Κυριακή, Απριλίου 26

Πόσο ζυγίζει ένας νεκρός;

Πόσο ζυγίζει ένας νεκρός;
Όσο περνούν οι μέρες στην καραντίνα, τόσο αυξάνονται και οι παράδοξες, συχνά παράλογες σκέψεις. Στην προσπάθειά μου να βάλω τάξη στον τηλεοπτικό βομβαρδισμό των αριθμών, ο παραλογισμός βαθαίνει. Βρίσκω ότι τα μεγέθη των αριθμών δεν έχουν καμία αντιστοιχία με τη βαρύτητα που τους αναλογεί. Γιατί, πώς να ερμηνεύσω το γεγονός ότι δέκα χιλιάδες νεκροί Ευρωπαίοι ζυγίζουν πιο πολύ από δυο εκατομμύρια νεκρών στην Αφρική;
Το χελιδόνι Χθες το απόγευμα, περπατώντας σε ένα βραχώδες μονοπάτι δίπλα στη θάλασσα, αντίκρισα ένα νεκρό χελιδόνι πεσμένο στο έδαφος. Ήταν ξαπλωμένο ανάσκελα, με τα μικρά του πόδια μαζεμένα και τα φτερά του κλειστά. Το κεφάλι του είχε μια μικρή κλίση στο
πλάι, δίνοντας την εντύπωση ότι ξάπλωσε για να ξεκουραστεί. Αυθόρμητα έσκυψα να το πιάσω και να το σηκώσω στα χέρια μου, αλλά σταμάτησα, βέβαιος ότι το βάρος του ξεπερνούσε κατά πολύ τις δυνάμεις μου. Φυσούσε ένας κρύος βοριάς, αλλά δεν μπορούσα να ξεκολλήσω από τη θέση μου. Η εικόνα του νεκρού χελιδονιού με είχε συγκλονίσει. Αισθανόμουν υπεύθυνος για τον θάνατό του, αισθανόμουν ασήμαντος μπροστά στην προσπάθειά του να φτάσει ως εδώ, αισθανόμουν βαθιά λυπημένος. Μου ήταν αδύνατο να εξηγήσω λογικά την τόσο μεγάλη συντριβή μου, κι αμέσως ντράπηκα. Μα, πώς είναι δυνατόν να νιώθω συγκλονισμένος στη θέα ενός νεκρού χελιδονιού, τη στιγμή που καθημερινά πεθαίνουν χιλιάδες άνθρωποι από την πανδημία του κορονοϊού; Επέστρεψα στο σπίτι και κάθισα μπροστά στην τηλεόραση με στόχο να με ισορροπήσω. Τα νούμερα ήταν καταιγιστικά: Γραφικές παραστάσεις για τη διασπορά του ιού, γραφικές παραστάσεις για τον αριθμό των νεκρών, για τα νέα κρούσματα, για τις ανοδικές ή καθοδικές τάσεις της ασθένειας, συγκρίσεις μεταξύ των χωρών, στατιστικά, προβλέψεις. Δεν ένιωσα καμία συγκίνηση. Ήταν σαν οι αριθμοί και οι καμπύλες να θόλωναν την εικόνα που έπρεπε να δω. Τα συμπεράσματα και οι προτροπές των δημοσιογράφων, με την υπνωτιστική φράση «Μένουμε σπίτι…», με έκαναν να νιώσω ανόητος, ένοχος, υπόλογος, παράλογος. Στη συνέχεια, όταν μίλησαν οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης, οι επιδημιολόγοι και οι γιατροί, εκεί πια ένιωσα απόγνωση. Όχι τόσο για τη διασπορά του κορονοϊού, όσο για τη διασπορά του φόβου. Οι δημοσιογράφοι, σε αρμονική σύμπνοια με την εξουσία, και με ύφος διδακτικό, παρουσιάζουν την κρισιμότητα της κατάστασης, την αναγκαιότητα των αυστηρών περιοριστικών μέτρων, την ατομική ευθύνη των πολιτών, και καταλήγουν στους παππούδες και στις γιαγιάδες που κινδυνεύουν. Όλοι τους είναι αυστηρά συγκινημένοι, δίνοντας την αίσθηση ότι με το ζόρι