Σάββατο, Φεβρουαρίου 24

Η ιστορία ενός παραμυθιού.

bear-children-fairytale-fire-fireplace-Favim.com-88589

Σε ένα σπίτι ζούσε ένα μικρο κορίτσι μαζί με τους γονείς της μα η ιστορία δεν είναι αυτή. Δεν είναι τόσο απλή αλλά ούτε και τόσο σύντομη. Ζούσε ευτυχισμένη λοιπόν και είχε ένα δωμάτιο γεμάτο παιχνίδια κάθε λογής κάθε μορφής από τα πιο απλά μέχρι τα πιο ακριβά και μεγάλα. Πάνω από το τζάκι υπήρχε άφθονος χώρος για  κούκλες,γυάλινες σφαίρες και πολύχρωμα ξύλινα γλυπτά.

Την αγαπούσαν τόσο πολύ οι γονείς της που χατήρι ποτέ δεν της χαλούσαν. Και έτσι έπαιζε με όλα τα παιχνίδια μα αγαπημένο της ήταν μια γυάλινη νεράιδα που σαν διάφανη που ήταν ,όταν κοίταζε μέσα της έβλεπε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου και ακόμα περισσότερα. Ήταν το αγαπημένο της και το έπαιρνε μαζί της όταν έτρωγε,όταν κοιμόταν,όταν έπαιζε στην μεγάλη αυλή μόνη της ή με τα αλλά παιδιά. Μια μέρα ο πατέρας της αρρώστησε βαριά,η μητέρα της έφερε γιατρούς από τα πέρατα του κόσμου να τον δουν μα κανείς δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Θα έφευγε σύντομα τους έλεγαν και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για αυτό.

Το κορίτσι κλεινόταν με τις ώρες στο δωμάτιο της κλαίγοντας και παρακαλούσε τον θεό να κάνει καλά τον άνθρωπο που τόσο αγαπούσε,ενώ δεν έβγαινε πια στην αυλή να παίξει. Τα άλλα παιδιά την έχασαν και δεν την ξαναείδαν ,όλος της ο κόσμος ήταν πια ένα κλειστό δωμάτιο καθώς και οι ώρες που της επέτρεπαν να βλέπει τον άρρωστο πατέρα της. Κάθε μέρα τον έβλεπε να φεύγει από κοντά της και κάθε νύχτα κοιμόταν αργά,πολύ αργά με το μαξιλάρι της μουσκεμένο από τα δάκρυα της. ”Σε παρακαλώ καλέ μου θεούλη ,κανε καλά τον πατέρα μου”,”Σας ικετεύω καλά μου πνεύματα δώστε πίσω την δύναμη και την υγεία στον μπαμπά μου” έλεγε και ξαναέλεγε χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Καθώς οι μέρες περνούσαν και ο χειμώνας ερχόταν μαζί με το τέλος μιας ζωής,στις καθημερινές προσευχές της είχε προσθέσει οποιονδήποτε μπορούσε να σκεφτεί πως ήταν σε θέση να τον βοηθήσει. Θεωρούσε τα παιχνίδια της τους μόνους πλέον φίλους που της είχαν απομείνει και ζητούσε βοήθεια από αυτά,από τα αλογάκια τις κούκλες και τους όμορφους ιππότες της ενώ περνούσε τις περισσότερες ώρες κουλουριασμένη στο κρεβάτι με την αγαπημένη της γυάλινη νεράιδα στην αγκαλιά της.

Η μητέρα της έλεγε να βγει έξω, να παίξει να αφήσει για λίγο πίσω της το γκρίζο και αποπνικτικό από την αρρώστια σπίτι,μα εκείνη δεν έφευγε στιγμή. Όσο έβλεπε τον πάτερα της να αδυνατίζει και την ύπαρξη του να σβήνει σιγά σιγά από αυτόν τον κόσμο,τόσο ήθελε να περνάει ατελείωτες ώρες στο προσκεφάλι του και τις υπόλοιπες στην απομόνωση του δωματίου της. Δεν έτρωγε καλά ενώ άρχιζε να αδυνατίζει και η ίδια τόσο που η μητέρα της ανησυχούσε πολύ για εκείνη. Ένα πρωί, ενώ ήταν στην καρέκλα δίπλα από το κρεβάτι του πατέρα της, άκουσε έντρομη τον βήχα να τον πνίγει ενώ αίμα έβγαλε από το στόμα του. Οι γιατροί την τράβηξαν με το ζόρι έξω ενώ η μητέρα της την κλείδωσε στο δωμάτιο της. Εκείνη φώναζε, φώναζε τόσο δυνατά αλλά κανείς δεν άνοιξε την πόρτα ,έτσι  κουλουριάστηκε στο κρεβάτι κλαίγοντας. Έκλαιγε, ξέροντας πως το τέλος είχε φτάσει.

