Τρίτη, Αυγούστου 18

Από τον 25ος -32Ος μεσημβρινός; Όλα γκρίζα, δηλαδή τουρκικά


Του ΡΟΥΝΤΙ ΡΙΝΑΛΝΤΙ

Ο πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογαν μπροστά από τον επίμαχο χάρτη. Φωτογραφία Τουρκική Προεδρία

Oι πρόσφατες προκλήσεις της Άγκυρας με το Oruc Reis και τα πολεμικά που το συνοδεύουν στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, μαζί με τις ασκήσεις στο κεντρικό Αιγαίο, δεν μπορούν να ερμηνευτούν έξω από τους στρατηγικούς στόχους που έχει θέσει και υλοποιεί με ζήλο η ερντογανική Τουρκία. Ο σκοπός, προφανής. Να καταστεί μεγάλη περιφερειακή δύναμη με επιρροή που θα ξεπερνά την στενή εμβέλεια της περιφέρειας στην οποία βρίσκεται. Η Τουρκία σκοπεύει να γίνει μεγάλη δύναμη πλάι στις κλασικές μεγάλες δυνάμεις.
Απέναντι στην Ελλάδα, ο άμεσος στόχος είναι το γκριζάρισμα της ελληνικής κυριαρχίας από τον 25ο έως τον 32ο Μεσημβρινό. Ό,τι βρίσκεται εντός των δύο αυτών κάθετων ορίων, αμφισβητείται έμπρακτα, συνεχώς, με διάρκεια και μεθοδικότητα. Με σκοπό να μετατραπεί σε τουρκική κρατική επικράτεια, δια της απειλής ή της χρήσης όπλων και διά της κατάκτησης. Όποιος δεν το κατανοεί, απλώς ζει σε άλλο κόσμο και θέλει να ξεγελιέται με διάφορα «ανέκδοτα».
Το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» οδηγεί την Τουρκία στο να καταστεί μεγάλη ναυτική δύναμη, να θελήσει να «καταπιεί» την ελληνική επικράτεια σε μεγάλο βαθμό, να εγκλωβίσει και περικυκλώσει την Κύπρο μέχρι να την κατακτήσει πλήρως, να απλωθεί σε ολόκληρη την ακτή της Μ. Ανατολής και της Β. Αφρικής, να αποκτήσει στρατιωτικές βάσεις σε μια σειρά αφρικανικές χώρες. Παράλληλα, αξιοποιώντας μουσουλμανικούς πληθυσμούς, να συνεχίσει τη διείσδυση στα Βαλκάνια. Τέλος, με όπλο το προσφυγικό, να εκβιάζει τους Ευρωπαίους για χρήματα και ειδική εύνοια στους άμεσους σχεδιασμούς της στην περιοχή της ΝΑ Μεσογείου.
Είναι ένα ζήτημα αν το σχέδιο είναι φιλόδοξο και αν θα μπορέσει να τα πετύχει όλα αυτά η Τουρκία, και είναι διαφορετικό ζήτημα ποια είναι η εφαρμοζόμενη πολιτική της. Αυτή είναι συγκεκριμένη, είναι επεκτατική και κατακτητική απέναντι σε άλλες χώρες της περιοχής, επιθετική και αυθάδης απέναντι σε γειτονικά κράτη και διεθνή σύμφωνα. Η Συρία, οι Κούρδοι, η Λιβύη και η Ελλάδα, ζουν τις συνέπειες μιας παρατεταμένης στρατιωτικής και διπλωματικής πίεσης, αντιμετωπίζουν τις άμεσες επιδιώξεις του τούρκικου επεκτατισμού. Για να μην μιλήσουμε για το εσωτερικό καθεστώς στην Τουρκία…
Η Άγκυρα υλοποιεί τον σχεδιασμό της
Επομένως, τούτες τις μέρες ζούμε την υλοποίηση μέρους του σχεδιασμού της Άγκυρας, και συγκεκριμένα του γενικού γκριζαρίσματος της ελληνικής κυριαρχίας από τον 25ο έως τον 32ο Μεσημβρινό. Η άσκηση που διενεργεί με πραγματικά πυρά στη μέση του Αιγαίου –όπως πολύ αποκαλυπτικά περιγράφει η Κύρα Αδάμ σε πρόσφατο άρθρο της που αναδημοσιεύει ο Δρόμος– δείχνει πως η Τουρκία θεωρεί ό,τι βρίσκεται ανατολικά του 25ο Παράλληλου ως δική της επικράτεια, η οποία τερματίζει (προς το παρόν) μέχρι τον 32ο Μεσημβρινό. Λίγο πριν την Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή, την οποία όμως δεν αναγνωρίζει, θεωρώντας πως στο νησί υπάρχουν μόνο δύο ισότιμες κρατικές οντότητες, μία ελληνοκυπριακή και μία τουρκοκυπριακή. Ποιος έχει την αυταπάτη ότι μπορούν να υπάρχουν ελληνικά νησιά εντός της τουρκικής επικράτειας αν θεωρηθεί πως το Αιγαίο διχοτομείται στον 25ο Μεσημβρινό (που είναι ουσιαστικά η πρόταση των ΗΠΑ εδώ και πολλά χρόνια); Ο τούρκικος επεκτατισμός δεν ενδιαφέρεται για «συνεκμετάλλευση», ενδιαφέρεται για επέκταση της επικράτειάς του, για κατάκτηση. Και το κάνει με όλα τα μέσα. Ακόμα και το προσφυγικό θα χρησιμοποιηθεί πιο έντονα για το γκριζάρισμα της περιοχής του Αιγαίου.