συγκρατούν τα δάκρυά τους. Τι τους συγκινεί τόσο; Εγώ δεν νιώθω καμία συγκίνηση. Μάλλον αμηχανία και εκνευρισμό νιώθω, κι αν το επέτρεπα στον εαυτό μου, μεγάλο θυμό. Οι εικόνες αυτές, οι μεγαλοστομίες και μια δήθεν εθνική υπερηφάνεια ότι τα καταφέραμε, πιο πολύ μου θυμίζουν προεκλογική εκστρατεία, θρησκευτική προπαγάνδα ή διαφημιστική καμπάνια. Στα γλυκανάλατα ρεπορτάζ, όπου έγκλειστοι πολίτες χορεύουν και τραγουδούν, εγώ βλέπω μια εθνική ήττα καμουφλαρισμένη σε νίκη. Ο διάχυτος φόβος και η κατευθυνόμενη συναισθηματική φόρτιση μου δημιουργούν σύγχυση. Με φέρνουν σε προσωπικό αδιέξοδο. Θέτω στον εαυτό μου ξανά το ερώτημα: Είναι δυνατόν ένα νεκρό χελιδόνι να με συγκινεί περισσότερο από τα θύματα της πανδημίας; Όχι, και ταυτόχρονα ναι. Μια εσωτερική φωνή με κατηγορεί, με χαρακτηρίζει μισάνθρωπο. Δεν νιώθω μισάνθρωπος. Νιώθω εξαπατημένος. Αντιμέτωπος με μια παρωδία. Με μια καλοστημένη παράσταση. Χωρίς να καταλάβω πώς, καλούμαι να εκτελέσω έναν ρόλο προχειρογραμμένο και μελοδραματικό. Η άνοιξη Έξω απ’ το σπίτι, η άνοιξη απλώνεται σαν πολύχρωμο χαλί και μου θυμίζει ότι η ζωή πάλλεται και συνεχίζεται, πανίσχυρη, όμορφη, αδιάφορη. Στο βάθος, μια καμπάνα χτυπάει αργά, λυπητερά. Είναι μεγάλη Παρασκευή. Ο Χριστός είναι ξανά νεκρός. Ούτε γι’ αυτό αισθάνομαι συγκίνηση ή λύπη. Σαν να μην έχει βάρος ο νεκρός Χριστός. Ίσως γιατί ξέρω ότι είναι αναμάρτητος, ότι θα αναστηθεί και θα αναληφθεί στους ουρανούς. Έτσι όπως τον έχω στο νου μου σταυρωμένο, δείχνει ανάλαφρος, άσαρκος, αέρινος. Το πρόσωπό του μου θυμίζει τα οστεωμένα πρόσωπα των Ινδών αγροτών, που εξαπατημένοι από τις χημικές βιομηχανίες αυτοκτονούν κατά χιλιάδες, ανήμποροι να αντιμετωπίσουν τα χρέη που τους έχουν επιβληθεί. Κι αυτοί ανήκουν στην κατηγορία των ανάλαφρων νεκρών. Τριακόσιες χιλιάδες νεκροί με ανύπαρκτο για μας βάρος. Στη σκέψη μου, οι αριθμοί και οι βαρύτητες δεν βρίσκουν αντιστοιχία. Έχουμε παραγγείλει ένα κατσικάκι με τη συκωταριά του και θα πρέπει να το παραλάβουμε απ’ τον χασάπη. Για να γιορτάσουμε το Πάσχα. Ένα νεκρό, σφαγμένο κατσικάκι. Κάθε Πάσχα, στην Ελλάδα σφάζονται γύρω στα δυο εκατομμύρια αιγοπρόβατα. Έχοντας πια παγιδευτεί στο παιχνίδι των αριθμών, αρχίζω αμέσως τους υπολογισμούς: δυο εκατομμύρια ζώα επί οχτώ περίπου κιλά το καθένα, μας κάνει δεκαέξι εκατομμύρια κιλά. Πόσο με βαραίνει το βάρος αυτό; Καθόλου. Πιο πολύ με βαραίνει ο θάνατος του σκύλου μας που πέθανε από καλααζάρ. Φαντάζομαι τον αποτροπιασμό, εάν κάποιος έσφαζε και σούβλιζε έναν σκύλο. Θα περνούσε από δίκη. Οι ειδήσεις θα τον χαρακτήριζαν απάνθρωπο τέρας. Όχι όταν κάνει το ίδιο με ένα κατσίκι, ένα αρνί, ένα μοσχάρι, μια κότα. Κι εδώ, η ζυγαριά