
Με βαριές αιχμές, ο Ευάγγελος Βενιζέλος σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Ελευθερία της Λάρισας κάνει λόγο για βαθιά κρίση εμπιστοσύνης που προκάλεσε η τραγωδία των Τεμπών και μιλά για την ανάγκη θεσμικής αντοχής του κράτους δικαίου και τις πολιτικές ευθύνες που βαραίνουν τη λειτουργία της Δικαιοσύνης και του Κοινοβουλίου
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, στη συνέντευξή του με αφορμή τη σημερινή επιστημονική εκδήλωση στη Λάρισα για το άρθρο 24 του Συντάγματος και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, προσεγγίζει την τραγωδία όχι μόνο ως ένα ποινικό ή πολιτικό γεγονός, αλλά ως σύμπτωμα μιας βαθύτερης κρίσης εμπιστοσύνης απέναντι στο κράτος και τη Δικαιοσύνη. Με δηκτικό τρόπο περιγράφει πώς η διαχείριση της υπόθεσης από την κυβέρνηση και η αμφίσημη στάση της Δικαιοσύνης «κλόνισαν το κύρος των θεσμών και ενίσχυσαν το αίσθημα ατιμωρησίας».
Ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης αναλύει με σαφή κριτική διάθεση τα γεγονότα που ακολούθησαν το δυστύχημα, από την πολιτική απροθυμία ανάληψης ευθυνών μέχρι την αντιφατική δικαστική διερεύνηση που, όπως σημειώνει, «έδωσε την εντύπωση θεσμικής προσαρμογής στις εκάστοτε κυβερνητικές επιλογές». Εξηγεί ότι η Δικαιοσύνη, αντί να λειτουργήσει ως ανεξάρτητος εγγυητής του κράτους δικαίου, φάνηκε σε στιγμές να ακολουθεί το πολιτικό κλίμα, προκαλώντας εύλογη δυσπιστία στους πολίτες και ιδιαίτερα στις οικογένειες των θυμάτων.
Παράλληλα, ο Ευάγγελος Βενιζέλος τοποθετεί το ζήτημα των Τεμπών στο ευρύτερο πλαίσιο της θεσμικής κρίσης που διαπερνά το πολιτικό σύστημα. Από τη λειτουργία της Δικαιοσύνης έως τη συμπεριφορά της Βουλής στις υποθέσεις διαφάνειας και λογοδοσίας, όπως αυτή του ΟΠΕΚΕΠΕ, υπογραμμίζει ότι «οι μεθοδεύσεις και οι παραβιάσεις των συνταγματικών κανόνων υπονομεύουν το κύρος των θεσμών και βαθαίνουν την αποξένωση των πολιτών από τη δημοκρατία».
Από το περιβάλλον έως το κράτος δικαίου ο κ. Βενιζέλος επιχειρεί να χαρτογραφήσει τις πολλαπλές όψεις μιας εποχής όπου τα εθνικά συντάγματα φαίνονται ανίσχυρα μπροστά στις παγκόσμιες προκλήσεις – είτε πρόκειται για την κλιματική κρίση είτε για τη φθορά των θεσμών. Στηλιτεύει τις παλινωδίες και τις πολιτικές σκοπιμότητες που δηλητηριάζουν το δημόσιο αίσθημα, επιμένοντας πως «η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών δεν είναι νομικό ζήτημα, αλλά πράξη πολιτικής και ηθικής ευθύνης».
Σε μια περίοδο έντονης πολιτικής ρευστότητας και διαδοχικών κρίσεων που έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς, εκτιμά ότι το ενδεχόμενο σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης φαντάζει ολοένα και πιο απομακρυσμένο, για να υποστηρίξει ότι η προοπτική κυβερνήσεων συνεργασίας τίθεται πλέον ως ρεαλιστική ανάγκη και όχι ως πολιτική επιλογή.