Η «αντίδραση» της Άγκυρας στο ελληνοαιγυπτιακό σύμφωνο για καθορισμό περιορισμένης ΑΟΖ, ήταν εντελώς αναμενόμενη. Βγήκε το Oruc Reis συνοδεία πολεμικών και άρχισε να αλωνίζει ανεμπόδιστα καταργώντας κάθε έννοια επικράτειας και κυριαρχίας της Ελλάδας στην περιοχή. Στην ουσία, μετά το τουρκολιβυκό σύμφωνο με το οποίο μεθοδεύτηκε η πλήρης αποκοπή της Ελλάδας από την Κύπρο, η ελληνική πλευρά εθελοτυφλώντας(;) προχώρησε σε μια διπλή εγκατάλειψη της Κύπρου. Οι φράσεις του Κ. Μητσοτάκη ξεπέρασαν σε ενδοτισμό την σημιτική παράδοση: Πρώτα, όταν έπλευσε το Barbaros (πριν από το Oruc Reis) προς την Κύπρο για γεωτρήσεις και έρευνες, ο Κ. Μητσοτάκης είπε «Άλλο το Barbaros, άλλο το Oruc Reis» σαν να έδινε λευκή επιταγή στον Ερντογάν. Δεύτερο, όταν εξαγγέλλει την ελληνική πολιτική ορίζοντας ως στόχο «Διάλογος ή Χάγη» είναι σαν να έχει ήδη αποδεχθεί πολλά από τα τετελεσμένα. Όλα αυτά δεν είναι γραμμή άμυνας και υπεράσπισης της κυριαρχίας της χώρας, είναι κάτι άλλο.
Η Αθήνα είναι μακριά;
Όλα όσα γίνονται είναι ανακοινωμένα εδώ και καιρό. Οι τουρκικοί σχεδιασμοί έχουν τεθεί με τον πιο καθαρό τρόπο. Η ελληνική στάση άφησε εντελώς αδιευκρίνιστες τις λεγόμενες «κόκκινες γραμμές» και κινήθηκε στην γραμμή «διάλογος», «συνεκμετάλλευση» και «Χάγη». Όλα αυτά σήμαιναν ότι η ελληνική πλευρά δεν θα πρόβαλλε σοβαρή αντίσταση στους τουρκικούς σχεδιασμούς και θα προσπαθούσε με συμβιβασμούς να γίνει μια συμφωνία η οποία, ναι μεν θα περιόριζε ορισμένα κυριαρχικά της δικαιώματα αλλά παράλληλα θα της άφηνε τα περιθώρια διαχείρισης αυτών των «συμβιβασμών».
