Τετάρτη, Ιουλίου 15

Οι τρεις μεγάλες πληγές της Ελλάδας

freepen.gr
Η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει μόνο τα προβλήματα της οικονομίας διεθνώς αλλά, επί πλέον, τα πολύ μεγαλύτερα δικά της που υπήρχαν πριν από την κρίση – όπως είναι το λανθασμένο οικονομικό της μοντέλο, ο αποψιλωμένος παραγωγικός της ιστός, το θηριώδες δημόσιο χρέος, το ασύλληπτο κόκκινο ιδιωτικό, οι χρεοκοπημένες τράπεζες κλπ. Ουσιαστικά λοιπόν μοιάζει με μία επιχείρηση-ζόμπι που ευρισκόταν πριν από τον COVID-19 σε καθοδική πορεία, ανίκανη να αναπτυχθεί, υπερχρεωμένη και αφερέγγυα – γεγονός που σημαίνει πως θα ανήκε
σε αυτές που δεν θα έπρεπε να διασωθούν, αφού θα ήταν σαν να βάζεις νερό σε έναν κουβά γεμάτο τρύπες, έχοντας την ελπίδα πως το νερό δεν θα συμπεριφερθεί φυσιολογικά και θα γεμίσει τον κουβά. Επομένως, χωρίς τη διαγραφή (=πάγωμα στο διηνεκές) ενός μεγάλου μέρους του δημοσίου και ιδιωτικού της χρέους, την άμεση αλλαγή του οικονομικού της μοντέλου έτσι ώστε να αρχίσει να παράγει ξανά πλούτο, το κλείσιμο των τραπεζών με το άνοιγμα νέων, τις εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης των βιώσιμων επιχειρήσεων κοκ., η χώρα μας είναι καταδικασμένη να βαδίζει από το κακό στο χειρότερο – ενώ, εάν προσθέσει κανείς τις δύο άλλες μεγάλες πληγές, τα εθνικά και το μεταναστευτικό, θα κατανοήσει την ακόμη μεγαλύτερη κρισιμότητα της κατάστασης μας. Απαιτούνται λοιπόν σκληρές και επώδυνες αποφάσεις, με στόχο τη θεραπεία και των τριών – όχι τα συνήθη ευχολόγια που υιοθετεί η κυβέρνηση, με μία θεατρινίστικη αισιοδοξία που δεν τεκμηριώνεται από τίποτα.

Από: analyst.gr

Ανάλυση


Επειδή δεν καταλαβαίνουμε την αισιοδοξία της κυβέρνησης, κατανοώντας από την άλλη πλευρά τις θριαμβολογίες των ΜΜΕ, αφού τροφοδοτήθηκαν με μεγάλα διαφημιστικά ποσά (πίνακας), ανεύθυνα από τα χρήματα των φορολογουμένων Ελλήνων, ενώ θεωρούμε πως είναι έγκλημα να συμπεριφέρεται κανείς ως αιθεροβάμων ειδικά αυτήν την εποχή, θα παραμείνουμε στα εξής τρία θηριώδη προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα:

(α) Εθνικά: Εν προκειμένω, οι προκλήσεις της Τουρκίας έχουν μετατραπεί από καιρό τώρα σε διεκδικήσεις, αφενός μεν λόγω των τεράστιων οικονομικών της προβλημάτων που θα επιδεινωθούν κατακόρυφα από την πτώση των τουριστικών της εσόδων, αφετέρου εξαιτίας της αδύναμης θέσης της Ελλάδας που μειώνει συνεχώς τις αμυντικές της δαπάνες τα τελευταία δέκα χρόνια, ενώ είναι χρεοκοπημένη.


Η πρόσφατη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, η εμπλοκή της στη Θράκη δήθεν για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων της τουρκικής μειοψηφίας, ο βίαιος εποικισμός των νησιών μας με παράνομους μετανάστες, η απαίτηση συνεκμετάλλευσης του ορυκτού μας πλούτου στο Αιγαίο με τη διενέργεια γεωτρήσεων με δικά της μέσα, η συμφωνία ΑΟΖ με τη Λιβύη, οι κινήσεις της στην Κύπρο κοκ. δεν είναι μόνο ανησυχητικές, αλλά εξαιρετικά επικίνδυνες – μεταξύ άλλων ως αποτέλεσμα της πολιτικής του κατευνασμού της κυβέρνησης μας απέναντι της, η οποία υποδηλώνει την αδυναμία προστασίας της εθνικής μας κυριαρχίας.

