Του Γιώργου Χαρβαλιά
Υποψιάζομαι ότι, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής οραματίστηκε το μέλλον της Ελλάδας σε μια ενωμένη Ευρώπη, στάθμιζε πρωτίστως το πολιτικό όφελος. Φανταζόταν, όπως και άλλοι μεγάλοι ηγέτες εκείνης της εποχής, την οικονομική κοινότητα των εθνών που θα προσέφερε τα απτά ωφελήματα μιας τελωνειακής ένωσης, αλλά και μιας συλλογικής πολιτικής οντότητας. Στο πλαίσιο της οποίας κάθε κράτος θα κρατούσε τη δική του ταυτότητα και θα μετείχε ισότιμα στη λήψη αποφάσεων. Αυτή άλλωστε ήταν η φιλοσοφία
της ιδρυτικής Συνθήκης της Ρώμης: ένα μέλος – μία ψήφος.Ο Καραμανλής, χωρίς αμφιβολία, έδινε μεγαλύτερη έμφαση από την οικονομική διάσταση στην πολιτική διάσταση του εγχειρήματος, πιστεύοντας ότι η Ελλάδα θα αποκτήσει ένα είδος θωράκισης -μέσω αλληλεγγύης- απέναντι σε εξωτερικές απειλές. Υπό αυτή την έννοια, όσα συμβαίνουν σήμερα θα ήταν απολύτως αδιανόητα για τον τότε πρωθυπουργό. Δεν θα μπορούσε ποτέ να συλλάβει πως θα ερχόταν η ώρα που ο «Αττίλας» της Κύπρου θα βαφτιζόταν «ομονοών εταίρος» (like-minded partner) της νέας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας και θα προσκαλείτο να την ενισχύσει, έστω από την πίσω πόρτα, με την Ελλάδα σε ρόλο παθητικού παρατηρητή.
Ο Καραμανλής, όπως και ο Ανδρέας Παπανδρέου -για να μην αδικούμε καταστάσεις-, δεν θα είχε ποτέ επιτρέψει έναν τέτοιον εθνικό διασυρμό. Θα είχε φροντίσει να διαμηνύσει εγκαίρως στους εταίρους ότι, αν το ευρωπαϊκό αμυντικό σχέδιο δεν κατοχυρώνει τις ελληνικές ευαισθησίες, είναι αδύνατον να εγκριθεί από εκλεγμένη ελληνική κυβέρνηση, επομένως δεν θα περάσει.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Ηγέτες που σέβονται τον εαυτό τους και αυτούς που τους εξέλεξαν θα είχαν πριν απ’ όλα ζητήσει να μάθουν ποια είναι η απειλή γύρω από την οποία χτίζεται, με φρενήρη ρυθμό, η νέα ευρωπαϊκή πολεμική μηχανή. Ξαναγυρίσαμε στον Ψυχρό Πόλεμο; Αναβίωσε το φάντασμα της «κόκκινης Αρκούδας»;
Και σε άλλες χώρες
Η εντύπωση που δημιουργείται είναι πως η ουκρανική κρίση σύντομα θα μεταφερθεί και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι κυβερνήσεις καλούν τους πολίτες να εξασφαλίσουν προμήθειες και να συνηθίζουν στην ιδέα ότι μπορεί να επιστρέψουν στα καταφύγια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το σκηνικό παραπέμπει ευθέως στις παραμονές μεγάλων διεθνών συρράξεων του παρελθόντος. Μόνο που αυτή τη φορά η απειλή δεν είναι πειστική. Είναι κατασκευασμένη, πλην όμως δεν αναιρεί την πιθανότητα του μοιραίου. Η συνεχής πίεση που ασκείται στη Ρωσία (στην οποία ο δικός μας πρωθυπουργός πρωτοστατεί) μπορεί να την οδηγήσει σε ασύμμετρες απαντήσεις. Το σενάριο ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος είναι πιο κοντά απ’ όσο νομίζουμε, και το περιέγραψε με τον καλύτερο τρόπο, την περασμένη εβδομάδα, η επικεφαλής των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών σε ένα ολιγόλεπτο βίντεο-καταπέλτη για τους άφρονες πολεμοκάπηλους των Βρυξελλών.
Φωνές διαμαρτυρίας για αυτό το «παιχνίδι με τη φωτιά» υπάρχουν και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάποιες φιμώνονται με το «καλημέρα», όπως στην περίπτωση της Ρουμανίας, και άλλες απλώς περιθωριοποιούνται. «Μπάτζετ» για προπαγάνδα και βρόμικα παιχνίδια δεν έχουν μόνο οι Αμερικανοί μέσω της USAID. Έχει και η Κομισιόν, με ποσά πολλών εκατομμυρίων ευρώ που διοχετεύονται αδιαφανώς σε ετήσια βάση για να υποστηρίζουν το επίσημο αφήγημα.
Υπό τέτοιες συνθήκες, οι εκκλήσεις σωφροσύνης πέφτουν στο κενό. Δεν ακούγονται στα ευρωπαϊκά κονκλάβια λήψης αποφάσεων. Αντιθέτως, εκεί, ηγέτες πασιφανώς γελοίοι -πιο γελοίοι και από τις γελοιότητες που εκστομίζουν-, όπως ο Μακρόν και ο Στάρμερ, αποθεώνονται από ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης, κηρύσσοντας καθημερινά τον πόλεμο στη Μόσχα. Είναι οι ίδιοι που ενθαρρύνουν τη ρητορική μίσους, προς μεγάλη τέρψη των Γερμανών, των αφανών υποκινητών της ανάφλεξης, που τρίβουν τα χέρια τους, καλλιεργώντας τον μύθο ότι μέχρι το 2029 θα μας επιτεθούν οι Ρώσοι (επομένως, καλύτερα να τους επιτεθούμε εμείς… πρώτοι για να μην πάνε στράφι και τα όπλα που παράγονται).