“Ει” άκουσε μια φωνή που ερχόταν από τα χέρια της ,μέσα από την κλειστή αγκαλιά της.”Ει με ακούς Δάφνη;” Το κορίτσι ξαφνιασμένο κοίταξε κάτω άνοιξε τα χέρια και είδε την γυάλινη νεράιδα.

Τα μεγάλα καστανά μάτια της γούρλωσαν γεμάτα έκπληξη. Της μιλούσε η μικρή νεράιδα που είχε σχεδόν πάντα στην αγκαλιά όταν έπεφτε στο κρεβάτι. Και όχι μόνο μιλούσε αλλά θυμόταν τα πάντα γύρω από την ζωή της χρόνια τώρα. Της είπε πως ήταν μεγάλη αδικία αυτό που γινόταν και ότι αν εκείνη ήθελε θα μπορούσε να το αλλάξει. Να αλλάξει το βέβαιο μέλλον,να ξεγελάσει την ίδια την μοίρα.”Όμως Δάφνη μια τέτοια μεγάλη χάρη που ξεπερνάει τον κόσμο των ζωντανών θέλει κάτι σαν  αντίτιμο. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αντίτιμο έτσι;” Όταν το κορίτσι έγνεψε καταφατικά εκείνη την οδήγησε έξω από το σπίτι και στο σκοτεινό δάσος. Η Δάφνη περπατούσε με σίγουρα, αποφασιστικά βήματα που δεν τα καθυστερούσε ο φόβος που ένοιωθε, αλλά η ακλόνητη επιθυμία να ζήσει ο πατέρας της. Όταν έφτασαν στις όχθες του ποταμού λίγο έξω από το δάσος, της είπε να σταματήσει. Εκεί που μόνο η δυνατή αντανάκλαση του φεγγαριού την ενοχλούσε, υπήρχε η απόλυτη γαλήνη που με κάποιον τρόπο ο θόρυβος από το τρεχούμενο νερό την ενίσχυε αντί να την σπάσει.”Σου αρέσει το νερό;Εγώ κάποτε ζούσα μέσα σε αυτό. Γεννήθηκα σε αυτό. Άκουγα τις φωνές των πλανεμένων να ζητούν βοήθεια. Απελπισμένοι,δυστυχισμένοι τόσο εύθραυστοι και μπερδεμένοι. Βλέπεις Δάφνη, πάντα θα θέλουν να αλλάξουν το πεπρωμένο. Από τις αρχές του χρόνου, τότε που οι άνθρωποι κυβερνούσαν με την πέτρα και την λάσπη πίστευαν πως γνώριζαν καλύτερα από τις μοίρες. Όμως τώρα εγώ πιστεύω πως ο πατέρας σου πρέπει να ζήσει.” Κοιτάζοντας κάτω,συνέχισε “Θέλω να με πετάξεις με δύναμη πάνω σε αυτή την πετρά.” Η Δάφνη χωρίς να πολυκαταλαβαίνει υπάκουσε και ένα μικρο κομμάτι γυαλιού έφυγε από το πόδι της νεράιδας. Αν και σπασμένη η νεράιδα συνέχισε.”Πάρε το γυαλί.Έτσι.Προσεκτικά”. Της είπε να τρυπήσει το δάχτυλο της ώστε να αφήσει μια σταγόνα αίμα να πέσει,ακριβώς πάνω στην όχθη του ποταμού, εκεί που το νερό συναντούσε την λασπωμένη γη.