Η συνέντευξη στον Δημήτρη Κατσανάκη
Ερώτηση: Κύριε
Βενιζέλο, βρίσκεστε σήμερα στη Λάρισα με αφορμή τη διημερίδα για το
άρθρο 24 του Συντάγματος, που αφορά την προστασία του φυσικού
περιβάλλοντος. Αν και το άρθρο είναι ήδη ισχυρό, η ανάγκη προσαρμογής
του στις σύγχρονες προκλήσεις, μεταξύ των οποίων η κλιματική κρίση, δεν
το καθιστά αυτοδίκαια αντικείμενο μελλοντικής αναθεώρησης;
Απάντηση: Όταν
το 1975 το τότε νέο μεταπολιτευτικό ελληνικό Σύνταγμα εξοπλίστηκε με
μια ειδική διάταξη για την προστασία του περιβάλλοντος και απέκτησε ρητά
τη διάσταση του περιβαλλοντικού συντάγματος, η Ελλάδα βρέθηκε στη
διεθνή πρωτοπορία από την άποψη αυτή.
Με την εκτεταμένη αναθεώρηση του 2001 -στην οποία είχα την τιμή να είμαι ο γενικός εισηγητής- το άρθρο 24 προσέλαβε και νέες διαστάσεις.
Το κανονιστικό του, όμως, περιεχόμενο το διαμόρφωσε, το ανέδειξε και το εξειδίκευσε η πρωτοποριακή και επίμονη περιβαλλοντική νομολογία του ΣτΕ, που κατέστησε το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο τον βασικό θεματοφύλακα της υποχρέωσης του κράτους να προστατεύει το περιβάλλον και να διασφαλίζει την αειφορία, τη βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά και το δικαίωμα του καθενός και της καθεμιάς στην απόλαυση και την προστασία του περιβάλλοντος, μεριμνώντας για τις επόμενες γενιές.
Το εθνικό μας Σύνταγμα συμπληρώνεται και στο πεδίο της προστασίας του περιβάλλοντος από τις ρυθμίσεις του Διεθνούς Δικαίου, κυρίως διεθνών συμβάσεων, και βεβαίως του Δικαίου της Ε.Ε., πρωτογενούς και παράγωγου, που διεκδικούν την υπεροχή τους μέσα στο σχήμα του πολυεπίπεδου συνταγματισμού και του «επαυξημένου Συντάγματος» που ισχύει κατεξοχήν στην Ευρώπη.
Συνεπώς, οι συνταγματικού επιπέδου ρυθμίσεις καλύπτουν το φυσικό και δομημένο περιβάλλον, ιδιαίτερα την προστασία των δασών και δασικών εκτάσεων, τον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, την προστασία των μνημείων και γενικότερα του πολιτιστικού περιβάλλοντος.
Όπως, όμως, επισημαίνεται, η κλιματική κρίση είναι ζήτημα άλλης τάξης.
Διεθνώς οι λεγόμενες κλιματικές δίκες έχουν οδηγήσει στην παραγωγή μιας εξαιρετικά ενδιαφέρουσας και δυναμικής νομολογίας, με κορυφαίες εκφράσεις, σε ευρωπαϊκό επίπεδο την απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Klima Seniorinnen και σε διεθνές επίπεδο τη γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης της 23ης.7.2025 «Obligations of States in respect of climate change».
Ως προς την κλιματική κρίση, συνεπώς, οι εξελίξεις δεν εξαρτώνται από τα εθνικά συντάγματα και τα αδύναμα εθνικά κράτη περιορισμένης κυριαρχίας, καθώς το ζήτημα είναι κατά κυριολεξία οικουμενικό και υπαρξιακό.
Από την άποψη αυτή, η αναθεώρηση του ελληνικού Συντάγματος ώστε να υπάρχει ρητή συνταγματική πρόβλεψη υποχρεώσεων και δικαιωμάτων ως προς την κλιματική κρίση είναι κυρίως παιδαγωγικού και συμβολικού χαρακτήρα.
