Τετάρτη, Φεβρουαρίου 19

Πάνε χρόνια που την έχασε την γυναίκα του

Πάνε χρόνια που την έχασε την γυναίκα του. Δέκα πέντε χρόνια είναι που έφυγε από την ζωή, έτσι χωρίς να μάθουν το γιατί. Στον ύπνο της έφυγε, και κείνος δεν το πήρε είδηση καθόλου.
Σαν ξύπνησε το πρωί και είδε πως ήταν παγωμένη και νεκρή, του σάλεψε του καψερού.
Και πως να μην του σαλέψει; Να κοιμάσαι κι ο άνθρωπός σου να είναι δίπλα σου πεθαμένος, δεν είναι και λίγο τούτο δω.
Την έκλαψε. Την έκλαψε πολύ, γιατί την αγάπησε και πολύ!
Δέκα πέντε χρόνια και δεν μπορεί ακόμα να το χωνέψει. Τίποτα δεν του γιατρεύει τον πόνο του.
Μονάχα η θύμησή της, του τον μαλακώνει λίγο. Για κείνον δεν έφυγε ποτέ. Δεν θέλει να δει την πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα δίχως της, δεν την θέλει.
Γι αυτόν είναι εκεί, και της μιλάει κάθε μέρα. Της φτιάχνει τον καφέ της και κάθονται παρέα να τον πιουν. Της λέει το πρόγραμμα της μέρας. Που θα πάει και τι θα κάνει. Και κείνη το ίδιο. Τον ρωτάει τι θέλει να του μαγειρέψει.
Ό,τι θέλεις περιστέρα μου της λέει. Ό,τι θέλεις εσύ, και σκύβει την φιλάει και φεύγει για τις δουλειές του. Για κείνον δεν έφυγε ποτέ.
Μόνο τα βράδια σαν ξαπλώνει κι απλώνει το χέρι του να την πάρει αγκαλιά δεν την βρίσκει πουθενά. Και τότε, δεν του φτάνει η θύμηση. Δεν του φτάνει η φαντασία του, και μουσκεύει το μαξιλάρι από τα δάκρυα.
Έτσι τον παίρνει ο ύπνος. Με τα δάκρυα στα μάτια και φαίνεται πως η ψυχή του, δεν κοιμάται κι όλη νύχτα κλαίει, γιατί το πρωί το μαξιλάρι είναι μούσκεμα.
Για κείνον δεν έφυγε ποτέ. Ακόμα κι όταν γυρίζει τα μεσημέρια και της κρένει σαν και τότε, που έμπαινε στην αυλή.
Ήρθα περιστέρα μου, ήρθα της φωνάζει. Μα απόκριση δεν παίρνει όπως παλιά, κι ούτε βγαίνει να τον καλωσορίσει η Πανάγιω του, η περιστέρα του. Ακόμα και τότε δεν θέλει να το πιστέψει πως δεν θα ξαναβγεί να τον καλωσορίσει και κάθεται στο πεζουλάκι της αυλής, εκεί που κάθονταν μαζί, και λέει κάπου θα πήγε. Ίσως πετάχτηκε στη θυγατέρα μας.
Θα' ρθει όπου να' ναι. Θα'ρθει.
Η κόρη του, τον προσέχει. Κι ο γιος του το ίδιο, μα κι η νύφη του δεν τον άφησε ποτέ να μην του στείλει κάτι..
Και το φαΐ του το' χει. Μια από κείνη, μια από την κόρη του και τα ρούχα του καθαρά από τις δυο. Και τα εγγόνια του έρχονται και του κάνουν παρέα. Μα η Πανάγιω του, του λείπει. Θα. ρθω να σε βρω της λέει κάποια βράδια.
Και σαν να την ακούει να τον μαλώνει. Να κάτσεις εκεί που είσαι, του λέει. Ακούς; Εκεί να κάτσεις, μα γω καλά είμαι. Και κείνο το καλά είμαι, είναι που δεν πήγε ακόμα να την βρει.
Δέκα πέντε χρόνια δίχως της, κι αυτός της μιλάει κάθε μέρα. Και τι δεν λένε.. Της λέει για τα σπαρτά τους, για τα ζωντανά τους. Της λέει για τα παιδιά και τα εγγόνια τους.
Το όνομά σου έχουν οι εγγόνες μας. Και ο γιος, και η κόρη μας έχουν από μια Παναγιώτα. Μα το κόψανε περιστέρα μου, το κόψανε και τις φωνάζουνε Γιώτα και σαν τις φωνάξω Πανάγιω, εκείνες με κοιτάνε, μ' αγκαλιάζουνε και μου λένε, α ρε παππού..
Είναι πολλές οι φορές που βάζει στον ώμο τον τουρβά, με δυο χαψιές ψωμί και ένα τρίμμα τυρί, παίρνει το μπαστούνι του κι ανηφορίζει μια πλαγιά.