(β) Μεταναστευτικό: Το συγκεκριμένο θέμα ασφαλώς δεν έχει καμία ρατσιστική χροιά, ενώ φυσικά δεν συμπεριλαμβάνει τους νόμιμους μετανάστες – αλλά τους παράνομους που χρησιμοποιούνται ως όπλο εισβολής της Τουρκίας, ενώ επιβαρύνουν οικονομικά τη χώρα μας με το κόστος της φροντίδας τους, σε μία πολύ δύσκολη χρονική συγκυρία. Εκτός αυτού, ο πολύ μεγάλος αριθμός τους αλλοιώνει την κοινωνία μας – μειώνοντας ταυτόχρονα τις θέσεις εργασίας των Ελλήνων και τους μισθούς τους.

Όταν δε αντιληφθούν πως η πρόσβαση τους στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν πρόκειται να τους επιτραπεί ποτέ, ενώ θα σταματήσει η οικονομική στήριξη που τους προσφέρεται από τις ΜΚΟ ή/και από το κράτος μας, θα συμπεριφερθούν ανάλογα με τις άλλες χώρες, όπως στη Σουηδία, στο Βέλγιο, στη Γαλλία κλπ. – θα δημιουργήσουν δηλαδή γκέτο και συμμορίες για να επιβιώσουν, οπότε θα εκτοξευθεί η εγκληματικότητα στα ύψη που θα έχει επίσης κόστος αστυνόμευσης για την Ελλάδα.

(γ) Οικονομία: Ξεκινώντας από αυτά που συμβαίνουν διεθνώς, σύμφωνα με τον J. Stieglitz, στην αρχή της κρίσης του COVID-19 όλοι περίμεναν μία ανάκαμψη τύπου V – δηλαδή μία περιορισμένη ύφεση που θα την ακολουθούσε μία ραγδαία ή έστω ανάλογη ανάπτυξη. Πως η οικονομία, μετά από ένα μικρό διάλλειμα δύο μηνών, κατά τη διάρκεια του οποίου θα στηριζόταν με μεγάλα ποσά από τα κράτη, θα θεραπευόταν – συνεχίζοντας από εκεί που βρισκόταν πριν από την κρίση.

Εν τω μεταξύ όμως φτάσαμε στον Ιούλιο, συνειδητοποιώντας πως η ανάκαμψη τύπου V ήταν απλά ένα ευχολόγιο – αφού η εξέλιξη της οικονομίας μετά την πανδημία που κανένας δεν γνωρίζει εάν θα υπάρξει ένα δεύτερο και τρίτο κύμα, ήταν το λιγότερο αναιμική. Το γεγονός αυτό δεν αφορά μόνο χώρες που απέτυχαν παταγωδώς στη διαχείριση του COVID-19, όπως οι Η.Π.Α., αλλά επί πλέον εκείνες που τα κατάφεραν – ενώ το ΔΝΤ προβλέπει πως η οικονομία στα τέλη του 2021 δύσκολα θα φτάσει στα επίπεδα του 2019, μειωμένη κατά 4% σε περιοχές όπως η Ευρώπη και οι Η.Π.Α. (πηγή). Όσον αφορά δε τις σημερινές οικονομικές προοπτικές, οφείλει κανείς να τις εξετάσει σε διάφορα επίπεδα.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τη μακροοικονομία, οι δαπάνες των αποδυναμωμένων από την πανδημία ισολογισμών των επιχειρήσεων και των οικογενειακών προϋπολογισμών των νοικοκυριών, θα μειωθούν σημαντικά – ενώ θα υπάρξει ένα κύμα χρεοκοπιών που θα «κάψει» πολλά από υφιστάμενα πάγια κεφάλαια (για παράδειγμα, τα μηχανήματα μίας εταιρίας που κλείνει αχρηστεύονται, με την έννοια πως παύουν να λειτουργούν και να παράγουν), μεταξύ άλλων λόγω της ανασφάλειας για την εξέλιξη της πανδημίας και για τις δυνατότητες αντίδρασης της πολιτικής.