Ερώτηση: Η υπόθεση των Τεμπών έχει μετατραπεί σε δοκιμασία εμπιστοσύνης απέναντι στη Δικαιοσύνη. Πολλοί πολίτες θεωρούν ότι οι ευθύνες «σταματούν χαμηλά» και ότι οι θεσμοί διστάζουν να αγγίξουν το πολιτικό επίπεδο. Πρόκειται, κατά τη γνώμη σας, για θεσμικό έλλειμμα ή για κρίση αξιοπιστίας της Δικαιοσύνης; Και πώς μπορεί να αποκατασταθεί η πίστη των πολιτών στο κράτος δικαίου;
Απάντηση: Είναι δυστυχώς απολύτως ακριβές αυτό που λέτε. Η διαχείριση της υπόθεσης των Τεμπών μετά το τραγικό δυστύχημα κλόνισε βαθιά την εμπιστοσύνη της κοινωνίας απέναντι σε όλους τους θεσμούς, πολιτικούς, αλλά και δικαστικούς.
Η κυβέρνηση άσκησε τις δικαστικές της αρμοδιότητες με τρόπο αντιφατικό και φοβικό, δίνοντας την εντύπωση αυθαιρεσίας και συγκάλυψης, ενώ η Δικαιοσύνη προσαρμόστηκε στις κυβερνητικές μεταβολές. Η διακύμανση αυτή πλήττει το κύρος των θεσμών και βαθαίνει τη δυσπιστία των πολιτών.
Ερώτηση: Με αφορμή την πρόσφατη ψηφοφορία στη Βουλή για την Προανακριτική Επιτροπή για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, μιλήσατε για «κοινοβουλευτικό κατάντημα» και «ευτελισμό των θεσμών». Ποιο είναι το μακροπρόθεσμο κόστος αυτών των θεσμικών «ακροβασιών»;
Απάντηση: Το εντυπωσιακό είναι ότι η κυβέρνηση θεωρεί πως η απόρριψη της διαδικασίας ποινικής ευθύνης υπουργών και η συγκρότηση Εξεταστικής Επιτροπής θα περιορίσουν τις πολιτικές επιπτώσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ. Για να επιτευχθεί αυτό, όμως, παραβιάστηκαν διατάξεις του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής.
Το άμεσο κόστος είναι διπλό: επιβαρύνει την κυβέρνηση με την ουσία του σκανδάλου και ταυτόχρονα προσβάλλει το κύρος του Κοινοβουλίου.
Ερώτηση: Αν και η κυβέρνηση αντιμετωπίζει διαδοχικές κρίσεις, όπως τα Τέμπη, οι φυσικές καταστροφές και τα σκάνδαλα, παραμένει κυρίαρχη δύναμη στο πολιτικό σκηνικό. Πώς το εξηγείτε;
Απάντηση: Τι εννοείτε κυρίαρχη; Δημοσκοπικά κινείται κάτω από το 25%, όριο απονομής μπόνους στο πρώτο κόμμα. Έχει μεγάλη απόσταση από το δεύτερο, αλλά και από την αυτοδυναμία.
Η περίοδος των μονοκομματικών κυβερνήσεων με πανίσχυρο πρωθυπουργό φαίνεται δύσκολο να συνεχιστεί.
Ερώτηση: Με δεδομένη την πολυδιάσπαση στον χώρο της κεντροαριστεράς και την ανάγκη συνεργασιών, υπάρχουν οι προϋποθέσεις για προγραμματική σύγκλιση;
Απάντηση: Εξ όσων γνωρίζω, το ΠΑΣΟΚ επιδιώκει την πολιτική και προγραμματική του αυτονομία και ένα όσο το δυνατόν καλύτερο αποτέλεσμα στις επόμενες εκλογές.
Στον χώρο του πρώην ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει πολυδιάσπαση και αναμονή, άρα δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις. Σε κάθε περίπτωση, το πρώτο κόμμα πρέπει να δείξει πρώτο πώς αντιλαμβάνεται ένα βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα συνεργασίας. Η χώρα έχει περάσει κυβερνήσεις συνεργασίας την περίοδο 2011-2019 και είναι πιθανό να ξαναδούμε κάτι ανάλογο.
