Ήταν ένας κάτοικος στην Αθήνα, ένας στο Βερολίνο, ένας στο Παρίσι και ένας στην Λισαβόνα. Και κάπως έτσι συνήθως ξεκινούν τα ανέκδοτα. Μόνο που τα στοιχεία για το κόστος ζωής στη χώρα μας διόλου για γέλια είναι.

Ανάμεσα στην θαλασσοταραχή των συνεχών ανατιμήσεων, εκείνο που πνίγει περισσότερο τα ελληνικά νοικοκυριά είναι τα αρκετά αυξημένα λειτουργικά έξοδα, το κόστος στέγασης και όλα αυτά σε σχέση με τους διαχρονικά χαμηλούς μισθούς.  Σε υψηλό επίπεδο σε σχεση με όλη την Ευρώπη είναι και ο δανεισμός, καθώς το επιτόκιο για στεγαστικό δάνειο έχει χτυπήσει 4%, όταν σε άλλες χώρες είναι στο 2%.

Για παράδειγμα, το εκτιμώμενο μηνιαίο κόστος μίας τετραμελούς οικογένειας στο Βερολίνο είναι 3.150 ευρώ χωρίς ενοίκιο και στην Ελλάδα είναι στα 2,586 ευρώ Αντίστοιχα, ο μέσο μισθός στην Αθήνα 904 ευρώ και στο Βερολίνο 2. 995 ευρώ. Το Βερολίνο είναι 15,89% πιο ακριβό από την Αθήνα (χωρίς ενοίκιο) και το Παρίσι είναι, κατά μέσο όρο, 136,18% υψηλότερο από ό,τι στην Αθήνα. Για ένα άτομο, στο Βερολίνο εκτιμάται ότι το μηνιαίο κόστος είναι 922,97 € χωρίς ενοίκιο και στην Αθήνα είναι 765 ευρώ. Το εκτιμώμενο μηνιαίο κόστος της τετραμελούς οικογένειας στη Λισαβόνα είναι 2.265 € χωρίς ενοίκιο (data Numbeo.com). Για ένα άτομο εκτιμάται ότι το μηνιαίο κόστος είναι 639 ευρώ χωρίς ενοίκιο. Επίσης, η Λισαβόνα είναι 12,94% φθηνότερη από την Αθήνα (χωρίς ενοίκιο) και το ενοίκιο είναι κατά μέσο όρο, 106,38% υψηλότερο από ό,τι στην Αθήνα.

Τα στοιχεία, επιβεβαιώνουν τη σκληρή πραγματικότητα, όπου μέσα σε ένα χρόνο ο πληθωρισμός έχει αυξηθεί 10%, αλλά οι αποδοχές στην Ελλάδα παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, με τον κατώτατο να βρίσκεται στα 751 ευρώ.  Σύμφωνα με τα στοιχεία της  Numbeo, σε 19 προϊόντα (πχ γάλα,  ψωμί), το ελληνικό νοικοκυριό πληρώνει περί τα 54  ευρω. Ο Γερμανός πληρώνει 59  ευρώ, με  κατώτατο στα 1.621 ευρώ, ο Ισπανός με κατώτατο μισθό 1.126 ευρώ πληρώνει 50 ευρώ και τέλος ο Πορτογάλος πληρώνει 43 υρώ με 823 ευρώ κατώτατο μισθό.

Ακριβή μου στέγη

Από τη σύγκριση των στοιχείων, διαφαίνεται το αυξημένο κόστος στέγασης στην Ελλάδα, σχεση με το μέσο μισθό και τα λειτουργικά έξοδα, όπως επίσης και το γεγονός ότι το επιτόκιο για στεγαστικό δάνειο στην Ελλάδα είναι συγκριτικά πιο υψηλό. Ενδεικτικά, η αγορά μιας γκαρσονιέρας στην Αθήνα κοστίζει 2.442 ευρώ το τ.μ.. Το σταθερό επιτόκιο, 20ετίας, να βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα στο 4%. Αντίστοιχα στο Βερολίνο, κοστίζει 8,165 ευρώ το τ.μ με σταθερό επιτόκιο 2%.

Ομοίως, η σχέση μισθών και εξόδου για φαγητό σε ένα εστιατόριο έχει εξελιχθεί σε δαπάνη πολυτελείας. Για να δειπνήσουν 2 άτομα σε ένα εστιατόριο μέσης κατηγορίας (σε ακρίβεια) κοστίζει 50 ευρώ, όταν στο Βερολίνο και το Παρίσι είναι 60 ευρώ και στη Λισαβόνα 50 ευρώ.

Στο πίνακα είναι εμφανές, επίσης, πόσο υψηλά είναι τα λειτουργικά έξοδα, δηλαδή για ρευμα, νερό, θέρμανση κλπ, αφού ο Έλληνας με μέσο καθαρό μισθό 904 ευρώ πληρώνει για ένα 80αρι διαμέρισμα 246 ευρώ. Αντίστοιχα ο στο Βερολίνο πληρώνει 289 ευρώ, με καθαρό μισθό 2995 ευρώ, στο Παρίσι πληρώνει 190 ευρώ με μέσο μισθό 2639 ευρώ και στη Λισαβόνα με μισθό 1054 ευρώ πληρώνει 122 ευρώ.

Για μετακίνηση, η Ελλάδα σε σχέση με άλλες πόλεις είναι πιο φθηνή, αφού το μηνιαίο πάσο είναι 30 ευρώ, στο Βερολίνο 85 ευρώ, στο Παρίσι 75 ευρώ και στη Λισαβόνα 40 ευρώ.

Καίνε τα ενοίκια

Η πρόσβαση σε οικονομικά προσιτή κατοικία έχει εξελιχθεί σε γολγοθά. Στο διάστημα από το 2015 μέχρι και εφέτος σημειώνεται αύξηση κατά 48,7%, σύμφωνα με τον δείκτη τιμών SPI του Spitogatos. Στο εννεάμηνο εφέτος τα ενοίκια σε Αττική και Θεσσαλονίκη έχουν αυξηθεί από 1,69% μέχρι 15,38% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2021, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ιστοσελίδας Spitogatos.

Οι περιοχές όπου καταγράφεται η μεγαλύτερη μεταβολή ποσοστιαία στο ύψος των ενοικίων κατοικιών είναι η Αγία Παρασκευή, όπου τα μισθώματα εμφανίζουν άνοδο 15,99%, στα 11 ευρώ ανά τ.μ. μηνιαίως, η περιοχή Κολωνάκι – Λυκαβηττός, με τα ενοίκια να σημειώνουν άνοδο κατά 12,72%, φτάνοντας στα 15 ευρώ ανά τ.μ. ανά μήνα, και το top 3 συμπληρώνεται με το κέντρο του Πειραιά, μια γειτονιά στην οποία τα ενοίκια των σπιτιών έχουν αυξηθεί τους τελευταίους 9 μήνες κατά 12,26% έναντι του αντίστοιχου διαστήματος το 2021.

Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ, από τον Απρίλιο του 2022 και μετά η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα κυμαίνεται γύρω στο 19%. Εως και 40% ανέρχεται η απώλεια αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών με μηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο των 750 ευρώ, ενώ 9% έως 14% η μείωση για τα εισοδήματα έως 1.100 ευρώ. Στα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια η απώλεια αγοραστικής δύναμης είναι χαμηλότερη του 11% και μειώνεται όσο αυξάνεται το επίπεδο του εισοδήματος.