Από την άλλη πλευρά, με κριτήριο τη μικροοικονομία, ο ιός λειτουργεί ως ένα κατευθυντήριο «πηδάλιο», όσον αφορά τις δραστηριότητες που απαιτούν ή/και προϋποθέτουν στενή ανθρώπινη αλληλεπίδραση – πως δηλαδή θα πυροδοτηθούν μεγάλες αλλαγές στα πρότυπα κατανάλωσης και παραγωγής, γεγονός που θα επιφέρει με τη σειρά του ευρείες διαρθρωτικές διαφοροποιήσεις.

Την ίδια στιγμή, η οικονομική θεωρία και η ιστορία μας διδάσκουν ότι, οι αγορές δεν είναι από μόνες τους ικανές να διαχειρισθούν τέτοιες αλλαγές – ειδικά τόσο ξαφνικές, μεγάλες και απότομες όπως οι σημερινές. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει κανένας τρόπος να μετατρέψει κανείς το προσωπικό των αερογραμμών σε τεχνικούς τηλεοράσεων – έτσι ώστε να έχουν μία άλλη θέση εργασίας, μετά την αναγκαστική απόλυση τους. Ακόμη όμως και να υπήρχε, οι κλάδοι που σήμερα συνεχίζουν να λειτουργούν και να αναπτύσσονται, είναι πολύ λιγότερο εντάσεως εργασίας και πολύ περισσότερο υψηλών δεξιοτήτων, από αυτούς που αντικαθιστούν – απαιτούν δηλαδή λιγότερους εργαζομένους και σχεδόν καθόλου ανειδίκευτους.

Τέλος οι αποφάσεις της πολιτικής εντείνουν το πρόβλημα – όπως η αντικατάσταση του λιγνίτη από την πράσινη ενέργεια, όπου οι ανεμογεννήτριες και τα φωτοβολταϊκά απαιτούν λιγότερο και πολύ πιο εξειδικευμένο εργατικό προσωπικό, αυξάνοντας σημαντικά την ανεργία.

Επί πλέον γνωρίζουμε ότι, οι ευρείες διαρθρωτικές αλλαγές έχουν την τάση να δημιουργούν ένα παραδοσιακό κεϋνσιανό πρόβλημα – κάτι που οφείλεται σε αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «αποτέλεσμα των (χαμένων) εισοδημάτων και της υποκατάστασης τους». Ακόμη δε και όταν αναπτύσσονται κλάδοι που δεν υπάρχει καμία ανθρώπινη αλληλεπίδραση, γεγονός που αντικατοπτρίζει μία αύξηση στη σχετική ελκυστικότητα τους, η άνοδος των δαπανών που συνδέονται μαζί τους (=όταν αυξάνονται τα εισοδήματα κλιμακώνεται η κατανάλωση), δεν αντισταθμίζει τη μείωση των δαπανών και άρα της κατανάλωσης των τομέων που συρρικνώνονται.

Εκτός αυτού, στην περίπτωση της πανδημίας έχουμε ένα ακόμη αποτέλεσμα, προσθετικό στα βουνά των χρεών που έχουν συσσωρευτεί: την αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων που είχαν ήδη κορυφωθεί, μεταξύ άλλων μετά την κρίση του 2008 και την πολιτική των κεντρικών τραπεζών. Ειδικότερα, επειδή οι μηχανές δεν μολύνονται από τον ιό, είναι πιο ελκυστικές εκ μέρους των εργοδοτών από τους ανθρώπους – κάτι που συμβαίνει κυρίως σε κλάδους που συρρικνώνονται και οι οποίοι συνήθως απασχολούν περισσότερους ανειδίκευτους εργαζομένους, όπως στη μαζική εστίαση ή στα ξενοδοχεία που τοποθετούνται ήδη ρομπότ.

