 Όταν αναφέρεις το όνομα της κόρης του, το πρόσωπό του λάμπει από χαρά. Όταν, πάλι, του ζητάς να σου μιλήσει για το παρελθόν, εκείνος σου ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων λες και τις ζει σήμερα. Αυτός είναι ο «σκληρός του ελληνικού κινηματογράφου» Ανέστης Βλάχος, ο οποίος σήμερα, στα 77 του χρόνια, έχοντας διαγράψει μια τεράστια πορεία στον ελληνικό κινηματογράφο με 150 ταινίες, ζει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας μαζί με τη σύζυγό του και την πολυαγαπημένη του κόρη. Απόγονος του παππού Φίλιππου του Μακεδονομάχου, ο Ανέστης Βλάχος υπήρξε από τα πρώτα ιστορικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ, δημιούρ γησε τις Τοπικές Οργανώσεις του Κινήματος, ενώ δεν παρέλειπε πού και πού να πίνει καφέ με τον αείμνηστο Ανδρέα Παπανδρέου και να του λέει τα τεκταινόμενα για το Κίνημα
και τους οπαδούς.
Η συνάντησή μας έγινε στην Πλατεία Βικτωρίας, εκεί όπου για πολλά χρόνια πίνει τον καφέ του, μαζί με τους τελευταίους εναπομείναντες γνή σιους Αθηναίους. Με περπάτημα βαρύ, λευκά μαλλιά, βλέμμα αντρίκιο, ο Ανέστης Βλάχος, μετά από πολλά χρόνια σιωπής, ανοίγει την καρδιά του στα «Επίκαιρα» και μιλά για όσα εκείνος έζησε στον παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο!
«Έτσι ξεκινά η ζωή μου...»
«Γεννήθηκα στις 7 Φεβρουαρίου του 1934 στην Προσοτσάνη Δράμας, από πολύ φτωχούς γονείς, οι οποίοι ήταν γεωργοί στο επάγγελμα. Η μάνα μου, Σοφία, ήταν πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία. Εκτός από τη δουλειά στα χωράφια, έραβε και στο σπίτι για να βοηθήσει στα οικονομικά της οικογένειας. Ο πατέρας μου, Ηρακλής, μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος, κατετάγη. Όμως σκοτώθηκε στην Αλβανία, όταν εγώ ήμουν πολύ μικρός, με αποτέλεσμα να υποφέρουμε για να τα βγάλουμε πέρα μαζί με τη μάνα μου.
»Το 1946, η μάνα μου με πήρε και οι δυο μας ήρθαμε στην Αθήνα, μπας και βρούμε καλύτερη τύχη. Το πρώτο μας σπίτι ήταν στην Αγία Ελεούσα της Καλλιθέας. Ένα μικρό δωμάτιο, το οποίο είχε μέσα μία ντουλάπα, ένα κρεβάτι κι ένα γκαζάκι για το γάλα. Αλλά κι εκεί η μοίρα με κατέτρεχε. Κυνηγούσαν εμένα και τη μάνα μου, με την κατηγορία των Αριστερών. Τέλος πάντων, περάσαμε πολλές φουρτούνες, ώσπου έπιασα δουλειά, όταν τελείωσα το Δημοτικό, σε ένα τυπογραφείο. Μετά έπιασα δουλειά σε ένα ζαχαροπλαστείο και κατόπιν σε ένα κουρείο.
»Ώσπου, το 1950, μπήκα στη Σχολή Σταυράκου. Εκεί ήμουν τυχερός, γιατί είχα εκπληκτικούς δασκάλους, όπως τον Γρηγορίου, τον Διαμαντόπουλο, τον Τσαρούχη, τον Θεοδωράκη, τον Βολονάκη, τον Κουν και πολλούς άλλους. Συμμαθητής μου ήταν ο Καζάκος. Σήμερα, δυστυχώς, οι νέοι παίζουν σε ένα σίριαλ και βαπτίζονται ξαφνικά “δάσκαλοι”. Από πού κι ως πού, ρε φίλε, έγινες δάσκαλος; Μάθε να λες σωστά το ρόλο σου κι άσε τις διδασκαλίες. Απλά το κάνουν για να κοροϊδεύουν τους νέους. Σκεφτείτε ότι 3.000 ηθοποιοί βγαίνουν κάθε χρόνο από τις σχολές. Ουσιαστικά βγάζουν ανέργους!»