Στον δρόμο της επιστροφής δεν μιλούσαν ,η νεράιδα είχε σωπάσει ενώ η Δάφνη έβλεπε μέσα από το σκοτάδι μορφές που της ήταν οικείες αν και τρομακτικές.”Αυτοί,είναι οι φόβοι που θα γνώριζες σε όλη σου την ζωή. Δεν χρειάζεται να ανησυχείς όμως πια για αυτό”. Ήταν η μόνη κουβέντα της μέχρι να φτάσουν πίσω στο σπίτι και πάνω στην κρεβατοκάμαρα της. Κουρασμένη, ξάπλωσε στο κρεβάτι με την νεράιδα στα χέρια της όπως κάθε βράδυ. Το πρωί ξύπνησε μέσα στο αίμα. Τα χεριά της είχαν κοπεί από άκρη σε άκρη ενώ η γυάλινη νεράιδα είχε εξαφανιστεί. Εκείνο όμως που την έκανε να ανοίξει διάπλατα τα μάτια της ήταν η ματιά του πατέρα της που την κοίταζε από πάνω της. Ήταν καλά,ακριβώς όπως πριν αρρωστήσει και καθόταν στην καρεκλά δίπλα από το κρεβάτι. Τα δάκρυα που μούσκεψαν την δυνατή αγκαλιά του γλυκού της πατέρα ήταν μόνο η αρχή της ευτυχίας που ένοιωσε εκείνη την μέρα.

Η Δάφνη ήταν επιτέλους ευτυχισμένη.

Πέρασε όλη την υπόλοιπη μέρα μαζί του παίζοντας και γελώντας ενώ η μητέρα της τους καμάρωνε χαμογελώντας. Η αρρώστια είχε εξαφανιστεί σαν από θαύμα και η ανάρρωση του πατέρα της ήταν θεαματική. Ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής της. Το βράδυ όταν επιτέλους οι γονείς της την έβαλαν στο κρεβάτι,έπεσε από την κούραση σε βαθύ ύπνο. Εκεί, στον απέραντο κόσμο των ονείρων είδε δυο γίγαντες, δυο τιτάνες να μονομαχούν. Ένας λευκός απέναντι σε έναν μαύρο σαν κατράμι,εκείνοι οι τεράστιοι πέτρινοι κολοσσοί πάλευαν μέχρι θανάτου σε ένα άδειο γκρίζο τοπίο. Ο αγώνας ήταν σκληρός, λυσσαλέος και ο λευκός τιτάνας ήταν αυτός που έδειχνε να έχει το πάνω χέρι. Καθώς όμως τα χτυπήματα προκαλούσαν δυνατούς σεισμούς και τα πέτρινα κορμιά έπεφταν πάνω στην άγονη γη, εκείνη καταλάβαινε πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τον δυνατό υπερασπιστή της. Η δύναμη του ολοένα και λιγόστευε αλλά εκείνος έπεφτε με μεγαλύτερη ορμή και οργή πάνω στον σκοτεινό αντίπαλο του. Σε λίγο ήταν φανερό πως ο λευκός τιτάνας θα έχανε. Προσπαθούσε μάταια να χτυπήσει τον αντίπαλο του που την ίδια στιγμή έπινε από ένα τεράστιο βαρέλι κάτι, που τον κρατούσε στην ζωή, δυνατό και ακούραστο. Πριν τελειώσει η ηχώ από το τελευταίο φονικό χτύπημα που έριξε τον υπερασπιστή της κάτω για πάντα,η Δάφνη εξαφανίστηκε. Το πρωί πάνω στο κρεβάτι δεν την βρήκαν οι γονείς της.

Τίποτα.

Τα χρονιά πέρασαν και η ζωή των μεσόκοπων,χτυπημένων από μια απροσδόκητη εξαφάνιση ανθρώπων ξοδεύτηκε στην άκαρπη, ατέλειωτη αναζήτηση για το μικρό τους κοριτσάκι. Μάταια όμως. Πρώτα η μητέρα της και μετά ο πατέρας ,έφυγαν από την ζωή δυστυχισμένοι και απελπισμένοι. Ποτέ δεν το ξεπέρασαν. Το σπίτι έμεινε άδειο καθώς κανένας δεν είχε μείνει να το διεκδικήσει μέχρι που το απέκτησε μια πλούσια οικογένεια η οποία εγκαταστάθηκε μαζί με τον μικρό γιο τους ένα αγοράκι εννέα ετών. Τα πράγματα που βρήκαν στα έρημα δωμάτια δεν τα πέταξαν. Τα έβαλαν στην αποθήκη περιμένοντας μια ευκαιρία να τα έδιναν σε κάποια φτωχιά οικογένεια που θα τα είχε ανάγκη. Το αγοράκι πήρε το δωμάτιο της μικρής Δάφνης και έβαλε όλα τα πράγματα του.