Έτσι στήθηκε το «μασάζ» όλου του πολιτικού κόσμου, δηλαδή το σύρσιμο σε αυτήν την γραμμή. ΣΥΡΙΖΑ και Τσίπρας με Πρέσπες και «μοντέλο Πρεσπών στο Αιγαίο», Κατρούγκαλος και Κοτζιάς με δηλώσεις για «μοναχοφάηδες» κ.λπ. ήταν σαφώς ενήμεροι για το προς τα πού θα κατευθύνονταν τα πράγματα. Ο Τσίπρας, ακόμα και τώρα σε «αντιπολιτευτικές» δηλώσεις του, εμμένει στην γραμμή του «διαλόγου». Ν.Δ. και κυβέρνηση Μητσοτάκη ακολουθούν την πολιτική που έχει χαραχθεί και αναγγελθεί καιρό τώρα από τη Ντ. Μπακογιάννη σχετικά με το ζήτημα. Πριν πάμε στην Χάγη, πρέπει να συνάψουμε συμφωνίες με γειτονικές χώρες που να καθορίζουν μια έστω και μερική ΑΟΖ (Ιταλία, Αίγυπτος και ίσως Αλβανία –την Κύπρο πάντα την εξαιρούν τέτοιες προτάσεις) και μετά να προχωρήσουμε τις διαδικασίες για Χάγη μεριά. Βέβαια, ο δρόμος προς τη Χάγη είναι ασαφής γιατί χρειάζεται συνυποσχετικό ανάμεσα στις δύο χώρες και μέχρι τότε βλέπουμε. Τι βλέπουμε; Την Τουρκία να γκριζάρει και να καταπατά, ενώ η Ελλάδα κάνει συμφωνίες με Ιταλία και Αίγυπτο, αφήνοντας σημεία της κυριαρχίας της εντελώς ακάλυπτα απέναντι στην Άγκυρα, αλλά και κάνοντας «δώρα» προς Ρώμη και Κάιρο.
Πράγματι ο ελληνικός στόλος πήρε θέσεις για να εμποδίσει την έξοδο του Oruc Reis στις 21 Ιούλιου. Αντί για αυτό, βγήκε το Barbaros. 20 μέρες μετά, βγαίνει το Oruc Reis με συνοδεία φρεγατών και κάλυψη. Απέναντι από το Καστελλόριζο, γίνονται ασκήσεις ειδικών τουρκικών δυνάμεων. Ελληνικό ελικόπτερο παρεμποδίζεται να φτάσει στο νησί. Το Oruc Reis διεισδύει στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Μια ντουντούκα τού φωνάζει ότι είναι σε ελληνική υφαλοκρηπίδα. Αδιαφορεί και μετά από ώρες απαντά πως το ελληνικό σκάφος βρίσκεται σε τουρκική υφαλοκρηπίδα. Θέατρο παραλόγου; Όχι, επιβολή ενός άλλου στάτους κβο στην περιοχή ανάμεσα σε 28ο και 32ο Μεσημβρινό που ορίζεται ως τουρκική θάλασσα δια των όπλων.
Καμία σοβαρή αντίδραση από ελληνικής πλευράς. Η Γερμανία θεωρεί πως η Ελλάδα δημιουργεί προβλήματα και έχει το φταίξιμο.
Ακόμα και η τηλεφωνική ενημέρωση των αρχηγών κομμάτων, δείχνει πόσο «αναβαθμισμένη» είναι η ελληνική αντίδραση. Παράλληλα, η ενημέρωση από τα μεγάλα ΜΜΕ είναι κατευθυνόμενη, ώστε να καθησυχάζει παραπλανητικά και κανείς να μην μπορεί να καταλάβει τι ακριβώς γίνεται και ποια είναι η πραγματική κατάσταση.
Όλα μοιάζουν σαν η ελληνική πλευρά να θέλει ένα «σκετσάκι» ώστε να προετοιμάσει και την κοινή γνώμη στην καταλληλότητα της γραμμής «διάλογος με την Τουρκία». Το σκετσάκι, όμως, όσο και να το προετοιμάζεις, μπορεί να εξελιχθεί και διαφορετικά, αφού την πρωτοβουλία των κινήσεων την έχει ο Ερντογάν σε μια γραμμή που αρχίζει από την Θράκη και φτάνει στην Κύπρο. Οι διεισδύσεις του μπορούν να γίνουν σε πολλά σημεία και με διάρκεια. Αποτέλεσμα, η κόπωση της ελληνικής αμυντικής δύναμης, η πολυδιάσπασή της, άρα και η μειωμένη αποτρεπτική δυνατότητα. Όπως η γάτα με το ποντίκι. Αν και δεν βιάζεται, γενικά δεν αποκλείει κάποιο «παραδειγματικό» χτύπημα προς την ελληνική πλευρά ο Ερντογάν. Αλλά και αυτό είναι δική του πρωτοβουλία, με οποιαδήποτε αφορμή. Ένας Αττίλας 3 ξετυλίγεται.