Επειδή τώρα οι αδύναμες εισοδηματικά ομάδες δαπανούν ένα μεγαλύτερο μέρος των εσόδων τους για την αγορά βασικών αγαθών, σε σχέση με τις πλουσιότερες, η κάθε αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων λόγω και του αυτοματισμού έχει περιοριστικές συνέπειες – μειώνει δηλαδή την κατανάλωση, οπότε τις επενδύσεις, το ΑΕΠ, τα έσοδα του δημοσίου κλπ.

Τα υπόλοιπα προβλήματα


Περαιτέρω, υπάρχουν ακόμη οι εξής δύο λόγοι που εντείνουν τον πεσιμισμό διεθνώς – σε πλήρη αντίθεση με την αιθεροβάμονα αισιοδοξία της ελληνικής κυβέρνησης που μάλλον έχει χάσει την επαφή της με την πραγματικότητα, πιστεύοντας πιθανότατα στο μύθο πως η οικονομία είναι κατά το ήμισυ αισιοδοξία:

(1) Η νομισματική πολιτική μπορεί μεν να βοηθήσει ορισμένες επιχειρήσεις ή/και κράτη να αντιμετωπίσουν μία προσωρινή στενότητα ρευστότητας, όπως συνέβη κατά τη Μεγάλη Ύφεση του 2008, αλλά δεν είναι σε θέση να επιλύσει προβλήματα φερεγγυότητας, όπως αυτά που ασφαλώς έχει η Ελλάδα – ενώ δεν μπορεί να ενισχύσει το ρυθμό ανάπτυξης, λόγω των ήδη μηδενικών επιτοκίων.

(2) Σε πολλές περιοχές του πλανήτη, μεταξύ των οποίων στην ΕΕ λόγω της Γερμανίας κυρίως, υπάρχουν «συντηρητικές» αντιρρήσεις, όσον αφορά τα υψηλά επίπεδα των δημοσίων χρεών και των ελλειμμάτων – οι οποίες αποτελούν εμπόδιο στην υιοθέτηση των απαραίτητων δημοσιονομικών μέτρων τύπου Keynes.

Εν τούτοις αυτές οι χώρες, κυρίως οι Η.Π.Α. και οι ίδιες κυβερνήσεις τους, ήταν πρόθυμες στο παρελθόν να μειώσουν τους φόρους για δισεκατομμυριούχους και πολυεθνικές εταιρείες, όπως συνέβη το 2008 με τη διάσωση των επιχειρήσεων της Wall Street – ή στην Ελλάδα των τραπεζών που ενώ στηρίχθηκαν με πάνω από 60 δις €, στη συνέχεια αφελληνίσθηκαν συνεχίζοντας να απομυζούν τους Έλληνες. Μεταξύ άλλων με τις θηριώδεις προμήθειες που χρεώνουν (πηγή), με το πρόγραμμα Ηρακλής που δρομολογείται (ανάλυση), καθώς επίσης με την απάτη του «Hive Down» (πηγή) – όταν την ίδια στιγμή δεν δανείζουν την πραγματική οικονομία και πλειστηριάζουν τα σπίτια των Πολιτών.

Αντίθετα, η Ισλανδία έκλεισε τις τράπεζες το 2008 και φυλάκισε τους υπευθύνους της χρεοκοπίας τους – τεκμηριώνοντας πως ασφαλώς υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις, αρκεί να μην ψηφίζουν οι Πολίτες ενδοτικές ή/και ανίκανες κυβερνήσεις. Με απλά λόγια, υπάρχουν χρήματα για τέτοιου είδους κρατικές «βοήθειες», αλλά όχι για τη στήριξη των ανέργων, για την Υγεία ή για την επιδότηση των αδύναμων εισοδηματικών ομάδων – με ευθύνη όμως όχι μόνο των κυβερνήσεων, αλλά και αυτών που τις εκλέγουν, ισχυριζόμενοι συνήθως πως είναι θύματα χειραγώγησης, σαν να πρόκειται για ανήλικα παιδιά.