Ένα πρωινό μετά από ενάμιση χρόνο , το αγοράκι κατέβηκε στην αποθήκη και έψαξε τα παλιά αντικείμενα που ήταν εκεί. Κάποια στιγμή έπιασε στο χέρι του μια παλιά φωτογραφία και αμέσως έβαλε το κοριτσάκι που είδε στην καρδιά του. Άρχισε να ρωτάει τι είχε συμβεί στην προηγούμενη οικογένεια που έζησε στο σπίτι και έμαθε για την εξαφάνιση της Δάφνης και την κατάληξη των γονιών της. Λυπήθηκε γιατί ένοιωσε παράξενα οικεία τα γεγονότα που είχαν συμβεί στα δωμάτια αυτού του σπιτιού. Ενώ οι μέρες περνούσαν η εικόνα της όλο και τρύπωνε μέσα στο μυαλό του και έβρισκε τον εαυτό του να την σκέφτεται.

Στην αρχή ξεκίνησε σαν μια ανησυχία. Νευρικότητα τον κυρίευε ξαφνικά,αδικαιολόγητα στην διάρκεια της μέρας. Τα χέρια του έτρεμαν και ένοιωθε άβολα, μια αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Όσο γρήγορα ερχόταν , τόσο ξαφνικά περνούσε. Πολύ γρήγορα ξεκίνησαν οι αϋπνίες. Η μια ώρα που περίμενε στο κρεβάτι πριν κοιμηθεί έγιναν δύο ,οι δύο τρεις και σύντομα πάλευε για να μείνει έστω για μια ώρα στο βασίλειο του ύπνου. Οι γονείς του ανησυχούσαν βλέποντας τον να κοιμάται λίγο και να τρώει ελάχιστα. Έβγαινε και έκανε βόλτες όταν δεν πήγαινε σχολείο, κάτι που γινόταν συχνά τελευταία. Δεν μπορούσε τους δυνατούς θορύβους, την φασαρία της τάξης ειδικά εκείνες τις μέρες που ένοιωθε πως το κεφάλι του θα σπάσει από τον πονοκέφαλο. Ένα μεσημέρι,ενώ περπατούσε στις όχθες του ποταμού κοντά στο σπίτι γλίστρησε στην λάσπη και έπεσε. Τον βρήκαν οι γονείς του δύο ώρες πριν την Δύση του ήλιου. Τον πήγαν στο σπίτι.

Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε. Κοιμήθηκε βαθιά.

Σε έναν ύπνο δίχως όνειρα βρέθηκε σε ένα άδειο δωμάτιο, μόνος να ακούει τον ήχο της βροχής. Ήταν μεγαλύτερος, ψηλός και δυνατός. Το μοναδικό φως που έμπαινε στο μικρό χώρο τράβηξε την προσοχή του. Υπήρχε ένα μόνο παράθυρο και καθώς το πλησίασε είδε ένα κορίτσι πάνω σε μια κούνια σε μια απόκοσμα φωτισμένη από τα άστρα αυλή με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος του. Στην μονή πλατιά ξύλινη σανίδα της κούνιας ήταν δεμένη μια κλωστή της οποίας η άλλη άκρη χανόταν οριζόντια στον ορίζοντα.Τα σχοινιά που κρατούσαν την κούνια ανέβαιναν ψηλά στον σκοτεινό ουρανό. Ξαφνικά βρέθηκε να κοιτά το κορίτσι κατάματα έξω από το δωμάτιο.

“Ήρθες”,είπε χαμογελώντας. Τον καλωσόρισε λέγοντας του πως λεγόταν Λαχέση.”Εγώ και οι αδελφές μου είμαστε υπεύθυνες για την μοίρα κάθε ανθρώπου. Πριν λίγα χρόνια έγινε κάτι πολύ κακό και άλλαξε την πορεία των πραγμάτων ενώ δεν θα έπρεπε. Χάθηκε κάποια που θα έφερνε μεγάλο καλό στον κόσμο. Η ισορροπία κλονίστηκε και αυτό δεν αρέσει καθόλου στο σύμπαν…”.