Όρος ύπαρξης για χώρα και κοινωνία
Η ακεραιότητα της χώρας δεν είναι μικρό ζήτημα ή αδιάφορο από πλευράς των δυνάμεων που πασχίζουν για μια διέξοδο και μεγάλη αλλαγή στην χώρα. Η τουρκική απειλή είναι ένα εθνικό ζήτημα και τα εθνικά ζητήματα δεν λύνονται «μονοταξικά» και με φανφάρες περί καπιταλισμού ή ανταγωνισμού δύο καπιταλιστικών χώρων «για τα πετρέλαια». Ο εχθρός δεν είναι, όπως λένε τα σχετικά συνθήματα, μόνο «στις τράπεζες και στα υπουργεία», ούτε «το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του» (ας εκσυγχρονιστούν πάντως όσοι αναμασούν αυτό το τελευταίο, γιατί οι γείτονες θέλουν να αλλάξουν όνομα στο Αιγαίο με επικρατέστερους όρους «Θάλασσα των Νήσων» ή «Βόρειος Μεσόγειος», αφού το «Αιγαίο» είναι ελληνική λέξη…).
Η άμυνα μιας χώρας δεν είναι μόνο ζήτημα στρατιωτικών προϋποθέσεων, αν και τις περιλαμβάνει. Είναι κυρίως ζήτημα πολιτικής, φρονήματος, ενότητας εθνικής και λαϊκής για την υπεράσπιση της υπόστασης της χώρας. Παράλληλα, είναι και αγώνας ενάντια στις συνθήκες αποικιοποίησης που επιβάλλουν οι μεγάλες δυνάμεις στη χώρα.
Πολιτικά, για όσους αγωνίζονται πραγματικά για μια θετική διέξοδο και για την υπόσταση της χώρας, είναι αναγκαίο να ονοματιστεί καθαρά ο τουρκικός επεκτατισμός σαν τέτοιος. Να δηλωθεί ανοικτά και χωρίς περιστροφές η ανάγκη και ο αγώνας για να ηττηθεί στην περιοχή και οπουδήποτε προσπαθεί να παρέμβει. Το επεκτατικό και αντιδραστικό κράτος της Τουρκίας αποτελεί μια μεγέθυνση, και μάλιστα επικίνδυνη, του φαινομένου ΙSIS. Μικρό χαλιφάτο αυτό, μεγάλο χαλιφάτο η Ερντογανική Τουρκία. Όπλα, φανατισμός και τρόμος ο ένας, τα ίδια εσωτερικά και διεθνώς η άλλη. Μόνο που το κάνει έχοντας άλλη κλίμακα και την πείρα της, πολύ ανεπτυγμένης παραδοσιακά, οθωμανικής και τουρκικής διπλωματίας.
Επομένως, η ήττα αυτού του παράγοντα θα ανοίξει άλλες προοπτικές για τους λαούς της περιοχές, για τις χώρες και τις κοινωνίες. Φυσικά και για τον ίδιο τον τούρκικο και τον κουρδικό λαό που στενάζουν κάτω από το καταπιεστικό καθεστώς του Ερντογάν. Ο επεκτατισμός των κεμαλιστών ήταν κάτι περιορισμένο μπροστά στον επεκτατισμό της νεοοθωμανικής Τουρκίας.
Μια σθεναρή στάση της Ελλάδας απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό, θα μπορούσε να ήταν ένα προσκλητήριο αγώνα για μια άλλη κατάσταση σε ολόκληρη την περιοχή. Αντίθετα, ο ενδοτισμός και η γενική υποχωρητικότητα τρέφουν τον τούρκικο επεκτατισμό.
Δυστυχώς, στη χώρα μας η δικαιωματική και παγκοσμιοποιητική Αριστερά και ορισμένοι χώροι «ριζοσπαστισμού», μεταφέρουν όλα τα τουρκικά επιχειρήματα αυτούσια και προκρίνουν την πολιτική του «διαλόγου». Ενώ δεν μπορούν κανένα διάλογο στο εσωτερικό με τους «ταξικούς αντιπάλους», στο γεωπολιτικό επίπεδο γίνονται οπαδοί του προσχηματικού «διαλόγου» που επιβάλλει ο ισχυρός. Γίνονται έτσι ουρά της ελληνικής άρχουσας τάξης η οποία αυτό θέλει, αλλά και του τούρκικου επεκτατισμού. Το «μασάζ» και η «λοβοτομή» που θέλουν να επιβάλλουν στον ελληνικό λαό, δεν πρέπει να περάσουν.
Ούτε χλαμύδες φοράμε ούτε είμαστε πολεμοκάπηλοι, ούτε νοσταλγοί ενός περασμένου αντιιμπεριαλισμού. Μιλάμε τη γλώσσα του ρεαλισμού και της αξιοπρέπειας. Θέτουμε την κυριαρχία της χώρας και τους όρους ύπαρξης της κοινωνίας, ιδιαίτερα όταν απειλούνται τόσο κατάφωρα και βάναυσα, πάνω από κάθε ιδεοληψία και πνευματική αφασία