Συνεχίζοντας, οι βραχυπρόθεσμες προτεραιότητες είναι σαφείς από το ξεκίνημα της κρίσης – ενώ το πλέον εμφανές είναι το ότι, θα πρέπει να αντιμετωπισθεί η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης του συστήματος υγείας, το οποίο καταστράφηκε τα τελευταία χρόνια από τα άμεσα ή έμμεσα μνημόνια στη νότια Ευρώπη και αλλού. Δηλαδή η ύπαρξη προστατευτικής ενδυμασίας για το νοσοκομειακό προσωπικό, επαρκών μονάδων ειδικής θεραπείας (ΜΕΘ) στα νοσοκομεία κοκ. – επειδή, χωρίς την ανάσχεση του ιού, δεν μπορεί να υπάρξει καμία οικονομική ανάκαμψη.

Επί πλέον χρειάζεται η λήψη μέτρων για την προστασία των πλέον αδύναμων και η παροχή ρευστότητας για να εμποδιστούν οι μη αναγκαίες χρεοκοπίες επιχειρήσεων, καθώς επίσης για να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας στους κλάδους που έχουν πληγεί – ενέργειες που είναι απαραίτητες, για να διασφαλισθεί η επιστροφή της οικονομίας στην ανάπτυξη.

Όμως, ακόμη και αν ληφθούν αυτά τα προφανή μέτρα, χρειάζονται σκληρές αποφάσεις – για παράδειγμα, δεν πρέπει να διασωθούν εκείνες οι επιχειρήσεις, όπως του παραδοσιακού λιανεμπορίου, που ευρισκόταν ήδη σε φθίνουσα πορεία ή/και υπερχρεωμένες, αδύναμες να επιβιώσουν από τέτοιες κρίσεις. Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε θα δημιουργηθούν εταιρίες-ζόμπι, όπως είναι οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες, με αποτέλεσμα να περιορισθεί η δυναμική της ανάπτυξης – γεγονός που σημαίνει πως στην περίπτωση των Η.Π.Α. και όχι μόνο, η απόφαση της Fed (πηγή) να αγοράσει ομόλογα σκουπίδια ήταν πιθανότατα μεγάλο λάθος.

Επίλογος


Η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει μόνο τα παραπάνω προβλήματα της οικονομίας διεθνώς αλλά, επί πλέον, τα πολύ μεγαλύτερα δικά της που υπήρχαν πριν από την κρίση – όπως είναι το λανθασμένο οικονομικό της μοντέλο, ο αποψιλωμένος παραγωγικός της ιστός, το θηριώδες δημόσιο χρέος, το ασύλληπτο κόκκινο ιδιωτικό, οι χρεοκοπημένες τράπεζες κλπ.

Ουσιαστικά λοιπόν μοιάζει με μία επιχείρηση-ζόμπι που ευρισκόταν πριν από τον COVID-19 σε καθοδική πορεία, ανίκανη να αναπτυχθεί, υπερχρεωμένη και αφερέγγυα – γεγονός που σημαίνει πως θα ανήκε σε αυτές που δεν θα έπρεπε να διασωθούν, αφού θα ήταν σαν να βάζεις νερό σε έναν κουβά γεμάτο τρύπες, έχοντας την ελπίδα πως το νερό δεν θα συμπεριφερθεί φυσιολογικά και θα γεμίσει τον κουβά.

Επομένως, χωρίς τη διαγραφή (=πάγωμα στο διηνεκές) ενός μεγάλου μέρους του δημοσίου και ιδιωτικού της χρέους, την άμεση αλλαγή του οικονομικού της μοντέλου έτσι ώστε να αρχίσει να παράγει ξανά πλούτο, το κλείσιμο των τραπεζών με το άνοιγμα νέων, τις εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης των βιώσιμων επιχειρήσεων κοκ., η χώρα μας είναι καταδικασμένη να βαδίζει από το κακό στο χειρότερο – ενώ, εάν προσθέσει κανείς τις δύο άλλες εστίες πυρκαγιάς, τα εθνικά και το μεταναστευτικό, θα κατανοήσει την ακόμη μεγαλύτερη κρισιμότητα της κατάστασης μας. Απαιτούνται λοιπόν σκληρές και επώδυνες αποφάσεις, με στόχο τη θεραπεία και των τριών πληγών – όχι τα συνήθη ευχολόγια που υιοθετεί η κυβέρνηση, με μία θεατρινίστικη αισιοδοξία που δεν τεκμηριώνεται από τίποτα.
https://www.printfriendly.com/p/g/WRCxkW