…αλλά ούτε στις αδελφές της, πρόσθεσε. Κάποιο κακό πνεύμα χρησιμοποίησε την αγάπη ενός μικρού κοριτσιού για τον πατέρα της ώστε να αλλάξει το μέλλον. Το αγόρι κατάλαβε ότι μιλούσε για την Δάφνη. Το κατάλαβε πριν την αναφέρει καν. Του αποκάλυψε πως, ο φύλακας άγγελος της ,που όλοι οι άνθρωποι εξάλλου έχουν,πάλεψε μανιασμένα για εκείνη, αλλά έχασε γιατί το κακό που πολεμούσε έπαιρνε την δύναμη του πίνοντας το αίμα της κοπέλας που ο φύλακας προστάτευε.

“Το αίμα κρύβει μεγάλη δύναμη” του τόνισε “και οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να το προσφέρουν σε όποιον τους το ζητάει”. Η Λαχέση τον ρώτησε μέχρι που θα έφτανε για να σώσει αυτό το κορίτσι γνωρίζοντας τα συναισθήματα που είχε για εκείνη. Του υπενθύμισε πως ,επειδή το σύμπαν λατρεύει την ισορροπία κάνοντας ότι μπορεί για να την αποκαταστήσει εκεί που διαταράσσεται, η αποστολή του δεν θα ήταν εύκολη ούτε χωρίς κίνδυνο. Δέχθηκε.Ήταν τόσο σίγουρος για αυτό όσο για τίποτα άλλο. Η Λαχέση χαμογέλασε και το χαμόγελο εκείνο του θύμιζε το ζεστό πρόσωπο της μητέρας του.”Τώρα θα κάνουμε ένα ταξίδι μέσα στην ύλη και τον χρόνο με τρόπο που θα σε κλονίσει γιατί θα νοιώσεις την ψυχή του κόσμου.Όμως,θα σε προστατέψω.”

Αμέσως ένοιωσε υγρασία στα πόδια του και ζεστασιά στο κεφάλι και ήταν ένα δέντρο ανάμεσα σε δεκάδες άλλα σε μια πλαγιά.Τρόμαξε.Δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει. Άκουγε την παρουσία ανθρώπων εκεί κοντά. Μετά κοιμήθηκε και ξύπνησε πάλι αργότερα,πόσο αργότερα δεν είχε σημασία αφού ο χρόνος δεν μετρούσε πια. Ένοιωθε την παλιά του ζωή σαν όνειρο και πολλές φορές στην ησυχία του δάσους αναρωτιόταν αν πραγματικά έζησε σαν άνθρωπος. Όμως με τα πόδια του βαθιά ριζωμένα στο γόνιμο και σταθερό έδαφος δεν φοβόταν. Ένοιωθε τις φλέβες του ενωμένες με εκείνες της γης και απολάμβανε την σοφία των δισεκατομμυρίων χρόνων της ύπαρξής της. Κάποια στιγμή άκουσε θόρυβο,άνδρες να χτυπούν δέντρα με τσεκούρια μέχρι που ήρθε και η σειρά του. Κοιμήθηκε και ξύπνησε στο τραπέζι ενός ξυλουργού. Ένοιωθε να σμιλεύεται και να μετασχηματίζεται χωρίς να επηρεάζεται η ουσία ή η αντίληψη του. Πολύ σύντομα βρέθηκε στην βιτρίνα ενός μαγαζιού ώσπου ήρθε κάποια και τον αγόρασε σαν δώρο. Όταν τον ξετύλιξαν ,αναγνώρισε αμέσως το δωμάτιο που τον έβαλαν. Ήταν το δωμάτιο του ,που ανήκε ακόμα στον προηγούμενο θαμώνα του, την μικρή Δάφνη. Όταν την είδε, μικρή και ασθενική καθώς ήταν,ένοιωσε ένα σκίρτημα στην ξύλινη καρδιά του. Τον είχε αγοράσει η μητέρα της για να δώσει λίγη χαρά στο κορίτσι που μαράζωνε μέρα με την μέρα για τον πατέρα της. Αμέσως μετά αισθάνθηκε και την κακιά παρουσία ενός πνεύματος που δεν εγκατέλειπε ποτέ την μικρή. Ήταν φυλακισμένο στην γυάλινη νεράιδα που κρατούσε εκείνη την στιγμή στο χέρι της.

