Σάββατο, Σεπτεμβρίου 14

Η Αθήνα είναι ακόμη, παρ' όλη την κρίση και την ύφεση, μια παράλογα ακριβή πόλη, μια πόλη όπου βασιλεύει η αυθαιρεσία στις τιμές όλων των προϊόντων και υπηρεσιών.

Να εξηγήσω τον τίτλο: η Αθήνα βυθίζεται στην ύφεση διότι αδυνατεί να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες και να μειώσει τις τιμές της για να δημιουργήσει τζίρο, ενώ η επαρχία ζει πολύ πιο άνετα με χαμηλές τιμές και μικρότερη ανεργία. Ας δούμε μερικά παραδείγματα.

Στα ακριβά επιπλάδικα της Αθήνας, τα μεγάλα τραπέζια (2 μ. x 1 μ.) που είναι φτιαγμένα από μασίφ ξύλο πωλούνται κοντά στις 3.000 ευρώ. Τα «επώνυμα» ξένων οίκων ξεκινούν από τις 5.000 ευρώ και πάνω. Δεν νομίζω να υπάρχουν και πολλοί αγοραστές σε αυτές τις τιμές, αλλά εν πάση περιπτώσει αυτές είναι οι «φιλικές» τιμές που σου λένε οι έμποροι.



Το ζήτημα είναι ότι η κατασκευή ενός τέτοιου τραπεζιού στην Ελλάδα δεν κοστίζει συνολικά (μαζί με το κέρδος του ξυλέμπορου  και του επιπλοποιού) περισσότερο από 400 ευρώ, κόστος που περιλαμβάνει τα ξύλα, τις βίδες, τις κόλλες, την εργασία και το κέρδος, συνολικό κόστος δηλαδή. Καταλαβαίνει κανείς, λοιπόν, πόσο επιβαρύνεται η τιμή ενός προϊόντος από την παραγωγή στη λιανική πώληση. Το ίδιο συμβαίνει σε όλα τα προϊόντα, ενώ στις υπηρεσίες η τιμολόγηση είναι τελείως ανεξάρτητη του κόστους, αυθαίρετη και εξωφρενική. Μπορεί κανείς να το καταλάβει αυτό αν δει τις τιμές για τις ίδιες υπηρεσίες στην επαρχία, ακόμη και στα ακριβά νησιά των Κυκλάδων την τουριστική περίοδο, και τις συγκρίνει με αυτές της Αθήνας. Για τις τιμές των ποτών στα μπαρ και των φαγητών στα εστιατόρια των Αθηνών δεν χρειάζεται συζήτηση. Με τα μισά λεφτά από αυτά που πληρώνεις στην Αθήνα τρως και πίνεις τα διπλά εκτός Αθηνών. 
Η Αθήνα είναι ακόμη, παρ' όλη την κρίση και την ύφεση, μια παράλογα ακριβή πόλη, μια πόλη όπου βασιλεύει η αυθαιρεσία στις τιμές όλων των προϊόντων και υπηρεσιών. Μια αυθαιρεσία που οδηγεί στον παραλογισμό διότι, όπως διαπιστώνουμε, οι πωλητές, παρ' όλο που δεν πατάει πελάτης στο μαγαζί τους, αρνούνται να ρίξουν τις τιμές. 
Στο κέντρο της Αθήνας, για παράδειγμα, τα μαγαζιά έχουν κλείσει. Πολλά από αυτά έχουν μεταφερθεί λίγα τετράγωνα πιο πέρα ή σε κάποια άλλη γειτονιά. Οταν τους ρωτάς γιατί έφυγαν, σου απαντάνε «διότι ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού δεν μείωνε το ενοίκιο». Ποιος χάνει τελικά; Ο ιδιοκτήτης που δεν μειώνει το ενοίκιο και έχει ένα άδειο μαγαζί, ξενοίκιαστο, για το οποίο πληρώνει όμως τους φόρους και τα πάγια έξοδα. Παραλογισμός ο οποίος προέρχεται από την αδυναμία μας να αντιληφθούμε ότι το κέρδος κρύβεται στον μεγάλο τζίρο, στα συστηματικά έσοδα και όχι στην «αρπαχτή». Τα χύμα κρασιά που κοστίζουν δυο ή τρία ευρώ το λίτρο φτάνουν να πουλιούνται στα μπαρ (με το ποτήρι) πάνω από 50 ευρώ. Το ίδιο και τα εισαγόμενα ουίσκι και βότκες που, ενώ κοστίζουν 20 ευρώ το μπουκάλι, τελικά κοστολογούνται με το ποτήρι στα 110 ευρώ για τον καταναλωτή. 
Ολα αυτά εξηγούν σε μεγάλο βαθμό την ύφεση και τη μιζέρια της Αθήνας, η οποία αδυνατεί να προσαρμοστεί στις συνθήκες των καιρών και επιμένει να ζει στην εποχή της «αστακομακαρονάδας». Μια εποχή που έχει περάσει (ελπίζω ανεπιστρεπτί). 



Αποτέλεσμα όμως της άρνησης μείωσης των τιμών είναι η ύφεση, το κλείσιμο των καταστημάτων και των επιχειρήσεων, η ανεργία και η φτώχεια.
Το μυστικό που φαίνεται ότι δεν καταλαβαίνουμε είναι ότι στόχος του εμπόρου και του παραγωγού πρέπει να είναι η διατήρηση ενός μικρού ποσοστού κέρδους με μεγάλο τζίρο και όχι η επίτευξη ενός μικρού τζίρου με μεγάλο ποσοστό κέρδους.
Και αυτή είναι μια νοοτροπία που, αν αλλάξει, αφενός θα συμβάλει ταχύτατα στην επανάκαμψη της οικονομίας και αφετέρου στην αύξηση των εξαγωγών μέσω της αύξησης της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές.
Γρηγόρης Νικολόπουλος
www.protothema.gr