«Ο κινηματογράφος στη ζωή μου και η “αδερφή” μου Έλλη Λαμπέτη»
«Ο κινηματογράφος για μένα μπήκε ξαφνικά στη ζωή μου. Θυμάμαι, ο Ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης Γκρεκ Τάλλας θα έκανε την ταινία “Αγιούπα”. Έψαχνε, λοιπόν, δύο ηθοποιούς που να θυμίζουν αγροτόπαιδα για να παίξουν σε αυτή. Εγώ τότε ήμουν στο δεύτερο έτος της σχολής του Σταυράκου. Όταν με είδε ο Τάλλας, εντυπωσιάστηκε και με έβαλε σε βασικό ρόλο. Έπειτα ο Μιχάλης Κακογιάννης θα έκανε τη θρυλική ταινία “Το κορίτσι με τα μαύρα”. Οι τεχνικοί, λοιπόν, πήραν κάποιες φωτογραφίες δικές μου και τις πήγαν στην αλησμόνητη Έλλη Λαμπέτη και στον Κακογιάννη για να με δουν. Με φώναξαν, τους άρεσα στο πρόσωπο και μου έδωσαν το ρόλο του αδερφού της Έλλης. Οι δυνατότητες της Έλλης στην υποκριτική ξεπερνούσαν τα όρια της Ελλάδας. Ήταν πολύ μεγάλη ηθοποιός κι αν ζούσε περισσότερα χρόνια θα αναγνωριζόταν παγκοσμίως το ταλέντο της».
Το «γυάλινο» μάτι και η βοήθεια της Λαμπέτη
«Για μένα είναι πολύ σκληρό να μιλάω για το μάτι μου, αλλά οφείλω να σας πω την αλήθεια. Τότε, παράλληλα με τη σχολή και τον κινηματογράφο, δούλευα στην οικοδομή. Χτύπησα, λοιπόν, με μια πρόκα, με αποτέλεσμα να χάσω το μάτι μου. Η Έλλη Λαμπέτη τότε ήταν ζευγάρι με τον Δημήτρη Χορν. Όταν με είδαν στα χάλια που ήμουν, εκείνοι πλήρωσαν το νοσοκομείο κι εκείνοι με κοίμιζαν και με φρόντιζαν στο σπίτι τους μέχρι να γίνω καλά. Χρωστάω αμέριστα “ευχαριστώ” στην Έλλη και στον Δημήτρη από εκεί που βρίσκονται, γιατί μου φέρθηκαν λες και ήταν αδέρφια μου, γονείς μου. Για μένα το γεγονός ότι έχασα το μάτι μου ήταν επίπονο ως περιστατικό, έπαιξε όμως μεγάλο ρόλο στην καριέρα μου. Μετά από το περιστατικό αυτό έπαιξα σε ταινίες του Κούνδουρου, του Γεωργιάδη, του Γρηγορίου, του Γλυκοφρύδη, του Κώστα Μανουσάκη και πολλών άλλων. Όμως η ταινία που με καθιέρωσε είναι η ταινία του Κώστα Μανουσάκη “Ο φόβος”, που μου έδωσε τον πολύ μεγάλο ρόλο. Σκεφτείτε ότι από τις 150 ταινίες που έχω παίξει οι 50 πήγαν σε φεστιβάλ και κέρδισαν πλήθος βραβείων».
