Πανώλη | |
---|---|
- βουβωνική (έντονη αιμορραγική λεμφαδενίτιδα),
- πνευμονική, που είναι ιδιαίτερα μολυσματική μορφή (βαριά πνευμονία)
- σηψαιμική.
Η λέξη προέρχεται από το ουσιαστικοποιημένο επίθετο ο, η πανώλης (-ους), το πανώλες. Εννοείται ότι προσδιορίζει το ουσιαστικό νόσος (πανώλης νόσος) και σημαίνει την ασθένεια που καταστρέφει τα πάντα. Για τον ίδιο λόγο έχει χρησιμοποιηθεί και για άλλες πανδημίες.
Η πανώλη είναι γνωστή από την αρχαιότητα. Παράδειγμα αναφορών είναι αυτό του Θουκυδίδη: ο λοιμός των Αθηνών, πιθανώς να είναι η πανώλη. Από τον 6ο αι. και σε όλον τον Μεσαίωνα εκδηλώνονταν μεγάλες επιδημίες, με αποτέλεσμα να παραμείνουν μόνιμα ενδημικές εστίες. Γνωστή είναι η μεγάλη επιδημία του 14ου αιώνα η οποία ονομάστηκε μαύρος θάνατος. Μετά τον 14ο αιώνα, η νόσος έγινε ενδημική και για 300 χρόνια υπήρχαν επιδημικές εξάρσεις. Στα τέλη του 19ου αιώνα, σημειώθηκε πανδημία.
Σήμερα, ενδημικές εστίες υπάρχουν κυρίως στην Ασία, στην Αφρική και στη Νότια Αμερική. Στην Ασία η νόσος μεταφέρεται κυρίως από το τρωκτικό Marmota himalayana, ζώο που θηρεύεται κυρίως για τη γούνα του.
Η πανώλη ανήκει στις 5 σοβαρότερες μεταδιδόμενες ασθένειες. Η προφύλαξη επιτυγχάνεται με μέτρα που λαμβάνονται από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ), η τήρηση των οποίων είναι υποχρεωτική για τα κράτη-μέλη της οργάνωσης αυτής.
Η πανώλη είναι επίσης γνωστή και ως πανούκλα.