοσμιοποιητικής») νομοθεσίας οι οποίες δεν μπορούν να ταυτίζονται (όπως ισχυρίζεται το ΥπΑΑΤ), γιατί υπηρετούν αντικρουόμενα συμφέροντα υπονομεύοντας την εθνική παραγωγή.
Το γεγονός ότι οι «ελληνοποιήσεις» ή αλλιώς οι ανεξέλεγκτες εισαγωγές αγελαδινού γάλακτος, αφήνουν αδιάφορο το σφιχταγκαλιασμένο με τη παγκοσμιοποίηση ελληνικό κράτος, φαίνεται από την τροποποίηση του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών (ΚΤΠ) σχετικά με την παραγωγή «ελληνικού γιαουρτιού». Ενώ με βάση τον παλιό Κώδικα το γιαούρτι παρασκευάζεται από «νωπό γάλα», με τον νέο Κώδικα αφαιρείται ο όρος «νωπό» και στο εξής μπορεί το γιαούρτι να παρασκευάζεται από οποιουδήποτε τύπου «γάλα» (επεξεργασμένου σε υψηλές θερμοκρασίες, συμπυκνωμένου, σκονογάλακτος κλπ). Να διευκρινίσουμε εδώ ότι,  «νωπό νοείται το γάλα που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες… το οποίο δεν έχει θερμανθεί πέραν των 40ο C, ούτε έχει υποβληθεί σε επεξεργασία με ισοδύναμο αποτέλεσμα». (Άρθρο 79 ΚΤΠ).  Έτσι από τις 9 Αυγούστου του 2016 (ΦΕΚ 2457), το «ελληνικό γιαούρτι», μπορεί πλέον νόμιμα να παρασκευάζεται και από εισαγόμενο γάλα ή σκόνες αυτού. Έχουμε δηλαδή τον παραλογισμό να χαρακτηρίζεται ένα τρόφιμο (και όχι το οποιοδήποτε προϊόν) «ελληνικό», χωρίς το θεμελιώδες και μοναδικό υλικό παρασκευής του (το γάλα) να είναι ελληνικό. Το κράτος δηλαδή, νομιμοποιεί την «ελληνοποίηση» του ξένου γάλακτος με όχημα το γιαούρτι. Ομολογουμένως, αυτός είναι ένας ευφυέστατος τρόπος ξελασπώματος της Ε.Ε. από τα αποθέματα γάλακτος, βγαλμένος από την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, κατ’ απαίτηση των δανειστών, προαπαιτούμενο του 3ου μνημονίου, γιατί το ελληνικό γιαούρτι που αποτελεί την ναυαρχίδα των εξαγώγιμων προϊόντων αγελαδινού γάλακτος, έχει κατακτήσει μεγάλες και απαιτητικές αγορές όπως της Ιταλίας, της Γερμανίας, των ΗΠΑ κλπ. Μάλιστα είναι προϊόν πολλαπλάσιας προστιθέμενης αξίας σε σχέση με το γάλα.
Επιπλέον ο συγκεκριμένος τρόπος παρασκευής του ήταν αυτός που του έδινε την εξαιρετική ποιότητα η οποία τώρα νομιμοποιείται να υποβαθμιστεί, κινδυνεύοντας στο μέλλον να χάσει μερίδιο αγοράς, στον δε πληθυσμό να λανσάρεται ένα κατώτερης ποιότητας προϊόν, κατ’ ευφημισμό ελληνικό, ενώ πλήττεται η πολιτιστική κληρονομιά χώρας μας.
Πέραν όμως, της καθόλα νόμιμης πλέον, «ελληνοποίησης» του «ενωσιακού» γάλακτος μέσω του «ελληνικού γιαουρτιού», έχουμε και τις κρατικές διευκολύνσεις για την εισαγωγή παστεριωμένου «ενωσιακού» γάλακτος. Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου για την παράταση της ημερομηνίας λήξης του παστεριωμένου γάλακτος αναφέρεται: «Η ρύθμιση στοχεύει στην πλήρη ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία του σχετικού ενωσιακού δικαίου, και προβλέπεται να δώσει νέα ώθηση στην αγορά του παστεριωμένου γάλακτος, ενισχύοντας τις ροές εισαγωγών και εξαγωγών (sic!), μέσω της παροχής μεγαλύτερης χρονικής ευελιξίας στους παραγωγούς…». Ποιό ξεκάθαρα δεν γινόταν να μας πει η κυβέρνηση ότι η παράταση δόθηκε για να ευνοηθούν οι εισαγωγές γάλακτος στη χώρα. Αλλά και σε άλλη τοποθέτησή του το ΥπΑΑΤ είναι σαφές: «Σχετικά με τη ρύθμιση της εμπορικής διάρκειας ζωής του γάλακτος, αλλά και των λοιπών συστάσεων των εργαλειοθηκών του ΟΟΣΑ, αυτά υλοποιήθηκαν ως ‘’προαπαιτούμενα’’ στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης της χώρας μας με τους δανειστές της».(***). Συμπέρασμα: Για τις εθελόδουλες ελληνικές κυβερνήσεις δεν υπάρχει εθνική στρατηγική για την κτηνοτροφία. Υπάρχουν μόνο οι εντολές των δανειστών και η εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ.