Με την εκτεταμένη αναθεώρηση του 2001 -στην οποία είχα την τιμή να είμαι ο γενικός εισηγητής- το άρθρο 24 προσέλαβε και νέες διαστάσεις.
Το κανονιστικό του, όμως, περιεχόμενο το διαμόρφωσε, το ανέδειξε και το εξειδίκευσε η πρωτοποριακή και επίμονη περιβαλλοντική νομολογία του ΣτΕ, που κατέστησε το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο τον βασικό θεματοφύλακα της υποχρέωσης του κράτους να προστατεύει το περιβάλλον και να διασφαλίζει την αειφορία, τη βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά και το δικαίωμα του καθενός και της καθεμιάς στην απόλαυση και την προστασία του περιβάλλοντος, μεριμνώντας για τις επόμενες γενιές.
Το εθνικό μας Σύνταγμα συμπληρώνεται και στο πεδίο της προστασίας του περιβάλλοντος από τις ρυθμίσεις του Διεθνούς Δικαίου, κυρίως διεθνών συμβάσεων, και βεβαίως του Δικαίου της Ε.Ε., πρωτογενούς και παράγωγου, που διεκδικούν την υπεροχή τους μέσα στο σχήμα του πολυεπίπεδου συνταγματισμού και του «επαυξημένου Συντάγματος» που ισχύει κατεξοχήν στην Ευρώπη.
Συνεπώς, οι συνταγματικού επιπέδου ρυθμίσεις καλύπτουν το φυσικό και δομημένο περιβάλλον, ιδιαίτερα την προστασία των δασών και δασικών εκτάσεων, τον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, την προστασία των μνημείων και γενικότερα του πολιτιστικού περιβάλλοντος.
Όπως, όμως, επισημαίνεται, η κλιματική κρίση είναι ζήτημα άλλης τάξης.
Διεθνώς οι λεγόμενες κλιματικές δίκες έχουν οδηγήσει στην παραγωγή μιας εξαιρετικά ενδιαφέρουσας και δυναμικής νομολογίας, με κορυφαίες εκφράσεις, σε ευρωπαϊκό επίπεδο την απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Klima Seniorinnen και σε διεθνές επίπεδο τη γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης της 23ης.7.2025 «Obligations of States in respect of climate change».
Ως προς την κλιματική κρίση, συνεπώς, οι εξελίξεις δεν εξαρτώνται από τα εθνικά συντάγματα και τα αδύναμα εθνικά κράτη περιορισμένης κυριαρχίας, καθώς το ζήτημα είναι κατά κυριολεξία οικουμενικό και υπαρξιακό.
Από την άποψη αυτή, η αναθεώρηση του ελληνικού Συντάγματος ώστε να υπάρχει ρητή συνταγματική πρόβλεψη υποχρεώσεων και δικαιωμάτων ως προς την κλιματική κρίση είναι κυρίως παιδαγωγικού και συμβολικού χαρακτήρα.
Ερώτηση: Η υπόθεση των Τεμπών έχει μετατραπεί σε δοκιμασία εμπιστοσύνης απέναντι στη Δικαιοσύνη. Πολλοί πολίτες θεωρούν ότι οι ευθύνες «σταματούν χαμηλά» και ότι οι θεσμοί διστάζουν να αγγίξουν το πολιτικό επίπεδο. Πρόκειται, κατά τη γνώμη σας, για θεσμικό έλλειμμα ή για κρίση αξιοπιστίας της Δικαιοσύνης; Και πώς μπορεί να αποκατασταθεί η πίστη των πολιτών στο κράτος δικαίου;
Απάντηση: Είναι δυστυχώς απολύτως ακριβές αυτό που λέτε. Η διαχείριση της υπόθεσης των Τεμπών μετά το τραγικό δυστύχημα κλόνισε βαθιά την εμπιστοσύνη της κοινωνίας απέναντι σε όλους τους θεσμούς, πολιτικούς, αλλά και δικαστικούς.