δεν είναι αξιόπιστη. Η σύγχυσή μου μεγαλώνει. Έχω παρασυρθεί στη σαγήνη των αριθμών και στη δύνη του παραλόγου. Αδύνατον να ζυγίσω τα πράγματα, να βρω τη λογική του βάρους ενός νεκρού. Γιατί ένα νεκρό σκυλί έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από ένα νεκρό κατσίκι; Γιατί ένας Ινδός που αυτοκτονεί δεν αγγίζει καν τη ζυγαριά των συναισθημάτων μας; Είναι γιατί έτσι έχουμε προγραμματίσει το μυαλό μας, και ουδεμία σχέση έχει με την αξία ενός ζωντανού; Δεν βρίσκω απάντηση. Το μυαλό μου φαίνεται να έχει τακτοποιημένα και ιεραρχημένα δεδομένα για το τι με συγκινεί και τι όχι, για το τι έχει αξία και τι όχι. Άγνωστες αλλά καλά ριζωμένες πεποιθήσεις, αξιολογούν και καθορίζουν. Τα θύματα του κορονοϊού, παγκοσμίως, έχουν ξεπεράσει τις εκατόν ογδόντα χιλιάδες. Τα κρούσματα φτάνουν τα δυόμιση εκατομμύρια. Τα νούμερα και οι εικόνες, κάθε μέρα και πιο δραματικές: Νοσοκομεία ασφυκτικά γεμάτα, απελπισμένοι γιατροί, ασθενείς που χαροπαλεύουν, συγγενείς σε απόγνωση. Και οι σωροί των πτωμάτων. Μαζικοί τάφοι. Η οικονομία καταρρέει. Η ανθρωπότητα αδυνατεί να κατανοήσει τους αριθμούς της. Η ανθρωπότητα παραπαίει. Σταμάτησε άραγε ποτέ η ανθρωπότητα να παραπαίει; Σταμάτησε η ανθρωπότητα ποτέ να παραπλανά τον εαυτό της, να παραχαράζει την οικονομία της, να πλαστογραφεί τα δεδομένα της, να καταστρέφει το περιβάλλον της; Σταμάτησε ποτέ να ξεχνά; Οι αριθμοί Επιμένω. Θέλω να βάλω σε τάξη τους αριθμούς και τα βάρη. Σαράντα χιλιάδες νεκροί Ευρωπαίοι είναι μάλλον ισόβαροι με σαράντα χιλιάδες νεκρούς Αμερικανούς, αλλά σαφώς βαρύτεροι από σαράντα χιλιάδες νεκρούς Κινέζους. Οι γιαπωνέζοι έχουν, αισθάνομαι, λίγο μεγαλύτερο βάρος από τους Κινέζους και τους υπόλοιπους Ασιάτες. Αν έρθουμε στην Αφρική, εκεί οι βαρύτητες αλλάζουν δραματικά. Πεντακόσιες χιλιάδες νεκρά παιδιά από την πείνα, μια διαχρονική και σιωπηρή πραγματικότητα, έχουν κατά πολύ μικρότερο βάρος από πέντε αντίστοιχα παιδιά που θα πέθαιναν από την πείνα στη χώρα μας ή σε κάποια άλλη χώρα της Ευρώπης. Τα παιδιά της Αφρικής έχουν κι αυτά την ελαφρότητα του Χριστού. Όσο κι αν προσπαθώ, στο ζύγι του μυαλού μου δεν αισθάνομαι κανένα ιδιαίτερο βάρος γι’ αυτά τα παιδιά. Όπως και για το βάρος των τριάντα εκατομμυρίων νεκρών από τον ιό του aids. Όσο δε για το βάρος των εβδομήντα δισεκατομμυρίων ζώων που σφαγιάζονται για τροφή κάθε χρόνο στον πλανήτη, αυτό είναι ανύπαρκτο, σχεδόν ανυπόστατο. Τα νεκρά αυτά ζώα είναι συνυφασμένα με την τροφή μας, ή μάλλον με την απόλαυση της τροφής. Όπως το κατσικάκι που θα φάω, πιστός σε ένα έθιμο, σε μια ιεροτελεστία, σε ένα ακόμη φαγοπότι. Τι είδους διήθηση είναι αυτή; Ποιο φίλτρο μπορεί να είναι τόσο