«Ο φίλος μου Γιώργος Φούντας»
«Με τον Γιώργο κάναμε αρκετές ταινίες. Και δεν μπορώ να ξεχάσω την ταινία “Με τη λάμψη στα μάτια”, στην οποία έδινε ρεσιτάλ ερμηνείας. Κάθε φορά που τον θυμάμαι, κλαίω. Γιατί ο Γιώργος ήταν παλικάρι, ήταν άντρας, ήταν μέγας ηθοποιός. Ήταν ένα απλό παιδί και είχαμε αληθινή φιλία. Θυμάμαι σε μια ταινία, στην “Κατάρα της μάνας”, που γυρίζαμε στη Στυμφαλία, είχα πέσει μέσα στις λάσπες και στα καλάμια. Εκεί, λοιπόν, θα έκανε κάποια πλάνα και ο φίλος μου ο Κώστας Κακαβάς. Όταν φεύγαμε από το βούρκο, λέω στον Φούντα: “Γιώργο, έπεσε κι ο Κακαβάς στο βούρκο για να κάνει το πλάνο του”. Γυρίζει ο Φούντας και μου λέει την κλασική πλέον ατάκα που έμεινε στην ιστορία: “Πες στο αγόρι να προσέχει το πρόσωπό του”. Πάω στον Κακαβά και του λέω αυτά που είχε πει ο Φούντας. Τότε ο Κώστας άρχισε να ωρύεται. Φυσικά αρχίσαμε να γελάμε για όσα είχαμε περάσει εκεί. Με τέτοιους συναδέλφους ήταν χαρά να συνεργάζεσαι, γιατί δεν υπήρχαν κακίες».
«Ο κουμπάρος μου Νίκος Ξανθόπουλος»
«Με τον Νίκο γνωριστήκαμε όταν εκείνος ήταν στη σχολή. Κάναμε πολλή παρέα εδώ, στην Πλατεία Βικτωρίας. Όταν έβλεπες τον Ξανθόπουλο, κάπου στα 5 μέτρα έπρεπε να δεις και τον Βλάχο! Από τη φιλία μας προέκυψε κι η κουμπαριά. Ο Ξανθόπουλος με πάντρεψε με την πρώτη μου σύζυγο και βάπτισε το γιο μου. Ήταν πάντα “το παιδί του λαού” κι έτσι ζούσε. Απλά και λιτά, παρόλο που πέρασε τεράστιες δόξες στην καριέρα του. Δεν του άρεσε ποτέ η δημοσιότητα. Θυμάμαι, έμενε με τον πατέρα του και τη μάνα του στα προσφυγικά της Νέας Ιωνίας σε ένα δωμάτιο. Πραγματικά αγωνιστής, που κουράστηκε στη ζωή του».
«Εγώ έβγαλα τον Νίκο Φώσκολο στον κινηματογράφο! »
«Όσο κι αν σας φαίνεται απίστευτο, είναι πραγματικότητα: Εγώ έβγαλα τον Νίκο Φώσκολο στον κινηματογράφο! Είχα έναν ανιψιό του παρέα και μου έλεγε: “Ρε συ Ανέστη, έχω ένα θείο που γράφει σενάρια. Τι θα κάνουμε;”. Εκείνη την εποχή ο Φώσκολος ήταν στο ραδιόφωνο. Όταν πήρα τα σενάρια που έγραφε, μου άρεσαν πολύ και έβρισκα εγώ παραγωγούς. Έτσι το πρώτο σενάριο του Νίκου που έπαιξα ήταν η “Κρυστάλλω” του Βασίλη Γεωργιάδη. Μετά έγραψε πολλά σενάρια, όπως “Φλογέρα και αίμα”, “Η κατάρα της μάνας”. Όταν έπειτα πήγε στο Φίνο σταματήσαμε να συνεργαζόμαστε».
«Γιατί δεν μπήκα στη Φίνος Φιλμ»
«Στον Φίνο δεν δούλεψα, γιατί υπήρχε κι εκεί το δικό τους κύκλωμα. Όταν έπαιξα στη “Λόλα” του Δημόπουλου με την Τζένη Καρέζη και τον Κούρκουλο, μου λέει ο Φίνος: “Ρε Ανέστη, να περνάς τώρα”. Και του απαντάω: “Κύριε Φίνο, για να πιάσω εγώ εδώ μέσα δουλειά θα πρέπει να έχω τρία χέρια”. Έπρεπε να τους πας καμιά πίτα, κανένα γλυκό για να πάρεις και το ρόλο. Πήγαιναν όλοι στο φουαγιέ από το πρωί και περίμεναν τον Μάρκο Ζέρβα σε ποιον θα δώσει το ρόλο. Ήταν όλα δοσμένα από πριν. Δεν έχω όμως παράπονο. Μπορεί να μην έβγαλα πολλά χρήματα, όμως δοξάζω τον Θεό γιατί ζούσα καλά».