Η Δάφνη ευχαρίστησε την μητέρα της και χαμογέλασε με το ζόρι ενώ μόλις η πόρτα του δωματίου της έκλεισε τον έβαλε σκυθρωπά πάνω από το τζάκι.

“Μακάρι να μπορούσε να με βοηθήσει ένα μικρό ξύλινο στρατιωτάκι”. Την άκουσε να ψιθυρίζει στον εαυτό της. Εκείνο το βράδυ την είδε να σηκώνεται και να βγαίνει έξω κρατώντας την γυάλινη νεράιδα δυνατά στο χέρι της. Ήταν τόσο ο ενθουσιασμός και η ανυπομονησία της, που ξέχασε την φωτιά στο τζάκι αναμμένη. Κατάλαβε πως εκείνη ήταν η νύχτα. Η νύχτα που άρχισαν όλα. Πιο χθόνιο μυαλό ήταν πίσω από αυτά; Δεν μπορούσε να ξέρει. Αυτό όμως που ήξερε ήταν το τι έπρεπε να κάνει.

Μέσα στο ξύλο κρύβονται πνεύματα , για αυτό κατάλοιπο του λαού ήταν να το χτυπάει για να ξορκίσει το κακό και να μην επιτρέψει στα κακόβουλα αυτά πνεύματα να ακούσουν τι ήταν αυτό που φοβόταν περισσότερο. Αυτό που δεν ήξερε όμως ο κόσμος , ήταν ότι μέσα στο ξύλο κρύβονται και ψυχές με επιθυμίες τόσο δυνατές που μπορούν ακόμα και να κουνήσουν αντικείμενα μικρά ,ελαφριά αλλά εξίσου σημαντικά. Έτσι λοιπόν σιγά σιγά, με την δύναμη της θέλησης του ανθρώπου που ήταν κάποτε στο μέλλον ή στο παρελθόν,άρχισε να πλησιάζει την άκρη του ραφιού που το κορίτσι τον είχε τοποθετήσει ώσπου έπεσε κάτω μπροστά στο αναμμένο τζάκι αρκετά κοντά για να ζεσταθεί και να πάρει φωτιά. Καθώς καιγόταν και μετέφερε την πύρινη γλώσσα στο χαλί που ήταν ακριβώς δίπλα του,θυμήθηκε τι ήταν αυτό που ένοιωθε και που έμοιαζε με την ζεστασιά που απλώνονταν πάνω στο ξύλινο κορμί του. Η αγάπη.

Η φωτιά έκαψε το μεγαλύτερο μέρος του διώροφου σπιτιού. Η Δάφνη μύρισε την καταστροφή καθώς επέστρεφε μετά την συμφωνία που έκανε για την ψυχή της,συμφωνία που δεν ίσχυε πλέον καθώς δεν υπήρχε τίποτα που να θέλει η μικρή. Ο πατέρας της είχε χαθεί για πάντα στην φωτιά. Εκείνη έκλαψε και θρήνησε αλλά μαζί με την μητέρα της άντεξαν τον πόνο της απώλειας. Μετακόμισαν αμέσως κάπου μακριά κάτι που βοήθησε και τις δύο να συνεχίσουν την ζωή τους.