αποτελεσματικό ώστε οι νεκροί, είτε αυτοί είναι άνθρωποι, είτε είναι κατσίκια, εάν βρίσκονται σε λάθος σημείο του μυαλού να χάνουν το βάρος τους; Και γιατί το νεκρό χελιδόνι που είδα στο μονοπάτι έχει τόσο μεγάλο βάρος; Μήπως το χελιδόνι, άθελά του, εκπροσωπεί όλους τους αβαρείς νεκρούς του πλανήτη, οι οποίοι, κάτω από μια διαφορετική θεώρηση, αποκτούν ένα δυσβάστακτο, ασήκωτο βάρος; Ο ιός Ο κορονοϊός κατάφερε να φέρει τον θάνατο στην πόρτα μας. Με τη μεγαλύτερη ευκολία, εισχώρησε στις πόλεις μας, στα σπίτια μας και στις δουλειές μας, με στόχο το σώμα μας. Εκεί βρίσκει τις κατάλληλες γι’ αυτόν συνθήκες. Εκεί θα πολλαπλασιαστεί, εκεί θα μεταλλαχθεί, εκεί θα κάνει τον κύκλο του. Μερικές φορές κόβοντας την ανάσα και κατασπαταλώντας το σώμα που τον φιλοξένησε. Τον αποκαλούμε εχθρό και λέμε ότι μας επιτίθεται, αλλά δεν είναι αλήθεια. Ο κορονοϊός, και ο κάθε ιός, δεν συμπεριφέρεται εχθρικά, ούτε άσπλαχνα. Είναι ένα απαραίτητο στοιχείο στο πολύπλοκο και πολύμορφο βιολογικό σύστημα, και παίζει έναν ουσιαστικό ρόλο στην ύπαρξη και την ποικιλομορφία της ζωής. Σε αντίθεση με τον άνθρωπο, δεν κάνει διακρίσεις, ούτε ζυγίζει το βάρος των νεκρών. Ο κορονοϊός μας φέρνει σε επαφή με τη μνήμη. Μας πιέζει να δούμε τη συνολική εικόνα των νεκρών και να αισθανθούμε το πραγματικό τους βάρος, χωρίς την άδικη ιεράρχηση που αυτόματα κάνουμε. Επαναφέρει την αληθινή βαρύτητα των πραγμάτων και όχι την εγκεφαλική που έχουμε εξασκηθεί να τους δίνουμε. Σβήνω από το νου μου τους αριθμούς, και μένω με τη γεύση της κατάστασης που ζούμε. Θέλω να νιώσω το βάρος της, όσο μεγάλο κι αν είναι. Δεν θέλω να δώσω ερμηνείες, να βρω εξηγήσεις. Οι ερμηνείες βάζουν τα πράγματα στην άκρη, τα τακτοποιούν στα ράφια της αδιαφορίας, τα κρύβουν πίσω από τις άμυνες που έχουμε αναπτύξει για να αντέχουμε αυτά που μας ξεπερνούν. Είμαστε ευφυείς. Για όλα τα πράγματα βρίσκουμε απαντήσεις: κοινωνικές, πολιτικές, φιλοσοφικές, ψυχολογικές. Οι ερμηνείες όμως, αισθάνομαι να με κρατούν πάνω και έξω από τα πράγματα, να με προστατεύουν. Να δημιουργούν μια κρούστα αποστασιοποίησης που καταλήγει να γίνεται λήθη. Οι ερμηνείες μου μαθαίνουν να κλέβω στο ζύγι. Μου στερούν την ενσυναίσθηση και δεν μπορώ να διακρίνω τις βαρύτητες. Προτιμώ, γι’ αυτό, να μείνω με το κενό, με την απορία να πλανάται πάνω απ’ το κεφάλι μου, να εισχωρεί μέσα μου και να μου τρυπάει το στομάχι. Προτιμώ να είμαι σε επαφή με αυτή τη μαύρη τρύπα της ύπαρξης, η οποία έχει συσσωρεύσει όλους τους αβαρείς νεκρούς, γι’ αυτό και το βάρος της είναι ανυπολόγιστο. Αυτό το βάρος που ένιωσα σε μιαν ανύποπτη στιγμή, αντικρίζοντας το νεκρό χελιδόνι. * σκηνοθέτης και συγγραφέας.efsyn.gr