Η κυβέρνηση άσκησε τις δικαστικές της αρμοδιότητες με τρόπο αντιφατικό και φοβικό, δίνοντας την εντύπωση αυθαιρεσίας και συγκάλυψης, ενώ η Δικαιοσύνη προσαρμόστηκε στις κυβερνητικές μεταβολές. Η διακύμανση αυτή πλήττει το κύρος των θεσμών και βαθαίνει τη δυσπιστία των πολιτών.
Ερώτηση: Με αφορμή την πρόσφατη ψηφοφορία στη Βουλή για την Προανακριτική Επιτροπή για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, μιλήσατε για «κοινοβουλευτικό κατάντημα» και «ευτελισμό των θεσμών». Ποιο είναι το μακροπρόθεσμο κόστος αυτών των θεσμικών «ακροβασιών»;
Απάντηση: Το εντυπωσιακό είναι ότι η κυβέρνηση θεωρεί πως η απόρριψη της διαδικασίας ποινικής ευθύνης υπουργών και η συγκρότηση Εξεταστικής Επιτροπής θα περιορίσουν τις πολιτικές επιπτώσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ. Για να επιτευχθεί αυτό, όμως, παραβιάστηκαν διατάξεις του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής.
Το άμεσο κόστος είναι διπλό: επιβαρύνει την κυβέρνηση με την ουσία του σκανδάλου και ταυτόχρονα προσβάλλει το κύρος του Κοινοβουλίου.
Ερώτηση: Αν και η κυβέρνηση αντιμετωπίζει διαδοχικές κρίσεις, όπως τα Τέμπη, οι φυσικές καταστροφές και τα σκάνδαλα, παραμένει κυρίαρχη δύναμη στο πολιτικό σκηνικό. Πώς το εξηγείτε;
Απάντηση: Τι εννοείτε κυρίαρχη; Δημοσκοπικά κινείται κάτω από το 25%, όριο απονομής μπόνους στο πρώτο κόμμα. Έχει μεγάλη απόσταση από το δεύτερο, αλλά και από την αυτοδυναμία.
Η περίοδος των μονοκομματικών κυβερνήσεων με πανίσχυρο πρωθυπουργό φαίνεται δύσκολο να συνεχιστεί.
Ερώτηση: Με δεδομένη την πολυδιάσπαση στον χώρο της κεντροαριστεράς και την ανάγκη συνεργασιών, υπάρχουν οι προϋποθέσεις για προγραμματική σύγκλιση;
Απάντηση: Εξ όσων γνωρίζω, το ΠΑΣΟΚ επιδιώκει την πολιτική και προγραμματική του αυτονομία και ένα όσο το δυνατόν καλύτερο αποτέλεσμα στις επόμενες εκλογές.
Στον χώρο του πρώην ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει πολυδιάσπαση και αναμονή, άρα δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις. Σε κάθε περίπτωση, το πρώτο κόμμα πρέπει να δείξει πρώτο πώς αντιλαμβάνεται ένα βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα συνεργασίας. Η χώρα έχει περάσει κυβερνήσεις συνεργασίας την περίοδο 2011-2019 και είναι πιθανό να ξαναδούμε κάτι ανάλογο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οιοσδήποτε θίγεται από άρθρο ή σχόλιο που έχει αναρτηθεί στο oxafies.com , μπορεί να μας ενημερώσει, στο oxafies@gmail.com ώστε να το αφαιρέσουμε άμεσα. Ομοίως και για φωτογραφίες που υπόκεινται σε πνευματικά δικαιώματα.
Στo oxafies.com ακούγονται όλες οι απόψεις . Αυτό δε σημαίνει ότι τις υιοθετούμε η ότι συμπίπτουν με τις δικές μας .