«Μου έμεινε η στάμπα του “σκληρού”»
«Εγώ είμαι ρολίστας. Δεν μπορείς να με κατατάξεις ούτε στους δραματικούς ούτε στους κωμικούς ηθοποιούς. Εμένα μου έμεινε η στάμπα του “σκληρού“, λόγω της φυσιογνωμίας μου, κι έτσι οι σκηνοθέτες μού έδιναν συνεχώς ρόλους για να παίξω. Όμως μην σκεφτείτε ότι όλοι ήξεραν από κινηματογράφο, αντιθέτως μάλιστα. Υπήρξαν σκηνοθέτες που έκαναν ταινίες μέσα σε τρεισήμισι μέρες. Το καλό που είχαν εκείνες οι ταινίες, που ακόμα και σήμερα τις απολαμβάνουμε, είναι ότι σχεδόν όλες οι σκηνές ήταν εξωτερικές. Ο κόσμος διψάει για να δει εξωτερικές εικόνες. Μπορεί να είναι ακριβές παραγωγές, όμως αυτές μένουν. Όπως δεν ξέρουν και σήμερα να κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Σήμερα, δυστυχώς, λειτουργούν τα κυκλώματα και οι γνωριμίες στα μπαρ».
«Δεν έζησα ευτυχισμένη ζωή»
«Στη ζωή μου εγώ γνώρισα πολλές πίκρες. Πάλεψα για να τα βγάλω πέρα. Βοήθησα όσο μπορούσα τον κόσμο και, όταν έμπλεξα και με την πολιτική, έβαλα πολλούς φτωχούς ανθρώπους σε θέσεις. Δεν έχω μετανιώσει για όσα πέρασα ή έκανα στη ζωή μου. Όλα είναι εις γνώση μου. Και πιστεύω πως δεν έκανα κακό σε κανέναν. Πάντα θα θυμάμαι με νοσταλγία όλες τις παραγωγές που έκανα στην ΕΡΤ. Και ήταν πολλές. Δυστυχώς, σήμερα η ΕΡΤ είναι διαλυμένη και οι “παρέες“ τρώνε εκεί μέσα. Είμαι συνδικαλιστής από τα γεννοφάσκια μου και χαίρομαι γι’ αυτό».
«Καμιά σχέση το ΠΑΣΟΚ του τότε
με το σήμερα»
«Δυστυχώς, δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης μεταξύ του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα με του Γιώργου. Τότε ήμασταν πιο ζεστοί. Έβλεπες έναν σύντροφο και νόμιζες πως έβλεπες τον αδερφό σου που γύριζε από την Αλβανία. Τότε ένιωθες χαρά. Σήμερα βλέπεις κάποιον από το ΠΑΣΟΚ και αλλάζεις πεζοδρόμιο. Όταν πήγα εγώ τότε στο ΠΑΣΟΚ, ήμουν ο Ανέστης ο Βλάχος. Και θυμάμαι, όταν είχαμε μια συζήτηση κάποτε με τον Τσοχατζόπουλο μου έλεγε: “Ρε Δραμινέ, ήρθες να προβληθείς...”. Του απάντησα λοιπόν: “Κατεβαίνουμε κάτω στο πεζοδρόμιο να δούμε ο κόσμος ποιον θα χαιρετήσει; Εσένα ή εμένα; Εγώ είμαι ο Ανέστης ο Βλάχος και δεν έχω ανάγκη προβολής. Πάμε κάτω να αναμετρηθούμε”. Σήμερα, αν κατεβαίναμε οι δυο μας στον κόσμο, εμένα θα με χαιρετούσαν κι εκείνον θα τον έφτυναν. Όπως τον έφτυσε ο κόσμος και δεν τον ξαναψήφισε».
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Επίκαιρα" epikaira.gr
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οιοσδήποτε θίγεται από άρθρο ή σχόλιο που έχει αναρτηθεί στο oxafies.com , μπορεί να μας ενημερώσει, στο oxafies@gmail.com ώστε να το αφαιρέσουμε άμεσα. Ομοίως και για φωτογραφίες που υπόκεινται σε πνευματικά δικαιώματα.
Στo oxafies.com ακούγονται όλες οι απόψεις . Αυτό δε σημαίνει ότι τις υιοθετούμε η ότι συμπίπτουν με τις δικές μας .