Η υπόθεση προσεγγίζει την απόλυτη παράκρουση, και η Ελλάδα με τους μοιραίους και άβουλους πολιτικούς της κινδυνεύει να παρασυρθεί ως ενεργό μέρος σε έναν μελλοντικό πόλεμο στα σύνορα Λιθουανίας – Ρωσίας, υποστηρίζοντας χώρες που, αν η Τουρκία έκανε απόβαση στο Σούνιο, δεν θα έδιναν δεκάρα τσακιστή.
Πολιτική περιθωριοποίηση
Το τίμημα λοιπόν του «Μένουμε Ευρώπη» έχει να κάνει και με μια εξαιρετικά επικίνδυνη πολιτική περιθωριοποίηση, που καθίσταται επικίνδυνη για την ίδια την επιβίωση του ελληνικού έθνους. Δεσμευόμαστε πλέον από αποφάσεις τρίτων για συμμετοχή σε πολεμικές περιπέτειες που ουδόλως σχετίζονται με ελληνικά ζωτικά συμφέροντα.
Η αγωνία «μήπως γίνουμε δυσάρεστοι», που κατατρέχει την πολιτική κάστα των σημερινών ευρωδωσίλογων πολιτικών, δεν υπήρχε στη λογική των προηγούμενων πρωθυπουργών. Ο Καραμανλής έγινε πολύ δυσάρεστος όταν αποφάσισε την έξοδο από το ΝΑΤΟ, ο Ανδρέας στύλωσε τα πόδια, μπλοκάροντας τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για να πάρει τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, ακόμα και ο Σημίτης -λόγω του αείμνηστου Κρανιδιώτη ασφαλώς- κατάφερε να ανταλλάξει την ένταξη της Κύπρου με την ελληνική συναίνεση για την τελωνειακή ένωση Ε.Ε. – Τουρκίας.
Σήμερα, θα μου πείτε, το βέτο δεν υπάρχει. Το κατάργησαν αθόρυβα, αλλά μεθοδικά, οι Γερμανοί δυνάστες της Ευρώπης, μεθοδεύοντας αυτά τα απίθανα εφευρήματα περί «ειδικής» ή «διπλής» πλειοψηφίας, όπου στο τέλος ισχύει το «μονά – ζυγά δικά τους». Πλην, όμως, η ομοφωνία εξακολουθεί να ισχύει ως τελευταίο ανάχωμα σε κάποια τελευταία «υπαρξιακής διαστάσεως» θέματα, όπως κρίσιμες πτυχές άμυνας και ασφάλειας, ειδικά όταν τίθεται ζήτημα απειλής εις βάρος κράτους-μέλους. Τα σχετικά άρθρα 212 και 218 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ε.Ε. επιτρέπουν ακόμα σε απειλούμενα κράτη να «μπλοκάρουν» επιμέρους συμφωνίες με επίδοξους εισβολείς, διακηρυγμένους εχθρούς.
Στην περίπτωση της Τουρκίας, το ζήτημα είναι προφανές, αφού υπάρχουν αφενός το επίσημα διατυπωμένο casus belli στο Αιγαίο, αφετέρου η συνεχιζόμενη παράνομη στρατιωτική κατοχή κυπριακού εδάφους. Μόνο που η επίκληση και αυτών των δύο από μια Ελλάδα που τα τελευταία πέντε έτη σαλιαρίζει με τον Ερντογάν και από μια Κύπρο που συνομιλεί με τον επικεφαλής του ψευδοκράτους, αναζητώντας «λύση» στο (ναρκοθετημένο από τα Ηνωμένα Έθνη) έδαφος των διακοινοτικών διαπραγματεύσεων, ακούγεται σχήμα οξύμωρο.
«Ποια απειλή νιώθετε;» θα μας ρωτήσουν ευλόγως οι Ευρωπαίοι «φίλοι» μας, «όταν κάθε δέκα μέρες ο υπουργός σας των Εξωτερικών συναντάται και συντρώγει με τον Τούρκο ομόλογό του; Έχετε καταργήσει τις ταξιδιωτικές θεωρήσεις για τους Τούρκους επισκέπτες που πλημμυρίζουν τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και, ταυτόχρονα, αφήνετε Τούρκους “επενδυτές” να αγοράζουν σωρηδόν ακίνητα, ακόμα και στην ευαίσθητη περιοχή της Θράκης;
Η ερώτηση δεν είναι καθόλου παράλογη. Και δείχνει ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να βασίζεται σε καμιά ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, ούτε ασφαλώς είναι σε θέση να εκβιάσει ευρωπαϊκή στρατιωτική αρωγή απέναντι στην επιθετικότητα ενός κράτους που από την κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν προβάλλεται ως «απειλή» και από το σύνολο των υπόλοιπων Ευρωπαίων εκλαμβάνεται ως επίζηλος εταίρος, που συμμερίζεται τις αξίες του δυτικού πολιτισμού!
Η Ελλάδα επομένως βρίσκεται διπλά παγιδευμένη, συμμετέχοντας σε πολεμικά σχέδια τρίτων, την ώρα που δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει διεθνή ερείσματα για τη δική της προστασία από τον πραγματικό εχθρό. Αν αυτό είναι πράγματι το τίμημα του «Μένουμε Ευρώπη», λυπούμαι, αλλά να μας λείπει…
Εδώ το Α’ Μέρος