Το μικρό αγόρι ξύπνησε την άλλη μέρα σε ένα γνώριμο αλλά και διαφορετικό μέρος αφού η φωτιά είχε αναγκάσει τους νέους ιδιοκτήτες να το ανακαινίσουν σχεδόν απο τα θεμέλια του. Φαίνεται πως ο δικός του φύλακας άγγελος προστάτεψε την ψυχή του ώστε να μην χαθεί και να γυρίσει με ασφάλεια από τον άχρονο κόσμο των ονείρων ,έναν κόσμο που από ότι φάνηκε αψηφά τα σύνορα του παρελθόντος και του μέλλοντος. Θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια το όνειρο του, και δεν θα μπορούσε να ξεχάσει ποτέ την Δάφνη όταν την βρήκε εντελώς τυχαία μπροστά του αρκετά χρόνια μετά, την αγάπησε και την παντρεύτηκε. Έκαναν τρία παιδιά αγαπήθηκαν όσο λίγοι ,μα ποτέ δεν της εκμυστηρεύτηκε την περιπέτεια που έζησε μικρός. Μια περιπέτεια που του χάρισε χίλια χρόνια ζωής μέσα σε όνειρο αλλά και την σύντροφό της ζωής του. Αργότερα στην δύση της ζωής του ,τον επισκέφτηκε και πάλι στον ύπνο του η Λαχέση αυτή την φορά με τις αδελφές της,Κλωθώ και Άτροπο.Σε ένα ηλιοβασίλεμα,κάτω απο τις σκιές φλαμουριών που έλαμπαν λες και είχαν πίασει φωτιά, τον ευχαρίστησαν ξανά για το καλό που είχε κάνει και του φανέρωσαν ότι εκείνες φρόντισαν να βάλουν την Δάφνη αργότερα στον δρόμο και στην ζωή του, για να την προστατεύει αλλά και σαν ανταμοιβή αφού δεν υπήρχε πιο καλόκαρδο και γεμάτο από αγάπη πλάσμα στον κόσμο ολόκληρο.”Το μεγαλύτερο δώρο,όμως το έχει αυτή την στιγμή στα χέρια της η αδελφή μου, η Ατροπος.” είπε χαμογελώντας η Λαχέση. Όταν το αγόρι που πλέον ήταν μεγάλος άντρας γύρισε να αντικρίσει την Άτροπο, εκείνη κρατούσε στα χέρια της δυο κλωστές  προσεκτικά υπολογισμένες να κοπούν στο ίδιο ακριβώς σημείο την ίδια στιγμή. ” Δεν θα νοιώσεις ποτέ την μοναξιά της απώλειας γιατί θα φύγεις από αυτόν τον κόσμο την ίδια ακριβώς στιγμή με το άλλο σου μισό”.

”Αυτό” είπε χαμογελώντας γλυκά η Άτροπος, “είναι το μεγαλύτερο δώρο που μπορώ να κάνω για εσάς τους ανθρώπους”.

Ο Άγγελος άνοιξε τα μάτια του και ανήσυχα γύρισε να δει αν κοιμόταν δίπλα η αγαπημένη του Δάφνη.Όταν βεβαιώθηκε πως βρισκόταν εκεί και ήταν καλά,τα έκλεισε πάλι,ευτυχισμένος και γεμάτος απο ότι θα μπορούσε να του προσφέρει απλόχερα η ζωή.

Έτσι τελειώνει η ιστορία μου,μελαγχολικά για κάποιους,ευχάριστα όμως τελικά, αφού το “έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα” είναι πολύ γενικό και ακαθόριστο. Και ακριβώς όπως θέλουμε να ξέρουμε ότι πέρασαν καλά στην ζωή τους,είναι πιστεύω εξίσου σημαντικό να γνωρίζουμε ότι τελείωσε το ίδιο καλά αυτή η όμορφη ζωή.

Σημείωση :Θεωρώ σωστό για εκείνους που δεν γνωρίζουν να προσθέσω κάποιες πληροφορίες για τις τρεις αδελφές (τρεις μοίρες) που κατά την ελληνική μυθολογία ήταν υπεύθυνες για την ζωή ενός ανθρώπου από την γέννησή του έως και το τέλος του.

Σύμφωνα λοιπόν με τον Πλάτωνα

• η Λάχεσις αντιπροσωπεύει και καθορίζει το Παρελθόν,

• η Κλωθώ αντιπροσωπεύει και καθορίζει το Παρόν,

• η Άτροπος αντιπροσωπεύει και καθορίζει το Μέλλον.

Φροντίστε να τα έχετε καλά λοιπόν με αυτές τις τρεις κυρίες,να είστε πάντα ειλικρινείς και αληθινοί μαζί τους.

Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οιοσδήποτε θίγεται από άρθρο ή σχόλιο που έχει αναρτηθεί στο oxafies.com , μπορεί να μας ενημερώσει, στο oxafies@gmail.com ώστε να το αφαιρέσουμε άμεσα. Ομοίως και για φωτογραφίες που υπόκεινται σε πνευματικά δικαιώματα.

Στo oxafies.com ακούγονται όλες οι απόψεις . Αυτό δε σημαίνει ότι τις υιοθετούμε η ότι συμπίπτουν με τις δικές μας .