Όταν το  Υπουργείο μιλάει για «μεγαλύτερη χρονική ευελιξία» και για «ρύθμιση της εμπορικής διάρκειας ζωής του γάλακτος» αναφέρεται στο υψηλής παστερίωσης (UHT) και χαμηλής βιολογικής αξίας γάλα. Ένα κράτος, που στοιχειωδώς σέβεται τους πολίτες του, στους οποίους μάλιστα οφείλει και την ύπαρξή του, θα τους συμβούλευε και θα τους ωθούσε στην κατανάλωση γάλακτος χαμηλής παστερίωσης και υψηλής βιολογικής αξίας. Αποδεικνύεται όμως, ότι για το ελληνικό κράτος προτεραιότητα έχουν οι πωλήσεις των αποθεμάτων γάλακτος της Ε.Ε.,  αδιαφορώντας για τη πρωτογενή παραγωγή της Ελλάδας και για την υγεία των Ελλήνων.
Στην αύξηση των εισαγωγών και «ελληνοποιήσεων» γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων συνετέλεσαν σημαντικά η ένταξη της όμορης Βουλγαρίας και της πολύ κοντινής (500 χιλ. από τα σύνορα) Ρουμανίας στην Ε.Ε. το έτος 2007.Είναι γνωστό ότι έκτοτε, πολλές ελληνικές επιχειρήσεις όλων των κλάδων δραστηριοποιούνται εκεί για φορολογικούς και άλλους οικονομικούς λόγους. Μία από τις μεγαλύτερες γαλακτοβιομηχανίες της χώρας, έχει τεράστια μονάδα στην κεντρική Ρουμανία σε απόσταση από τις Σέρρες όσο η Καλαμάτα. Ας θεωρήσουμε ως φανταστικό το σενάριο «αγωγού γάλακτος» Ρουμανίας – Ελλάδας και ας σταθούμε σε ένα φρέσκο έγγραφο της Ελληνικής Πρεσβείας στο Βουκουρέστι προς το ΥΠΕΞ και το ΥπΑΑΤ με ημερομηνία 22/3/19 (Α.Π.Φ.: 2090/577):
«Σε συνέχεια ανωτέρω σχετικών, σας γνωρίζουμε ότι κατόπιν έρευνας σε καταστήματα πώλησης τροφίμων και στις μεγαλύτερες αλυσίδες supermarket στη Ρουμανία, εντοπίσαμε 7 εταιρείες που παράγουν γιαούρτι με την ένδειξη ‘’ελληνικό’’ ή ‘’ελληνικού τύπου’’.                                                                                         Σε αυτές περιλαμβάνεται και η ελληνικών συμφερόντων εταιρεία Olympus που διαθέτει ιδιόκτητο εργοστάσιο στη περιοχή του Brasov και παράγει προϊόντα που διανέμονται στη τοπική αγορά με την επωνυμία ‘’Stragghisto’’ και ‘’ελληνικό γιαούρτι’’. Εάν δεχθούμε ότι ελληνικό γιαούρτι δύναται να χαρακτηρισθεί μόνο το γιαούρτι που παρασκευάζεται στην Ελλάδα, τότε θα πρέπει να ζητήσουμε και από την ελληνική εταιρεία να μετονομάσει τα προϊόντα της.                                      Επιπλέον, η Lidl εισάγει και διανέμει ‘’ελληνικό γιαούρτι’’, το οποίο παράγεται στη Πολωνία…                                                                                                                                 Θα πρέπει, πιστεύουμε, να εξεταστεί και το κατά πόσο οι μέθοδοι παραγωγής και οι χρησιμοποιούμενες πρώτες ύλες ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές του ελληνικού γιαουρτιού…»
Εκτός δηλαδή του «ελληνικού» γιαουρτιού του παραγόμενου στην Ελλάδα με ξένο γάλα, έχουμε το «ελληνικό» γιαούρτι το παραγόμενο στη Ρουμανία από ρουμάνικο γάλα και ελληνική εταιρεία, και το επίσης «ελληνικό» γιαούρτι το παραγόμενο στη Πολωνία για λογαριασμό γερμανικής εταιρείας. Στην «καναδοποίηση» και «νοτιοαφρικανοποίηση» της φέτας προστέθηκαν η «ελληνοποίηση» του ευρωενωσιακού γάλακτος, η «ρουμανοποίηση» και «πολωνοποίηση» του ελληνικού γιαουρτιού. Κοινός παρονομαστής όλων αυτών η παγκοσμιοποίηση.
Πρόκειται για ένα μπάχαλο, με το  κράτος  ανήμπορο και αδιάφορο για τους θησαυρούς της πατρίδας, να ζητιανεύει και να εκλιπαρεί τις «αγορές» για το μεγάλο φαγοπότι των επενδύσεων μέσω του ξεπουλήματος της χώρας. Πρόκειται για εγκληματικές πρακτικές του συνόλου της πολιτικής ηγεσίας, που έχει κάνει κλωτσοσκούφι διεθνώς καταξιωμένα εμπορικά προϊόντα με έντονα τα στοιχεία άϋλης πολιτιστικής κληρονομιάς. Κάποια στιγμή ο ελληνικός λαός πρέπει να απαιτήσει να μη του κλέβουν τη παράδοση, να διασφαλίσει τον πλούτο του, να προασπίσει τα σύνορά του, να εργαστεί για την ευημερία του.
                                                                                                        Σεπτέμβρης ‘19

 (*)/(***)Απάντηση του ΥπΑΑΤ σε σχετική ερώτηση στη Βουλή 16/5/16 Αρ. Πρωτ. 520
(**)Από τη ποσότητα αυτή, τους 87.114 τόνους (ποσοστό 75%) εισήγαγαν οι 4 μεγαλύτερες  γαλακτοβιομηχανίες (ΦΑΓΕ, FRIESLANDCAMPINA, ΔΕΛΤΑ, ΤΥΡΑΣ)