Σαν τον βλέπουν να το κάνει τούτο, σάλεψε λένε. Σάλεψε ο καψερός ο Νικόλας. Τι να τους πει; Πως πάει εκεί που την πρωτοείδε; Μόνο τα παιδιά του ξέρανε που πηγαίνει.
Μόνο αυτά ξέρανε και την ιστορία πως την γνώρισε την μάνα τους. Είχε βγει να κάνει το ζαλίκι της.
Να κόψει ξύλα στην πλαγιά ψηλά ψηλά. Κι αυτός είχε πάει για κυνήγι. Δεν ήταν από το χωριό της.
Αυτός ήταν από πίσω από το βουνό, απ' άλλο χωριό. Έτσι την γνώρισε την μάνα τους. Έκοβε τα ξύλα με την κασάρα της, τραγουδούσε κι η πλαγιά ζωντάνευε.
Έτσι την γνώρισε την ώρα που τραγούδαγε:
Που' σαι και σε περιμένω
που' σαι και σε καρτερώ
έλα και αργοπεθαίνω
μ' άφησες χωρίς νερό
Έλα στάξε δυο σταγόνες
φλόγα έχω στο κορμί
έλα μπες μες την καρδιά μου
να σου δώσω το φιλί
Εκεί πήγαινε ο Νικόλας. Εκεί. Να την ακούσει να το λέει και να ζωντανεύει η πλαγιά από την φωνή της!
Εκεί πήγαινε και κάθονταν όλη μέρα. Να την ακούει να τραγουδάει, να την βλέπει να κόβει ξύλα με την κασάρα της, και να φτιάχνει κείνο το ζαλίκι με τόση τέχνη, που και τα πουλιά την ζηλεύανε, γιατί νομίζανε πως μόνο εκείνα είχαν την τέχνη αυτή. Άλλο να φτιάχνεις φωλιά, κι άλλο ζαλίκι.
Μα οι δυο τους φτιάξανε την δική τους την φωλιά! Την φωλιά της αγάπης τους. Εκεί κουρνιάζανε μαζί με τα όνειρά τους. Μόνο που δεν ήταν μέσα τους να φύγει εκείνη και να τον αφήσει μόνο του. Αυτό δεν το ονειρεύτηκαν.
Κρύωσε η φωλιά περιστέρα μου, της έλεγε με παράπονο. Κρύωσε και δεν μου την ζεσταίνεις μπλιο.
Εκεί πήγαινε ο Νικόλας να της λέει γλυκόλογα και να μην τον ακούει κανείς. Να της κάνει και παράπονα. Κι άμα χόρταινε η ψυχή του, θύμηση, κι άμα της έλεγε όλα που ήθελε να της πει, γύρναγε στο σπίτι κι ήταν εκεί.
Καλώς τον του έλεγε. Πάλι πήρες τα βουνά; Πάλι με ψάχνεις Νικόλα μου; Κι έκλαιγε με λυγμούς ο καψερός και κείνη τον μάλωνε. Γέρασες του' λεγε. Γέρασες Νικόλα μου, μα κλαις σαν τότε που σου είπα, πως και γω σ' αγαπάω κι έβαλες τα κλάματα σαν σου το είπα. Κι άμα σε ρώτησα γιατί; Από ευτυχία μου είπες. Από ευτυχία. Το θυμάσαι Νικόλα μου; Το θυμάσαι; Τούτα του' λεγε σαν έβγαζε από τον τουρβά το ψωμί. Ούτε που το άγγιξε όλη μέρα.
Η πόρτα χτύπησε και πάει να ανοίξει. Η εγγονή του, ήταν. Πήγε να τον δει, μα τον βρήκε να κλαίει.
Παππού κλαις; Όχι, της είπε. Όχι. Και τα δάκρυα; Από ευτυχία Πανάγιω μου. Από ευτυχία είναι που σε είδα κι έβγαλε η εγγονή του ένα πιάτο φαΐ από μια τσάντα, του το έδωσε, του έκανε μια αγκαλιά κι έφυγε.
Πήρε και κείνος ένα πιρούνι, έκατσε στο τραπέζι, την πήρε αγκαλιά στα γόνατά του, έλα περιστέρα μου να φάμε. Έλα, μα γω θα σε ταΐσω σαν και τότε ,που έμασταν τα δυο μας, πριν κάνουμε τα παιδιά μας. Σαν και τότε.
Μην κλαις Νικόλα μου, του είπε. Μην κλαις. Μα τούτα τα δάκρυα δεν μου μοιάζουν της ευτυχίας. Από μοναξιά είναι της είπε.
Από μοναξιά Πανάγιω μου και καίνε πανάθεμά τα.
Καίνε σαν την θύμησή σου...
Ελευθερία Λάππα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οιοσδήποτε θίγεται από άρθρο ή σχόλιο που έχει αναρτηθεί στο oxafies.com , μπορεί να μας ενημερώσει, στο oxafies@gmail.com ώστε να το αφαιρέσουμε άμεσα. Ομοίως και για φωτογραφίες που υπόκεινται σε πνευματικά δικαιώματα.

Στo oxafies.com ακούγονται όλες οι απόψεις . Αυτό δε σημαίνει ότι τις υιοθετούμε η ότι συμπίπτουν με τις δικές μας .